Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαυροπετρίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαυροπετρίτης
Ενήλικος μαυροπετρίτης (ανοικτόχρωμη φάση)
Ενήλικος μαυροπετρίτης (ανοικτόχρωμη φάση)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ιερακόμορφα (Falconiformes)
Οικογένεια: Ιερακίδες (Falconidae)
Leach, 1820 [1]
Υποοικογένεια: Ιερακίνες (Falconinae)
Leach, 1820 [1]
Γένος: Ιέραξ (Falco)
Linnaeus, 1758 Μ
Είδος: F. eleonorae
Διώνυμο
Falco eleonorae (Ιέραξ της Ελεονώρας)
Gene, 1839

Ο Μαυροπετρίτης είναι είδος γνήσιου [2] γερακιού (γένος Falco), που απαντά και στον ελληνικό χώρο.

Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Falco eleonorae και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό) [3] αλλά, σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, δύο χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. μορφολογία). Η Ελλάδα φιλοξενεί στις ακτές της το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού.[4]

Falco eleonorae

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [5]

Η ονομασία του προέρχεται από την Ελεονώρα Ντε Μπας, (Elianora de Bas/Arborea), δικαστίνα της Σαρδηνίας (1347-1404), η οποία έτρεφε μεγάλη αγάπη για τα γεράκια και, ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο είδος, που πήρε το όνομά της [6].

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Ιταλό φυσιοδίφη Τ. Τζενέ (Carlo Giuseppe Géné, 1800 – 1847) υπό την σημερινή του ονομασία (Σαρδηνία, 1839).[7]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυροπετρίτης είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, με εξαιρετικά περιορισμένο και διακεκομμένο φάσμα κατανομής. Έρχεται να αναπαραχθεί στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, από την Κύπρο μέχρι τα Κανάρια και από την Κροατία μέχρι το ΒΔ. Μαρόκο και την Αλγερία, αλλά σε πολύ εξειδικευμένα οικοσυστήματα που περιορίζουν την εξάπλωσή του (βλ. Βιότοπος). Η Ελλάδα αποτελεί από τις σημαντικότερες αναπαραγωγικές επικράτειες του πτηνού, παγκοσμίως (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).

Διαχειμάζει στην Αφρική πραγματοποιώντας πολύ μεγάλο ταξίδι, για να διαχειμάσει στη Μαδαγασκάρη, τη Μοζαμβίκη και τα Νησιά Μασκαρέν του Ινδικού.[3][7]

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι περιοχές αναπαραγωγής και οι πιθανές μεταναστευτικές οδοί του μαυροπετρίτη

Ο μαυροπετρίτης αναπαράγεται στην Μεσόγειο και την ΒΔ. Αφρική και απουσιάζει από τις θέσεις φωλιάσματος μεταξύ Νοεμβρίου-Μαρτίου. Από όλες τις αποικίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στην Ατλαντική ακτή του Μαρόκου, μεταναστεύει προς τα ανατολικά, το φθινόπωρο, μέσω της Μεσογείου και της Ερυθράς Θάλασσας προς την Α. Αφρική και τη Μαδαγασκάρη, ενώ επιστρέφει την άνοιξη ακολουθώντας αντίστροφη διαδρομή. Τα πρώτα άτομα καταγράφονται στην περιοχή της Μεσογείου από τον Μάρτιο, αλλά οι «κανονικές» αφίξεις εκεί, είναι συνήθως κατά το δεύτερο μισό του Απριλίου, για να ακολουθήσει η κορύφωση τον Μάιο μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Οι νεοσσοί πτερώνονται στα τέλη Σεπτεμβρίου και στο πρώτο μισό του Οκτωβρίου, με την φθινοπωρινή μετανάστευση να αρχίζει αμέσως μετά. Οι τελευταίες αναχωρήσεις έχουν καταγραφεί στην Κύπρο, συνήθως από τα τέλη Οκτωβρίου έως τις αρχές Νοεμβρίου.[8]

Η διαδρομή της μετανάστευσης έχει πρόσφατα διερευνηθεί και, σε αντίθεση με προηγούμενες υποθέσεις, έχει αποδειχθεί με δορυφορική τηλεμετρία ότι πραγματοποιείται μέσω της αφρικανικής ενδοχώρας και, όχι διά θαλάσσης. Παλαιότερα εικαζόταν ότι η μετανάστευση γινόταν παράκτια, με τα πουλιά να εκτελούν πτήσεις από τη Μεσόγειο προς το Σουέζ, νότια κάτω από την Ερυθρά Θάλασσα και σε όλο το Κέρας της Αφρικής. Ωστόσο, οι πρόσφατες δορυφορικές μετρήσεις που καταγράφονται από Ισπανούς και Γερμανούς ερευνητές, έχουν δείξει ότι ακολουθείται κάποια εσωτερική-ηπειρωτική διαδρομή μέσα από την έρημο της Σαχάρας, τα τροπικά δάση του Ισημερινού μέχρι την Κένυα και τη Μοζαμβίκη.

  • Η συνολική απόσταση που διανύεται κατά τη διάρκεια της πτήσης, έχει μετρηθεί μέχρι και στα 9.000 χιλιόμετρα.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Δανία και τη Σουηδία, την Ουγγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο, την Υεμένη και τη Νότια Αφρική.[9]

Στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο μαυροπετρίτης είναι πλήρως μεταναστευτικός, ερχόμενος το καλοκαίρι για να φωλιάσει και αναχωρεί το φθινόπωρο για το μακρινό του ταξίδι στην Αφρική.[10][11][12] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό [13][14] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

  • Η περίοδος άφιξης των μαυροπετριτών στην Ελλάδα αρχίζει στις αρχές Απριλίου, κορυφώνεται μετά το τέλος Απριλίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα Ιουλίου. Η διασπορά των αφιχθέντων πληθυσμών πραγματοποιείται τόσο στα νησιά όσο και στα ηπειρωτικά, σε σμήνη των 5-50 ατόμων. Τα περισσότερα πουλιά αναχωρούν για τις επικράτειες διαχείμασης από τα μέσα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, αλλά υπάρχουν επίσημες καταγραφές για μικρούς πληθυσμούς που διαχειμάζουν στην Ελλάδα, στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για την μεταναστευτική συμπεριφορά του είδους.[15]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυροπετρίτης φωλιάζει δίπλα στη θάλασσα, στις απότομες ορθοπλαγιές νησιών ή παράκτιων ηπειρωτικών περιοχών, καθώς και σε επίπεδες ήσυχες νησίδες, με ασβεστολιθικό ή ηφαιστειακό γεωλογικό υπόβαθρο, με την προϋπόθεση να υπάρχουν σκιερές θέσεις για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Στους μήνες που προηγούνται της αναπαραγωγής, ορισμένοι ενήλικες κουρνιάζουν στα βράχια φωλιάσματος, ενώ άλλοι μένουν μακριά για αρκετές ημέρες.

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με τα καλοκαιρινά ενδιαιτήματα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι μαυροπετρίτες απαντούν σε ανοικτές δασώδεις περιοχές (Μαδαγασκάρη).[16]

  • Στην Ελλάδα, οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί -στο χρονικό διάστημα πριν φωλιάσουν- διασπείρονται σε ποικιλία ενδιαιτημάτων και, πέρα από τους «κλασσικούς» παράκτιους οικοτόπους, έχουν καταγραφεί μαυροπετρίτες σε οικοσυστήματα μακί, ορεινές δασικές θέσεις, ακόμη και σε ελαιώνες. Υψομετρικά, κινούνται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις υψηλές κορυφές.[15]
Ενήλικος μαυροπετρίτης (ανοικτόχρωμη φάση) φωτογραφημένος στις Βαλεαρίδες

Ο μαυροπετρίτης είναι ένα εξαιρετικά κομψό αρπακτικό, με μακριές και λεπτές πτέρυγες, μακριά ουρά και αεροδυναμικό κορμό, δομές που ανταποκρίνονται και εξυπηρετούν το σημαντικότερο στοιχείο της φυσιολογίας του, την ταχύτητα. Κάτω από τον οφθαλμό υπάρχει η χαρακτηριστική, σκούρα τριγωνική κηλίδα παρειάς των γερακιών. Το κήρωμα, οι ταρσοί και τα πόδια είναι λεμονοκίτρινα.

Οι μαυροπετρίτες απαντούν σε δύο χρωματικές μορφές ή φάσεις (colour phases), μία σκουρόχρωμη (σε ποσοστό 25%) [17] και μία -συνηθέστερη- ανοιχτόχρωμη (στο χρώμα της σκουριάς). Ωστόσο, υπάρχουν και ενδιάμεσες μορφές μεταξύ αυτών των δύο.

Στην κάτω επιφάνεια του σώματος, είναι ευδιάκριτα τα σκούρα καλυπτήρια των πτερύγων, τα οποία κάνουν έντονη αντίθεση με τα πιο ανοικτόχρωμα ερετικά φτερά.

Το στήθος και η κοιλιά έχουν χρώμα κρεμ έως κοκκινωπό καφέ, με μαύρες ραβδώσεις στην ανοικτόχρωμη φάση, ενώ στην σκούρα φάση είναι πολύ σκούρα καφέ-γκρι, σχεδόν μαύρα. Τα φύλα είναι όμοια σε μοτίβα και χρωματισμούς, αλλά τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά, κατά 16%, περίπου. Επίσης αναφέρεται ότι ο οφθαλμικός δακτύλιος των αρσενικών είναι κίτρινος, ενώ στα θηλυκά είναι κυανόγκριζος.[18] Τα νεαρά άτομα εμφανίζουν, επίσης, δύο φάσεις και είναι πιο σκούρα από τα ενήλικα άτομα των αντίστοιχων φάσεων.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: 36 έως 38 (-42) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (87-) 89 έως 104 (-105) εκατοστά.
  • Βάρος: ♂ 350 – 390 γραμμάρια, ♀ 340-460 (-520) γραμμάρια [7].

(Πηγές:[18][19][20][21][22][23][24][25])

Πορτρέτο μαυροπετρίτη

Ο μαυροπετρίτης τρέφεται με μεγάλα έντομα όπως κολεόπτερα, ακρίδες, λιβελούλες, πεταλούδες, τζιτζίκια και ιπτάμενα μυρμήγκια, περιστασιακά με νυχτερίδες και σαύρες ή, τον Απρίλιο / Μάιο με πολύ λίγα πουλιά που μεταναστεύουν κατά μήκος της ακτογραμμής. Τα θηράματα αυτά συλλαμβάνει, είτε με το ράμφος, είτε με τα νύχια και τα καταναλώνει εν πτήσει (συνήθως το σούρουπο).[16] Αλλά με την έναρξη της φθινοπωρινής μετανάστευσης από την Ευρώπη προς την Αφρική, οι μαυροπετρίτες αλλάζουν τη διατροφή τους και συλλαμβάνουν -σχεδόν αποκλειστικά- μικρά αποδημητικά πουλιά που ταξιδεύουν πάνω από τη θάλασσα. Τυπικό βάρος των πτηνών που συλλαμβάνονται είναι από 10-30 γραμμάρια.[8]

  • Ο παγκόσμιος πληθυσμός του μαυροπετρίτη συλλαμβάνει το 0,1% του συνολικού όγκου των μεταναστευτικών πτηνών, περίπου. Αυτός είναι ο λόγος που αργεί να αναπαραχθεί (τέλη καλοκαιριού), επειδή περιμένει τα μεταναστευτικά σμήνη για να θρέψει τα μικρά του. Είναι το μοναδικό είδος γερακιού που έχει την συγκεκριμένη αναπαραγωγική συμπεριφορά.[26]

Οι περιοχές αναζήτησης τροφής την άνοιξη και το καλοκαίρι μπορεί να είναι πάνω από 20 χλμ. μακριά από τις θέσεις φωλιάσματος. Θα πρέπει να αποτελούνται από γεωργικά, δασικά και υγροτοπικά ενδιαιτήματα ικανά να υποστηρίξουν τον πληθυσμό της αποικίας με έντομα, από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο, καθώς και να προσφέρουν πρόσβαση σε καθαρό νερό και ήσυχες θέσεις (δένδρα) για ομαδικό κούρνιασμα, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο. Αυτές οι περιοχές αναζήτησης τροφής μπορεί να έχουν έκταση πάνω από 1.000 χμ² για μία (1) και μόνον αποικία.[8]

Κυνηγετικές μέθοδοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυροπετρίτης κυνηγάει περιπολώντας από μεγάλα ύψη –που μπορεί να φτάσουν και τα 1.000 μ.[27] από την επιφάνεια της ξηράς ή του νερού- και εφορμά στο σμήνος χρησιμοποιώντας την εξαιρετική ευελιξία και την πολύ μεγάλη του ταχύτητα. Η σύλληψη πραγματοποιείται αφού συγκρουστεί (sic) με το θήραμα στον αέρα, προκαλώντας του απώλεια προσανατολισμού και στήριξης, οπότε το συλλαμβάνουν με τους ισχυρούς τους γαμψώνυχες. Οι ταχύτητες που αναπτύσσουν κατά την κάθετη εφόρμηση οι μαυροπετρίτες είναι πολύ υψηλές, πάνω από 200-250 χλμ./ώρα, ωστόσο δεν φθάνουν εκείνες του ταχύτερου πτηνού στην υφήλιο, του πετρίτη.

Όταν δεν κυνηγάει, ο μαυροπετρίτης έχει «χαλαρή» πτήση με ήπια, ωστόσο, χαρακτηριστικά φτεροκοπήματα που έχουν παρομοιαστεί με εκείνα του γένους Stercorarius.[20]

  • Φαίνεται περίεργο αλλά, οι μαυροπετρίτες συλλαμβάνουν τη λεία τους μόνο στον αέρα και δεν είναι σε θέση να αναζητήσουν ούτε να συλλάβουν τα μικρά πουλιά που περιφέρονται στην βλάστηση.

Οι μαυροπετρίτες είναι, γενικά, αγελαία πτηνά σχηματίζοντας μικρά και χαλαρά σμήνη αν και, μερικές φορές, περιπλανώνται μοναχικά. Κατά τη μετανάστευση, συχνά, σχηματίζουν ανάμικτους πληθυσμούς με άλλα είδη γερακιών που πετούν σε μεγάλα υψόμετρα, συμπεριλαμβανομένων των δεντρογέρακων.[27][28] Είναι ημερόβια πτηνά, με την δραστηριότητά τους να κορυφώνεται το ξημέρωμα και το ηλιοβασίλεμα.

Ζευγάρι μαυροπετριτών

Η 1η αναπαραγωγή των μαυροπετριτών πραγματοποιείται στα 2-3 χρόνια, με τα θηλυκά να αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα κατά το 2ο και τα αρσενικά κατά το 3ο έτος της ζωής τους. Αν και η άφιξη στις περιοχές της Μεσογείου είναι κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, τα πτηνά επισκέπτονται τις αποικίες φωλιάσματος ακανόνιστα, μέχρι την κορύφωση που αρχίζει τον Ιούλιο. Το φώλιασμα αρχίζει αργά (Ιούλιο-Αύγουστο) έτσι, ώστε η εκκόλαψη των νεοσσών να συμπέσει με το φθινοπωρινό πέρασμα των μεταναστευτικών πουλιών, κρίσιμο παράγοντα για την θρέψη τους.[29]

  • Η περίοδος αναπαραγωγής του μαυροπετρίτη είναι η οψιμότερη από κάθε άλλο πτηνό του Β. Ημισφαιρίου.

Οι μαυροπετρίτες, συνήθως, αναπαράγονται κατά αποικίες που αριθμούν από 10-300 ζευγάρια. Οι φωλιές βρίσκονται σε απόσταση 20-50 μ. μεταξύ τους, αλλά περιπτώσεις των 2 μ. μεταξύ των φωλιών είναι γνωστές. Οι χαμηλότερες από αυτές βρίσκονται μόλις στα 5 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, δηλαδή, μόλις που να μην παρασύρονται από τα κύματα, ενώ άλλες βρίσκονται στην κορυφή μιας ορθοπλαγιάς, πάνω από 100 μ. από την επιφάνεια του νερού. Οι φωλιές μπορεί να εκτείνονται για αρκετά χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής ή μπορεί να συνωστίζονται σε ακατοίκητες νησίδες 1-100 εκταρίων.

Λιγότερο σημαντικοί τόποι φωλιάσματος για τον μαυροπετρίτη, αποτελούν οι ηπειρωτικοί βραχώδεις σχηματισμοί των νησιών στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι βραχώδεις επιφάνειες των φαραγγιών και οι ορθοπλαγιές. Αυτά τα οικοσυστήματα προσφέρουν απομόνωση, απαραίτητη σε αρκετά είδη ορνιθοπανίδας που ζουν και αναπαράγονται εκεί. Το είδος θεωρείται ότι, παρουσιάζει σταθερή χρήση της θέσης φωλιάσματος και μονογαμικές συνήθειες αλλά, σύμφωνα πάντα με τα υπάρχοντα στοιχεία, παρουσιάζεται το φαινόμενο της διασποράς των νεαρών ατόμων κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Έτσι, περίπου το 90% των νεαρών ατόμων που δεν αναπαράγονται κατά τα πρώτα 2 με 3 χρόνια της ζωής τους, απουσιάζουν από την αποικία καταγωγής τους κατά την περίοδο από Μάιο-Οκτώβριο αλλά εγκαθίστανται σ’ αυτήν τα επόμενα χρόνια.[30]

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος) η φωλιά βρίσκεται στις άκρες απόκρημνων βράχων, συνήθως προσανατολισμένων προς τους ΒΔ ανέμους (μελτέμια),[31] μέσα σε μια μεγάλη κοιλότητα ή σχισμή του βράχου.[32] Παρόλο που προτιμώνται σκιερές θέσεις, η φωλιά μπορεί να βρίσκεται κάτω από έναν θάμνο (π.χ. Euphorbia sp.) ή, σπανιότερα, να είναι πλήρως εκτεθειμένη στον ήλιο.[8] Δεν χρησιμοποιείται κάποιο ιδιαίτερο υλικό για την κατασκευή της, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα γεράκια.

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[22] Η γέννα αποτελείται από (1-) 2 έως 3 (-4), ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 42,2 Χ 33,1 χιλιοστών.[29] Το μέγεθος των αβγών φαίνεται να συνδέεται με την αφθονία τροφής στην περιοχή και τις κυνηγετικές ικανότητες των γονέων. Η εναπόθεσή τους πραγματοποιείται καθημερινά ή μέρα-παρά-μέρα και η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου ή του 2ου αβγού. Πραγματοποιείται από το θηλυκό, με το αρσενικό να εφοδιάζει την φωλιά με τροφή, και διαρκεί 28-33 ημέρες.[29]

Οι νεοσσοί εκκολάπτονται έναν (1) μήνα αργότερα και, λίγοι, αργότερα μέχρι τις 10-15 Σεπτέμβρη. Είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Την αρχική σίτιση αναλαμβάνει το θηλυκό μένοντας μέσα στην φωλιά για 10 ημέρες, περίπου ενώ, κατόπιν, συνεχίζει την σίτιση αλλά έξω από την φωλιά και κοντά σε αυτήν. Όλο αυτό το διάστημα το αρσενικό εφοδιάζει το θηλυκό και τους νεοσσούς (αποκλειστικά με μικρά πουλιά), οι οποίοι πτερώνονται 40 ημέρες αργότερα έτσι, ώστε από τα μέσα Οκτωβρίου σχεδόν όλοι μπορούν να πετάξουν και στις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου οι αποικίες ερημώνονται.[8]

Οι απώλειες της ωοτοκίας, κάτω από φυσικές συνθήκες, μπορεί να ανέλθουν έως και 43% (25% θήρευση λόγω των αρουραίων, 10% λόγω υπογονιμότητας, 8% λόγω της ηλιακής ακτινοβολίας σε μια αδιατάρακτη αποικία), ενώ οι απώλειες των ίδιων των νεοσσών φθάνουν το 10%. Το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση μιας αποικίας είναι 1,2 νεοσσοί / φωλιά.[8]

  • Σε επισταμένη έρευνα που εκπονήθηκε σε νησίδα έξω από την Κρήτη, από ομάδα επιστημόνων, οι πρώτοι μαυροπετρίτες έρχονταν να φωλιάσουν στα μέσα Ιουλίου, η ωτοκία ήταν στα τέλη Ιουλίου, οι περισσότεροι νεοσσοί εκκολάπτονταν στα τέλη Αυγούστου, ενώ η πτέρωση επιτυγχανόταν στις 35 ημέρες.[33]

Εκτός από τις -αθέλητες- δηλητηριάσεις (βλ. Κατάσταση πληθυσμού), το είδος έχει υποφέρει ιστορικά από την εκμετάλλευση και τις διώξεις που επέφεραν οι κατά τόπους ανθρώπινοι πληθυσμοί. Η λαθροθηρία από «συλλέκτες» αρπακτικών, καθώς και η όχληση που σχετίζεται με την ανάπτυξη του τουρισμού έχει επίσης αποδειχθεί ότι επηρεάζει αρνητικά την επιτυχία αναπαραγωγής των πτηνών.[16] Η θήρευση από αρουραίους είναι επίσης, πιθανόν, σημαντική σε κάποια νησιά αναπαραγωγής.[28] Τέλος, το είδος είναι ευάλωτο στις επιπτώσεις πιθανής ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας.[34]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φάσμα αναπαραγωγικής κατανομής του είδους συμπίπτει σχεδόν πλήρως με τη λεκάνη της Μεσογείου από τα Κανάρια στα δυτικά μέχρι την Κύπρο στα ανατολικά. Το κέντρο της κατανομής είναι τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη, όπου αναπαράγεται το 70%, περίπου, του παγκόσμιου πληθυσμού. Καθώς οι περιοχές διαχείμασης είναι στη Μαδαγασκάρη και -για ένα κλάσμα του πληθυσμού κατά πάσα πιθανότητα- στην Τανζανία, τα δεδομένα της μετανάστευσης είναι ελλιπή. Οι πληθυσμικές τάσεις, ιστορικά, δεν είναι διαθέσιμες. Από τις Βαλεαρίδες Νήσους, ετήσια αύξηση της τάξης του 4% έχει καταγραφεί πρόσφατα, στην Ιταλία φαίνεται να καταγράφεται αύξηση της τάξης του 10% σε δέκα χρόνια, αλλά μείωση 15% έχει σημειωθεί στην Κρήτη κατά την τελευταία δεκαετία εκεί. Στη Μαδαγασκάρη, οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί φαίνεται να έχουν μειωθεί στο διάστημα 1991-1997. Τη Ν. Γαλλία και την Κορσική, τη Μάλτα, την Αλβανία, την Τουρκία και σε μικρότερο βαθμό την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία, επισκέπτεται τακτικά σημαντικό μέρος του πληθυσμού από τον Απρίλιο-Οκτώβριο, αλλά δεν υπάρχουν αποικίες αναπαραγωγής εκεί κοντά.[8]

Παρόλο που, η IUCN εκτιμά τον συνολικό ευρωπαϊκό πληθυσμό του είδους στα 6000 ζευγάρια, περίπου,[35], αυτός τείνει μειούμενος, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο σε δηλητηρίαση από το εντομοκτόνο μεθομύλη (Methomyl) που χρησιμοποιείται από τους αγρότες για την προστασία των αμπελοκαλλιεργειών. Το δηλητήριο τοποθετείται σε δοχεία με νερό, με στόχο τα τρωκτικά που ευθύνονται για την καταστροφή των σταφυλιών, αλλά τα πουλιά, ιδιαίτερα τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες, είτε πίνουν από αυτά, είτε προσπαθούν να δροσιστούν κάνοντας μπάνιο και δηλητηριάζονται.[36]

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απαιτεί πολύ ήσυχα ή ακατοίκητα νησιά για τους αναπαραγόμενους πληθυσμούς, καθώς οποιαδήποτε άμεση αξιοποίηση και ανάπτυξη, φαίνεται να έχει αρνητικές συνέπειες λόγω της εγγύτητάς με τον άνθρωπο. Αυτό αποδεικνύεται από την ισχυρή ανάκαμψη των πληθυσμών σε εκείνες τις περιοχές όπου εφαρμόστηκαν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας.[16]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο σημερινός αναπαραγωγικός πληθυσμός του μαυροπετρίτη ήταν διαφορετικός από τους ιστορικά καταγραφέντες. Σε κάθε περίπτωση, οι αποικίες φωλιάσματος του Αιγαίου μπορούν να χωριστούν σε 4 γεωγραφικές «ενότητες» (units): 1) Κύθηρα και Κρήτη, 2) Δωδεκάνησα, 3) Κυκλάδες και 4) Β. Σποράδες. Εκτός αυτών των ενοτήτων, τα στοιχεία είναι ελλιπή, όπως και από την περιοχή του Ιονίου Πελάγους. Πάντως, υπάρχουν ελπίδες ότι οι αποικίες έχουν σταθεροποιήσει τους πληθυσμούς τους ή και να έχουν αυξηθεί σε κάποιες από αυτές με τα μέτρα που λαμβάνονται.[33]

Ο Μαυροπετρίτης, απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Βαρβάκι, Θαλασσογέρακο (Κρήτη), Κουστογέρακο, Μαυρογέρακας, Φαλκόνι,[37] και Μαυρομμάτης (Κύπρος).[38]

  1. 1,0 1,1 http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175639
  2. Β.Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  3. 3,0 3,1 Howard and Moore, p.96
  4. Dimalexis et al
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696442/
  6. «Charta de Logu Elianora de Arbarèe Capitulos 81-100, Capitulu 87 - De astores». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2017. 
  7. 7,0 7,1 7,2 http://www.hbw.com/species/eleonoras-falcon-falco-eleonorae
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 planetofbirds.com
  9. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id= Αρχειοθετήθηκε 2016-08-29 στο Wayback Machine. 22696442
  10. Όντρια (Ι), σ. 71
  11. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 152
  12. ΣΠΕΕ, σ. 247, 254
  13. Σφήκας, σ. 32
  14. Σφήκας, σ. 29
  15. 15,0 15,1 Handrinos & Akriotis, p. 146
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 del Hoyo et al
  17. Bruun, p.88
  18. 18,0 18,1 Heinzel et al, p. 106
  19. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 128, 191
  20. 20,0 20,1 Mullarney et al, p. 118
  21. Flegg, p. 98
  22. 22,0 22,1 Perrins, p. 98
  23. Bruun, p. 88
  24. Όντρια, σ. 71
  25. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  26. Walter, 1979
  27. 27,0 27,1 Snow & Perrins
  28. 28,0 28,1 Ferguson-Lees & Christie
  29. 29,0 29,1 29,2 Harrison, p. 111
  30. http://www.ornithologiki.gr/page_cn.php?tID=1025&aID=332
  31. Dimalexis et al., 2008, σ.27
  32. Harrison, p. 110
  33. 33,0 33,1 Handrinos & Akriotis, p. 145-6
  34. Strix
  35. http://www.iucnredlist.org/details/full/22696442/0
  36. http://extoxnet.orst.edu/pips/methomyl.htm
  37. Απαλοδήμος, 1988, σ. 28
  38. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dimalexis, Anastasios, Stavros Xirouchakis, Danae Portolou, Panagiotis Latsoudis, Giorgos Karris, Jacob Fric, Panagiotis Georgiakakis, Christos Barboutis, Stratis Bourdakis, Milica Ivovič, Theodoros Kominos und Eleftherios Kakalis: The status of Eleonora’s Falcon (Falco eleonorae) in Greece. In: Journal of Ornithology. Band 149, Heft 1 / Januar 2008: S. 23-30; ISSN 0021-8375
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Helbig, A.J.; Seibold, I.; Bednarek, W.; Brüning, H.; Gaucher, P.; Ristow, D.; Scharlau, W.; Schmidl, D. & Wink, Michael (1994): Phylogenetic relationships among falcon species (genus Falco) according to DNA sequence variation of the cytochrome b gene. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R.D. (eds.): Raptor conservation today: 593-599. PDF fulltext
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • López-lópez, p., Limiñana, r. & Urios, v. 2009: Autumn migration of Eleonora’s falcon Falco eleonorae tracked by satellite telemetry Zoological Studies 48(4)
  • Mearns, Barbara and Richard. Biographies for Birdwatchers. ISBN 0-12-487422-3
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
  • Walter, Hartmut (1979): Eleonora's Falcon: Adaptations to Prey and Habitat in a Social Raptor. University Of Chicago Press Wildlife Behavior and Ecology series, Chicago. ISBN 0-226-87229-7
  • Wink, Michael; Seibold, I.; Lotfikhah, F. & Bednarek, W. (1998): Molecular systematics of holarctic raptors (Order Falconiformes) . In: Chancellor, R.D., Meyburg, B.-U. & Ferrero, J.J. (eds.): Holarctic Birds of Prey: 29-48. Adenex & WWGBP. PDF fulltext
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).