Μεγάλη Μητέρα
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Μεγάλη Μητέρα, Μητέρα Θεά ή Μητέρα Γη είναι ένα μητριαρχικό αρχετυπικό μοντέλο που επαναλαμβάνεται σε διάφορες μυθολογίες ανα τον κόσμο. Σύμφωνα με τη θεωρία του Γιουνγκ το αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας - Θεάς είναι βαθιά ριζωμένο στον ανθρώπινο νου ακόμα και πριν την κύηση. Συνήθως τη συναντάμε σε τρεις βασικές μορφές - ως Παρθένο, ως Μητέρα και ως Γριά - και ανάλογα με τη μορφή που έχει συμβολίζει την αγνότητα, τη γονιμότητα, τη σοφία.
Η Μεγάλη Μητέρα στην προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Μίρτσεα Ελιάντε ως τις μέρες μας έχει φθάσει ένας σημαντικός αριθμός δοξασιών, μύθων, τελετουργικών και τέχνεργων σχετικών με τη γη, τις θεότητές της και το αρχέτυπο της μεγάλης μητέρας. Η Μεγάλη Μητέρα στις παραδόσεις του κοσμογονικού ζεύγους είναι η σύντροφος, η θηλυκή όψη που γονιμοποιείται με τρόπο θαυματουργό ή μη και γεννά, αποκαλύπτει τα σιτηρά, τους καρπούς και όλα τα γεννήματα της γης. Ο Τζέιμς Φρέιζερ ο συγγραφέας του Χρυσού Κλώνου και εκείνοι που επηρέασε, όπως ο Ρόμπερτ Γκρέιβς και η Μαρίγια Γκιμπούτας ανέπτυξαν τη θεωρία ότι όλες οι θεότητες της Ευρώπης και της αιγαιακής λεκάνης προήλθαν από μία προ-ινδοευρωπαϊκή ή πρωτο-ινδοευρωπαϊκή θεότητα της νεολιθικής μητριαρχίας. Ως θεμέλιο της θεωρίας της έθεσε την ανακάλυψη ειδωλίων με ασυνήθιστες υπερβολές σε διάφορους πολιτισμούς της προϊστορικής Ευρώπης, τα οποία εκείνη ονόμασε ειδώλια γονιμότητας και τους απέδωσε τις λειτουργίες της αναπαραγωγής, της γαλούχησης και της αύξησης της ζωής. Τα παραδείγματά της άντλησε τόσο από τον Πολιτισμό του Σέσκλου (Αχίλλειον: Φάση 3, Θεσσαλία), όσο και από τον πολιτισμό Βίντσα και τον πολιτισμό Στάρτσεβο.
Οι θεωρίες των Φρέιζερ, Γκρέιβς και κύριως της Γκιμπύτας προκάλεσαν διχογνωμίες και αμφισβητήθηκαν εντόνως, ιδιαίτερα από τον Πήτερ Ούκο (Peter Ucko), καθηγητή της συγκριτικής αρχαιολογίας, ο οποίος χαρακτήρισε τα προϊστορικά ειδώλια θηλυκών θεοτήτων -όπως η Αφροδίτη του Βίλεντορφ- είτε παιδικά παιχνίδια ή φυλακτά συμπαθητικής μαγείας.
Το αρχέτυπο στους ιστορικούς χρόνους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χριστιανισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένοι ιστορικοί της θρησκείας της δύσης οι οποίοι βρίσκονται έξω από τον χώρο της Ορθόδοξης Παράδοσης, υποστηρίζουν ότι τους αιώνες κατά τους οποίους διαμορφωνόταν ο Χριστιανισμός υιοθέτησε και μεταμόρφωσε χαρακτηριστικά θρησκευτικών παραδόσεων που προηγήθηκαν ή/και χρειάστηκε να ανταγωνιστεί. Η απόδοση τιμών στο πρόσωπο της Μαρίας (Παναγία) της Καινής Διαθήκης, της μητέρας του Ιησού Χριστού, αποτελεί μεταγενέστερη δογματική εξέλιξη που περιέλαβε στοιχεία προηγούμενων θηλυκών θεοτήτων. Ως «μητέρα του Θεού» και «Θεοτόκος» ενσωμάτωσε στοιχεία θηλυκών θεοτήτων που επί χιλιετίες πιστευόταν ότι συντηρούσαν τους επαναλαμβανόμενους εποχικούς κύκλους θανάτου και αναγέννησης. Ήδη πριν από τον 6ο αιώνα, αποδόθηκαν στη Μαρία χαρακτηριστικά όπως η αειπαρθενία, η οποία ήδη ίσχυε για την Αθηνά και την Άρτεμη, και η θέση της «βασίλισσας του ουρανού» και της «μεσολαβήτριας» υπέρ της ανθρωπότητας, όπως συνέβαινε με την ευρέως διαδεδομένη λατρεία της Ίσιδος.[1] Ωστόσο προς αποφυγή παρερμηνείας πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο πως η άποψη πως "..η Παναγία περιέλαβε στοιχεία προηγούμενων θεοτήτων" σημαίνει (τουλάχιστον από τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό) πως η Παναγία έλαβε από τους χριστιανούς απλώς και μόνο ορισμένα θετικά κοσμητικά επίθετα τα οποία συμβαδίζουν με τον χαρακτήρα και τις χαρισματικές ιδιότητες της, δεν πρόκειται λοιπόν για μια μετέπειτα εξέλιξη κανενός από τους διάφορους προχριστιανικούς μυθοπλαστικούς χαρακτήρες-"θεότητες" καθώς η Παναγία υπήρξε ανθρώπινο πρόσωπο (Μαριάμ, με επίσης ανθρώπινη καταγωγή από την Ναζαρέτ), και η οποία δεν λατρεύεται ως θεά αλλά ως ένας σημαντικότατος πράγματι πανάγιος και πάναγνος άνθρωπος, ως μήτηρ του Χριστού και όχι δηλαδή ως μια "Μητέρα θεά" η κάποια άλλη όπως η "Άρτεμης". Επιπλέον, το γεγονός ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής τις προσέδωσαν απλώς τιμητικές λέξεις και χαρακτηρισμούς (όπως η παρθενία κτλ) που προϋπήρχαν μέσα σε ένα μυθολογικό-ειδωλολατρικό περιβάλλον είναι κάτι που φανερώνει μια ακόμη από τις κοινές και καθιερωμένες συνήθειες των χριστιανών και προφανώς όχι κάτι άλλο, καθότι είναι κοινώς γνωστό και αναφέρεται συνεχώς από ιστορικούς ερευνητές και τεκμηριώνεται από το πλήθος των πορισμάτων της αρχαιολογίας, πως ο Χριστιανισμός συχνά θέλησε να υιοθετήσει πολλά στοιχεία τα οποία ήδη προϋπήρχαν τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε κάθε τόπο που εξαπλωνόταν (π.χ. εικονογραφικά όπως και αρχιτεκτονικά και άλλα στοιχεία της τέχνης, φιλοσοφικοί όροι που χρησίμευσαν για να περιγράψουν όσο το δυνατόν πιο πιστά το δόγμα και τις αλήθειες της χριστιανικής αποκάλυψης, όπως βέβαια και οι διάφορες λέξεις που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν ως διακοσμητικοί χαρακτηρισμοί μυθικών προσώπων και οι οποίοι ήταν ως και εκατοντάδες, θα ήταν μάλλον αδύνατο να μην υπάρξουν και ορισμένοι οι οποίοι θα συμβάδιζαν με τα χαρακτηριστικά της Παναγίας).
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Micael D. Coogan, The Oxford History of the Biblical World, Oxford University Press, 1998/2001, σελ. 428.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Mircea Eliade, Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, Χατζηνικολής, (Αθήνα 1981)
- Peter J. Ucko, Anthropomorphic figurines of predynastic Egypt and neolithic Crete with comparative material from the prehistoric Near East and mainland Greece, A. Szmidla (1968), ISBN 0950016403
- Marija Gimbutas, Η επιστροφή της μεγάλης θεάς, Αρχέτυπο (Αθήνα 2001)
- Hutton, Ronald, "The Neolithic great goddess: a study in modern tradition", Antiquity 71 (1997): 91-99.