Μπέλα Κουν
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μπέλα Κουν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Kun Béla (Ουγγρικά) |
Γέννηση | 20 Φεβρουαρίου 1886[1] Cehu Silvaniei[2] |
Θάνατος | 29 Αυγούστου 1938[1] Μόσχα[3] |
Αιτία θανάτου | εκτέλεση |
Συνθήκες θανάτου | θάνατος από μη φυσικά αίτια, θανατική ποινή και ανθρωποκτονία |
Τόπος ταφής | σκοπευτήριο Κομμουνάρκα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ουγγαρία Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Θρησκεία | αθεϊσμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ουγγρικά Ρωσικά[1] |
Σπουδές | Franz Joseph University (έως 1904) Calvinist College in Zilah (έως 1902) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός διπλωμάτης δημοσιογράφος |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κόμμα Κομμουνιστών Ουγγαρίας και Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Irén Gál |
Τέκνα | Ágnes Kun Miklós Kun |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Minister of Foreign Affairs of Hungary (Μάρτιος 1919 – Αύγουστος 1919) member of ECCI (από 1921) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μπέλα Κουν (Kun Béla, 20 Φεβρουαρίου 1886 - 29 Αυγούστου 1938 ή 30 Νοεμβρίου 1939) ήταν Ούγγρος κομμουνιστής, που κυβέρνησε την Ουγγαρία για σύντομο χρονικό διάστημα το 1919.
Προς τη Σοβιετική Δημοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ουγγαρία, τα οικονομικά του σχεδόν υπό διάλυση κράτους, δυσχεραίνονταν ακόμα περισσότερο από την προσέλευση προσφύγων από τα εδάφη που έχασε η χώρα με τη συνθήκη του Τριανόν. Ο μεγάλος πληθωρισμός, η έλλειψη κατοικιών, η μαζική ανεργία, η έλλειψη τροφίμων και κάρβουνου αποδυνάμωσε περαιτέρω την οικονομία και δημιούργησε ταραχές. Τον Οκτώβριο του 1918, έλαβε χώρα η «επανάσταση του Άστερ», με την οποία εγκαθιδρύθηκε μία ασταθής δημοκρατική κυβέρνηση συνεργασίας. Ο Κουν ίδρυσε το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, στη Βουδαπέστη στις 4 Νοεμβρίου 1918.
Ο Κουν αμέσως ξεκίνησε μια ενεργητική προπαγάνδα εναντίον της κυβέρνησης: αυτός και οι οπαδοί του έκαναν σκληρές επιθέσεις εναντίον του Προέδρου, Κόμη Μιχάλι Καρόλι (Mihály Károlyi), και των σοσιαλδημοκρατών συμμάχων του. Οι ομιλίες του Κουν συχνά εντυπωσίαζαν το κοινό. Ένας από τους παρευρισκόμενους σε μια τέτοια ομιλία σημείωσε στο ημερολόγιο του:
«Χτες άκουσα τον Κουν να μιλά... η ρητορική του ήταν τολμηρή, γεμάτη μίσος και ενθουσιώδης. Είναι ένας άνδρας που δείχνει σκληρός, με κεφάλι σα βοδιού, γερά μαλλιά και μουστάκι, όχι τόσο εβραϊκά χαρακτηριστικά [το Κουν είναι εβραϊκό επίθετο] όσο χωριάτικα θα περιέγραφαν καλύτερα το πρόσωπό του [...] Γνωρίζει το ακροατήριο του και κυριαρχεί επάνω του. Εργάτες των εργοστασίων, που από καιρό τα έχουν τσουγκρίσει με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, νεαροί διανοούμενοι, γιατροί, δικηγόροι, υπάλληλοι που ήρθαν σε αυτό το δωμάτιο [...] συναντούν τον Κουν και το μαρξισμό.
Επιπλέον, οι Κομμουνιστές οργάνωναν συχνά πορείες και συγκεντρώσεις καθώς και απεργίες. Επιθυμώντας να επιχειρήσει μία κομμουνιστική επανάσταση, ο Κουν επικοινώνησε τηλεγραφικά με το Βλαντιμίρ Λένιν. Σταδιακά ο Κουν πέτυχε να εξασφαλίσει σημαντική υποστήριξη, αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα εξακολουθούσε να βρίσκεται στη σκιά του Σοσιαλδημοκρατικού που ήταν το μεγαλύτερο κόμμα της Ουγγαρίας.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1919, οι κομμουνιστές οργάνωσαν μία διαδήλωση έξω από τα γραφεία της σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Népszava και ήρθαν σε σύγκρουση με την αστυνομία. Ως αποτέλεσμα, σκοτώθηκαν τέσσερις αστυνομικοί. Μετά από αυτό το επεισόδιο ο Κουν συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας. Μετά τη σύλληψή του, η αστυνομία της Βουδαπέστης εξευτέλισε τον Κουν για την υποτιθέμενη εβραϊκή καταγωγή του και τον ξυλοκόπησε άγρια αδιαφορώντας για την παρουσία ενός δημοσιογράφου.
Τα νέα του ξυλοδαρμού ανέβασαν τη δημοτικότητα του Κουν. Επιπλέον, ο Κουν συγχώρεσε χριστιανικά τους εχθρούς του- δεδομένου ότι ήταν μάλλον μνησίκακος άνθρωπος, πολλοί υποθέτουν ότι πρόκειται απλώς για θεατρινισμό με στόχο να αυξήσει περισσότερο το δημόσιο θαυμασμό για το πρόσωπό του. Ο Κουν παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τις 21 Μαρτίου 1919.
Στις 19 Μαρτίου 1919, ο γάλλος συνταγματάρχης Φερνάντ Βύξ (γαλλ. Fernand Vyx), παρουσίασε τη «Νότα Βυξ», που διάταζε τις ουγγρικές στρατιωτικές δυνάμεις να αποσυρθούν ακόμα πιο μακριά. Καθώς πιστευόταν ότι τα νέα σύνορα θα χαράσσονταν με βάση τις στρατιωτικές γραμμές, Η Νότα προκάλεσε τεράστιες διαμαρτυρίες και οι Ούγγροι αποφάσισαν να πολεμήσουν αντί να υποχωρήσουν. Ο Καρόλι παραιτήθηκε προς όφελος των σοσιαλδημοκρατών. Οι σοσιαλδημοκράτες κατανοούσαν ότι η Ουγγαρία θα χρειαζόταν συμμάχους στον επικείμενο πόλεμο και ο μόνος πιθανός, κατά τη γνώμη τους, σύμμαχος ήταν η Σοβιετική Ένωση. Καθώς ήταν γνωστό ότι ο Κουν διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Λένιν, πίστεψαν ότι αν τον περιελάμβαναν στην κυβέρνηση θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη σοβιετική βοήθεια.
Οι Σοσιαλδημοκράτες αρχικά προσέγγισαν τον Κουν αρχικά σχετικά με το ζήτημα της κυβέρνησης συνεργασίας. Τέτοια ήταν η απόγνωση των σοσιαλδημοκρατών, που επέτρεψαν στον Κουν, που ήταν ακόμα κρατούμενος, να υπαγορεύσει τους όρους του. Ο Κουν ζήτησε την ένωση του Σοσιαλδημοκρατικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος, την ανακήρυξη της Ουγγαρίας σε Σοβιετική Δημοκρατία και μια σειρά από άλλα ριζοσπαστικά μέτρα. Οι Σοσιαλδημοκράτες συμφώνησαν με όλες τις απαιτήσεις του. Στις 21 Μαρτίου 1921 ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Δημοκρατία, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομμουνιστές ενώθηκαν στο Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο Μπέλα Κουν απελευθερώθηκε και ορκίστηκε ως μέλος της κυβέρνησης.
Οι σοσιαλδημοκράτες εξακολούθησαν να κατέχουν την πλειοψηφία των κυβερνητικών θέσεων. Από τους τριάντα τρεις κομισάριους του Επαναστατικού Κυβερνητικού Συμβουλίου που κυβερνούσε την Ουγγαρία, οι δεκατέσσερις ήταν πρώην κομμουνιστές, οι δεκαεπτά πρώην Σοσιαλδημοκράτες και δύο δεν ανήκαν σε κάποιο κόμμα. Με την εξαίρεση του ίδιου του Κουν, όλοι οι κομισάριοι ήταν πρώην Σοσιαλδημοκράτες και όλοι οι αναπληρωτές κομισάριοι ήταν πρώην κομμουνιστές.
Η Σοβιετική Δημοκρατία, 1919
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 21 Μαρτίου λοιπόν, ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Δημοκρατία, η δεύτερη κομμουνιστική κυβέρνηση στην Ευρώπη (και γενικότερα στον κόσμο) μετά τη Ρωσία. Ο Κουν πήρε τη θέση του Κομισάριου εξωτερικών υποθέσεων, αλλά ήταν αναμφίβολα η κυρίαρχη προσωπικότητα της κυβέρνησης. Όπως ανέφερε ο ίδιος στον Λένιν: «Η προσωπική μου επιρροή στο Επαναστατικό Κυβερνητικό Συμβούλιο είναι τέτοια που η δικτατορία του προλεταριάτου είναι εξασφαλισμένη, αφού οι μάζες με υποστηρίζουν.»
Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν να εθνικοποιήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία στην Ουγγαρία. Αντίθετα με τις συμβουλές του Λένιν και άλλων μπολσεβίκων, η κυβέρνηση του Κουν αρνήθηκε να κάνει αναδιανομή της γης στους χωρικούς και έτσι έχασε την υποστήριξη μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Αντίθετα, ο Κουν διακήρυξε ότι όλη η γη θα μετατρεπόταν σε κολεκτίβες και, αφού δεν υπήρχε κανείς άλλος για να τις διοικήσει, μετέτρεψε τους ιδιοκτήτες σε «διαχειριστές των κολεκτίβων».
Σε μια προσπάθεια να κερδίσει την υποστήριξη των αγροτών, ο Κουν ακύρωσε όλους τους φόρους στις αγροτικές περιοχές, γεγονός που μάλλον έβλαψε τη φήμη της κυβέρνησης αφού οι χωρικοί θεωρούσαν ότι μια κυβέρνηση που δε συλλέγει φόρους είναι εξορισμού ανίσχυρη. Εντωμεταξύ, ο πληθωρισμός αυξανόταν αφού η κυβέρνηση τύπωσε περισσότερα χαρτονομίσματα, ενώ δε βρέθηκε λύση για το οξύ πρόβλημα στέγασης. Με δυο λόγια η κυβέρνηση δεν έλυσε κανένα από τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας.
Στις 24 Ιουνίου οργανώθηκε ένα αντικομουνιστικό πραξικόπημα. Μετά την αποτυχία του ο Κουν οργάνωσε μία περίοδο Κόκκινου Τρόμου: η μυστική αστυνομία, επαναστατικά δικαστήρια και παραστρατιωτικές ομάδες σκότωσαν μεταξύ 370 και 600 πολίτες.
Η αντιπολίτευση άρχισε να συσπειρώνεται γύρω από το πρόσωπο του Μίκλος Χόρτυ, που οργάνωσε τον Εθνικό Στρατό για να πολεμήσει εναντίον της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Παρ’ όλ’ αυτά, η Σοβιετική Δημοκρατία κατέρρευσε τόσο γρήγορα που ο στρατός του Χόρτυ δεν πρόλαβε να αναλάβει δράση.
Πράγματι, η σοβιετική κυβέρνηση έμεινε στην εξουσία μόνο 133 μέρες και κατέρρευσε την 1 Αυγούστου 1919. Ενώ η κυβέρνηση είχε σχηματιστεί για να αντιμετωπίσει τη σοβιετική απειλή αποδείχτηκε σε αυτό τον τομέα εξίσου αποτελεσματική όσο και στην εσωτερική πολιτική. Ο Κουν προσπάθησε να κερδίσει χρόνο μέσω διαπραγματεύσεων αλλά τον Απρίλιο τόσο η Ρουμανία όσο και η Τσεχοσλοβακία (και οι δύο με γαλλική υποστήριξη) κήρυξαν τον πόλεμο. Αρχικά, ο ουγγρικός στρατός σημείωσε επιτυχίες εναντίον των Τσεχοσλοβάκων και κατέλαβε σημαντικό μέρος της Τσεχοσλοβακίας.
Οι Ρουμάνοι όμως, νίκησαν επανειλημμένα τους Ούγγρους. Μόνο η βοήθεια των σοβιετικών θα μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση όμως, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Σοβιετικοί στην Ουκρανία δεν τους επέτρεψαν να πραγματοποιήσουν τη σχεδιασμένη εισβολή της Ρουμανίας. Σύντομα, οι Ρουμάνοι κατέλαβαν τη Βουδαπέστη και ο Κουν αναζήτησε καταφύγιο στη Βιέννη.
Πολιτικός εξόριστος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ο Κουν ανέλαβε διάφορες αποστολές από το Κομμουνιστικό Κόμμα της ΕΣΣΔ. Ανέλαβε το Επαναστατικό Κομιτάτο της Κριμαίας και πήγε ως απεσταλμένος της Κομιντέρν στη Γερμανία. Μετά την αποκάλυψη του πλαστού του διαβατηρίου στη Βιέννη το 1928, αναγκάστηκε να περιορίσει τις δραστηριότητές του σε σοβιετικό έδαφος. Δολοφονήθηκε κατά τις σταλινικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930. Η πιο πιθανή ημερομηνία για τον θάνατό του είναι η 29η Αυγούστου 1938, αν και οι απόψεις των ιστορικών διίστανται.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 120527555. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.