Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Σταινβίλ
Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Σταινβίλ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Béatrix de Choiseul-Stainville, duchesse de Gramont (Γαλλικά) |
Γέννηση | 1730[1] ή 18ιουλ. / 29 Νοεμβρίου 1729γρηγ. Λυνεβίλ |
Θάνατος | 17 Απριλίου 1794 |
Αιτία θανάτου | αποκεφαλισμός |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Antoine VII de Gramont |
Γονείς | François Joseph de Choiseul, marquis de Stainville και Louise Charlotte Elisabeth de Bassompierre |
Αδέλφια | Ετιέν-Φρανσουά ντε Σουαζέλ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ, Δούκισσα ντε Γκραμόν (γαλλικά: Béatrix de Choiseul, Duchesse de Gramont, 18 Νοεμβρίου 1729, Λουνεβίλ - 17 Απριλίου 1794, Παρίσι) ήταν Γαλλίδα της κοσμικής ζωής, διοργανώτρια σουαρέ και βιβλιόφιλη. Ήταν γνωστή για τη στενή σχέση της με τον αδερφό της, τον Δούκα του Σουαζέλ και είχε σημαντική επιρροή στο παλάτι κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός το 1758-1770. Είναι επίσης γνωστή για την προσπάθειά της να γίνει η επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’ τη δεκαετία του 1760 και για την βεντέτα που είχε με τη Μαντάμ ντυ Μπαρί.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Μπεατρίξ ήταν κόρη του Φρανσουά Ζοζέφ, Μαρκήσιου του Σουαζέλ και του Στάνβιλ και της Μαρί-Λουΐζ Μπασομπιέρ, και αδερφής του Ετιέν Φρανσουά ντε Σουαζέλ. Ως ανύπαντρη, είχε αρχικά αποφασίσει να ζήσει μια απλή και θεοσεβής ζωή στο Ρεμιαρμόν. Αλλά, όταν ο αδελφός της διορίστηκε υπουργός, εκείνη τον συνόδευε στο Παρίσι. Εκεί οι προσδοκίες της άλλαξαν, καθώς επιθυμούσε πλέον ο αδελφός της να της κανονίσει έναν αριστοκρατικό γάμο, που θα τις επέτρεπε να μπαίνει στο παλάτι.
Το 1759, παντρεύτηκε τον Αντουάν Z’, τον Δούκα του Γκραμόν, κυβερνήτη της Ναβάρρας , αφού οι διαπραγματεύσεις για να την παντρευτούν με τον Λουίς ντε Μποφρεμόν απέτυχαν. Χώρισε τον σύζυγο της τρεις μήνες μετά από το γάμο, και από εκεί και έπειτα έζησε στο σπιτικό του αδελφού της, στον οποίο μάλιστα ασκούσε μεγάλη επιρροή σε διαφορές υποθέσεις.[2] Ενώ η νύφη της χαρακτηρίστηκε ως δειλός χαρακτήρας που ακολούθησε το προβάδισμα της, η σχέση της Μπεατρίξ με τον αδερφό της ήταν γνωστό σε όλους ότι ήταν πολύ στενή.
Λόγω της θέσης του αδελφού της, παρευρισκόταν συχνά στο παλάτι, και έγινε σημαντική προσωπικότητα της βασιλικής κοινωνίας και στενή φίλη της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ.[2] Λέγεται ότι ήταν υπεροπτική, δεσποτική και κακεντρεχής, αλλά ήταν επίσης έξυπνη, πνευματώδης και ελκυστική, παρόλο που δεν ήταν παραδοσιακά όμορφη.
Φιλοδοξίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το θάνατο της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ το 1764, η Γκραμόν είχε ως υψηλό της στόχο να την διαδεχτεί, και να γίνει εκείνη η επόμενη επίσημη ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΕ’. Μοιράστηκε αυτήν της την επιδίωξη με μία άλλη φίλη της Πομπαντούρ, την Μαντάμ ντ’ Εσπάρμπ, και η αντιζηλία τους έγινε αισθητή στο παλάτι.
Η φιλοδοξία της Γκραμόν ενθαρρύνθηκε από τον αδερφό της, αλλά με βάση κάποιες πληροφορίες, προσπάθησε να αποπλανήσει τον βασιλιά με τόσο άμεσο τρόπο, ώστε εκείνος θορυβήθηκε και την απέφευγε συνεχώς, αποδεχόμενος μάλιστα ως πιθανή υποψήφια την αντίπαλο της.[2]
Σύμφωνα με τα κουτσομπολιά του παλατιού, η Μαντάμ ντ’ Εσπάρμπ βρισκόταν ένα βήμα προτού ανακηρυχθεί η επίσημη μαιτρέσα του Μεγαλειότατου, όταν ο Σουαζέλ προκάλεσε μια σκηνή για να το αποτρέψει. Συναντώντας την μια μέρα στη μεγάλη σκάλα του παλατιού, την έπιασε από το πηγούνι και της φώναξε: «Λοιπόν, μικρή μου, πώς προχωρούν οι υποθέσεις σου;». Αυτό προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην βασιλική αυλή και έκανε τον Λουδοβίκο ΙΕ’ να διακόψει κάθε επαφή μαζί της.[2]
Το κόμμα των Σουαζέλ και η Μαντάμ ντυ Μπαρί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Γκραμόν συνέχισε τις προσπάθειες της, για να γίνει η επίσημη βασιλική μαιτρέσα, και μάλιστα φημολογείται ότι την περίοδο που εκείνη θεωρούσε ότι ήταν πολύ κοντά στο να το πετύχει, η Μαντάμ ντυ Μπαρί της πήρε αύτη την θέση το έτος 1768. Η Μπεατρίξ, σε συνεργασία με την νύφη της, την δούκισσα ντε Ζουαζέλ και πριγκίπισσα του Μποβό, έγιναν ηγέτιδες των αριστοκρατικών γυναικών της αυλής, προσπαθώντας να αποτρέψουν την παρουσία της Μαντάμ ντυ Μπαρί στο παλάτι , με απώτερο σκοπό να την αποβάλουν από αυτό.[2] Μία ιδέα, που πρότειναν οι κυρίες επί των τιμών, ήταν να παντρευτεί ο βασιλιάς, είτε με τη Μαρία Θηρεσία Λουίζα της Σαβοΐας, και πριγκίπισσα του Λαμπάλ, ή είτε με την Αρχιδούκισσα Μαρία Ελισάβετ της Αυστρίας (1743-1808). Ωστόσο, το κόμμα των Σουαζέλ αντιτάχθηκε στο να ξαναπαντρευτεί ο Βασιλιάς. Πάνω σε αυτό το ζήτημα, ο Φλοριμόν ντε Μερσί-Αρζαντώ, σχολίασε τα εξής:
"Κάποια άτομα που έχουν εξουσία, φαντάζονται ότι μια βασίλισσα, συνετή και φιλική, θα καταφέρει να αποκτήσει τη στοργή του συζύγου της, και να του ανοίξει τα μάτια για να δει τις παρατυπίες και τις τεράστιες καταχρήσεις που υπάρχουν σε όλα τα τμήματα του παλατιού. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι τους επιτρέπετε να απομακρύνουν από το μυαλό του Βασιλιά την ιδέα του γάμου, και έχω πολύ ισχυρές αποδείξεις ότι η Μαντάμ ντε Γκραμόν, που ενδιαφέρεται περισσότερο από οποιαδήποτε να διατηρήσει τις ισχυρές της επιρροές μέσα στο βασίλειο, ότι κατάφερε να πείσει τον αδελφό της, τον Κόμη ντε Σουαζέλ, να την στηρίξει και να παραιτηθεί από τις δικές του απόψεις για αυτήν την υπόθεση.[2]
Μετά την επίσημη παρουσίαση της Ζαν ντυ Μπαρί στο παλάτι, η Μπεατρίξ και η νύφη της, η πριγκίπισσα του Μποβό, αποχώρησαν από τα ιδιωτικά δείπνα του Βασιλιά, ισχυριζόμενες επιδεικτικά ότι ήταν κοινωνικά απαράδεκτο για τις επιφανείς κυρίες να συναναστρέφονται με την Μαντάμ ντυ Μπαρί. Ο βασιλιάς νίκησε το μποϊκοτάζ της Γκραμόν, κατατάσσοντας αρχικά τη Μαρεσέλ ντε Μιρπουά (φίλη της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ) και έπειτα αρκετές άλλες ευγενείς γυναίκες , στην αυλή της ερωμένης του.[3]
Όταν η Μαντάμ ντυ Μπαρί έγινε επίσημα δεκτή στο παλάτι, η σύγκρουση εξελίχθηκε σε μια προσωπική διαμάχη, μεταξύ της ερωμένης του βασιλιά και του κόμματος Σουαζέλ. Ο Δούκας ντε Λουζάν στάλθηκε ως μεσολαβητής για να μεταφέρει ένα μήνυμα ειρήνης από την Ζαν ντυ Μπαρί προς τον Δούκα του Σουαζέλ. Αυτός όμως ήταν εκείνη την στιγμή μαζί με την αδελφή του και έλαβε το μήνυμα "με όλη την υπεροψία ενός υπουργού, ο οποίος ταλαιπωρείται από γυναίκες και πίστευε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί". Μάλιστα δήλωσε ότι «ήταν στα μαχαίρια» με την Μαντάμ ντυ Μπαρί, ενώ η Μπεατρίξ έκανε κάποιες εξωφρενικές επισημάνσεις, από τις οποίες δεν εξαιρέθηκε ούτε και ο βασιλιάς.[2] Σε κάποια άλλη περίπτωση, η Μπεατρίξ, δούκισσας του Γκραμόν και κυρία επί των τιμών της Μαρίας Αντουανέτας και η νύφη της, οι οποίες συμμετείχαν στο συνεχιζόμενο μποϊκοτάζ της Μαντάμ ντυ Μπαρί, της έκαναν μια αγενή παρατήρηση. Ο βασιλιάς θύμωσε μαζί τους και αποφάσισε να τις εξορίσει από το παλάτι. Εντούτοις, αυτή του η απόφαση, δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην Μαντάμ ντυ Μπαρί και την Μαρία Αντουανέτα.[2]
Κατά τη διάρκεια της υπόθεσης σχετικά με το Δούκα ντ’ Εγκριγιόν, η Μπεατρίξ κατηγορήθηκε ως συνένοχη σε μια συνωμοσία που διοργάνωσαν οι Σουαζέλ. Ο Κόμης ντε Μερσί-Αρζαντό, μας διαφωτίζει για αυτό το ζήτημα, μέσα από την αναφορά που έκανε στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, λέγοντας της τα εξής:
«Ο Δούκας ντε Σουαζέλ είχε μια έντονη λογομαχία με τον Δούκα ντε Ρισελιέ, λόγω του ότι ο τελευταίος είχε δηλώσει ότι η αδελφή του, Δούκισσα του Γκραμόν, επισκέφτηκε την Προβηγκία , το Λανγκεντόκ και το Μπαρέζ, και προσπάθησε να υποκινήσει τα κοινοβούλια αυτών των επαρχιών να στραφούν ενάντια στις αποφάσεις του Παλατιού, όσον αφορά την υπόθεση του Δούκα ντ’ Εγκριγιόν».[2]
Η σύγκρουση μεταξύ της Μαντάμ ντυ Μπαρί και του Δούκα του Σουαζέλ οδήγησε τελικά στην απόλυση και την εξορία του από το βασίλειο, για την οποία η Ζαν ντυ Μπαρί κατηγόρησε τουλάχιστον μία φορά την Γκραμόν, μετά από ένα δείπνο. Συγκεκριμένα , μίλησε με γοητευτική ειλικρίνεια για το Δούκα ντε Ζουαζέλ και εξέφρασε τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν είχε φιλικές σχέσεις μαζί του. Ανέφερε επίσης ότι βρήκε τον μπελά της επειδή προσπάθησε να βρει περισσότερη κατανόηση από την μεριά του, και πρόσθεσε ότι, αν δεν ήταν η αδερφή του, η Δούκισσα του Γκραμόν, θα είχε καταφέρει στο τέλος να συμφιλιωθεί μαζί του. Παρόλα αυτά η Μαντάμ ντυ Μπαρί, δεν διαμαρτυρήθηκε περεταίρω για κανένα και δεν είπε τίποτα κακεντρεχές.[2]
Μετέπειτα ζωή και θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Μπεατρίξ ντε Σουαζέλ-Στάνβιλ έφυγε από τη βασιλική κοινωνία όταν ο αδερφός της και η σύζυγος του εξορίστηκαν, και τους συνόδεψε στη ζωή τους στο Σάντελου. Έγινε γνωστή ως διακεκριμένη βιβλιόφιλη και διοργανωτής λογοτεχνικών σουαρέ.
Κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας (Γαλλική Επανάσταση), συνελήφθη και κατηγορήθηκε ότι υποστήριζε οικονομικά τους βασιλικούς μετανάστες.
Ενώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου, το οποίο επρόκειτο να την καταδικάσει στη γκιλοτίνα, ρωτήθηκε το εξής: «Δεν στείλατε χρήματα σε μετανάστες;», και εκείνη απάντησε: «Σκόπευα να πω όχι, αλλά η ζωή μου δεν αξίζει, για ένα ψέμα!».
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «Electronic Enlightenment» (Αγγλικά) Oxford University Press. choisbeatr000960.
- ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 Williams, Hugh Noel, Madame Dubarry, Beijer, Stockholm, 1905
- ↑ Joan Haslip (1991). Madame du Barry. The wages of beauty. London: George Wedienfeld and Nicolson Limited. (ISBN 0 297 81048 0)
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Louis Petit de Bachaumont, Anecdotes piquantes, Παρίσι, Gay et Doucé, 1881, σελ. 285.
- Αρμάν-Λουί ντε Γκοντώ-Μπιρόν, Mémoires du duc de Lauzun (1747–1783), Παρίσι, Poulet-Malassis et de Broise, 1858, σελ. 8.