Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαρία Λουίζα Θηρεσία της Σαβοΐας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρία Λουίζα Θηρεσία της Σαβοΐας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Madame de Lamballe (Γαλλικά)
Γέννηση8  Σεπτεμβρίου 1749[1][2][3]
Παλάτσο Καρινιάνο
Θάνατος3  Σεπτεμβρίου 1792[1][2][3]
Παρίσι
Αιτία θανάτουΛυντσάρισμα
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[1]
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΚυρία επί των τιμών
Οικογένεια
ΣύζυγοςΛουδοβίκος Αλέξανδρος της Βουρβόνης (1747-1768) (από 1767)[4]
ΓονείςΛουδοβίκος-Βίκτωρ της Σαβοΐας-Καρινιάν και Χριστίνα της Έσσης-Ρότενμπουργκ
ΑδέλφιαΛεοπολδίνη της Σαβοΐας
Ευγένιος της Βιλαφράνκα
Βίκτωρ Αμεδαίος Β΄ του Καρινιάνο
Catherine of Savoy-Carignan
ΟικογένειαΟίκος της Σαβοΐας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΕπιθεωρήτρια του Νοικοκυριού της Βασίλισσας (1775–1791)
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Πριγκίπισσα Μαρία Θηρεσία Λουΐζα της Σαβοΐας (Γαλλικά: Princess Marie Thérèse Louise of Savoy) (8 Σεπτεμβρίου 1749 - 3 Σεπτεμβρίου 1792) ήταν μέλος του Οίκου της Σαβοΐας. Παντρεύτηκε σε ηλικία 17 ετών με τον Λουδοβίκο Αλέξανδρο, πρίγκιπας του Λαμπάλ, τον κληρονόμο της μεγαλύτερης περιουσίας στη Γαλλία. Μετά το γάμο της, που διήρκεσε μόλις ένα χρόνο, πήγε στο παλάτι και έγινε έμπιστη της βασίλισσας Μαρίας Αντουανέτας. Δολοφονήθηκε στις σφαγές του Σεπτεμβρίου του 1792 κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, χωρίς να αφήσει απογόνους.

Πρώτα χρόνια και οικογένεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μαρία Θηρεσία Λουΐζα της Σαβοΐας, Πριγκίπισσα της Λαμπάλ, πίνακας του Λουί-Εντουάρ Ριούλ (1790–1855)
Πριγκίπισσα της Λαμπάλ, πίνακας του 1788 από τον ζωγράφο Άντον Ικέλ
Μαρία Θηρεσία Λουΐζα της Σαβοΐας, Πριγκίπισσα της Λαμπάλ, πίνακας του Ζοζέφ Ντυπλεσί

Η Μαρία Θηρεσία γεννήθηκε στο Τορίνο. Ο πατέρας της ήταν ο Λουδοβίκος Βίκτωρ, πρίγκιπας του Καρινιάνο, ο εγγονός του Βίκτορος Αμεδαίου Β΄ της Σαρδηνίας και της ερωμένη του, Ζαν Μπατίστ ντ'Αλμπέρ ντε Λυύν.

Η μητέρα της, ήταν η Χριστίνα της Έσσης-Ρότενμπουργκ, η οποία ήταν κόρη του Ερνέστου Λεοπόλδου της Έσσης-Ρότενμπουργκ και της πριγκίπισσας Ελεονώρας του Λέβενσταϊν-Βέρτχαϊμ (1686–1753). Είχε θεία, την Πολυξένη της Έσσης-Ρότενμπουργκ, τη σύζυγο του Καρόλου Εμμανουήλ Γ΄ της Σαρδηνίας , και την Καρολίνα της Έσσης-Ρότενμπουργκ , σύζυγο του Λουδοβίκου Ερρίκου Α΄ του Κοντέ. Ο Λουδοβίκος Ιωσήφ του Κοντέ και ο Βίκτωρ Αμεδαίος Γ΄ της Σαρδηνίας ήταν πρώτοι ξάδελφοι της.[5] Παρόλα αυτά, δεν είναι γνωστά πολλά για την παιδική της ηλικία. [6]

Στις 31 Ιανουαρίου 1767, η Μαρία Θηρεσία παντρεύτηκε (δια αντιπροσώπου) τον Λουδοβίκο Αλέξανδρο, πρίγκιπα του Λαμπάλ. Ο γάμος διοργανώθηκε αφού είχε προταθεί από τον Λουδοβίκο ΙΕ’ ως κατάλληλο ταίριασμα, εφόσον τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός ήταν μέλη της βασιλικής γραμμής. Φυσικά αυτό έγινε δεκτό και από την οικογένεια της, επειδή ο πατέρας της επιθυμούσε από καιρό μια συμμαχία μεταξύ του Οίκου της Σαβοΐας και του Βασιλικού Οίκου της Γαλλίας. Μάλιστα, στα χρόνια που ακολούθησαν, έγιναν περαιτέρω συμμαχίες γάμου μεταξύ Γαλλίας και Σαβοΐας. [6]

Μετά τον γάμο, ακολούθησε το Τελετουργικό κρεβάτι, καθώς και ένα συμπόσιο, που πραγματοποιήθηκε στη βασιλική αυλή του Σαβογιάρντ στο Τορίνο, το οποίο παρακολούθησε ο Βασιλιάς της Σαρδηνίας και η αυλή του. Στις 24 Ιανουαρίου, η νύφη διέσχισε τη γέφυρα του Μποεβουεζάν, μεταξύ της Σαβοΐας και της Γαλλίας, όπου άφησε τον ιταλικό της περίγυρο και καλωσορίστηκε από τη νέα της γαλλική ακολουθία, η οποία τη συνόδευσε μέχρι να συναντήσει τον σύζυγο και τον πεθερό της στο Κάστρο της Νανζίς. Το Φεβρουάριο , η Μαρία Φορτουνάτα των Έστε, παρουσίασε την Μαρία Θηρεσία στη γαλλική βασιλική αυλή, στο παλάτι των Βερσαλλιών και η πρώτη εντύπωση που σχημάτισαν για εκείνη ήταν εξαιρετική. Ο γάμος αναφέρθηκε αρχικά ως πολύ χαρούμενος, καθώς και τα δύο μέρη προσελκύονταν από την ομορφιά του άλλου. Μετά όμως από λίγους μόνο μήνες, ο Λουδοβίκος Αλέξανδρος ήταν άπιστος και απατούσε την γυναίκα του με μια χορεύτρια της Όπερας και μια ηθοποιό, κάτι που πίκρανε πολύ την Μαρία Θηρεσία. Εκείνη αναζήτησε στήριξη και παρηγοριά στον πεθερό της, με τον οποίο απέκτησε πολύ καλές σχέσεις.[6]

Το 1768, σε ηλικία 19 ετών, και μόλις ένα χρόνο μετά τον γάμο της, η Μαρία Θηρεσία έμεινε χήρα. Ο σύζυγος της πέθανε από αφροδίσιο νόσημα στο Κάστρο του Λουβεσιέν, έχοντας την φροντίδα της γυναίκας του και της αδελφή του.[6] Παρόλο όμως , που η πριγκίπισσα Μαρία Θηρεσία Λουΐζα, έγινε η κληρονόμος της μεγάλης περιουσία του συζύγου της, στην πορεία είχε την επιθυμία να κλειστεί σε μοναστήρι. Ωστόσο, ο πεθερός της την έπεισε να εγκαταλείψει την ιδέα του να γίνει μοναχή, και να μείνει μαζί του ως κόρη του. Τον παρηγορούσε στη θλίψη του και τον συνόδευσε στα εκτεταμένα φιλανθρωπικά του έργα στο Ραμπουγιέ, μια δραστηριότητα που του έδωσε το όνομα "Ο Βασιλιάς των Φτωχών" και σε εκείνη το ψευδώνυμό "Ο Άγγελος του Παντιέβρ". [6]

Το 1768, μετά το θάνατο της βασίλισσας, η πριγκίπισσα Μαρία Αδελαΐδα της Γαλλίας παρατήρησε ένα ταίριασμα μεταξύ του πατέρα της και της Μαρίας Θηρεσίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, προτιμούσε μια νέα και όμορφη βασίλισσα , χωρίς φιλοδοξίες, η οποία θα μπορούσε να προσελκύσει και να αποσπάσει τον πατέρα της από τις κρατικές υποθέσεις, και να τον καταφερει να ασχοληθεί και λίγο με την κόρη του (δηλαδη με την ίδια την Μαρία Αδελαΐδα). Ως καταλληλότερη υποψήφια για αυτό το σκοπό, θεωρούσε την χήρα πριγκίπισσα του Λαμπάλ, η οποία υποστηριζόταν από την ισχυρή οικογένεια Νοέιγ.[6] Ωστόσο, η ίδια η Μαρία Θηρεσία δεν ήταν πρόθυμη να ενθαρρύνει αυτή την προσπάθεια, όπως επίσης και ο πρώην πεθερός της, ο Λουδοβίκος Ιωάννης Μάριος, Δούκας του Παντιέβρ, δεν ήταν πρόθυμος να συναινέσει. Επομένως, αυτό το σχέδιο γάμου δεν υλοποιήθηκε ποτέ.[6]

Επιπλέον, το κόμμα των Σουαζέλ αντιτάχθηκε στο να ξαναπαντρευτεί ο Βασιλιάς. Μάλιστα, πάνω σε αυτό το ζήτημα, ο Αυστριακός πρέσβης Φλοριμόν ντε Μερσί-Αρζαντώ, σχολίασε τα εξής:

«Κάποια άτομα που έχουν εξουσία, φαντάζονται ότι μια βασίλισσα, συνετή και φιλική, θα καταφέρει να αποκτήσει τη στοργή του συζύγου της, και να του ανοίξει τα μάτια για να δει τις παρατυπίες και τις τεράστιες καταχρήσεις που υπάρχουν σε όλα τα τμήματα του παλατιού. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι τους επιτρέπετε να απομακρύνουν από το μυαλό του Βασιλιά την ιδέα του γάμου, και έχω πολύ ισχυρές αποδείξεις ότι η Μαντάμ ντε Γκραμόν, που ενδιαφέρεται περισσότερο από οποιαδήποτε να διατηρήσει τις ισχυρές της επιρροές μέσα στο βασίλειο, ότι κατάφερε να πείσει τον αδελφό της, τον Κόμη ντε Σουαζέλ, να την στηρίξει και να παραιτηθεί από τις δικές του απόψεις για αυτήν την υπόθεση.»[7]

Η Μαρία Θηρεσία έζησε στο Μέγαρο της Τουλούζης στο Παρίσι και στο Κάστρο του Ραμπουγιέ. Στις 4 Ιανουαρίου 1769, έγινε μια ανακοίνωση για το γάμο της νύφης της, Λουίζα Μαρία Αδελαΐδα των Βουρβόνων, της κληρονόμου της μεγαλύτερης περιουσίας στη Γαλλία, με τον νεαρό Φίλιππο της Ορλεάνης, (τον μελλοντικό Λουδοβίκο Φίλιππο Β΄ της Ορλεάνης) έναν παλιό φίλο του αείμνηστου πρίγκιπα του Λαμπάλ.

Κυρία επί των τιμών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν η νέα Δελφίνα, Μαρία Αντουανέτα, έφτασε στη Γαλλία το 1770, η πριγκίπισσα της Λαμπάλ την καλωσόρισε μαζί με τους Δούκες και τις Δούκισσες της Ορλεάνης, Σαρτρ και Μπουρμπόν, καθώς και τον πεθερό της. Κατά τη διάρκεια του 1771, ο Δούκας του Πεντιέβρ άρχισε να συναναστρέφεται και με άλλα άτομα, μεταξύ άλλων τον Πρίγκιπα της Σουηδίας και τον Βασιλιά της Δανίας, και η Μαρία Θηρεσία ενεργούσε ως οικοδέσποινα. Εν τω μεταξύ, εκείνη ξεκίνησε να επισκέπτεται το παλάτι πιο συχνά, συμμετέχοντας στους χορούς που διοργάνωνε η Μαντάμ ντε Νοέιγ στο όνομα της Μαρίας Αντουανέτας. Από την άλλη, η Βασίλισσα λέγεται ότι γοητεύτηκε από την Μαρία Θηρεσία και την κατέκλυζε με προσοχή και στοργή, στοιχειά τα οποία ακόμα και οι παρατηρητές μπόρεσαν να αντιληφθούν. Τον Μάρτιο του 1771 ο Αυστριακός πρέσβης ντε Μερσί-Αρζαντό ανέφερε:

«Εδώ και αρκετό καιρό, η Δελφίνα έχει δείξει μεγάλη αγάπη για την πριγκίπισσα του Λαμπάλ .... Αυτή η νεαρή πριγκίπισσα είναι γλυκιά και φιλική και απολαμβάνει τα προνόμια μιας γαλαζοαίματης πριγκίπισσας, και είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί την εύνοια της Βασιλικής Υψηλότητας[6]

Η «Εφημερίδα της Γαλλίας» ανεφέρε την παρουσία της Μαντάμ ντε Λαμπάλ, ανάμεσα στον όχλο, σε κάποιο παρεκκλήσι την Μεγάλη Πέμπτη, στο οποίο ήταν παρών ο Βασιλιάς, συνοδευόμενος από τη Βασιλική Οικογένεια και τους Δούκες των Βουρβόνων και του Πεντιέβρ. Τον Μάιο του 1771, πήγε στο Ανάκτορο του Φονταινεμπλώ, και εκεί σύστησε στον βασιλιά την ξαδέλφη της, τη μελλοντική Κόμισα της Προβηγκίας, μετά το δείπνο. Τον Νοέμβριο του 1773, μια άλλη από τις ξαδέλφες της παντρεύτηκε τον τρίτο πρίγκιπα, τον Κόμη της Αρτουά, και ήταν παρούσα στη γέννηση του μελλοντικού Λουδοβίκου Φίλιππου της Γαλλίας στο Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1773. Από την στιγμή που οι ξαδέλφες της παντρεύτηκαν τους κουνιάδους της Αντουανέτας, η πριγκίπισσα του Λαμπάλ αντιμετωπίστηκε ως συγγενής από τη Μαρία Αντουανέτα, και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών, έκανα όλοι μαζί πολύ στενή παρέα. [6] Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία ήταν κάπως αρνητική με αυτό το δέσιμο, γιατί δεν της άρεσε να υπάρχουν στενές φίλιες μεταξύ ευνοούμενων και ευγενών, αν και η Πριγκίπισσα του Λαμπάλ θεωρείτο γενικά αποδεκτή επιλογή, λόγω του αρχοντικού της τίτλου.[6]

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1775, δηλαδή κάποιους μήνες μετά την ανάληψη του συζύγου της στο θρόνο (τον Μάιο του 1774), η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα διόρισε τη Μαρία Θηρεσία Λουΐζα ως «Επικεφαλή του νοικοκυριού της Βασίλισσας». Αυτή ήταν η υψηλότερη θέση που μπορούσε να λάβει μια «κυρία επί των τιμών» στις Βερσαλλίες. Αυτό το αξίωμα ήταν κενό για πάνω από τριάντα χρόνια επειδή ήταν πολυδάπανο και κάπως περιττό. Επιπλέον, έδινε στην κάτοχο της θέση μεγάλη εξουσία, σε σχέση με όλες τις άλλες «κυρίες επί των τιμών». Η Μαρία Θηρεσία, αν και είχε αρκετά ισχυρό τίτλο ευγενείας για να διοριστεί, θεωρήθηκε πολύ νέα για αυτό το πόστο, καθώς ήταν πολύ πιθανών, εξαιτίας αυτού, να προσβληθούν τα άτομα που θα βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές της. Εντούτοις, η βασίλισσα πίστευε ότι ήταν δίκαιη ανταμοιβή για τη φίλη της. [6]

Μετά από την στέψη της Μαρίας Αντουανέτας ως βασίλισσα της Γαλλίας, δόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στη στενή φιλία που είχε εκείνη με τη Λαμπάλ. Ο Φλοριμόν ντε Μερσί-Αρζαντώ, σχολίασε τα εξής:

«Η Αυτού Μεγαλειότητα συνάντα συνεχώς την Πριγκίπισσα ντε Λαμπάλ στα προσωπικά της δωμάτια [...] Αυτή η κυρία ενώνει με γλυκύτητα έναν πολύ ειλικρινές χαρακτήρα, μακριά από την ίντριγκα και όλες αυτές τις ανησυχίες. Η Βασίλισσα έχει αποκτήσει εδώ και αρκετό καιρό μια πραγματική φιλία με αυτή τη νεαρή πριγκίπισσα , και η επιλογή της είναι εξαιρετική ακόμα και για μια Piedmontese (είδος αγελάδας). Άλλωστε, η Μαντάμ ντε Λαμπάλ δεν ταυτίζεται καθόλου με τα συμφέροντα των ξαδέλφων της. Ωστόσο, θέλω να επισημάνω στη βασίλισσα, ότι την ευνοεί πολύ, και ότι η καλοσύνη που δείχνει προς την Πριγκίπισσα του Λαμπάλ είναι κάπως υπερβολική. Επομένως θέλω να την προστατεύσω, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση αυτών των στοιχείων για αυτό το τρίμηνο[6]

Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία προσπάθησε να αποθαρρύνει αυτή την φιλία φοβούμενη ότι η Λαμπάλ, ως πρώην πριγκίπισσα της Σαβοΐα, θα προσπαθούσε να ωφελήσει το ενδιαφέρον της Σαβοΐας μέσω της βασίλισσας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης χρονιάς ως βασίλισσας, η Μαρία Αντουανέτα ,σύμφωνα με πληροφορίες, ανέφερε στον Λουδοβίκο ΙΣΤ’(ο οποίος επικροτούσε πολύ τη φιλία της με την πριγκίπισσα της Λαμπάλ) τα εξής: «Α, κύριε μου, η φιλία της πριγκίπισσας της Λαμπάλ είναι το γούρι της ζωής μου». Εν τω μεταξύ, η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα καλωσόρισε τα αδέρφια της στο παλάτι.[6] Μετά από την επιθυμία της βασίλισσας, ο αγαπημένος αδελφός της Μαρίας Θηρεσίας, Ουζέν, έλαβε μια κερδοφόρα θέση με το δικό του σύνταγμα στο γαλλικό στρατό. Αργότερα, η Λαμπάλ έλαβε επίσης ως δώρο από την βασίλισσα, επίσης την κυβερνητική θέση του Πουατίου, για τον γαμπρό της.[6]

Η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα έχει αναφερθεί ότι ήταν υπεροπτική και ευαίσθητη, με ντελικάτη εμφάνιση που είχε μια ασυνήθιστη ομορφιά. Επιπλέον , δεν ήταν ιδιαίτερα πνευματώδης και δεν συμμετείχε σε μηχανορραφίες. Βέβαια, αν και μπορούσε να κερδίζει το ενδιαφέρον της Μαρίας Αντουανέτας, ήταν πολύ μοναχικό άτομο και προτιμούσε να περνάει χρόνο μόνο με τη βασίλισσα, παρά να συναναστρέφεται την υψηλή κοινωνία. Τέλος, έχει αναφερθεί , ότι υπέφερε από αυτό που περιγράφεται ως "νευρικότητα, σπασμούς, και λιποθυμικά επεισόδια", και κάποιες φορές έχανε τις αισθήσεις της για πολλές ώρες.[6] Το αξίωμα του Επιθεωρητή απαιτούσε να επιβεβαιώνει όλες τις διαταγές που αφορούσαν τη βασίλισσα πριν καν εκτελεστούν. Επιπρόσθετα, έπρεπε να ελέγχει ότι όλα τα γράμματα, οι αναφορές ή τα υπομνήματα προς τη βασίλισσα διοχετεύονται μόνο μέσω εκείνης, καθώς και ότι σφραγίζονταν στο όνομα της Αντουανέτας. Ο διορισμός αυτός προκάλεσε μεγάλο φθόνο και πρόσβαλλε μεγάλο αριθμό ανθρώπων στο βασίλειο λόγω της εξουσίας που της έδινε. Συνάμα όμως, οι τεράστιες αποδοχές των 50.000 κορόνων που λάμβανε ετησίως ήταν προκλητικές. Έτσι λοιπόν, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του κράτους, άλλα και εξαιτίας του μεγάλου πλούτου που κατείχε η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα, της ζητήθηκε να αποποιηθεί τον μισθό της. Εκείνη όμως αρνήθηκε να το κάνει, λόγου του ιεραρχικού της αξιώματος, και δήλωσε επίσης ότι είτε θα έχει όλα τα προνόμια του διορισμού της ή είτε θα επιδίωκε να συνταξιοδοτηθεί. Επιπλέον, επισήμανε ότι ο μισθός της, δόθηκε με εντολή του «θρόνου». Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτό το περιστατικό την δυσφήμισε, καθώς η Λαμπάλ χαρακτηρίστε ως άπληστης ευνοούμενη της Βασίλισσας, και τα διάσημα λιποθυμικά της επεισόδια, χλευάστηκαν ως χειριστικές προσποιήσεις.[6] Παρόλα αυτά εκείνη συνέχισε να εκφράζεται φανερά, ως η «αγαπημένη της βασίλισσας», και όταν ταξίδευε σε όλη τη χώρα κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου της, οι άλλοι την υποδέχονταν σχεδόν ως Βασιλική επισκέπτρια. Μάλιστα, της είχαν αφιερώσει ακόμα και ποιήματα.

Το 1775, ωστόσο, η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα σταδιακά έχασε την εύνοια της Βασίλισσας, καθώς αυτή την «θέση» την πήρε η Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ. Η εξωστρεφής και κοινωνική, Γιολάντ Μαρτίν Γκαμπριέλ ντε Πολαστρόν, χαρακτήρισε την συγκρατημένη Μαρία Θηρεσία ως άξεστη. Παρόμοια όμως, και η Λαμπάλ ένιωθε αντιπάθεια για εκείνη, καθώς θεωρούσε ότι η Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ ήταν κακή επιρροή για την βασίλισσα. Η Μαρία Αντουανέτα, που δεν μπόρεσε να τις κάνει να ταιριάξουν, άρχισε να προτιμά τη συντροφιά της Γιολάντε ντε Πολάστρον, η οποία ικανοποιούσε καλύτερα την ανάγκη της για διασκέδαση και αναψυχή.[6] Τον Απρίλιο του 1776, ο πρέσβης Φλοριμόν Κλόντ, Κόμη ντε Μερσί-Αρζαντό ανέφερε:

"Η πριγκίπισσα της Λαμπάλ χάνει πολλά, από την έλλειψη της εύνοια που πριν απολάμβανε. Πιστεύω ότι θα έχει πάντα καλή μεταχείριση από τη βασίλισσα, αλλά δεν διαθέτει πλέον ολόκληρη την εμπιστοσύνη της". Τον Μάιο της ιδίας χρονιάς, ο Κόμης ντε Μερσί-Αρζαντό σχολίασε τα εξής: «Στις "συνεχείς μεταξύ τους διαμάχες", η Πριγκίπισσα φαίνεται ότι έχει πάντα άδικο.» Αυτό μάλιστα έγινε πιο φανερό, όταν η Μαρία Αντουανέτα άρχισε να συμμετέχει σε ερασιτεχνικό θέατρο που ανέβαζε στο Μικρό Τριανόν, και η Γιολάντε ντε Πολάστρον την έπεισε να αρνηθεί την είσοδο στην Λαμπάλ.

Το 1780, ο Φλοριμόν ντε Μερσί-Αρζαντώ, σχολίασε:

«Η πριγκίπισσα πολύ σπάνια εμφανίζεται πλέον στο παλάτι. Η βασίλισσα, είναι αλήθεια, ότι την επισκέφτηκε όταν πέθανε ο πατέρα της, αλλά αυτή η κίνηση ήταν το πρώτο σημάδι καλοσύνης προς εκείνη μετά από πολύ καιρό[6] Αν και η Μαρία Θηρεσία αντικαταστάθηκε από την Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ ως αγαπημένη, η φιλία της με τη βασίλισσα συνεχίστηκε παρόλα αυτά. Μάλιστα, η Μαρία Αντουανέτα την επισκεπτόταν περιστασιακά στα διαμερίσματα της. Εντούτοις φημολογείται ότι η εκτίμηση που ένιωθε η Βασίλισσα για την ηρεμία και την πίστη της Λαμπάλ, ανάμεσα στην ψυχαγωγία που της προσέφερε η Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ, σχολιάστηκε κάποτε από την ίδια ως εξής: «Είναι η μόνη γυναίκα που γνωρίζω, στην οποία δεν είδα ποτέ μνησικακία, μίσος ή ζήλια». [6] Ωστόσο, μετά το θάνατο της μητέρας της , η Μαρία Αντουανέτα ,κατά τη διάρκεια του χειμώνα, απομονώθηκε από την Λαμπάλ και την Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ, για να θρηνήσει.[6]

Η Μαρία Θηρεσία διατήρησε το αξίωμα της επιθεωρητού στο βασίλειο , παρά το ότι έχασε τη θέση της ως ευνοούμενη της Αντουανέτας, και συνέχισε να εκτελεί τα καθήκοντα της. Επίσης, διοργάνωνε χορούς στο όνομα της βασίλισσας, δημόσιες εμφανίσεις, την βοήθησε να δεχτεί ξένους βασιλικούς καλεσμένους, και συμμετείχε στις τελετές γύρω από τη γέννηση των απογόνων του θρόνου και στην ετήσια Πασχαλινή Θεία Κοινωνία της Βασίλισσας. Όμως όταν ήταν εκτός των επίσημων υποχρεώσεων της, συχνά απουσίαζε από το παλάτι, ασχολούμενη με την κακή υγεία τόσο της ίδιας όσο και του πεθερού της. Αφοσιώθηκε στη στενή της φιλία με την αγαπημένη της «κυρία επί των τιμών», την Κόμισσα Ετιενέτ ντ’ Αμπλιμόν ντε Λαζ ντε Βολίντ, στην φιλανθρωπία της και το ενδιαφέρον της για τους Ελευθεροτέκτονες. Η Μαρία Θηρεσία, καθώς και η νύφη της, εντάχθηκαν στο τάγμα των «Ελευθεροτεκτόνων Γυναικών» στο Οίκημα «St. Jean de la Candeur» το 1777, που αφορούσε τεκτονικές τελετές υιοθεσίας. Τον Ιανουάριο 1781 έγιναν επικεφαλής του τάγματος, λαμβάνοντας το αξίωμα «Grand Mistress of the Scottish Lodge». Αν και η Μαρία Αντουανέτα δεν έγινε επίσημο μέλος, ενδιαφερόταν για την Τεκτονική και συχνά ρώτησε την Μαρία Θηρεσία από τις τελετές υιοθεσίας.[6] Είναι όμως ενδιαφέρον ότι, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, με την περίφημη υπόθεση του διαμαντένιου περιδέραιου, η Λαμπάλ για κάποιο λόγο εμφανίστηκε στο ίδρυμα Λα Σαλπετριέρ, σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να επισκεφτεί τη φυλακισμένη Ζαν ντε Βαλουά-Σαιν-Ρεμί. Ο σκοπός αυτής της συνάντησης είναι άγνωστος, αλλά δημιούργησε εκτεταμένες φήμες εκείνη την εποχή.[6]

Η Μαρία Θηρεσία είχε από καιρό υποφέρει από εύθραυστη υγεία, η οποία επιδεινώθηκε τόσο πολύ στα μέσα του 1780 που συχνά δεν ήταν σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα του αξιώματος της. Σε μια περίπτωση, απευθύνθηκε στον Ντέλσον, έναν μαθητή του ιατρού Φραντς Άντον Μέσμερ, για να την μαγνητίσει (σημερινή υπνοθεραπεία).[6] Πέρασε το καλοκαίρι του 1787 στην Αγγλία, και οι γιατροί την συμβούλεψαν να δοκιμάσει τα αγγλικά νερά της Μπαθ για να θεραπεύσει την υγεία της. Αυτό το ταξίδι γνωστοποιήθηκε ως μυστική διπλωματική αποστολή εκ μέρους της βασίλισσας. Εικάζεται όμως ότι η Αντουανέτα επρόκειτο να ζητήσει από τον εξόριστο υπουργό Καλόν να παραλείψει ορισμένα περιστατικά από τα απομνημονεύματα που επρόκειτο να δημοσιεύσει. Στην πραγματικότητα όμως, ο Καλόν δεν ήταν στην Αγγλία εκείνη την εποχή. Μετά την επίσκεψη στην Αγγλία, η υγεία της Μαρίας Θηρεσίας βελτιώθηκε σημαντικά και ήταν σε θέση να συμμετάσχει περισσότερο στο παλάτι, όπου η βασίλισσα της έδειξε πλέον περισσότερη αγάπη, εκτιμώντας την πίστη της αφού η φιλία μεταξύ της Μαρία Αντουανέτα και της Γκαμπριέλ ντε Πολινιάκ είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται.[6] Σε αυτό το σημείο, η Μαρία Θηρεσία και η νύφη της ενώθηκαν με το Κοινοβούλιο για να υποβάλουν αναφορά για λογαριασμό του δούκα του Ορλεάνη, ο οποίος ήταν εξόριστος.[6] Την άνοιξη του 1789, η Λαμπάλ ήταν παρών στις Βερσαλλίες για να συμμετάσχει στις τελετές γύρω από τους Στρατηγούς του 1789 στη Γαλλία.

Η Μαρία Θηρεσία ήταν από τη φύση της επιφυλακτική και, στο παλάτι, είχε τη φήμη της σεμνότυφης.[6] Ωστόσο, στη δημοφιλή αντι-μοναρχική προπαγάνδα της εποχής, απεικονίστηκε τακτικά σε πορνογραφικά φυλλάδια, δείχνοντάς την ως λεσβιακό εραστή της βασίλισσας για να υπονομεύσει τη δημόσια εικόνα της μοναρχίας.[8]

Γαλλική Επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Άλωσης της Βαστίλης τον Ιούλιο του 1789 και το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, η πριγκίπισσα ντε Λαμπάλ βρισκόταν σε μια επίσκεψη αναψυχής στην Ελβετία μαζί με την αγαπημένη της «κυρία επί των τιμών», Κόμισσα Ετιενέτ ντ’ Αμπλιμόν ντε Λαζ ντε Βολίντ. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο έμεινε με τον πεθερό της στην εξοχή, στην Ουμάλ, για να τον περιθάλψει ενώ ήταν άρρωστος, και έτσι δεν ήταν παρών στο παλάτι κατά τη διάρκεια της «Πορεία Γυναικών στις Βερσαλλίες», που πραγματοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1789. [6]

Στις 7 Οκτωβρίου ενημερώθηκε για τα γεγονότα της Επανάστασης και αμέσως έγινε μέλος της Βασιλικής Οικογένειας στο Παλάτι του Κεραμεικού στο Παρίσι, όπου συνέχισε τα καθήκοντα της. Αυτή και η Μαντάμ Ελιζαμπέτ μοιράστηκαν τα διαμερίσματα του Αρχοντικού ντε Φλορ, (κτήριο που αποτελούσε μέρος του παλατιού του Κεραμεικού) στον ίδιο όροφο με τη βασίλισσα, και εκτός από σύντομες επισκέψεις στον πεθερό της ή στη βίλα της στο Πασί, εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα.

Στο Παλάτι του Κεραμεικού αποκαταστάθηκαν σε κάποιο επίπεδο οι τελετουργικές ψυχαγωγίες και η αναπαραστατική ζωή. Μάλιστα, η βασίλισσα πραγματοποίησε πάρτι που περιλάμβαναν και παιχνίδια με τράπουλα. Επίσης κάποιες μέρες την εβδομάδα, δεχόταν ακρόαση από ξένους απεσταλμένους και από τους επίσημους υπαλλήλους της. Σε όλες τις εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχε η Λαμπάλ, ήταν πάντα στο πλευρό της βασίλισσας τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά.[6] Συνόδευσε τη βασιλική οικογένεια στο Σεντ Κλάουντ το καλοκαίρι του 1790 και παρακολούθησε επίσης το καλοκαιρινό φεστιβάλ «Fête de la Fédération» (Το κόμμα της Ομοσπονδίας) στο Πεδίον του Άρεως στο Παρίσι τον Ιούλιο.[6]

Σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, δεν ήθελε να διασκεδάζει στο όνομα της βασίλισσας, όπως απαιτούσε ο διορισμός της.[6] Αλλά κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Παλάτι του Κεραμεικού το έκανε από καρδιάς, ελπίζοντας να συγκεντρώσει πιστούς ευγενείς για να στηρίξουν την Αντουανέτα. Προς αυτό το σκοπό, πρόσφερε το σαλόνι της ως τόπο συνάντησης για τη βασίλισσα και τα μέλη της Εθνικής Συντακτικής Συνέλευσης, πολλά από τα οποία η βασίλισσα επιθυμούσε να πείσει να στηρίξουν τον αγώνα υπέρ της μοναρχίας του Βουρβόνων. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο διαμέρισμα της Λαμπάλ, η βασίλισσα είχε τις πολιτικές της συναντήσεις με τον Μιραμπού.[6]

Παράλληλα, διερεύνησε επίσης την πίστη του προσωπικού στο παλάτι μέσω ενός δικτύου πληροφοριοδοτών. Για παράδειγμα, ανέκρινε την Μαντάμ Καμπάν, καθώς είχε αμφισβητηθεί η πίστη της έναντι της μοναρχίας. Ωστόσο φαίνεται ότι η Λαμπάλ διερεύνησε τις κατηγορίες με τη χρήση κατασκόπων, οι όποιοι την διαβεβαίωσαν ότι ήταν έμπιστη. Στην συνέχεια η Μαντάμ Καμπάν σχολίασε:[6] «Η πριγκίπισσα τότε μου έδειξε μια λίστα με τα ονόματα όλων εκείνων που εργάζονταν κοντά στην Βασίλισσα και μου ζήτησε πληροφορίες σχετικά με αυτούς. Ευτυχώς, είχα μόνο ευνοϊκές πληροφορίες να δώσω, και η Μαρία Θηρεσία έγραψε όλα όσα της είπαν[6]

Μετά την αναχώρηση της Δούκισσας του Πολινιάκ από τη Γαλλία, αλλά και των περισσότερων από τον στενό κύκλο της βασίλισσας, η Μαρία Αντουανέτα προειδοποίησε τη Λαμπάλ ότι ο ορατός της ρόλο της ως ευνοημένης της βασίλισσας θα προκαλούσε την οργή του λαού, και ότι τα συκοφαντικά λιβελλογράφημα που κυκλοφορούσαν ανοιχτά στο Παρίσι θα την εξέθεταν δημόσια.[6] Σύμφωνα με πληροφορίες, η Μαρία Θηρεσία διάβασε ένα από αυτά τα έντυπα και ενημερώθηκε για την εχθρότητα που εξέφραζαν στο πρόσωπο της.[6]

Η Ντε Λαμπάλ υποστήριξε την νύφη της, τη δούκισσα της Ορλεάνης, όταν εκείνη υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από τον σύζυγο της, κάτι που προκάλεσε έντονη διαφωνίας μεταξύ της Μαρίας Θηρεσίας και του ζευγαριού. Αν και ο δούκας χρησιμοποιούσε συχνά την Λαμπάλ ως μεσάζοντα στη βασίλισσα, φέρεται να μην την εμπιστεύτηκε ποτέ. Αισθανόταν έτσι, κυρίως λόγω του ότι πίστευε ότι εκείνη θα τον κατηγορούσε κάποια στιγμή ότι ενθάρρυνε την συμπεριφορά που προκάλεσε το θάνατο του πρώην συζύγου της. Μάλιστα όταν κατά τη διάρκεια αυτής της υπόθεσης, ενημερώθηκε επίσης για την εύθραυστη υγεία της Λαμπάλ, εκείνος απομακρύνθηκε από κοντά της.[6]

Η Λαμπάλ δεν έλαβε γνώση εκ των προτέρων για την φυγή στο Βαρέν. Εκείνο το βράδυ του Ιούνιου του 1791, η βασίλισσα της είπε απλώς μια καληνύχτα και την συμβούλεψε να περάσει μερικές μέρες στη χώρα για χάρη της υγείας της. Η Μαρία Θηρεσία βρήκε τη συμπεριφορά της αρκετά περίεργη για να το σχολιάσει αργότερα στον M. Ντε Κλερμόν, πριν φύγει από το Παλάτι του Κεραμεικού για να αποσυρθεί στη βίλα της στο Πασί.[6] Την επόμενη μέρα, όταν η βασιλική οικογένεια είχε ήδη αναχωρήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, έλαβε ένα σημείωμα από τη Μαρία Αντουανέτα, η οποία της ανέφερε για την φυγή τους και της ζητούσε να τη συναντήσει στις Βρυξέλλες.[6] Με συντροφιά της κυρίας-επί-των-τιμών, Κόμισσας Ετιενέτ ντ’ Αμπλιμόν ντε Λαζ ντε Βολίντ, και δύο ανδρών της αυλής, η Λαμπάλ επισκέφθηκε αμέσως τον πεθερό της στην Ουμάλ, τον ενημέρωσε για την φυγή της και του ζήτησε συστατικές επιστολές. [6]

Αναχώρησε από την Βουλώνη της Γαλλίας και πήγε στο Ντόβερ της Αγγλίας, όπου έμεινε για μία νύχτα πριν συνεχίσει στην Οστένδη, όπου έφτασε στις 26 Ιουνίου. Συνέχισε στις Βρυξέλλες, όπου γνώρισε τον Αξέλ φον Φερσέν και τους κόμηδες της Προβηγκίας, και στη συνέχεια έφτασε στην Αιξ-λα-Σαπέλ. [6] Επισκέφτηκε τον Γουσταύο Γ΄ της Σουηδίας στο Σπα για λίγες μέρες τον Σεπτέμβριο και τον φιλοξένησε στην Αιξ-λα-Σαπέλ τον Οκτώβριο.[6] Στο Παρίσι, η εφημερίδα «Chronique de Paris» (Χρονικό του Παρισιού) ανέφερε την αποχώρηση της και πιστεύεται ευρέως ότι είχε πάει στην Αγγλία για διπλωματική αποστολή εκ μέρους της βασίλισσας.[6]

Εν τω μεταξύ, η Λαμπάλ βρισκόταν σε αμφιβολία, για το αν η βασίλισσα θα την χρησιμοποιούσε περεταίρω εντός ή εκτός της Γαλλίας, και άκουσε αντικρουόμενες απόψεις. Από την μια, οι φίλοι της M. Ντε Κλερμόν και M. Ντε λα Βουπαλιέρ την ενθάρρυναν να γυρίσει στην υπηρεσία της βασίλισσας, ενώ οι συγγενείς της, της ζήτησαν να επιστρέψει στο Τορίνο στην Σαβοΐα.[6] Βέβαια, κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο εξωτερικό, εκείνη αλληλογραφούσε με τη Μαρία Αντουανέτα, η οποία της ζήτησε επανειλημμένα να μην επιστρέψει στη Γαλλία. [6] Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1791, τέθηκαν σε ισχύ οι νέες διατάξεις του Συντάγματος, και ζητήθηκε από τη βασίλισσα να τακτοποιήσει το νοικοκυριό της και να απολύσει όλους τους κατόχους αξιωμάτων που δεν υπηρετούσαν πλέον στο πόστο τους. Πολύ σύντομα η Μαρία Θηρεσία έλαβε ένα γράμμα από την βασίλισσα, στο οποίο της ζήτησε επισήμως να επιστρέψει στην υπηρεσία ή να παραιτηθεί.[6] Αυτή η επίσημη επιστολή, αν και ήταν σε αντίθεση με τις προσωπικές επιστολές που της είχε γράψει η Μαρία Αντουανέτα, φέρεται να την έπεισε ότι ήταν καθήκον της να επιστρέψει. Λέγεται μάλιστα ότι η Λαμπάλ αναφώνησε: «Εφόσον η βασίλισσα μου επιθυμεί να επιστρέψω, τότε πρέπει να ζήσω και να πεθάνω μαζί της».[6]

Κατά τη διάρκεια της παραμονής της σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει στο «Royal Crescent» (Βασιλική Ημισέληνος), στο Μπαθ [9] της Μεγάλης Βρετανίας, η πριγκίπισσα έγραψε την διαθήκη της, επειδή ήταν πεπεισμένη ότι διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο σε περίπτωση που επέστρεφε στο Παρίσι. Άλλες πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν ότι η διαθήκη έγινε στην Αυστριακή Ολλανδία, με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1791", στην Αιξ-λα-Σαπέλ. Η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα της Σαβοΐας,[6] έφυγε από την Αιξ-λα-Σαπέλ στις 20 Οκτωβρίου και την η άφιξη στο Παρίσι ανακοινώθηκε στις εφημερίδες του Παρισιού στις 4 Νοεμβρίου.[6]

Επιστρέφοντας στο Παλάτι του Κεραμεικού, η Λαμπάλ ανέλαβε εκ νέου το έργο της, συγκεντρώνοντας υποστηρικτές της βασίλισσας και ερευνώντας την πίστη του νοικοκυριού. Επίσης έγραψε στους ευγενείς που είχαν μεταναστέψει, ζητώντας τους να επιστρέψουν στη Γαλλία στο όνομα της βασίλισσας.[6] Τον Φεβρουάριο του 1792, για παράδειγμα, ο Λουδοβίκος Μάριος της Λεσκούρ πείστηκε να παραμείνει στη Γαλλία αντί να μεταναστεύσει αφού γνώρισε τη βασίλισσα στο διαμέρισμα της Λαμπάλ. Ο ίδιος στη συνέχεια ενημέρωσε την σύζυγό του Βικτουάρ ντε Ντονισάν ντε λα Ροσεζακιουλάν, αναφέροντας ότι εφόσον ήταν επιθυμία της βασίλισσας, έπρεπε να διατηρήσουν την αφοσίωση τους σε εκείνη και να παραμείνουν στη Γαλλία.[6] Η Μαρία Λουΐζα προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του δήμαρχου Πετιόν, ο οποίος αντιτάχθηκε στην επιμελήτρια της βασίλισσας, για να παρευρεθεί στο δείπνο στο διαμέρισμα της Λαμπάλ. Λέγεται μάλιστα ότι τα διαμερίσματα της Λαμπάλ στο Παλάτι του Κεραμεικού, ήταν ο τόπος συνάντησης μιας «αυστριακής επιτροπής» που σχεδίαζε να ενθαρρύνει την εισβολή στη Γαλλία, (δηλαδή σαν μια δεύτερη σφαγή του Αγίου Βαρθολομαίου) και να διαλύσει την Επανάσταση.[6]

Κατά τη διάρκεια της Διαδήλωσης στις 20 Ιουνίου 1792, η Λαμπάλ ήταν παρούσα στη συντροφιά της βασίλισσας όταν ένας όχλος εισέβαλε στο παλάτι. Η Μαρία Αντουανέτα φώναξε αμέσως ότι η θέση της ήταν δίπλα του βασιλιά, αλλά η Λαμπάλ απάντησε: «Όχι, όχι, κυρία μου, η θέση σου είναι κοντά στα παιδιά σου!»[6], και αμέσως ένα τραπέζι τραβήχτηκε μπροστά της για να την προστατεύσει από το εξαγριωμένο πλήθος. Η Μαρία Θηρεσία, μαζί με την Πριγκίπισσα της Ταράντ, την Μαντάμ ντε Τουρζέλ, τη Δούκισσα ντε Μαγί, την Μαντάμ ντε Λαρός-Εμόν, την Μαρία Αγγελική της Μακού, την Ρενέ Σουζάν ντε Σουσί, την Μαντάμ ντε Ζινεστούς, περικύκλωσαν την βασίλισσα και τα παιδιά της για αρκετές ώρες, όταν ο όχλος πέρασε από το δωμάτιο φωνάζοντας προσβολές στη Μαρία Αντουανέτα.[6] Σύμφωνα με μια μάρτυρα, η Μαρία Λουΐζα ντε Λαμπάλ στάθηκε δίπλα στην πολυθρόνα της βασίλισσας για να την στηρίξει σε όλη τη σκηνή: [10] «Η Μαντάμ ντε Λαμπάλ έδειξε ακόμη μεγαλύτερο θάρρος. Στεκόταν καθ 'όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς σκηνής κοντά στην Βασίλισσα, ακουμπώντας στην καρέκλα της, και φαινόταν να ασχολείται μόνο με τους κινδύνους που διέτρεχε η Βασίλισσα, χωρίς να την νοιάζεται για τον εαυτό της[6]

Η Μαρία Λουΐζα Λαμπάλ συνέχισε τις υπηρεσίες της προς την βασίλισσα μέχρι την επίθεση στο παλάτι στις 10 Αυγούστου 1792, όπου εκείνη και η Λουίζ Ελιζαμπέτ ντε Κρουά ντε Τουρζέλ, γκουβερνάντα των βασιλικών παιδιών, συνόδευσαν τη βασιλική οικογένεια όταν έλαβαν άσυλο στην νομοθετική συνέλευση. [6] Ο M. ντε λα Ροσεφουκό ήταν παρών κατά τη διάρκεια αυτής της περίστασης και θυμήθηκε τα εξής:

"Ήμουν στον κήπο, αρκετά κοντά για να προσφέρω το χέρι μου στη Μαρία Θηρεσία, η οποία ήταν η πιο απογοητευμένη και φοβισμένη από όλους μας.[...] Η πριγκίπισσα της Λαμπάλ μου είπε: «Δεν θα επιστρέψουμε ποτέ ξανά στο Κάστρο[6]

Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο γραφείο του γραμματέα στη Νομοθετική Συνέλευση, η Μαρία Θηρεσία αρρώστησε και έπρεπε να μεταφερθεί στο μοναστήρι του Φεγιάν. Η Μαρία Αντουανέτα της ζήτησε να μην επιστρέψει, αλλά εκείνη επέλεξε να το κάνει μόλις ένιωσε καλύτερα. Τους συνόδευσε επίσης από τη Νομοθετική Συνέλευση στο μοναστήρι του Φεγιάν και από εκεί στην φυλακή (Square du Temple). [11]

Στις 19 Αυγούστου, αυτή, η Λουίζ Ελιζαμπέτ ντε Κρουά ντε Τουρζέλ και η Πολίν ντε Τουρζέλ χωρίστηκαν από τη βασιλική οικογένεια και μεταφέρθηκαν στη φυλακή «La Force», όπου τους επετράπη να μοιράζονται ένα κελί.[12] Ταυτόχρονα όμως, απομάκρυναν από κοντά τους το υπηρετικό τους προσωπικό( δύο άντρες και τρεις γυναίκες), καθώς αποφασίστηκε ότι δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στην οικογένεια να το κρατήσει.[10]

Η δολοφονία της Μαρίας Λουΐζας Λαμπάλ
Μια προπαγανδιστική εικόνα σχετικά με τον θάνατος της Μαρίας Λαμπάλ

Κατά τη διάρκεια των Σφαγών του Σεπτεμβρίου, οι φυλακές δέχτηκαν επίθεση από όχλους, και οι φυλακισμένοι μεταφέρονταν αλλού, προτού προλάβουν να συγκεντρωθούν βιαστικά δικαστήρια ανθρώπων, τα οποία θα τους έκριναν και θα τους εκτελούσαν συνοπτικά. Σε κάθε κρατούμενο γίνονταν μερικές ερωτήσεις. Εντούτοις, η φράση «Ζήτω το έθνος» έδειχνε ότι το κρατούμενο πρόσωπο ελευθερωνόταν και του επιτρεπόταν να φύγει. Στην αντίθετη περίπτωση, οι φράσεις «Μεταφέρτε τον/την στο Αβαείο» ή «Πάρτε τον κύριο/κυρία» σήμαιναν καταδίκη για το κρατούμενο άτομο, εφόσον το μετέφεραν κατευθείαν στην αυλή και ένα πλήθος που αποτελούνταν από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, το σκότωνε ακαριαία.[6] Το προσωπικό της φυλακής αντιτάχθηκε στις σφαγές, και επέτρεψε σε πολλούς κρατούμενους να διαφύγουν, ιδίως σε γυναίκες. Από τις περίπου διακόσιες κρατούμενες, μόνο δύο τελικά σκοτώθηκαν στη φυλακή.[6]

Η Πολίν ντε Τουρζέλ ελευθερώθηκε κρυφά από τη φυλακή, αλλά η μητέρα της και η Λαμπάλ ήταν πάρα πολύ διάσημες για να μπορέσουν να διαφύγουν. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα η διαφυγή τους να τραβούσε την προσοχή του κόσμου. [6] Σχεδόν όλες οι κρατούμενες που βρεθήκαν ενώπιον των δικαστηρίων της Λα Φορς, απαλλαχτήκαν από τις κατηγορίες. Μέσα σε αυτές ήταν η Μαντάμ ντε Τουρζέλ , η Αγγελική της Μακού, η Πριγκίπισσα της Ταράντ, και οι καμαριέρες της Βασίλισσας, Μαρί Ελιζαμπέτ Τιμπό και η Μπαζίλ, καθώς και η βασιλική νοσοκόμα Σαν Μπρις, η οικιακή βοηθός της Λαμπάλ, Ναβάρ, καθώς και η σύζυγος ενός υπηρέτη του βασιλιά, η ντε Σεπτέιγ. Επίσης απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, και δύο άνδρες υπηρέτες του βασιλικού ζεύγους, ο Σαμιγί και ο Ουέ. Επομένως, η Μαρία Θηρεσία ήταν κατά κάποιο τρόπο η εξαίρεση.

Στις 3 Σεπτεμβρίου, η Λαμπάλ και η μητέρα της Πολίν ντε Τουρζέλ, μεταφέρθηκαν σε μια αυλή με άλλες κρατούμενες που περίμεναν να μεταφερθούν στο δικαστήριο. Η Μαρία Λουΐζα Λαμπάλ βρέθηκε ενώπιον ενός δικαστικού σώματος που δημιουργήθηκε βιαστικά, και το οποίο της ζήτησε απαιτητικά να «ορκιστεί ότι αγαπάει την ελευθερία και την ισότητα, και ότι μισεί τον Βασιλιά , τη Βασίλισσα και γενικά τη μοναρχία». [13] Συμφώνησε να πάρει τον όρκο για την ελευθερία αλλά αρνήθηκε να το κάνει για τον βασιλιά, τη βασίλισσα και τη μοναρχία. Σε αυτό το σημείο, η δίκη της ολοκληρώθηκε συνοπτικά με τις λέξεις, "emmenez madame"(Πάρτε την κυρία). Ήταν στη συντροφιά της Μαντάμ ντε Τουρζέλ μέχρι να κληθεί στο δικαστήριο και η ακριβής διατύπωση της συνοπτικής δίκης αναφέρεται ότι αποτελείται από την ακόλουθη γρήγορη ανάκριση:

-Ποια είστε;

-Η Μαρία Θηρεσία Λουΐζα, Πριγκίπισσα της Σαβοΐας.

-Με τι ασχολείστε;

-Είμαι επιστάτρια του νοικοκυριού της βασίλισσας.

-Είχατε γνώση των σκευωριών του Παλατιού στις 10 Αυγούστου;

-Δεν ξέρω αν υπήρχαν πλεκτάνες στις 10 Αυγούστου. Αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν τις γνώριζα.

-Ορκιστείτε στην Ελευθερία και την Ισότητα, και στο μίσος για τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα.

-Μπορώ εύκολα να κάνω το πρώτο. Αλλά όχι το τελευταίο. Δεν είναι στην καρδιά μου.

Σύμφωνα με πληροφορίες, πράκτορες του πεθερού της, της ψιθύρισαν να ορκιστεί πλήρως για να σώσει τη ζωή της. Αλλά εκείνη πρόσθεσε:

-Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω. Μου είναι αδιάφορο αν θα πεθάνω λίγο νωρίτερα ή πιο αργότερα. Εγώ έχω κάνει ήδη τη θυσία της ζωής μου.

-Πάρτε την κυρία.[14][15]

Αμέσως μετά την μετέφεραν στο δρόμο και μια ομάδα ανδρών τη σκότωσε μέσα σε λίγα λεπτά.

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές για τον ακριβή τρόπο του θανάτου της, [6] που προσέλκυσε μεγάλη προσοχή και χρησιμοποιήθηκαν στην προπαγάνδα για πολλά χρόνια μετά την επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας τα γεγονότα ωραιοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν με υπερβολή.[6] Ορισμένες αναφορές, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι βιάστηκε και το σώμα της ακρωτηριάστηκε. Δεν υπάρχει, ωστόσο, τίποτα που να αποδεικνύει ότι ήταν εκτεθειμένη σε σεξουαλικούς ακρωτηριασμούς ή φρικαλεότητες, κάτι που φέρεται ευρέως στις ιστορικές αναφορές γύρω από τον περίφημο θάνατο της. [16][17] Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι συνοδεύτηκε από δύο φύλακες στην πόρτα της αυλής όπου έγινε η σφαγή. Την ακολουθούσαν μάλιστα οι πράκτορες του πεθερού της και την ενθάρρυναν ξανά να αλλάξει τον όρκο της, αλλά εκείνη δεν τους άκουσε.[18] Όταν η πόρτα άνοιξε και εκτέθηκε στην όψη των αιματηρών πτωμάτων στην αυλή, εκείνη φώναζε κλαίγοντας: «Είναι φρικτό!» ή «Είμαι καταδικασμένη!». Η Λαμπάλ έπεσε προς τα πίσω, αλλά τραβήχτηκε στο μπροστινό μέρος της αυλής από τους δύο φρουρούς. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πράκτορες του πεθερού της ήταν μεταξύ του πλήθους, φωνάζοντας: «Χάρη! Χάρη!». [6] Αλλά οι φωνές τους κατασιωπήθηκαν σύντομα από τις κραυγές του πλήθους, οι οποίοι φώναζαν: «Θάνατος στους μεταμφιεσμένους υπηρέτες του Δούκα του Πεντιέβρ[6] Ένας από τους δολοφόνους, που δικάστηκε χρόνια αργότερα, την περιέγραψε ως «μια μικρή κυρία ντυμένη στα λευκά» , που στεκόταν για μια στιγμή μόνη. Σύμφωνα με πληροφορίες, χτυπήθηκε για πρώτη φορά από έναν άνδρα με ακόντιο στο κεφάλι της, το οποίο έκανε τα μαλλιά της να πέσουν πάνω στους ώμους της, αποκαλύπτοντας έτσι ένα γράμμα από τη Μαρία Αντουανέτα που είχε κρύψει μέσα στα πιασμένα μαλλιά της. Τότε τραυματίστηκε στο μέτωπο, το οποίο την έκανε να αιμορραγεί, ενώ πολύ γρήγορα το πλήθος την μαχαίρωσε. [6]

Μεταχείριση του πτώματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο θάνατός της Μαρίας Θηρεσίας Λαμπάλ. Πίνακας του Λεόν Μαξίμ Φέβρ το έτος 1908

Η μεταχείριση των λειψάνων της αποτέλεσε επίσης αντικείμενο πολλών αντικρουόμενων ιστοριών. Μετά το θάνατό της, το πτώμα της λέγεται ότι ήταν γυμνό, ξεσκισμένο και αποκεφαλισμένο, με το κεφάλι της τοποθετημένο πάνω σε ακόντιο.[6] Επιβεβαιώνεται από αρκετούς μάρτυρες ότι το κεφάλι της περιφέρθηκε στους δρόμους πάνω σε έναν ακόντιο και το σώμα της σύρθηκε με το πλήθος των ανθρώπων να φωνάζει «Η Λαμπάλ! Η Λαμπάλ!».[6] Σύμφωνα με τον αδελφό της Γαλλίδας συγγραφέως Λορ Ζινό, μάρτυρας αυτή της πομπή ήταν ο Μ. Ντε Λαμότ, ο οποίος αγόρασε μια τούφα από τα μαλλιά της και την έδωσε αργότερα στον πεθερό της. [6]

Ορισμένες αναφορές λένε ότι το κεφάλι μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό καφέ όπου ήταν τοποθετημένο μπροστά στους πελάτες, οι οποίοι κλήθηκαν να πιουν για να γιορτάσουν τον θάνατο της. [16] Ορισμένες αναφορές αναφέρουν ότι το κεφάλι μεταφέρθηκε σε έναν κουρέα για να χτενίσει τα μαλλιά για να τα καταστήσει άμεσα αναγνωρίσιμα, [17] αν και αυτό αμφισβητήθηκε. Μετά από αυτό, το κεφάλι τοποθετήθηκε ξανά σε ακόντιο και έγινε πορεία κάτω από το παράθυρο της Μαρίας Αντουανέτας. [15]

Η Μαρία Αντουανέτα και η οικογένεια της δεν ήταν παρόντες στο δωμάτιο έξω από το οποίο εμφανίστηκε το κεφάλι εκείνη τη στιγμή, και έτσι δεν το είδαν.[6] Ωστόσο, η σύζυγος ενός από τους αξιωματούχους της φυλακής, η κυρία Τιζόν, το είδε και άρχισε να ουρλιάζει. Το πλήθος, που άκουγε τις γυναικείες κραυγές, υπέθεσε ότι ήταν της Μαρίας Αντουανέτας.[6] Εκείνοι που το μετέφεραν της ευχήθηκαν να φιλήσει τα χείλη της αγαπημένης της, καθώς μια συνηθισμένη συκοφαντία που κυκλοφορούσε τότε, ήταν ότι οι δύο τους ήταν ερωμένες. Παρόλο όμως που ο όχλος απαίτησε να τους επιτρέψουν να δείξουν το κεφάλι στη Μαρία Αντουανέτα αυτοπροσώπως, οι αξιωματικοί κατάφεραν να τους πείσουν να μην μπουν στη φυλακή.[6] Στην ιστορική της βιογραφία, «Marie Antoinette: The Journey» (Μαρία Αντουανέτα: Το Ταξίδι) , η Αντωνία Φρέϊζερ ισχυρίζεται ότι η Μαρία Αντουανέτα δεν είδε στην πραγματικότητα το κεφάλι της μακρόχρονης φίλης της, αλλά γνώριζε τι συνέβαινε, δηλώνοντας, "... οι δημοτικοί αξιωματικοί είχαν την ευγένεια να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα και οι Επίτροποι να τους κρατήσουν μακριά από τα παράθυρα ... ένας από αυτούς τους αξιωματικούς είπε στον βασιλιά «.. προσπαθούν να σου δείξουν το κεφάλι της Μαντάμ Λαμπάλ» ... Η Βασίλισσα στο άκουσμα αυτής της είδησης, έπεσε λιπόθυμη.

Μετά από αυτό, το κεφάλι και το πτώμα μεταφέρθηκαν από το πλήθος στο Παλαί Ρουαγιάλ, όπου ο Δούκας της Ορλεάνης και η ερωμένη του Μαργκαρίτ Φρανσουέζ ντε Μπουφόν, δειπνούσαν σε πάρτι με Άγγλους. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Δούκας της Ορλεάνης σχολίασε: «Ω, είναι το κεφάλι της Λαμπάλ! Το αναγνώρισα από τα μακριά μαλλιά. Ας καθίσουμε για δείπνο», ενώ η Μπουφόν φώναξε σαστισμένη: «Ω Θεέ! Θα κουβαλήσουν και το κεφάλι μου έτσι κάποια μέρα!» [6]

Οι πράκτορες του πεθερού της, που είχαν επιφορτιστεί να αποκτήσουν τα λείψανα της για προσωρινή ταφή (μέχρι να μπορέσουν να ταφούν στην Ντρε), φέρεται να αναμίχθηκαν με το πλήθος για να καταφέρουν να τα αποκτήσουν. [6] Απέτρεψαν τις προθέσεις του πλήθους να εκθέσουν το πτώμα στο σπίτι του πεθερού της, το Μέγαρο της Τουλούζης, λέγοντας ότι δεν είχε ζήσει ποτέ εκεί, αλλά μονό στο Παλάτι του Κεραμεικού ή στο Μέγαρο Λουβουά (Hôtel Louvois). [6] Όταν ο μεταφορέας του κεφαλιού, ο Σαρλά, μπήκε σε μια αποθήκη, αφήνοντας το κεφάλι έξω, ένας πράκτορας, ο Πουάντελ, το πήρε και το έθαψε στο νεκροταφείο που βρισκόταν κοντά στο Νοσοκομείο της Κανζ Ζιβά. [6]

Ενώ η πομπή του κεφαλιού δεν αμφισβητείται, οι αναφορές σχετικά με τη μεταχείριση του σώματος της έχουν αμφισβητηθεί. [18] Πέντε πολίτες του τοπικού τμήματος στο Παρίσι, ο Ερβελάν, ο Κερβέλ, ο Πουκέ, ο Φερί και ο Ρουσέλ, παρέδωσαν το σώμα της (χωρίς το κεφάλι, το οποίο εξακολούθησε να εμφανίζεται σε ακόντιο) στις αρχές λίγο μετά το θάνατο της. [18] Οι βασιλικές αναφορές για το περιστατικό ισχυρίστηκαν ότι το σώμα της αφέθηκε στο δρόμο για μια ολόκληρη μέρα, αλλά αυτό δεν είναι πιθανό, καθώς τα επίσημα πρωτόκολλα δηλώνουν ρητά ότι παραδόθηκε στις αρχές αμέσως μετά το θάνατο της. Παρόλο που δεν περιγράφεται η κατάσταση του πτώματος, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι ήταν τεμαχισμένο ή ακόμη και γυμνό. Μάλιστα, η έκθεση αφηγείται όλα όσα είχε μέσα στις τσέπες της όταν πέθανε, κάτι που αποδεικνύει ότι το ακέφαλο σώμα της μεταφέρθηκε πλήρως ντυμένο με ένα βαγόνι προς τις αρχές, αντί να σέρνεται αποσυναρμολογημένο κατά μήκος του δρόμου, όπως ισχυρίζονταν οι τραβηγμένες ιστορίες της εποχής . [18]

Παρόλα αυτά, το σώμα της, δεν βρέθηκε ποτέ, (όπως συνέβη και με το σώμα του Λουδοβίκου Φίλιππου Β΄ της Ορλεάνης) γι'αυτό δεν θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας στο Ντρε.[19][20] Σύμφωνα με την Μαντάμ Τισό, της ζητήθηκε να φτιάξει μάσκα θανάτου (της Λαμπάλ). [21]

Η πριγκίπισσα Μαρία Θηρεσία Λουΐζα, έχει παρουσιαστεί σε πολλές ταινίες και μίνι σειρές. Δυο από τις πιο αξιοσημείωτες απεικονίσεις της , ερμηνεύτηκαν από την Αννίτα Λούις στην ταινία του 1938 «Μαρία Αντουανέτα», και από την Μαίρη Νάι στην ταινία του 2006 «Μαρία Αντουανέτα». [22] [23]

  • Hardy, B. C. (Blanche Christabel), The Princesse de Lamballe; a biography, 1908, Project Gutenberg
  • Antoine De Baecque, Glory and Terror: Seven Deaths Under the French Revolution, Routledge, 2003
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 12509187n. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Marie-Therese-Louise-de-Savoie-Carignan-princesse-de-Lamballe. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 26432071. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. p9122.htm#i91215. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  5. Bertin, Georges. «Full text of Madame de Lamballe». Archive.org. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2009. 
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 6,20 6,21 6,22 6,23 6,24 6,25 6,26 6,27 6,28 6,29 6,30 6,31 6,32 6,33 6,34 6,35 6,36 6,37 6,38 6,39 6,40 6,41 6,42 6,43 6,44 6,45 6,46 6,47 6,48 6,49 6,50 6,51 6,52 6,53 6,54 6,55 6,56 6,57 6,58 6,59 6,60 6,61 6,62 6,63 6,64 6,65 6,66 6,67 6,68 6,69 6,70 6,71 6,72 6,73 Hardy, B. C. (Blanche Christabel), The Princesse de Lamballe; a biography, 1908, Project Gutenberg
  7. Williams, Hugh Noel, Madame Dubarry, Beijer, Stockholm, 1905
  8. Chantal Thomas, The Wicked Queen: The Origins of the Myth of Marie-Antoinette
  9. Lowndes, William (1981). The Royal Crescent in BathΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Redcliffe Press. ISBN 978-0-905459-34-9. 
  10. 10,0 10,1 Bertin, Georges: Madame de Lamballe, New York : G. A. S. Wieners, 1901
  11. Imbert de Saint-Amand, Arthur· Léon Imbert de Saint-Amand· Elizabeth Gilbert Martin (1901). Marie Antoinette at the Tuileries, 1789–1791. New York Public Library: C. Scribner's sons. σελ. 286. lamballe 1791. 
  12. Lever, Evelyne· Catherine Temerson (2001). Marie Antoinette: The Last Queen of France. Macmillan. σελίδες 282–283. ISBN 0-312-28333-4. 
  13. de Decker, Michel, La Princesse de Lamballe, mourir pour la Reine, chapter Élargissez madame, p. 246, Librairie Académique Perrin, Paris, 1979, (Collection historique dirigée par André Castelot), (ISBN 2262001561) (in γαλλική)
  14. de Decker, p. 246.
  15. 15,0 15,1 de Baecque, Antoine (2002). Glory and Terror. Trans. Charlotte Mandell. Routledge. σελ. 79. ISBN 0-415-92617-3. 
  16. 16,0 16,1 Hibbert, Christopher (1980). The Days of the French Revolution. Morrow. σελ. 175. ISBN 0-688-03704-6. 
  17. 17,0 17,1 Durschmied, Erik (2002). Blood of Revolution. Arcade Publishing. σελ. 31. ISBN 1-55970-607-4. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Antoine De Baecque, Glory and Terror: Seven Deaths Under the French Revolution, Routledge, 2003
  19. de Decker, chapter Ils sont blanchis par le malheur, p. 265.
  20. According to author Blanche Christabel Hardy,Hardy, Blanche Christabel (1908). The Princesse de Lamballe. Harvard University: D Appleton & Co. σελ. 294.  her heartbroken father-in-law finally succeeded in retrieving her corpse and had it interred in the Penthièvre family crypt at Dreux.
  21. Tussaud, John Theodore (1920). The Romance of Madame Tussaud's. University of Michigan: George H. Doran company. σελίδες 44, 88, 91. 
  22. «Marie Antoinette». IMDb.com. IMDb.com. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2008. 
  23. «Mary Antoinette». IMDb.com. IMDb.com, Inc. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2008.