Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νόβα Σουλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 51°48′N 15°43′E / 51.800°N 15.717°E / 51.800; 15.717

Νόβα Σουλ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Νόβα Σουλ
51°48′0″N 15°43′0″E
ΧώραΠολωνία[1]
Διοικητική υπαγωγήNowa Sól County
Έκταση21,56 km²
Υψόμετρο65 μέτρα
Πληθυσμός36.843 (31  Μαρτίου 2021)[2]
Ταχ. κωδ.67-100
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Νόβα Σουλ (πολωνικά: Nowa Sól, σιλεσικά: Nowŏ Sōl, γερμανικά: Neusalz an der Oder) είναι πόλη δίπλα στον ποταμό Όντερ, στο Βοεβοδάτο Λούμπους της δυτικής Πολωνίας. Είναι η πρωτεύουσα του Πόβιατ Νόβα Σουλ και είχε πληθυσμό 38.763 κατοίκων (2019).

Ο πρώτος οικισμός στην περιοχή της σύγχρονης Νόβα Σουλ χρονολογείται στον 14ο αιώνα, όταν το έδαφος ήταν υπό την κυριαρχία του Βασιλείου της Βοημίας ως μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Προκειμένου να σταματήσει η εξάρτηση της Σιλεσίας από το αλάτι από την Πολωνία, ο Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄ απέκτησε την κυριότητα της γης demesne Zum Neuen Saltze το 1563.[3] Το θαλασσινό αλάτι, αρχικά από τη Λα Ροσέλ και την ακτή της Ιβηρικής, μεταφέρθηκε από το Αμβούργο και το Στέτιν (Στσέτσιν) κατά μήκος του πλεύσιμου Όντερ. Μια πλημμύρα το 1573 οδήγησε στη μετεγκατάσταση του διυλιστηρίου αλατιού στο κοντινό χωριό Μόντριτς (Μοντζίτσα). Το γραφείο του διαχειριστή είναι τώρα το δημαρχείο. Ο οικισμός τεκμηριώθηκε ως Neusalzburg (Νόιζαλτσμπουργκ, «Νέο Σάλτσμπουργκ») το 1585 και αργότερα ως Neusalz (Νόιζαλτς ,«Νέο Αλάτι»). Ένα εμπορικό λιμάνι χτίστηκε στον Όντερ το 1592. Η Προτεσταντική Εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, που χτίστηκε από τα έτη 1591-97, μετατράπηκε σε Ρωμαιοκαθολική το 1654.[4]

Το Νόιζαλτς τον 18ο αιώνα
Καθολική Εκκλησία του Αγίου Αντωνίου

Η είσοδος Ολλανδών και Άγγλων εμπόρων στη Βαλτική Θάλασσα στα τέλη του 16ου αιώνα οδήγησε σε δυσκολίες στην προμήθεια ακατέργαστου αλατιού.[3] Η μη κερδοφόρα επιχείρηση παρεμποδίστηκε επίσης από τα διόδια στον Όντερ που επέβαλε το Μαργραβάτο του Βραδεμβούργου. Η διύλιση αλατιού στο Νόιζαλτς σχεδόν κατέρρευσε κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου (1618-48), ενώ η ανάκαμψη παρεμποδίστηκε από το μετέπειτα εμπόριο αλατιού του Βρανδεμβούργου και της Πολωνίας. Ως ηγεμόνας της Σουηδικής Πομερανίας, η Σουηδία εμπόδισε το αλάτι να φτάσει στην πόλη από το Στέτιν το 1710. Τρία χρόνια αργότερα, το Νόιζαλτς έγινε φυλάκιο αλατιού από το Μαγδεμβούργο και το Χάλλε.

Το Νόιζαλτς εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του σιλεσικού Όντερ και χειρίστηκε την πλειονότητα της κυκλοφορίας αλατιού στον ποταμό.[3] Προσάρτησε στο Βασίλειο της Πρωσίας το 1742, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μπρέσλαου. Όταν ο Βασιλιάς Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας παραχώρησε στο Νόιζαλτς προνόμια πόλης στις 9 Οκτωβρίου 1743 και ξεκίνησε σχέδια επέκτασης της πόλης, είχε 97 σπίτια.[4] Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε επίσης μια αποικία της Μοραβιανής Εκκλησίας. Μετά τη Μάχη του Κούνερσντορφσκ, το Νόιζαλτς λεηλατήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1759. Σαράντα σπίτια κάηκαν, όπως και η Μοραβιανή κοινότητα, η οποία αποκαταστάθηκε το 1763.

Το Νόιζαλτς διοικούταν εντός της Επαρχίας της Σιλεσίας μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Η σύγχρονη βιομηχανική ανάπτυξη ξεκίνησε τον 19ο αιώνα όταν άνοιξαν νέα εργοστάσια, ιδίως εργοστάσια λινού και χαλυβουργεία. Το Νόιζαλτς συνδέθηκε για πρώτη φορά με τον σιλεσικό σιδηρόδρομο το 1871, την ίδια χρονιά η πόλη έγινε μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας κατά την ενοποίηση της Γερμανίας. Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του λιμανιού άρχισαν στις 11 Οκτωβρίου 1897. Το Νόιζαλτς έγινε μέρος της Πρωσικής Επαρχίας της Κάτω Σιλεσίας το 1919. Μια ξύλινη γέφυρα απέναντι από τον Όντερ, αρχικά χτίστηκε το 1870, ξαναχτίστηκε με οπλισμένο σκυρόδεμα το 1932.[4]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Νόιζαλτς ήταν η τοποθεσία ενός υποστρατοπέδου εργασίας που ανήκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν. Τα γερμανικά στρατεύματα κατέστρεψαν τη τσιμεντένια γέφυρα στις 9 Φεβρουαρίου 1945, αλλά ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός εισήλθε στο Νόιζαλτς στις 13-14 Φεβρουαρίου 1945.[4] Κάποια κτίρια κάηκαν, συμπεριλαμβανομένης της Καθολικής Εκκλησίας. Η πόλη τέθηκε υπό την πολωνική διοίκηση σύμφωνα με τη μεταπολεμική Διάσκεψη του Πότσδαμ και μετονομάστηκε σε Nowa Sól - ένα μεταφραστικό δάνειο του αρχικού της γερμανικού ονόματος. Οι Γερμανοί που είχαν μείνει στην πόλη εκδιώχθηκαν και αντικαταστάθηκαν με Πολωνούς.

Η Νόβα Σουλ ξαναχτίστηκε ως βιομηχανικό και διοικητικό κέντρο, αντικαθιστώντας το κοντινό Κοζούχουφ. Τα έτη 1975-98 ανήκε στο Βοεβοδάτο Ζιελόνα Γκούρα, μετά το οποίο οποία έγινε μέρος του Βοεβοδάτου Λούμπους. Η πόλη εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ 5000 Miles, για μια οικογένεια από το Ουισκόνσιν στις Ηνωμένες Πολιτείες που επιθυμεί να υιοθετήσει ένα παιδί από την Πολωνία.

Πανοραμική θέα της Νόβα Σουλ από τον Όντερ

Ιστορικό πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • 1743: 800[5]
  • 1787: 1.503
  • 1825: 2.211
  • 1868: 5.109
  • 1890: 9.075
  • 1905: 13.002
  • 1929: 14.300 έως 16.300
  • 1939: 17.326
  • 1961: 27.425
  • 1970: 33.386

Αδελφοποιημένες πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νόβα Σουλ είναι αδελφοποιημένη με:[6][7]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 49268. Ανακτήθηκε στις 27  Ιανουαρίου 2024.
  2. bdl.stat.gov.pl/api/v1/data/localities/by-unit/020811404011-0988520?var-id=1639616&format=jsonapi. Ανακτήθηκε στις 4  Οκτωβρίου 2022.
  3. 3,0 3,1 3,2 Βετσέρκα, σελ. 351
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Βετσέρκα, σελ. 352
  5. Αριθμοί πληθυσμού που λαμβάνονται από τον Βετσέρκα, σελ. 352-53
  6. «20-lecie współpracy Nowej Soli z Miastami Partnerskimi». nowasol.pl (στα Πολωνικά). Nowa Sól. 23 Μαΐου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2020. 
  7. «Städtepartnerschaften». achim.de (στα Γερμανικά). Achim. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2020. 
  • Βετσέρκα, Χούγκο (1977). Handbuch der historischen Stätten Deutschlands, Schlesien (στα Γερμανικά). Στουτγκάρδη: Alfred Kröner Verlag. σελ. 699. ISBN 3-520-31601-3.  

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]