Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νύχτα του Μάη ή η πνιγμένη κόρη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νύχτα του Μάη ή η πνιγμένη κόρη
Εικονογράφηση του 1901
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςМайская ночь, или Утопленница
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1829
1830
Ημερομηνία δημοσίευσης1831
Μορφήδιήγημα
ΠροηγούμενοΗ νύχτα του Άι-Γιάννη
ΕπόμενοΤο χαμένο γράμμα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Νύχτα του Μάη ή η πνιγμένη κόρη (ρωσικός τίτλος: "Майская ночь, или Утопленница", Mayskaya noch', ili Utoplennitsa) είναι νουβέλα του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, γράφτηκε το 1829-30 και είναι το τρίτο έργο της συλλογής Βραδιές σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Ντικάνκα που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1831.[1]

Η ιστορία διασκευάστηκε σε δύο όπερες στα τέλη του 19ου αιώνα και μια σοβιετική ταινία το 1952. [2]

Την ιστορία διηγείται ο «μελισσοκόμος Ρούντι Πάνκο», όπως την άκουσε από τον παππού του.

Σε ένα ουκρανικό χωριό, ο νεαρός Κοζάκος Λέβκο, γιος του δημάρχου, είναι ερωτευμένος με τη 17χρονη Χάνα αλλά ο πατέρας του δεν συμφωνεί με τον γάμο. Καθώς το ζευγάρι κάνει βόλτα στα περίχωρα του χωριού, στη Χάνα κάνει εντύπωση ένα παλιό σπίτι με στέγη καλυμμένη με βρύα που καθρεφτίζεται στη λίμνη. Ο Λέβκο της διηγείται τότε την ιστορία του σπιτιού: Η Πανόσκα, μια όμορφη νεαρή κοπέλα ζούσε εκεί με τον πατέρα της μετά τον θάνατο της μητέρας της. Ο πατέρας τη φρόντιζε και την αγαπούσε πολύ αλλά τελικά, παντρεύτηκε δεύτερη γυναίκα, η οποία σύντομα αποκαλύφθηκε ότι ήταν μάγισσα γιατί όταν η Πανόσκα πλήγωσε το πόδι μιας γάτας που της είχε επιτεθεί, η μητριά της εμφανίστηκε αμέσως μετά με το χέρι της δεμένο. Η μάγισσα βασάνιζε την κοπέλα και εξουσίαζε τον πατέρα της ο οποίος τελικά την έδιωξε από το σπίτι. Από τη θλίψη της, η Πανόσκα ρίχτηκε στα νερά της κοντινής λίμνης. Στον βυθό, η πνιγμένη κοπέλα βρήκε αρκετά φαντάσματα από κορίτσια που επίσης είχαν πνιγεί στη λίμνη και που έμοιαζαν μεταξύ τους. Ένα βράδυ που η μητριά πλησίασε στην όχθη της λίμνης, η πνιγμένη Πανόσκα βρήκε την ευκαιρία να την παρασύρει στον πάτο. Η μάγισσα ήξερε πώς να φερθεί και γρήγορα μετατράπηκε σε ένα από τα πανομοιότυπα πνιγμένα κορίτσια και δεν είναι αναγνωρίσιμη μέχρι σήμερα. Από τότε, το φάντασμα της Πανόσκας εμφανίζεται τα βράδια με φεγγάρι ζητώντας από όποιο νεαρό συναντήσει να μαντέψει ποια από όλες είναι η μάγισσα.[3]

Εικονογράφηση του 1912

Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, ο Ρούντι αναφέρει ότι ο δήμαρχος αντιδρούσε στο γάμο του γιου του γιατί ήθελε τη Χάνα για τον εαυτό του και ο Λέβκο πιάνει τον πατέρα του να προσπαθεί να τη γοητεύσει. Θυμωμένος με τον πατέρα του, ο Λέβκο και οι φίλοι του αποφασίζουν να τον τρομάξουν προκαλώντας φασαρίες. Οι νεαροί σκαρώνουν διάφορες φάρσες αλλά όταν με κουκούλες καλυμένες με κάπνα σπάζουν το τζάμι του παραθύρου του δημάρχου, αυτός και μερικοί από τους στενότερους φίλους του αποφασίζουν να βρουν τους ταραξίες και η παρέα σκορπίζει.

Η μάγισσα ανάμεσα στις πνιγμένες κοπέλες

Ο Λέβκο ξεφεύγει μόνος του και αποκοιμιέται κοντά στο παλιό σπίτι που καθρεφτίζεται στα σκοτεινά νερά της λίμνης. Μαγεύεται από την ήρεμη μαγιάτικη νύχτα και την ασημένια ομίχλη που περιβάλλει τα πάντα, και μετά παρατηρεί στην αντανάκλαση της λίμνης ότι το σπίτι φαίνεται να κατοικείται και μια νεαρή όμορφη κοπέλα εμφανίζεται στο παράθυρο. Η κοπέλα βγαίνει έξω και του υπόσχεται να τον ανταμείψει αν μαντέψει ποια είναι η μάγισσα σε μια ομάδα πανομοιότυπων κοριτσιών. Καθώς τις κοιτάζει, ο Λέβκο παρατηρεί μια που φαίνεται να διασκεδάζει παίζοντας τον ρόλο του γερακιού και βλέποντας τη σκοτεινή μορφή της, συνειδητοποιεί ότι αυτή είναι η μάγισσα.[4]

Η κοπέλα τον ευχαριστεί και του δίνει ένα γράμμα λέγοντάς του ότι θα τον βοηθήσει στην υπόθεσή του. Ο Λέβκο ξυπνά και σύντομα συλλαμβάνεται από τον πατέρα του και τους άνδρες του, αλλά έχει ακόμη το γράμμα, το οποίο δίνει στον δήμαρχο. Η επιστολή φαίνεται να είναι από τον ανώτερό του, τον τοπικό αυτοκρατορικό επίτροπο, ο οποίος ζητά από τον δήμαρχο να επισκευάσει τις γέφυρες στον κεντρικό δρόμο καθώς και να επιτρέψει στον γιο του να παντρευτεί τη Χάνα. Ο δήμαρχος συμφωνεί και ο γάμος πρόκειται να γίνει την επομένη.[5]