Οικογένεια Γαβρά
Η Οικογένεια των Γαβράδων (τουρκικά: Kavraz), γυναικείος τύπος Γάβραινα, είναι το επώνυμο μίας σημαντικής βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας, που έγινε ιδιαίτερα εμφανής στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αι. Τα μέλη της έγιναν ημιανεξάρτητα και οιονεί κληρονομικοί άρχοντες της Χαλδίας (Τραπεζούντας). [1]
Οι Γαβράδες μαρτυρούνται για πρώτη φορά στα τέλη του 10ου αι., όταν ο Κωνσταντίνος Γαβράς συμμετείχε στην εξέγερση του Βάρδα Σκληρού. Ο στρατηγός Θεόδωρος Γαβράς κατέλαβε την Τραπεζούντα και κυβέρνησε αυτή και όλο το θέμα της Χαλδίας ως ουσιαστικά αυτόνομο κράτος (π. 1081–1098). Τον τιμούσαν για τα πολεμικά του κατορθώματα και αργότερα τον τίμησαν ως άγιο στην περιοχή. Ο γιος του, Κωνσταντίνος Γαβράς, έγινε επίσης κυβερνήτης της Χαλδίας (π. 1119–1140) και κατέληξε να την κυβερνά ως σχεδόν ανεξάρτητος πρίγκιπας. Πολλά μέλη της οικογένειας ήρθαν σε υπηρεσία στους Σελτζούκους Τούρκους τον 12ο και 13ο αι. Τον 14ο αι. αρκετοί Γαβράδες μαρτυρούνται σε διοικητικές θέσεις στο Βυζάντιο, κυρίως ο αξιωματούχος και λόγιος Μιχαήλ Γαβράς γνωστός για την εκτενή αλληλογραφία του με τις κύριες βυζαντινές λογοτεχνικές και πολιτικές προσωπικότητες της εποχής του, και ο αδελφός του Ιωάννης. Ένας κλάδος της οικογένειας έγινε επίσης κυρίαρχος τού πριγκιπάτου της Θεοδωρούς στη Γοτθία (αρχ. Ταυρίδα, νυν Κριμαία).
Καταγωγή και πρώτα μέλη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οικογένεια Γαβρά πρωτοεμφανίζεται στη βορειοανατολική γωνία του βυζαντινού κόσμου, την επαρχία της Χαλδίας, με κέντρο την Τραπεζούντα. Η εθνική καταγωγή της οικογένειας είναι άγνωστη. Μερικοί μελετητές όπως ο Aλεξάντρ Βασίλιεφ και ο Aλεξάντρ Καζντάν πρότειναν μία αρμενική καταγωγή, όπως και με πολλές άλλες αριστοκρατικές οικογένειες της εποχής, αλλά το επώνυμο "Γαβράς" δεν είναι αρμενικό, ούτε ελληνικό. [2] Έχει προταθεί περσική ή αραμαϊκή προέλευση για το όνομα, συμπεριλαμβανομένης μίας πρότασης τού Κωνσταντίνου Άμαντου ότι είναι παραφθορά τού ονόματος «Γαβριήλ». Ο ιστορικός Άντονυ Μπρέυερ, ωστόσο, θεωρεί πιο πιθανό ότι το όνομα είναι συγγενές τού αραβικού kafir, περσικού gabr ή τουρκικού gavur, όρων που σημαίνουν «άπιστος» ή «αναξιόπιστος», που είναι κατάλληλος για τα χριστιανο-μουσουλμανικά σύνορα, όπου οι Γαβράδες πρωτοεμφανίζονται. [2] [3] Οι μελετητές έχουν χαρακτηρίσει τους Γαβράδες ως " Ελληνο- Λαζούς ", αλλά οι Άντονυ Μπρέυερ και Ντέιβιντ Γουίνφηλντ επισημαίνουν ότι πιθανότατα ήταν απλώς γηγενείς Χαλδοί, καθώς η Εσωτερική Χαλδία, η πατρίδα τους, ήταν πέρα από τις περιοχές και των δύο περιοχών, Ελλήνων και Λαζών. [4] Η εσωτερική Χαλδία ήταν μία περιοχή με τη δική της ξεχωριστή ταυτότητα: μία ορεινή περιοχή, που ελάχιστα επηρεάστηκε από τον ελληνισμό και διατήρησε μία παραδοσιακή και αρχαϊκή κοινωνική δομή, με μικροσκοπικές κυριότητες με επίκεντρο τα ορεινά οχυρά. [5]
Το πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας, ο Κωνσταντίνος Γαβράς, συμμετείχε στην εξέγερση τού Βάρδα Σκληρού το 976–979 και σκοτώθηκε στη μάχη το 979. [6] [3] Ένας πατρίκιος Γαβράς εμφανίζεται το 1018, ο οποίος τυφλώθηκε, επειδή συνωμοτούσε μαζί με τον Βούλγαρο Eλεμάγκ για την αποκατάσταση της πρόσφατα υποταγμένης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, ποια είναι η σχέση του με τους Χαλδούς Γαβράδες ή αν θα μπορούσε να είναι Βούλγαρος ευγενής. [3] [7] Το 1040 ένας Μιχαήλ Γαβράς ήταν ένας από τους ηγέτες μίας αποτυχημένης αριστοκρατικής συνωμοσίας εναντίον τού δομέστικου των Σχολών Κωνσταντίνου Παφλαγόνα, αδελφού τού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄ (βασ. 1034–1041). Τυφλώθηκε και αυτός μαζί με τους συνωμότες του. [6] [3]
Οι Γαβράδες ως αυτόνομοι ηγεμόνες στη Χαλδία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο σημαντικό μέλος της οικογένειας ήταν ο Θόδωρος Γαβράς. Χαλδιώτης, ήταν άνθρωπος δραστήριος και γενναίος. Ανακατέλαβε την Τραπεζούντα από τους Τούρκους το 1075 και διορίστηκε δούξ (κυβερνήτης) της Χαλδίας από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό το 1081. Ο Γαβράς κυβέρνησε τη Χαλδία ως ουσιαστικά ανεξάρτητος ηγεμόνας και, μέχρι το τέλος του στη μάχη το 1098, πολέμησε με επιτυχία εναντίον των Δανισμενδιδών Τούρκων και των Γεωργιανών. Έγινε ηρωική μορφή, τόσο στην ποντιακή ελληνική, όσο και στην τουρκομανική ποίηση και αναγνωρίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μάρτυρας και άγιος. [8] [3] Από την πρώτη του σύζυγο Ειρήνη (πιθανώς Ταρωνίτισσα), ο Θεόδωρος είχε έναν γιο, τον Γρηγόριο Γαβρά, ο οποίος κρατήθηκε ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρχικά αρραβωνιάστηκε με μία από τις κόρες τού σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού και αργότερα με τη Μαρία Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄. Ο Θεόδωρος προσπάθησε να τον απαγάγει το 1091, αλλά δεν τα κατάφερε. Τίποτε περαιτέρω δεν είναι γνωστό για τον Γρηγόριο Γαβρά, αλλά μπορεί να είναι ταυτόσημος με τον Γρηγόριο Ταρωνίτη, ο οποίος ως δουξ Χαλδίας το 1103–1106 οδήγησε επίσης μία εξέγερση κατά τού Αλεξίου Α΄. [3] [9] Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο Κωνσταντίνος Γαβράς, τού οποίου η ακριβής σχέση με τον Θεόδωρο είναι άγνωστη, διορίστηκε επίσης δούκας της Χαλδίας από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (βασ. 1118–1143) περί το 1119. Κυβέρνησε τη Χαλδία πρακτικά ανεξάρτητα από το 1126 έως το 1140, όταν τον υπέταξε ο Ιωάννης Β΄. [3] [10] Τα κατορθώματά του αποτελούσαν επίσης μέρος μίας εκτεταμένης προφορικής παράδοσης στον Πόντο, αλλά το λεγόμενο «Τραγούδι τού Γαβρά», που γράφτηκε περί το 1900, έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα σύγχρονο έργο, που αντλείται από άλλες μεσαιωνικές πηγές. [2]
Η επιτυχία των Γαβράδων στη δημιουργία μίας -περισσότερο ή λιγότερο- αυτόνομης περιοχής δεν προκαλεί έκπληξη: η βορειοανατολική Μικρά Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Χαλδίας, είχε μακρά ιστορία δυσαρέσκειας με την κεντρική βυζαντινή κυβέρνηση τον 11ο αι., καθώς βοηθούσε σε αυτό ο μεικτός ελληνικός και αρμενικός πληθυσμός της. Ο τελευταίος εισήχθη στις αρχές του 11ου αι. και γρήγορα έφτασε να κυριαρχήσει στην ποντιακή ενδοχώρα. Ήδη πριν από τη μάχη τού Μαντζικέρτ το 1071, ο αποστάτης Φράγκος μισθοφόρος Ρόμπερτ Κρίσπιν είχε κάνει το φρούριο της Κολωνίας κέντρο μίας ξεχωριστής περιοχής και τον διαδέχθηκε το 1073 ο Ρουσέλ ντε Μπαιγιέλ. [2] Έτσι, όταν ο Θεόδωρος Γαβράς εμφανίστηκε στην Τραπεζούντα το 1075 και ξανά το 1081, θεωρήθηκε γηγενής ηγέτης των Πόντιων Ελλήνων των παράκτιων περιοχών και το καθεστώς του στηριζόταν στις τοπικές δυνάμεις, δηλαδή στις παλιές θεματικές εισφορές της επαρχίας. [11] Οι Τούρκοι ομόλογοι και κύριοι αντίπαλοι των Γαβράδων ήταν οι Δανισμενδίδες εμίρηδες της Νεοκαισάρειας και της Σεβάστειας. Από την άλλη πλευρά, όπως σχολιάζει ο Μπρέιερ, «αν και αντίπαλοι, οι Γαβράδες και οι Δανισμενδίδες είχαν πιθανώς περισσότερα κοινά μεταξύ τους, από ό,τι είχαν με τους Κομνηνούς της Κωνσταντινούπολης ή τους Σελτζούκους τού Ικονίου». Οι δύο τους συχνά συμμαχούσαν μεταξύ τους, ειδικά ενάντια στις προσπάθειες των αντίστοιχων επικυριάρχων τους να τους φέρουν σε υποταγή, και οι Γαβράδες μνημονεύονται ως γενναίοι εχθροί στην τουρκομανική ηρωική ποίηση. [2]
Υπηρεσία υπό τους Κομνηνούς και τους Σελτζούκους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την κατάρρευση της ανεξάρτητης εξουσίας τους, πολλοί από τους Γαβράδες ήρθαν να υπηρετήσουν υπό το νέο σουλτανάτο των Σελτζούκων στο Ικόνιο, ενώ άλλοι πήγαν να υπηρετήσουν τους Αυτοκράτορες Κομνηνούς στην Κωνσταντινούπολη και ως επί το πλείστον έχασαν τους δεσμούς τους με τον Πόντο. [12]
Ήδη στη δεκαετία του 1140, ένα ανώνυμο μέλος της οικογένειας πολέμησε στο πλευρό των Σελτζούκων και αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (βασ. 1143–1180) το 1146. [2] [3] Ένας άλλος Γαβράς, πιθανώς γιος τού πρώτου, αυτομόλησε από το Βυζάντιο στον Kιλίτζ Αρσλάν Β΄ (βασ. 1155–1192) και έγινε ένας από τους κορυφαίους συμβούλους του. Μπορεί να είναι ταυτόσημος ή ο πατέρας τού βεζίρη τού Κιλίτζ Αρσλάν κατά το τελευταίο διάστημα της βασιλείας του (π. 1180–1192), Iχτιγιάρ αλ-Ντιν Χασάν ιμπν Γκαφράς. [3] [2] Άλλα μέλη της οικογένειας στην υπηρεσία των Σελτζούκων περιλαμβάνουν τον Κωνσταντίνο Γαβρά, πιθανώς τον γιο τού δούκα Κωνσταντίνου, ο οποίος «πρόδωσε» τον Αυτοκράτορα, ενώ βρισκόταν σε διπλωματική αποστολή το 1162/3, έναν ανώνυμο Γαβρά που κατηγορήθηκε για δηλητηρίαση τού Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ το 1192, τον Ιωάννη Γαβρά ("Τζιοβάννι ντε Γκάμπρα"), ο οποίος στάλθηκε σε διπλωματική αποστολή στην Ευρώπη για λογαριασμό τού σουλτάνου Kαϋκουμπάντ Α΄ το 1234–1236, και ένας Μιχαήλ ("Mιχαήλ μπαρ Γκαβράς") που ήταν ιατρός στη Mελιτηνή π. 1256. [3] [2]
Από την άλλη, ο πανσεβεβαστός σεβαστός Μιχαήλ Γαβράς ήταν στρατηγός τού Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, πολεμώντας κατά των Ούγγρων και των Σελτζούκων και συνδέθηκε με την αυτοκρατορική δυναστεία ως γαμπρός τού Ανδρόνικου Κομνηνού. [3] [13]
Στο ύστερο Βυζάντιο και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το επώνυμο Γαβράς μαρτυρείται ακόμη στον βυζαντινό κόσμο κατά τον 13ο και 14ο αι., αλλά η οικογένεια είχε χάσει το κύρος της. Μερικοί από τους Γαβράδες αυτής της περιόδου ήταν αγρότες, που υιοθέτησαν το επώνυμο των κυρίων τους, και τα περισσότερα από τα μέλη της οικογένειας που βεβαιώθηκαν στην κυβερνητική υπηρεσία, ήταν ταπεινοί αξιωματούχοι. [12]
Υπό την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, οι Γαβράδες εμφανίζονται στη Μακεδονία και τη δυτική Μικρά Ασία. Ένας πανσεβαστός σεβαστός Ιωαννάκιος ή Ιωαννίκιος Γαβράς αναφέρεται π. το 1216. Ένας μεγαλοεπιφανέστατος Γρηγόριος Γαβράς αναφέρεται ως κυβερνήτης ενός χωριού κοντά στο Πρίλεπ τη δεκαετία του 1220 και ο συγγενής του, ο πανσεβαστός σεβαστός Στέφανος Γαβράς, δρούσε κοντά στην Οχρίδα, ένας Ιωάννης Γαβράς πώλησε γη κοντά στη Μίλητο το 1236, και ένας Κωνσταντίνος Γαβράς ήταν πρωτοπαπάς («πρωθιερέας») της Μητροπόλεως Μιλήτου π. το 1250. [7] Την περίοδο των Παλαιολόγων απεβίωσε ως μοναχός ο πανσεβαστόος σεβαστός Χριστόφορος Γαβράς π. το 1264/5. Ο Μανουήλ Δούκας Κομνηνός Γαβράς μαρτυρείται ως ευεργέτης μονής το 1300/1. Άλλα μέλη της οικογένειας αναφέρονται περιστασιακά σε νομικά έγγραφα, επιγράμματα ή αλληλογραφία ως ενεργά στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μακεδονίας, όπως οι Σέρρες ή η Βέροια. Ο Γαβράς Κομνηνός, άγνωστου ονόματος, κατείχε τη θέση τού «κριτή τού στρατού» (κριτής του φοσάτου) και καταγράφεται από τον Μανουήλ Φιλή ως «δολοφόνος των βαρβάρων». Ο Ιωάννης Γαβράς Καβαλάριος ήταν εταιρειάρχης στις Σέρρες π. το 1348, άλλο μέλος της οικογένειας είχε κτήμα πρόνοιας στην Καλαμαριά πριν από το 1347. Άλλοι Γαβράδες ήταν δουλοπάροικοι (πάροικοι), προσκολλημένοι σε μεγάλα κτήματα: ο Μιχαήλ Γαβράς στη Λέρο π. το 1263, ο Δημήτριος και οι γιοι του Μιχαήλ και Φιλόθεος, καθώς και ένας πιθανός συγγενής Βασίλειος Γαβράς, ως πάροικοι της μονής Εσφιγμένου στη Ρεντίνα π. το 1300. Τέλος, ο Δημήτριος Γαβράας Χρίτο[υ]ς και ο Γεώργιος Γαβράς ήταν πάροικοι της μονής Ξηροποτάμου στη Ρεβενικεία στις αρχές του 14ου αι. [2] [7] [3]
Ο πιο διάσημος από τους Γαβράδες της εποχής των Παλαιολόγων, ωστόσο, είναι ο Μιχαήλ Γαβράς, σακελάριος τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και «ο πιο παραγωγικός από όλους τους Βυζαντινούς επιστολογράφους» (A. Μπρέιερ). Αυτού η αλληλογραφία εκτείνεται την περίοδο 1305–1341 και περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις σημαντικότερες πολιτικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες της εποχής του. Είχε επίσης έναν αδελφό, τον Ιωάννη, ο οποίος έγραψε μία θεολογική πραγματεία κατά των δογμάτων τού Γρηγορίου Παλαμά. [1] [3] [2]
Λίγοι Γαβράδες παρέμειναν επίσης στον Πόντο, όπου τέθηκαν στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που ιδρύθηκε από τους εξόριστους Κομνηνούς λίγο πριν από τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την Δ΄ Σταυροφορία το 1204: κυρίως, ένα μέλος της οικογένειας ήταν κυβερνήτης της Σινώπης κατά τη σύντομη περίοδο, που ανακτήθηκε από τους Τούρκους, από την Τραπεζούντα (π. 1254 ή 1258/9 – 1265 ή 1267/8). [3] [2] Άλλα μέλη της οικογένειας αναφέρονται ως γαιοκτήμονες, κυρίως στην επαρχία Ματζούκα , νότια της Τραπεζούντας: Ανδρόνικος Γαβράς, πιθανώς τον 13ο αι., ένας Γεώργιος Γαβράς π. 1344/5; ένας Κοσμάς στρατιωτικός αρχηγός (πολέμαρχος) στο βάνδο της Ματζούκα π. το 1378, και ο Θεόδωρος Γαβράς στη Γεμόρα στις αρχές του 15ου αι. [14] [7]
Στην Κριμαία και στο πριγκιπάτο τού Θεοδώρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ένας κλάδος της οικογένειας Γαβρά συνήθως ταυτίζεται από τους μελετητές με την οικογένεια, που είναι γνωστή από τις ρωσικές πηγές ως "Khovra". Αυτή η οικογένεια κυβέρνησε το μικρό πριγκιπάτο τού Θεοδώρου, το οποίο ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αι. στη νοτιοδυτική Ταυρική χερσόνησο (στην περιοχή «Γοτθία») και επέζησε μέχρι την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1475. Η νότια Ταυρίδα ήταν μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι τα τέλη του 12ου αι. και στη συνέχεια τέθηκε υπό τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας για μία γενιά, αλλά διατήρησε στενούς δεσμούς με τις ακτές του Πόντου πολύ αργότερα. Ενώ έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις σχετικά με το πώς, πότε και ποιος κλάδος των Γαβράδων μετεγκαταστάθηκε εκεί, καμία δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα. [2]
Ο πρώτος Γαβράς τού πριγκιπάτου τού Θεόδωρου που αναφέρεται είναι ο Στέφανος («Στεπάν Βασίλιεβιτς Χόβρα»), πρίγκιπας της Γοτθίας, ο οποίος μετανάστευσε στη Μόσχα το 1391 ή το 1402 μαζί με τον γιο του Γρηγόριο. Οι δυο τους έγιναν μοναχοί και αργότερα ο Γρηγόριος ίδρυσε εκεί τη Μονή Σιμόνοφ. Οι ρωσικές ευγενείς οικογένειες των Χοβρίν (ρωσ. Ховрины) και Γολοβίν (ρωσ. Головины) ισχυρίζονται ότι κατάγονται από αυτούς. [15] [16] Ο γιος τού Στεφάνου, Αλέξιος Α΄, κυβέρνησε τη Γοτθία μετά την αναχώρηση τού πατέρα του μέχρι το 1444/5 ή το 1447. Τον διαδέχτηκε για λίγο ο Ιωάννης, πιθανώς γιος του. Ο γιος τού Ιωάννη, Αλέξιος Β΄ απεβίωσε νέος περί το 1446/7, και τον επιτάφιο λόγο του συνέθεσε ο Ιωάννης Ευγενικός . Ένας άλλος γιος τού Αλεξίου, ο Oλουμπέι, διαδέχθηκε ως πρίγκιπας περί το 1447 και κυβέρνησε μέχρι περί το 1458, ενώ η κόρη του Αλεξίου, η Μαρία της Γοτθίας, έγινε το 1426 η πρώτη σύζυγος τού τελευταίου Τραπεζούντιου αυτοκράτορα, Δαβίδ. [15] [16]
Μετά την εξαφάνιση τού Oλουμπέι από τη σκηνή περί το 1458, κανένας πρίγκιπας δεν είναι γνωστός ονομαστικά μέχρι τον Ισαάκιο το 1465, πιθανότατα γιο τού Oλουμπέι. [16] Ο Ισαάκιος ανατράπηκε το 1475 από τον αδελφό του Αλέξανδρο λόγω της φιλο-οθωμανικής του στάσης. Η βασιλεία του ήταν σύντομη, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία πολιόρκησε και κατέκτησε το πριγκιπάτο τού Θεοδώρου τον Δεκέμβριο. Ο Αλέξανδρος και η οικογένειά του οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πρίγκιπας αποκεφαλίστηκε, ο γιος του εξισλαμίστηκε βίαια και η γυναίκα και οι κόρες του έγιναν μέρος τού χαρεμιού τού σουλτάνου. [16]
Μετέπειτα Γαβράδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τελευταία αξιόλογα μέλη της οικογένειας αναφέρονται στην Κωνσταντινούπολη κατά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως ο Μιχαήλ ή ο Μόζαλος Γαβράς, ενεργό περί το 1555–65, ή ο Κύριλλος Γαβράς, μέγας σκευοφύλακας τού Πατριαρχείου το 1604. [17] Άλλα μέλη της οικογένειας μαρτυρούνται στην Κρήτη και στα νησιά τού Αιγαίου. Έτσι, ένας ανώνυμος Γαβράς κατείχε εδάφη στη Σαντορίνη στις αρχές του 17ου αι. και πολυάριθμοι Γαβράδες βρίσκονται στη Χίο και στην Κρήτη, ιδιαίτερα γύρω από τη Σητεία, μέχρι τις αρχές του 19ου αι. Για την Κρήτη ειδικότερα, έχει συχνά υποτεθεί, αν και χωρίς οριστικά στοιχεία, ότι οι εντόπιοι Γαβράδες προέρχονταν απευθείας από τον Πόντο. Στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας της Τουρκίας, οι άνθρωποι των οποίων τα επώνυμα είναι Kavraz προέρχονται απευθείας από την οικογένεια Gabras χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. [2] [7]
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bryer, Anthony M. (1970). «A Byzantine Family: The Gabrades, c. 979 – c. 1653». University of Birmingham Historical Journal (Birmingham) 12: 164–187. ISSN 0261-2984.
- Bryer, Anthony M.; Fassoulakis, Sterios; Nicol, Donald M. (1975). «A Byzantine Family: the Gabrades, An Additional Note». Byzantinoslavica (Prague) 36: 38–45. ISSN 0007-7712.
- Bryer, Anthony M.· Winfield, David C. (1985). The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos, Volume One. With Maps and Plans by Richard Anderson and Drawings by June Winfield. Washington, DC: Dumbarton Oaks Research Library and Collection. ISBN 0-88402-122-X.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander; Cutler, Anthony (1991). «Gabras». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 812. ISBN 0-19-504652-8.
- Krsmanović, Bojana (2003). Γαβράδες. Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor (στα Greek). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2013.
- Vasiliev, Alexander A. (1936). The Goths in the Crimea. Cambridge, Massachusetts: The Mediaeval Academy of America.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Kazhdan & Cutler 1991, σελ. 812.
- ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 Bryer 1970.
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 Krsmanović 2003.
- ↑ Bryer & Winfield 1985.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 166.
- ↑ 6,0 6,1 Bryer 1970, σελ. 174.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Bryer, Fassoulakis & Nicol 1975.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 175.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 176.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 177.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 168.
- ↑ 12,0 12,1 Bryer 1970, σελ. 171.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 180.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 182.
- ↑ 15,0 15,1 Bryer 1970, σελ. 184.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 Vasiliev 1936.
- ↑ Bryer 1970, σελ. 185.