Προάστιο
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Προάστιο αποκαλείται μια οικιστική περιοχή που αναπτύσσεται στα περίχωρα μιας πόλης ή ενός αστικού κέντρου. Συνήθως, ο όρος αναφέρεται σε περιοχές με αραιή ή χαμηλή δόμηση, με κατοικίες που στεγάζουν μία οικογένεια έκαστη και χρησιμοποιούνται κυρίως για οικιστικές ανάγκες, με καθημερινή μετακίνηση του πληθυσμού στο γειτονικό αστικό κέντρο. Οι μηχανικές μετακινήσεις, περιλαμβάνοντας τα ΙΧ και τα μέσα σταθερής τροχιάς, ευνόησαν κατά τον 20ό αιώνα την εξάπλωση των προαστίων, που τείνουν να πολλαπλασιάζονται κοντά στις πόλεις οι οποίες οικοδομούνται σε μεγάλες πεδιάδες.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη προέρχεται από τα συνθετικά "προ" που σημαίνει κοντά, λίγο πριν και "άστυ", δηλαδή πόλη. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος "suburb" προέρχεται από τον αρχαίο γαλλικό όρο subburbe και μετέπειτα λατινικό όρο suburbium, από τα συνθετικά "sub", που σημαίνει υπό και urbs, δηλαδή πόλη. Επώνυμοι άνθρωποι συνήθιζαν να διαβιούν σε λόφους, κοντά στα κέντρα εμπορικών ή πολιτικών δραστηριοτήτων, ενώ τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού συνήθιζαν να ζουν στα περίχωρα. Η δεύτερη χρήση του συνθετικού "υπό" (under) χρησιμοποιείτο αργότερα ευρέως με αναφορά σε λιγότερη ευημερία, πολιτική επιρροή, μόλυνση, ή πυκνότητα δόμησης. Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση του όρου αυτού, σύμφωνα με το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, προέρχεται από τον Wycliffe το 1380, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο suburbis. Παλαιότερα, έξω από την πόλη διέμεναν τα μέλη των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, με δυσκολίες μετακίνησης προς το κέντρο των επιχειρηματικών δράσεων. Σήμερα αντιθέτως, με την ανάπτυξη των μέσων μετακίνησης και την ευρεία χρήση των ΙΧ, έξω από την πόλη κατοικούν μέλη των μεσαίων και ανωτέρων εισοδηματικών τάξεων του πληθυσμού.
Ιστορική Εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν τον 19ο αιώνα, ο όρος suburb συχνά συνδεόταν με τα περίχωρα των πόλεων, όπου τα κέντρα εργασίας ήταν πιο δυσπρόσιτα αναμφίβολα, εκεί όπου διέμεναν τα φτωχά εισοδηματικά στρώματα. Ο Τσαρλς Ντίκενς χρησιμοποιούσε τον όρο με αυτή την ερμηνεία, αν και όχι τόσο συστηματικά, κατά τις περιγραφές του για το σύγχρονο Λονδίνο. Η σημερινή ερμηνεία του όρου εμφανίσθηκε κατά τη δύση του 19ου αιώνα, καθώς οι βελτιώσεις στις συγκοινωνίες και έργα υγιεινής κατέστησαν εφικτή για τις εύπορες οικογένειες τη διαμονή στα περίχωρα των πόλεων. Η ανάπτυξη των προαστίων διευκολύνθηκε από τη διάκριση στις χρήσεις γης, τη χρηματοπιστωτική πρακτική της κόκκινης γραμμής και ποικίλες καινοτομίες στις μετακινήσεις. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η διαθεσιμότητα στα επιδοτούμενα δάνεια έδωσαν το ερέθισμα οικιστικής έκρηξης στα προάστια της Αμερικής. Σε παλαιότερες πόλεις στα βορειοανατολικά των ΗΠΑ, "σιδηροδρομικά προάστια" αρχικά αναπτύχθηκαν μαζί με την επέκταση των γραμμών του τρένου και του τραμ, καθώς διευκόλυναν τις μετακινήσεις των εργατών από και προς το κέντρο της πόλης όπου εντοπιζόταν ο τόπος εργασίας τους. Αυτή η πρακτική έδωσε ώθηση στον όρο "κοινότητα της κρεβατοκάμαρας" (bedroom community), εννοώντας πως κατά τη διάρκεια της ημέρας η εργασιακή δραστηριότητα παρατηρείτο στην πόλη, ενώ ο εργατικός πληθυσμός έφευγε από την πόλη τη νύχτα για να επιστρέψει στο σπίτι για ύπνο.
Η διάδοση της χρήσης των τρένων και αργότερα των ΙΧ και των αυτοκινητοδρόμων, αύξησε την ευκολία με την οποία οι εργαζόμενοι μπορούσαν να βρουν δουλειά στην πόλη ενώ μετακινούνταν από τα προάστια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι σιδηρόδρομοι ευνόησαν την πρώτη μεγάλη έξοδο προς τα προάστια. Ο μητροπολιτικός σιδηρόδρομος, για παράδειγμα, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις οικοδομές και προώθησε τα συνεργαζόμενα μεσιτικά πρακτορεία στο βορειοδυτικό Λονδίνο, με κατασκευές που απαρτίζονταν κυρίως από αυτόνομες κατοικίες σε μεγάλα αγροτεμάχια, που αποκαλούνταν τότε Metro-land (μητροπολιτική γη). Καθώς η χρήση του ΙΧ διευρύνθηκε και μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι κατασκευάστηκαν, η μόδα των μετακινήσεων επεκτάθηκε όπως και στη Βόρεια Αμερική. Αυτή η μόδα της διαμονής μακριά από την πόλη απεκλήθη "αστική έξοδος" (urban exodus).
Οι νόμοι διάκρισης χρήσεως της γης (zoning) επίσης έπαιξαν ένα ρόλο στην κατεύθυνση των οικιστικών περιοχών έξω από την πόλη με τη δημιουργία ζωνών αμιγούς κατοικίας. Αυτοί οι προαστιακοί οικισμοί οικοδομούνται σε μεγαλύτερα αγροτεμάχια, απ' ότι στην πόλη. Παράλληλα, μεταποιητικά και εμπορικά κτίσματα κατασκευάζονταν σε απόμακρες εκτάσεις της πόλης.
Ολοένα και περισσότερος κόσμος μετακινήθηκε στα προάστια, ένα φαινόμενο γνωστό ως "προαστιοποίηση" (suburbanization). Μαζί με τον πληθυσμό όμως μετακίνησαν και πολλές εταιρίες την έδρα τους και άλλες εγκαταστάσεις σε περιοχές μακριά από την πόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη πυκνότητα πληθυσμού στα παλαιά προάστια και συχνά την ανάπτυξη ακόμη πιο αραιοκατοικημένων προαστίων, ακόμα πιο μακρυά από την πόλη. Μια εναλλακτική στρατηγική είναι ο εσκεμμένος σχεδιασμός "νέων πόλεων" και εξαρχής θέσπιση προστατευόμενων πράσινων ζωνών γύρω από αυτές. Ορισμένοι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές επιχείρησαν να συνδυάσουν και τις δύο πρακτικές κατά το μέγιστο δυνατόν και να δημιουργήσουν το κίνημα της κηπούπολης. Στις ΗΠΑ, από το 18ο αιώνα, οι αστικές περιοχές συχνά αναπτύσσονταν πιο γρήγορα από τα σύνορα των πόλεων. Μέχρι το 1900, νέες γειτονιές συνήθως επιδίωκαν ή δέχονταν προσαρτήσεις με την κεντρική πόλη για να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες της. Κατά τον 20ο αιώνα, παρά ταύτα, πολλές προαστιακές περιοχές άρχισαν να αντιμετωπίζουν την αυτονόμησή τους ως προνόμιο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι καυκάσιοι κάτοικοι των προαστίων αντιμετώπιζαν την τοπική αυτοδιοίκηση ως ένα μέσο για να κρατήσουν μακριά ανθρώπους που δεν είχαν την οικονομική ευκολία να συντηρούν τα αυξημένα κόστη των περιουσιών που απαιτούνταν στα προάστια. Οι κρατικές επιδοτήσεις για την προαστιακή ανάπτυξη διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία μέσω μιας συντηρητικής πιστωτικής πολιτικής (redlining) από τις τράπεζες και λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το Κλίβελαντ, στο Οχάιο, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κεντρικών αμερικανικών πόλεων τα δημοτικά του σύνορα δεν έχουν διαφοροποιηθεί και πολύ από το 1922, αν και η αστική ζώνη έχει επεκταθεί αρκετά. Πολλά τμήματα προαστιακών δήμων πλέον περιβάλλουν πόλεις όπως το Κλίβελαντ, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια.
Ενώ τα προάστια γεννήθηκαν πολύ νωρίτερα, ο προαστιακός πληθυσμός της Βόρειας Αμερικής παρουσίασε έκρηξη μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Παλινοστούντες βετεράνοι επιθυμούσαν να διάγουν ένα φιλήσυχο βίο και μετακινούνταν κατά μάζες στα προάστια. Το Λέβιταουν αναπτύχθηκε ως ένας πρότυπος μαζικός οικιστικός προορισμός. Παράλληλα, οι αφροαμερικανοί μετακινούνταν γρήγορα προς τα βόρεια, αναζητώντας καλύτερη δουλειά και εκπαιδευτικές ευκαιρίες από αυτές στις οποίες είχαν πρόσβαση στον απομονωμένο νότο. Η άφιξή τους στις βόρειες συνοικίες μαζικά, σε συνδυασμό με τις φυλετικές εξεγέρσεις σε πολλές μεγαλουπόλεις όπως το Ντιτρόιτ, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια, ενέτειναν ακόμη περισσότερο την μετακίνηση των καυκάσιων κατοίκων.
Στις ΗΠΑ, το 1950 ήταν η πρώτη χρονιά που περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν στα προάστια παρά οπουδήποτε αλλού. Η ανάπτυξη με τους ουρανοξύστες και η απότομη αύξηση των τιμών στην κτηματομεσιτική αγορά του κέντρου είχε ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το κέντρο κυρίως για τις επιχειρήσεις, εξωθώντας ακόμη περισσότερο κόσμο έξω από την πόλη.
Μορφές Προαστίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Δυτική Ευρώπη, ο όρος suburb συνήθως χρησιμοποιείται για να διαφοροποιήσει την κοινότητα, το δήμο, ή άλλης μορφής διοικητικές οντότητες έξω από ένα αστικό κέντρο ή πόλη. Αυτός ο ορισμός εμφανίζεται και στον τίτλο του συγγράματος του David Rusk, Cities Without Suburbs, το οποίο προωθεί τη μητροπολιτική διακυβέρνηση.
Αυτή η κατηγοριοποίηση των οικισμών δεν είναι εμφανής στην Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία ή τη Νέα Ζηλανδία, όπου ο όρος suburb αναφέρεται σε οικισμούς μακριά από το κέντρο της πόλης, είτε εντοπίζονται σε ένα ξεχωριστό δήμο είτε όχι. Στις δύο τελευταίες μάλιστα, τα προάστια καθίστανται επίσημες γεωγραφικές ζώνες μιας πόλης και χρησιμοποιούνται από τις υπηρεσίες του ταχυδρομείου. Στις αγροτικές περιοχές της Αυστραλίας, οι αντίστοιχοι οικισμοί αποκαλούνται localities (τοπικοί οικισμοί). Στην Αυστραλία, ο όρος inner suburb (έσω) και outer suburb (έξω προάστιο) χρησιμοποιούνται προκειμένου να διαφοροποιηθούν από τα πυκνοδομημένα προάστια κοντά στο κέντρο και τα αραιοδομημένα προάστια στα περίχωρα μιας αστικής περιοχής. Τα εσωτερικά προάστια, όπως το Te Aro στο Wellington, το Prahran της Μελβούρνης και το Ultimo του Σύδνεϋ συνήθως χαρακτηρίζονται ως πυκνοδομημένα προάστια με μεικτή οικιστική και εμπορική χρήση.
Εφαρμόζοντας την ανωτέρω ορολογία στα δεδομένα της Ελλάδος, στη μητροπολιτική περιοχή των Αθηνών, εσωτερικό προάστιο θα αποκαλείτο η περιοχή του Ζωγράφου, το Γαλάτσι και η Νέα Ιωνία, δηλαδή αστικοί συνοικισμοί πλησίον του κέντρου με πυκνή δόμηση και μεικτή χρήση εμπορικής και οικιστικής γης, ενώ ως εξωτερικό προάστιο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η Δροσιά, οι Θρακομακεδόνες, το Κρυονέρι κ.α. Ορισμένοι προσχεδιασμένοι προαστιακοί συνοικισμοί στην Αθήνα είναι η περιοχή του Παπάγου, ο Καρέας κ.α. ενώ πρότυποι προαστιακοί συνοικισμοί θεωρούνται η Φιλοθέη, η Εκάλη, η Βουλιαγμένη κ.α. Αντίστοιχα, στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, εσωτερικό προάστιο θα αποκαλείτο η Σταυρούπολη και εξωτερικό το Πανόραμα.
Παρατηρείται όμως ότι ο όρος «προάστιο» χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία στην Αθήνα και με διαφορετική στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα προάστια αποκαλούνται όλοι οι δήμοι του Πολεοδομικού Συγκροτήματος εκτός από τον Δήμο Αθηναίων και τον Δήμο Πειραιώς, όπως το Περιστέρι και η Καλλιθέα, δηλαδή τα εσωτερικά προάστια σύμφωνα με τα παραπάνω. Στη Θεσσαλονίκη όλοι οι δήμοι εντός Πολεοδομικού Συγκροτήματος ονομάζονται Συνοικίες, όπως ο Δήμος Καλαμαριάς κι ο Δήμος Κορδελιού - Ευόσμου, ενώ προάστια θεωρούνται οι περιοχές λίγο έξω από το πολεοδομικό συγκρότημα, όπως η Περαία και το Ωραιόκαστρο, δηλαδή τα εξωτερικά προάστια σύμφωνα με τα ανωτέρω. Έτσι στην Αθήνα υπάρχουν τα λεγόμενα Δυτικά Προάστια, ενώ στη Θεσσαλονίκη οι λεγόμενες Δυτικές Συνοικίες. Αυτή η διαφορά στη χρήση του όρου μπορεί να παρατηρηθεί στις αγγελίες ακινήτων. Λόγω της δυναμικής εξέλιξης των αστικών περιοχών, πολλά προάστια αστικοποιούνται με αποτέλεσμα να αποκτούν εμπορική αγορά, να γίνονται έργα ταχείας προσπέλασης, να αυξάνονται οι συντελεστές δόμησης κ.ο.κ. όπως στην Ηλιούπολη, την Αγία Παρασκευή στην Αττική κ.α. Ομοίως, ως locality νοούνται προαστιακοί συνοικισμοί στην αγροτική περιοχή της Μεσογαίας, όπως το Ντράφι, η Διώνη, ή και η Κάντζα. Εάν η μητρόπολη επεκταθεί και προσεγγίσει τα localities, θα μετατραπούν σε προάστια της πόλης και αν τα προσπεράσει, το πιο πιθανό είναι να μετατραπούν σε αστικούς συνοικισμούς. Συνήθως, εύρωστοι συνοικισμοί ανθίστανται στις επιταγές της αστικοποίησης και σε ορισμένες περιπτώσεις κατορθώνουν να διατηρήσουν τον προαστιακό τους χαρακτήρα (π.χ. Ψυχικό), ενώ άλλοι επηρεάζονται (π.χ. Χολαργός).
Αυτό οφείλεται στην αύξηση της αξίας της γης, όσο πλησιάζει ένας συνοικισμός στο κέντρο της μητρόπολης με την εξάπλωσή της και στην επιθυμία των κατοίκων να αξιοποιήσουν την περιουσία τους στο μέγιστο, ενώ παράλληλα καθίστανται επιτακτικά νέα έργα αυτοκινητοδρόμων και εμπορικής επέκτασης, λόγω του υπερπληθυσμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα εύρωστα και οικονομικά ενεργά μέλη του πληθυσμού να απομακρύνονται όλο και πιο μακριά από την πόλη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία αστικής εξάπλωσης. Το φαινόμενο αυτό είναι εμφανές ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές πόλεις, όπου υπάρχουν μικρότερα αποθέματα οικοδομήσιμης γης και μεγάλη επέκταση των μητροπόλεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μητρόπολη των Αθηνών, όπου πλέον οι συνοικισμοί πλησίον του κέντρου υποβαθμίζονται αισθητικά και λειτουργικά και τα προάστια επεκτείνονται έξω από το λεκανοπέδιο, ενώ και η δημοτική αρχή της Θεσσαλονίκης έχει εκδηλώσει την επιθυμία της προς μια μορφή μητροπολιτικής διακυβέρνησης, για τον καλύτερο καθολικό έλεγχο και δόμηση της πόλης.[1]
ΗΠΑ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συνήθως, πολλά μεταπολεμικά προάστια των ΗΠΑ χαρακτηρίζονται από:
- Χαμηλότερη πυκνότητα δόμησης από κεντρικές πόλεις, κυρίως από μονοοικογενειακές μη αλληλοεφαπτόμενες μονοκατοικίες (single-family detached homes), σε σχετικά για την χώρα μικρά τεμάχια, περιβαλλόμενα σε κοντινή απόσταση από γειτονικά κτίσματα αλλά διαχωριζόμενα με περιμετρικές αυλές με ή χωρίς φράκτες.
- Αυστηρά πρότυπα ζωνών που διαχωρίζουν την οικιστική από την εμπορική ανάπτυξη, με πιο ήπια ανάπτυξη.
- Υποδιαιρέσεις πρώην αγροτικής γης προς κατασκευή οικισμού από μία αναπτυξιακή εταιρία. Αυτές οι υποδιαιρέσεις συνήθως παρουσιάζουν ασήμαντες διακυμάνσεις στην αξία των κατοικιών, δημιουργώντας ολόκληρες κοινότητες όπου τα οικογενειακά εισοδήματα και τα δημογραφικά στοιχεία είναι σχεδόν πανομοιότυπα, αν και τα τελευταία χρόνια τα προάστια παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις.
- Εμπορικά κέντρα και μικρές αγορές αναπτύσσονται πίσω από χώρους στάθμευσης, αντί για την παραδοσιακή κεντρική αγορά της πόλης.
- Ένα δίκτυο αυτοκινητοδρόμων ειδικά σχεδιασμένο στα περισσότερα μεταπολεμικά προάστια ώστε να συμμορφώνεται με την ιεραρχία, καταλήγοντας σε μικρές συνοικιακές παρόδους, σε αντίθεση με το παραδοσιακό παραλληλόγραμμο σχέδιο. Δηλαδή συχνά εν αντιθέσει με το λοιπό εθνικό δίκτυο και την δόμηση των ΗΠΑ, το οδικό δίκτυο των αμερικανικών προαστίων δεν ακολουθεί το πρότυπο του τετραγωνικού πλέγματος αλλά αντιθέτως είναι πολύ περισσότερο ιεραρχικό με τα τοπικά αδιέξοδα (cul-de-sac) ή άλλες τοπικούς οδούς βραδείας και ελαφράς κυκλοφορίας να συνδέονται με προοδευτικά μεγαλύτερους δρόμους.
- Μεγαλύτερο ποσοστό αυτονομίας των κτιρίων απ' ότι στις αστικές περιοχές.
- Περιορισμένη ή ανύπαρκτη πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
- Συνήθως, χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας απ' ότι σε μια αστική συνοικία.
Καναδάς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αστική ανάπτυξη στον Καναδά είχε παράλληλη εξέλιξη με την ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μεγάλες προαστιακές κοινότητες μονοκατοικιών και εμπορικών κέντρων αναπτύχθηκαν στα περίχωρα των καναδικών πόλεων.
Μολαταύτα, ο Καναδάς παρουσιάζει πολύ λιγότερους προαστιακούς δήμους απ' ότι οι ΗΠΑ. Πολλές μεγάλες πόλεις, όπως το Γουίνιπεγκ, το Κάλγκαρι, το Έντμοντον και η Οττάβα εκτείνονται μέχρι τα περίχωρα. Όμως, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ευδιάκριτα σύνορα στα προάστια, δεν αναιρεί την ύπαρξή τους. Τα όρια των καναδικών πόλεων βρίσκονται στη δικαιοδοσία των Επαρχιών και οι Επαρχίες έχουν προωθήσει συνενώσεις. Οι περιοχές του Βανκούβερ και του Μόντρεαλ έχουν ακόμη προαστιακούς δήμους, αν και οι περιοχές αυτές συνήθως ομαδοποιούνται σε μικρότερες πόλεις απ'ότι στις ΗΠΑ. Το British Columbia καθιέρωσε μια μορφή "μητροπολιτικής" διακυβέρνησης για το Βανκούβερ το 1954, όμως οι αστικοποιημένες περιοχές επεκτάθηκαν αρκετά από τότε.
Σήμερα, το Τορόντο περιλαμβάνει ορισμένους από τους μεγαλύτερους προαστιακούς δήμους της Βόρειας Αμερικής και τα δύο μεγαλύτερα προάστια στον Καναδά εσωκλείονται σε αυτή τη μητρόπολη. Πολλά προάστια του Τορόντο βελτιώθηκαν αρκετά στη φιλοσοφία του προαστίου, καθιερώνοντας ένα μητροπολιτικό κέντρο που εξυπηρετεί πολλά προαστιακά κέντρα, όπως στη Mississauga, το Μπράμπτον, το Vaughan και το Μαρκχάμ. Το 1998, η κυβερνητική δομή αναθεωρήθηκε ώστε να συμπεριλάβει πολλά από αυτά τα πρώην ανεξάρτητα προάστια μέσα σε μια Μητροπολιτική Περιοχή του Τορόντο.
Το Βανκούβερ έχει πολλά μεγάλα προάστια, με περισσότερα από τρία τέταρτα ενός εκατομμυρίου κατοίκων να διαμένει στο Surrey (το τρίτο μεγαλύτερο προάστιο του Καναδά), το Richmond και το Burnaby. Στο Μόντρεαλ εντοπίζονται τα δύο μεγαλύτερα προάστια του Λαβάλ και το Longueuil, καθώς επίσης και μια προαστιακή ομάδα μικρότερων δήμων που γειτνιάζουν με αυτό, γνωστή ως Γουέστ Άιλαντ.
Άλλες Χώρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε πολλά μέρη του κόσμου, πάντως, στα περίχωρα εντοπίζονται οικονομικά ασθενείς ομάδες πληθυσμού, αγγίζοντας πολλές φορές την εξαθλίωση, κρατώντας τον κόσμο αυτό έξω από τα σύνορα της πόλης για λόγους οικονομικούς ή κοινωνικούς, καθώς τα άτομα αυτά δεν διαθέτουν τη δυνατότητα το υψηλότερο κόστος ζωής στην πόλη. Παράδειγμα τέτοιων συνοικιών αποτελούν οι εργατικές κατοικίες της Σουηδίας όπου επικρατούν συνθήκες παρόμοιες με τις κεντρικές γειτονιές των ΗΠΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κυβέρνηση αναζητά γη για να εφαρμόσει ελάχιστης πυκνότητας δόμηση σε προσφάτως εγκεκριμένα οικοδομικά σχέδια σε τμήματα της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Η νέα φράση που επικρατεί είναι "κατασκευή διατηρήσιμων κοινοτήτων", παρά "οικοδομικά προγράμματα". Παρά ταύτα, εμπορικές ανησυχίες τείνουν να καθυστερούν την έναρξη των υπηρεσιών έως ότου ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων θα έχει εγκατασταθεί στις νέες γειτονιές.
Στην περίπτωση της Ρώμης, στην Ιταλία, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, τα προάστια κατασκευάστηκαν εσκεμμένα εξ αρχής, με σκοπό να δώσουν τη δυνατότητα εποικισμού στις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις, προβλέποντας την επερχόμενη μαζική μετακίνηση φτωχών ομάδων του πληθυσμού από άλλες περιοχές της χώρας. Πολλοί έχουν διαβλέψει σε αυτό το αναπτυξιακό μοντέλο (που συστηματικά διαδιδόταν προς πάσα κατεύθυνση) μια γρήγορη αντιμετώπιση του προβλήματος διατήρησης της δημόσιας τάξης (κρατώντας τις φτωχές τάξεις μαζί με τους εγκληματίες, ώστε να ελέγχονται ευκολότερα, μακριά από την εκλεπτυσμένη επίσημη πόλη). Από την άλλη, η προβλεπόμενη επέκταση της πόλης σύντομα κάλυψε αποτελεσματικά την απόσταση από το κέντρο και τώρα αυτοί οι συνοικισμοί εσωκλείστηκαν στη μητροπολιτική περιοχή της πόλης. Καινούργια προάστια οικοδομήθηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτούς τους οικισμούς.
Στην Κίνα, ο όρος προάστιο είναι καινούριος. Τα κινεζικά προάστια προσομοιάζουν με αυτά των ΗΠΑ, λόγω του γεγονότος ότι οι κάτοικοί τους εντάσσονται κυρίως στις εύπορες εισοδηματικά τάξεις, ή σε μεσαίες τάξεις. Πολλά από τα καινούργια σπίτια που φιλοξενούν και πισίνες, γκαράζ δύο αυτοκινήτων και επιπλέον δωμάτια είναι αντίγραφα των αμερικανικών. Μολαταύτα, τα περισσότερα είναι περιφραγμένα και γενικά φυλάσσονται εξαιτίας των ποσοστών εγκληματικότητας από τις απότομες εισοδηματικές αποκλίσεις.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Συνέντευξη Βασίλη Παπαγεωργόπουλου στο μεσημεριανό δελτίο της ΕΤ3 το Σεπτέμβριο του 2008