Μετάβαση στο περιεχόμενο

Προεδρικό Μέγαρο (Αθήνα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°58′21.43″N 23°44′27.00″E / 37.9726194°N 23.7408333°E / 37.9726194; 23.7408333

Προεδρικό Μέγαρο
Εξωτερική άποψη του μεγάρου και της κεντρικής εισόδου
Χάρτης
Παλαιότερες ονομασίεςΝέα Ανάκτορα Αθηνών
Γενικές πληροφορίες
ΕίδοςΝεοκλασικό Μέγαρο
ΑρχιτεκτονικήΝεοκλασική
ΔιεύθυνσηΒασιλέως Γεωργίου Β΄2 και Ηρώδου Αττικού, ΤΚ 100 28, Αθήνα
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′21″N 23°44′27″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΤοποθεσίαΑθήνα
Χώρα Ελλάδα
Έναρξη κατασκευής1891
Ολοκλήρωση1897
ΚατάστασηΛειτουργική, διατηρητέο
ΧρήσηΑρχικά: Βασιλικά Ανάκτορα
Σήμερα: Προεδρικό Μέγαρο
ΙδιοκτήτηςΠροεδρία της Δημοκρατίας
Τεχνικές λεπτομέρειες
Όροφοι3
Σχεδιασμός και κατασκευή
ΑρχιτέκτοναςΕρνστ Τσίλλερ
ΧρηματοδότηςΓεώργιος Α΄ της Ελλάδας
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Ιστότοπος
Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας
Commons page Πολυμέσα

Το Προεδρικό Μέγαρο, παλαιότερα γνωστό ως Νέα Ανάκτορα, σήμερα στεγάζει την Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας και αποτελεί την επίσημη κατοικία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πριν από την κατάργηση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, με το δημοψήφισμα του 1974, το κτήριο αποτελούσε τα επίσημα ανάκτορα των βασιλέων των Ελλήνων.

Το 1868, με αφορμή τη γέννηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, αποφασίστηκε να κατασκευαστεί ένα ξεχωριστό ανάκτορο διαδόχου. Είκοσι χρόνια αργότερα το κράτος ανέθεσε την κατασκευή του στον Ερνέστο Τσίλλερ, μετά τους γάμους του Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1891 και ολοκληρώθηκαν έξι χρόνια αργότερα, το 1897.

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1909, πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος των παλαιών ανακτόρων όπου διέμενε ο Γεώργιος Α΄, δηλαδή της σημερινής Βουλής και έτσι το κτίριο χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως τόπος κατοικίας από τη βασιλική οικογένεια. Επίσημη βασιλική κατοικία έγινε μόλις το 1913 μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ και την άνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο.

Το 1924, το ανάκτορο έπαψε να φιλοξενεί προσωρινά τη βασιλική οικογένεια μετά την διακήρυξη της δημοκρατίας. Χρησιμοποιήθηκε ως Προεδρικό Μέγαρο έως το 1935, οπότε έγινε η παλινόρθωση της μοναρχίας. Από το 1974 και τη μεταπολίτευση, το κτίριο χρησιμοποιείται ως έδρα της Προεδρίας της Δημοκρατίας και κατοικία του εκάστοτε Προέδρου.

Το Προεδρικό Μέγαρο είναι ένα νεοκλασικό τριώροφο κτήριο, με λιτή και αυστηρή πρόσοψη. Ο Τσίλλερ χρησιμοποίησε εν μέρει ένα σχέδιο του Θεόφιλου Χάνσεν (ενός θερινού ανακτόρου που δεν κατασκευάστηκε) για την υλοποίηση του, αλλά έλαβε και υπόψη τις επιθυμίες της πριγκίπισσας Σοφίας. Υποστηρίζεται πως δική της επιθυμία ήταν να δοθούν χαρακτηριστικά πολυτελούς μεγάρου, παρά τυπικού βασιλικού ανακτόρου.

Η είσοδος του κτιρίου φέρει πρόστυλο με κίονες ιωνικού ρυθμού και ένα μικρό κλιμακοστάσιο. Το Μέγαρο φέρει διπλή σειρά από εννέα παράθυρα, το καθένα από τα οποία στέφεται από μικρό αέτωμα. Ο Τσίλλερ επέλεξε να πλατύνει τη ζωφόρο περισσότερο του συνηθισμένου. Χαρακτηριστικά της, οι γύψινες διακοσμητικές μετόπες εναλλασσόμενες με δίδυμα ανοίγματα. Με αυτό το τρόπο εξασφάλισε περισσότερο φυσικό φωτισμό στον τρίτο όροφο αλλά και χώρο για τα μονογράμματα του βασιλικού ζεύγους, «Κ» για τον Κωνσταντίνο Α' και «Σ» για τη Σοφία. Αγάλματα υπήρχαν στους γωνιακούς πεσσούς του στηθαίου, η τύχη τους όμως αγνοείται - λέγεται ότι αφαιρέθηκαν τη δεκαετία του '40 ή του '50.

Το 1909 προστέθηκε στο κτήριο αίθουσα χορού (σημερινή αίθουσα διαπιστευτηρίων), μιας και στην αρχή δεν προοριζόταν ως επίσημη βασιλική κατοικία. Χώρος υποδοχής μέχρι τότε ήταν το σαλόνι του 2ου ορόφου.

Η δεύτερη προσθήκη έγινε το 1962, με την ευκαιρία του γάμου της πριγκίπισσας Σοφίας (κόρης του βασιλιά Παύλου και της βασίλισσας Φρειδερίκης) και του πρίγκιπα Χουάν Κάρλος της Ισπανίας. Τότε κατασκευάστηκε μεγαλύτερη αίθουσα δεξιώσεων. Τα σχέδια της επέκτασης ήταν του πολιτικού μηχανικού Αλέξανδρου Μπαλτατζή, της αρχιτέκτονος Μαρίας Δημητριάδου-Λουκάκου και του σκηνογράφου Κλεόβουλου Κλώνη.

Ο κήπος του Προεδρικού Μεγάρου καταλαμβάνει έκταση περίπου 25.000 τετραγωνικών μέτρων και αποτελεί έναν παράδεισο οξυγόνου στο κέντρο της Αθήνας. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, αυτή η περιοχή, λόγω του γόνιμου της εδάφους, ήταν ο λαχανόκηπος των Ανακτόρων.

Μετά την κατασκευή του μεγάρου το 1897 και τη χάραξη της οδού Ηρώδου Αττικού, η περιοχή που περιέκλειε τα Βασιλικά Ανάκτορα μετατράπηκε σε έναν μεγάλο διακοσμητικό κήπο. Αυτό το σχέδιο φαίνεται πως έγινε από το τεχνικό γραφείο του Τσίλλερ. Η επιλογή των κατάλληλων φυτών έγινε κατά πάσα πιθανότητα από κάποιον Έλληνα ειδικό, μιας και τα περισσότερα δέντρα είναι εγχώριας προέλευσης. Από την έναρξη λειτουργίας, ο κήπος είχε χωριστεί σε δύο μεγάλα τμήματα εξαιτίας της κλίσης του εδάφους, με το κτίριο να βρίσκεται στο ανώτερο μέρος.

Ο σχεδιασμός του κήπου, στο μπροστινό μέρος του κτιρίου ήταν παρόμοιος με άλλα νεοκλασικά κτίρια της χρονικής περιόδου (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο και Βιβλιοθήκη Αθηνών). Ο κήπος ακολουθεί ένα σχετικά άκαμπτο σχέδιο γαλλικού τύπου, με συμμετρικά κομμάτια χλοοτάπητα και εποχικών φυτών. Η δομή της σύνθεσης, καθώς πλησιάζουμε στην οδό Ηρώδου Αττικού, εξαλείφεται με φλαμουριές, κυπαρίσσια, φοίνικες και αιωνόβια πλατάνια.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]