Ραδάμιστος
Ραδάμιστος | |
---|---|
Ο Ραδάμιστος σκοτώνει την Ζηνοβία, έργο (1803) του Λουίτζι Σαμπατέλλι | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1ος αιώνας Βασίλειο της Ιβηρίας |
Θάνατος | 58 Βασίλειο της Ιβηρίας |
Χώρα πολιτογράφησης | Γεωργία |
Θρησκεία | γεωργιανή μυθολογία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Ποινική κατάσταση | |
Κατηγορίες εγκλήματος | βασιλοκτονία |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ζηνοβία |
Γονείς | Φαρεσμάνης Α΄ της Ιβηρίας |
Αδέλφια | Mithridates I of Iberia Amazasp I of Iberia |
Οικογένεια | δυναστεία Φαρναβαζιδών |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Γκαγκίκ Β΄ της Αρμενίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ραδάμιστος ήταν πρίγκιπας της ιβηρικής δυναστείας των Φαρναβαζιδών,[1] ο οποίος βασίλεψε ως πελάτης των Ρωμαίων στο Βασίλειο της Αρμενίας το 51-53 και 54-55 μ.Χ. Η κυβέρνησή του ήταν μισητή , και ο ίδιος θεωρήθηκε από τους Αρμένιους ως τύραννος και σφετεριστής, με αποτέλεσμα να ανατραπεί από μια εξέγερση υποστηριζόμενη από την Παρθική Αυτοκρατορία.[2][3]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ραδάμιστος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φαρεσμάνη Α΄ της Ιβηρίας.[4][5][6] Η μητέρα του ήταν μια άγνωστη Αρμένια πριγκίπισσα της Δυναστείας των Αρταξιαδών, κόρη του βασιλέως Τιγράνη Δ΄ και της συζύγου (και αδελφής) του Ερατούς. Ο Ραδάμιστος ήταν γνωστός για την φιλοδοξία του, την σωματική του διάπλαση και ρώμη, την ωραία του όψη και την ανδρεία του, αλλά υπέφερε από την μακρόχρονη παραμονή του στη θέση του διαδόχου του θρόνου. Ο ηλικιωμένος Φαρεσμάνης αρνούνταν να του παραχωρήσει το θρόνο, τον οποίο ο Ραδάμιστος διεκδικούσε δημόσια. Φοβούμενος μήπως ο γιος του τον ανατρέψει, ο Φαρεσμάνης τον έπεισε να επιτεθεί στο θείο του, τον βασιλιά της Αρμενίας Μιθριδάτη.[7]
Ο Ραδάμιστος, προσποιούμενος ότι είχε έρθει σε σύγκρουση με τον πατέρα του, κατέφυγε στην αυλή του Μιθριδάτη, ο οποίος τον υποδέχτηκε σαν γιο του και του φερόταν με μεγάλη καλοσύνη.[8] Αργότερα, ο Ραδάμιστος επέστρεψε στην Ιβηρία, λέγοντας ότι είχε συμφιλιωθεί με τον πατέρα του. Πατέρας και γιος άρχισαν να σχεδιάζουν την εισβολή τους στην Αρμενία, και ο Φαρεσμάνης βρήκε την αφορμή για πόλεμο στο ότι οι Αρμένιοι είχαν αρνηθεί να τον βοηθήσουν όταν πολεμούσε με τον γειτονικό βασιλιά της Αλβανίας του Καυκάσου. Η ξαφνική ιβηρική εισβολή πανικόβαλε τον Μιθριδάτη, ο οποίος κατέφυγε στο οχυρό Γκαρνί, όπου υπήρχε ισχυρή ρωμαϊκή φρουρά υπό τον στρατοπεδάρχη Καίλιο Πολλίωνα και έναν εκατόνταρχο.[9][10]
Ο Ραδάμιστος πολιόρκησε το φρούριο, ενώ ταυτόχρονα έστελνε μηνύματα στον θείο του ζητώντας του να παραδοθεί και να συνθηκολογήσει, υπενθυμίζοντάς του ότι ο Φαρεσμάνης ως πρεσβύτερος είχε περισσότερα δικαιώματα, και πώς ο ίδιος ο Ραδάμιστος είχε παντρευτεί την κόρη του Μιθριδάτη Ζηνοβία. Εν τω μεταξύ ο Φαρεσμάνης μυστικά παρότρυνε τον γιο του να ξεμπερδεύει με την πολιορκία όσο το δυνατόν ταχύτερα, με κάθε μέσο.[11] Εν τέλει ο Πολλίων, δωροδοκημένος από τον Ραδάμιστο, απείλησε ότι η ρωμαϊκή φρουρά θα συνθηκολογούσε, αναγκάζοντας τον Μιθριδάτη να εγκαταλείψει το οχυρό και να παραδοθεί στο ανιψιό του.[12][13] Μόλις ο Ραδάμιστος αντίκρισε τον θείο του, τον αγκάλιασε και, καλώντας τον πεθερό και γονέα, ορκίστηκε ότι δεν θα πάθαινε τίποτα ούτε θα υφίστατο βία, είτε από ξίφος είτε από δηλητήριο.[14] Έτσι κατάφερε να τον οδηγήσει σε ένα κοντινό δάσος, με την πρόφαση ότι εκεί θα γινόταν η θυσία που θα καθαγίαζε την συμφωνία τους ενώπιον των θεών, σύμφωνα με την συνήθεια των Ιβήρων: οι δεσμοί συμμαχίας επισφραγίζονταν από μια τελετή όπου τα συμβαλλόμενα μέρη ένωναν τα δεξιά τους χέρια, περιέπλεκαν τους αντίχειρές τους με σφιχτό κόμπο ώστε να συσσωρευτεί το αίμα στα άκρα, οπότε και τρυπούσαν τα δάχτυλά τους και έπιναν εκ περιτροπής.[15] Ο υπηρέτης που κρατούσε το σκοινί όμως προσποιήθηκε πως του έπεσε το σκοινί, και άρπαξε τον Μιθριδάτη από τα γόνατα, ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Οι ακόλουθοι του Ραδάμιστου τότε έπεσαν πάνω του και τον έδεσαν με αλυσίδες. Για να μην παραβεί τον όρκο του να μην χρησιμοποιήσει ξίφος ή δηλητήριο εναντίον του θείου του, ο Ραδάμιστος έδωσε εντολή να τον πνίξουν ρίχνοντας πάνω του βαριά ρούχα και στρώματα.[16] Αργότερα ο Ραδάμιστος εκτέλεσε και τους γιους του Μιθριδάτη, αφού έκλαψαν δημόσια για τον πατέρα τους,[17][18] καθώς και την σύζυγο του Μιθριδάτη, παρότι ήταν αδερφή του.[19]
Έτσι, το 51 μ.Χ. ο Ραδάμιστος έγινε κύριος της Αρμενίας. Παρότι η χώρα ήταν σύμμαχος της Ρώμης, η ρωμαϊκή ηγεσία δεν αντέδρασε δυναμικά, περιοριζόμενη σε τυπικές συστάσεις προς τον Φαρεσμάνη να αποσύρει τα στρατεύματά του και να ανακαλέσει τον γιο του.[20][21][22] Μόνο ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Καππαδοκίας, Παιλίγνος, εισέβαλε στην Αρμενία και δήωσε την χώρα, ενώ μια δύναμη που έστειλε ο κυβερνήτης της Συρίας, Γάιος Ουμμίδιος Δούρμιος Κουαδράτος, ανακλήθηκε καθοδόν για να μην προκαλέσει ανοιχτή σύγκρουση με τους Πάρθους. Ο βασιλέας των Πάρθων, Βολογέσης Α΄, μόλις είχε ανέλθει στο θρόνο, και αναζητούσε ένα βασίλειο για τον αδερφό του, Τιριδάτη. Η χαώδης κατάσταση στην Αρμενία ήταν ιδανική ευκαιρία τόσο να αποκαταστήσει τον αδερφό του, όσο και να αυξήσει την ισχύ και το κύρος του αποσπώντας την Αρμενία από την ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής. Έτσι έδωσε διαταγή στις δυνάμεις του να εισβάλλουν στην Αρμενία (51 μ.Χ.).[23]
Οι Πάρθοι κατάφεραν να εκδιώξουν τους Ίβηρες ως το 53 μ.Χ.,[24] αλλά ένας δριμύτατος χειμώνας και μια επιδημία τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την χώρα, επιτρέποντας στον Ραδάμιστο να επιστρέψει, φοβερότερος από ποτέ.[25][26] Ο Ραδάμιστος πλέον αντιμετώπιζε τους Αρμένιους με εξαιρετική σκληρότητα, θεωρώντας τους ως επαναστάτες που θα τον εγκατέλειπαν στην πρώτη ευκαιρία.[27][28] Τιμωρώντας τους Αρμένιους που είχαν συνεργαστεί με τους Πάρθους, τους οδήγησε εκ νέου σε εξέγερση το 55, όταν οι Αρμένιοι εγκατέστησαν τον Τιριδάτη ως βασιλιά τους.[29]
Ο Ραδάμιστος κατάφερε να ξεφύγει μαζί με την έγκυο γυναίκα του, Ζηνοβία. Καθώς η Ζηνοβία δεν μπορούσε να αντέξει τις κακουχίες μιας μακράς διαδρομής πάνω σε άλογο, φοβούμενη τον εχθρό και από αγάπη προς τον άντρα της τον έπεισε να την σκοτώσει, ώστε να αποφύγει την ατίμωση της αιχμαλωσίας. Ο Ραδάμιστος αγκάλιασε και επαίνεσε τη γυναίκα του, τράβηξε το σπαθί του, και την μαχαίρωσε. Μετά την έσυρε ως τις όχθες του Άρα, όπου την παρέδωσε στο ρεύμα του ποταμού. Κατόπιν κάλπασε ολοταχώς προς την πατρίδα του Ιβηρία.[30] Η Ζηνοβία όμως ζούσε ακόμα στα ήρεμα νερά της όχθης, ώσπου την βρήκαν μερικοί βοσκοί, οι οποίοι από την εμφάνισή της μάντεψαν την ευγενική της καταγωγή, την περιέθαλψαν, και την οδήγησαν στα Αρτάξατα, όπου ο Τιγράνης την δέχτηκε με καλοσύνη και με τιμές αντάξιες της βασιλικής της καταγωγής.[31][32]
Ο Ραδάμιστος επέστρεψε στην Ιβηρία, όπου το 58 μ.Χ.[33] εκτελέστηκε ως συνωμότης από τον πατέρα του, ο οποίος έτσι ήθελε να δείξει την νομιμοφροσύνη του απέναντι στη Ρώμη,[34][35] και ειδικότερα τον αυτοκράτορα Νέρωνα.[36][37] Ο Φαρεσμάνης πέθανε αργότερα το ίδιο έτος, και τον διαδέχτηκε ο δεύτερος γιος του, Μιρδάτης Α΄.[38][39]
Στις τέχνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ιστορία του Ραδάμιστου ενέπνευσε αρκετούς καλλιτέχνες.
Ζωγραφική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- "Radamisto uccide Zenobia" του Λουίτζι Σαμπατέλλι (1803)[40]
- Η ανακάλυψη της πληγωμένης και αναίσθητης Ζηνοβίας στην όχθη του ποταμού αποτέλεσε θέμα των Βιλλιάμ-Αντόλφ Μπυγκρώ, Πωλ-Ζακ-Αιμέ Μπωντρύ, και Νικολά Πουσέν.[41]
Όπερα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- "L’Amour tyrannique" του Ζωρζ ντε Σκυντερύ (1638).[42]
- "Zenobia e Radamisto" του Τζοβάνι Λεγκρέντσι (1665).[43]
- "Rhadamiste et Zénobie" του Προσπέρ Ζολυό ντε Κρεμπιγιόν (23 Ιαν. 1711).[44]
- "Ραντάμιστο" του Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (1720), βασισμένη στην ιστορία του Ντομένικο Λάλι,[45] "L'amor tirannico".[46]
- Δυο όπερες χρησιμοποίησαν το λιμπρέττο του Πιέτρο Μεταστάσιο, μία του Τζοβάνι Μπονοντσίνι το 1737, και μία του Γιόχαν Άντολφ Χάσε το 1761.[47]
Ηθοποιοί που υποδύθηκαν τον Ραδάμιστο
- Σενεζίνο
- Μαργκερίτα Ντουραστάντι
- Μπέβερλυ Βολφ
- Τζων Χόλιντεϊ
- Μπετζούν Μέχτα
- Κάρλος Μένα
- Τζένιφερ Βίβιαν
- Τζόις Ντιντονάτο κ.ά.
Δράμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ραδάμιστος και Ζηνοβία (1711) τραγωδία του Προσπέρ Ζολιό ντε Κρεμπιγιόν
- Ο Αλεξάντρ Γκριμπογιέντοφ άφησε ημιτελές το έργο "Ραδάμιστος και Ζηνοβία" (Родамист и Зенобия).[48]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Toumanoff, σ. 11
- ↑ Crévier, σ. 286
- ↑ Tomlins, σ. 735
- ↑ Crévier, σ. 280
- ↑ Toumanoff, σ. 12
- ↑ Javakhishvili, σ. 159
- ↑ Crévier, σσ. 280-281
- ↑ Τάκιτος, XII, 44
- ↑ Τάκιτος, XII, 45
- ↑ Crévier, σ. 282
- ↑ Javakhishvili, σ. 160
- ↑ Bunson, σ. 372
- ↑ Τάκιτος, XII, 46
- ↑ Tomlins, σ. 568
- ↑ Crévier, σ. 283
- ↑ Crévier, σ. 284
- ↑ Cantù, σ. 405
- ↑ Τάκιτος, XII, 47
- ↑ Rawlinson, XVI, σ. 1
- ↑ Crévier, p.σ285
- ↑ Javakhishvili, σ. 161
- ↑ Τάκιτος, XII, 48
- ↑ Bunson, σ. 544
- ↑ Rawlinson, σ. 272
- ↑ Τάκιτος, XII, 50
- ↑ Rawlinson, XVI, σ. 2
- ↑ Crévier, σ. 286-287
- ↑ Tomlins, σ. 569
- ↑ Suny, σ. 14
- ↑ Crévier, σ. 287
- ↑ Cantù, σ. 406
- ↑ Τάκιτος, XII, 51
- ↑ Toumanoff, σ. 14
- ↑ Javakhishvili, σ. 161, § 5
- ↑ Τάκιτος, XIII, 37
- ↑ Crévier, σ. 288
- ↑ Bunson, σ. 465
- ↑ Toumanoff, σ. 101
- ↑ Javakhishvili, σ. 161, § 6
- ↑ Silvestra Bietoletti, Michele Dantini, L'Ottocento italiano: la storia, gli artisti, le opere, σ. 108-109
- ↑ Oskar Batschmann, Nicolas Poussin: Dialectics of Painting, σ. 116
- ↑ Kimball King, Western Drama Through the Ages, σ. 57
- ↑ Julie Anne Sadie, Companion to Baroque Music, 1998, σ. 31
- ↑ Lacy Lockert, The Chief Rivals of Corneille and Racine, σ. 511
- ↑ Stanley Sadie, Laura Macy, The Grove Book of Operas, σ. 510
- ↑ Mary Ann Parker, G. F. Handel: A Guide to Research, σ. 159
- ↑ M. R. James, Collected Ghost Stories, σ. 448
- ↑ А. С. Грибоедов, Горе от ума. Комедии. Драматические сцены. Стихотворения. Путевые заметки, σ. 334
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τάκιτος, Χρονικά, τόμοι XII-XIII
- Javakhishvili, Ivane (2012), History of the Georgian Nation, Τόμος 1
- Crévier, Jean-Baptiste Louis (1814) L'Histoire des empereurs des Romains
- Bunson, Matthew (2009) Encyclopedia of the Roman Empire
- Toumanoff, Cyril (1969), Chronology of the early Kings of Iberia, Τόμος 25
- Suny, Grigor Ronald (1994), The Making of the Georgian Nation: 2nd edition, Indiana University Press, ISBN 0-253-20915-3
- Rawlinson, George (2012) The Seven Great Monarchies Of The Ancient Eastern World
- Cantù, Cesare (1847) Historia universal
- Tomlins, Frederick (1844) A Universal History of the Nations of Antiquity