Ραλφ Βον Ουίλιαμς
Ο Ραλφ Βων Ουίλλιαμς (αγγλ. Ralph Vaughan Williams, Ντάουν Άμπνεϋ, 12 Οκτωβρίου 1872 – Λονδίνο, 26 Αυγούστου 1958), ορθώς Ρέιφ Βων Ουίλλιαμς, ήταν Άγγλος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και οργανίστας του α΄ μισού του 20ού αιώνα, από τους σημαντικότερους της εποχής του -μαζί με τον Έλγκαρ. Τα έργα του περιλαμβάνουν όπερες, μπαλέτα, μουσική δωματίου, κοσμική και θρησκευτική φωνητική μουσική και ορχηστρικές συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένων εννέα συμφωνιών, όλα αυτά σε μια δημιουργικότατη περίοδο που διήρκεσε για πάνω από πενήντα χρόνια. Επηρεασμένη σημαντικά από τη μουσική της εποχής των Τυδώρ και το αγγλικό λαϊκό τραγούδι, η παραγωγή του σηματοδότησε ριζική στροφή στη βρετανική μουσική από το γερμανο-κυριαρχούμενο ύφος που τη διακατείχε κατά τον 19ο αιώνα.
Ο Ραλφ Βων Ουίλιαμς ασχολήθηκε με όλες σχεδόν τις μουσικές μορφές, ιδιαίτερα με τη χορωδιακή παράδοση της χώρας του, όπου προσέφερε πολλά. Θεωρείται ο θεμελιωτής της εθνικής αγγλικής μουσικής σχολής.[9]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βων Ουίλιαμς γεννήθηκε στο Ντάουν Άμπνεϋ, μικρό χωριό της κομητείας Γκλώστερσιρ στη ΝΔ Αγγλία. Ήταν το τρίτο παιδί και ο μικρότερος γιος του αιδεσιμότατου Άρθουρ Βων Ουίλλιαμ (1834-1875) και της Μάργκαρετ Ουέτζγουντ (1842-1937).[10] Οι πρόγονοί του ήταν αγγλο-ουαλικής καταγωγής και, κάποιοι από αυτούς, έγιναν διακεκριμένοι νομικοί ή κληρικοί.[11] Η μητέρα του ήταν μακρινή εγγονή του περίφημου αγγειοπλάστη Τζοζάια Ουέτζγουντ, ιδρυτή της ομώνυμης εταιρίας και μακρινή ανιψιά -εξ αγχιστείας- του Δαρβίνου.
Ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 1875 και η χήρα του πήρε τα παιδιά στο σπίτι της οικογένειάς της, στο Λέιθ Χιλ του Σάρρεϋ.[12] Τα παιδιά είχαν την τύχη να βρίσκονται υπό τη φροντίδα της γκουβερνάντας-νοσοκόμου, Σάρα Ουέιτζερ, που τούς δίδαξε όχι μόνον ευγενικά ήθη και καλή συμπεριφορά, αλλά και φιλελεύθερες κοινωνικές και φιλοσοφικές απόψεις.[13] Τέτοιες απόψεις συμβάδιζαν με την προοδευτική παράδοση και των δύο πλευρών της οικογένειας. Όταν ο νεαρός Ραλφ ρώτησε τη μητέρα του για το -από τότε- αμφιλεγόμενο έργο του Δαρβίνου Περί της καταγωγής των ειδών, εκείνη απάντησε: «Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. Ο θείος Κάρολος έχει την άποψη ότι πήρε περισσότερο χρόνο, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι 'αυτό, ο κόσμος είναι θαυμάσιος έτσι κι αλλιώς».[14]
Το 1878, σε ηλικία έξι ετών, ο Ραλφ άρχισε να κάνει μαθήματα πιάνου με τη θεία του, Σόφυ Ουέτζγουντ. Μάλιστα, δείχνοντας σημάδια του ταλέντου του, «συνέθεσε» ένα κομμάτι για πιάνο με τέσσερα μέτρα, που το ονόμασε «Η Φωλιά του Κοκκινολαίμη» (Robin’s Nest). Ωστόσο, δεν του πολυάρεσε το πιάνο και άρχισε μαθήματα βιολιού το επόμενο έτος και, μόλις το 1880, πήρε μαθήματα μουσικής δι’ αλληλογραφίας από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και πέρασε τις σχετικές εξετάσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1883 μπήκε οικότροφος στο προπαρασκευαστικό σχολείο Φηλντ Χάους στο Ρόττινγκντην, στη νότια ακτή της Αγγλίας. Ήταν γενικά ευχαριστημένοι εκεί, παρόλο που ο ίδιος αναγκάστηκε για πρώτη φορά να υπομείνει τον κοινωνικό σνομπισμό και πολιτικό συντηρητισμό, που ήταν διαδεδομένος μεταξύ των συμμαθητών του.[15]
Κατόπιν, πήγε σε δημόσιο σχολείο, το Τσάρτερχαους του Σάρρεϋ, τον Ιανουάριο του 1887. Οι ακαδημαϊκές και αθλητικές του επιδόσεις υπήρξαν ικανοποιητικές, η δε σχολή ενθάρρυνε τη μουσική ανάπτυξή του. Το 1888 διοργάνωσε συναυλία στην αίθουσα του σχολείου, η οποία περιελάμβανε την εκτέλεση του έργου του Πιάνο τρίο σε Σολ μείζονα (χαμένο σήμερα), με τον συνθέτη ως βιολονίστα.[12] Όσο φοιτούσε στο Τσάρτερχαους, ο Βων Ουίλλιαμς ένοιωθε ότι η θρησκεία σήμαινε όλο και λιγότερα πράγματα γι’ αυτόν και, για ένα διάστημα, δήλωνε άθεος. Αυτό το συναίσθημα, αργότερα, «μαλάκωσε προς έναν χαριτωμένο «αγνωστικισμό»,[16], οπότε συνέχισε να πηγαίνει στην εκκλησία τακτικά για να αποφευχθεί η ταραχή μέσα στην οικογένεια. Πάντως, οι απόψεις του για τη θρησκεία δεν επηρέασαν την αγάπη του για την Αγγλικανική έκδοση της Βίβλου (Authorized Version) και, σύμφωνα με τα λόγια της Ούρσουλα Βων Ουίλλιαμς, βιογράφου του συνθέτη, παρέμεινε «ένας από τους πιο ουσιαστικούς του συντρόφους κατά τη διάρκεια της ζωής του».[16]
Στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιούλιο του 1890, ο Βων Ουίλλιαμς άφησε το Τσάρτερχαους και, τον Σεπτέμβριο, γράφηκε ως φοιτητής στο περίφημο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Μετά από μια υποχρεωτική σειρά μαθημάτων αρμονίας με τον Φράνσις Έντουαρντ Γκλάντστοουν, καθηγητή εκκλησιαστικού οργάνου, αντίστιξης και αρμονίας, σπούδασε εκκλησιαστικό όργανο με τον Ουόλτερ Πάρρατ και σύνθεση με τον Χιούμπερτ Πάρρυ. Τον τελευταίο, ο Βων Ουίλλιαμς, θεωρούσε ίναδαλμά του [17] και έγραψε στη Μουσική Αυτοβιογραφία του (1950): Ο Πάρρυ μου είπε κάποτε: «Γράψτε χορωδιακή μουσική όπως αρμόζει σε έναν Άγγλο και έναν δημοκράτη». Εμείς, οι μαθητές του Πάρρυ έχουμε κληρονομήσει, αν έχουμε σοφία, τη μεγάλη αγγλική χορωδιακή παράδοση, η οποία πέρασε διαδοχικά στους Τάλλις, Μπερντ, Γκίμπονς, Πέρσελ, (Τζόναθαν) Μπάττισχιλ και (Μώρις) Γκρην και αυτοί, με τη σειρά, τους μέσω των αδελφών Ουέσλεϋ στον Πάρρυ. Αυτός, έχει περάσει τη δάδα σε μας και είναι καθήκον μας να την κρατήσουμε αναμμένη.[18]
Η οικογένεια Βων Ουίλλιαμς προτιμούσε για τον Ραλφ να είχε παραμείνει στο Τσάρτερχαους για δύο ακόμη χρόνια και, στη συνέχεια, να πάει στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Δεν ήταν πεπεισμένοι ότι ήταν αρκετά ταλαντούχος για να ακολουθήσει μια καριέρα στη μουσική αλλά, ταυτόχρονα, αισθάνονταν ότι θα ήταν λάθος να τον αποτρέψουν από την προσπάθεια που κατέβαλε, και του επέτρεψαν να πάει στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής.[19] Παρ' όλα αυτά, μια πανεπιστημιακή εκπαίδευση αναμενόταν από αυτόν και, το 1892, έφυγε προσωρινά από το Βασιλικό Κολλέγιο και μπήκε στο Κολλέγιο Τρίνιτυ της ίδιας πόλης, όπου πέρασε τρία χρόνια μελετώντας μουσική και ιστορία.[12] Ανάμεσα σε αυτούς με τους οποίους απέκτησε φιλίες στο Κέιμπριτζ ήταν οι φιλόσοφοι Τζορτζ Έντουαρντ Μουρ και Μπέρτραντ Ράσσελ, ο ιστορικός Τζ. Μ. Τρεβέλυαν και ο μουσικός Χιου Άλλεν.[10][20] Ο Βων Ουίλλιαμς, αρχικά, αισθάνθηκε «επισκιασμένος» από την διανόησή τους, αλλά έμαθε πολλά και δημιούργησε διά βίου φιλίες με αρκετούς.[21] Μεταξύ των γυναικών, με τις οποίες συναναστράφηκε κοινωνικά, ήταν και η Άντελαϊν Φίσερ, κόρη του Χέρμπερτ Φίσερ, παλαιού φίλου της οικογένειας Βων Ουίλλιαμς. Αυτή και ο Ραλφ μεγάλωσαν κοντά η μία με τον άλλον και, τον Ιούνιο του 1897, αφού είχαν αφήσει το Κέιμπριτζ, αρραβωνιάστηκαν.[22]
Κατά την παραμονή του στο Κέιμπριτζ, ο Βων Ουίλλιαμς συνέχισε τα εβδομαδιαία μαθήματά του με τον Πάρρυ, και σπούδασε σύνθεση με τον Τσαρλς Γουντ και εκκλησιαστικό όργανο με τον Άλαν Γκρέυ. Αποφοίτησε με Bachelor στη μουσική, το 1894 και Bachelor στις Τέχνες, το επόμενο έτος.[12] Μετά την αναχώρηση από το πανεπιστήμιο επέστρεψε για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Ο Πάρρυ, στο μεταξύ, είχε διαδεχθεί τον -διάσημο για το Μουσικό Λεξικό του-, Σερ Τζορτζ Γκρόουβ ως διευθυντή του Κολλεγίου, ενώ ο νέος καθηγητής σύνθεσης του Βων Ουίλιαμς ήταν ο Τσαρλς Βίλλερς Στάνφορντ. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ δασκάλου και μαθητή ήταν προβληματικές. Ο Στάνφορντ, παρόλο που υπήρξε μη-παραδοσιακός στα νιάτα του είχε, βαθμιαία, μετατραπεί σε βαθιά συντηρητικό άτομο και συγκρούστηκε βίαια με το σύγχρονο πνεύμα του μαθητή του. Ο Βων Ουίλλιαμς δεν είχε καμία διάθεση να ακολουθήσει την παράδοση των ειδώλων του Στάνφορντ, Μπραμς και Βάγκνερ και εναντιώθηκε στον δάσκαλό του, κάτι που ελάχιστοι μαθητές είχαν αποτολμήσει.[23] Πάντως, έγινε αμοιβαία προσπάθεια, λόγω αναγνώρισης του ταλέντου τού Βων Ουίλλιαμς, να «διορθωθούν οι σκοτεινές ενορχηστρώσεις» του και η ακραία προτίμησή του για την τροπική μουσική.[24] Στη δεύτερη περίοδό του στο Βασιλικό Κολλέγιο (1895-1896), ο Βων Ουίλλιαμς γνώρισε τον συμφοιτητή του Γκούσταβ Χολστ, με τον οποίο έγινε δια βίου φίλος. Ο Στάνφορντ τόνιζε στους μαθητές του την ανάγκη για αυτοκριτική, αλλά οι Βων Ουίλλιαμς και Χολστ έγιναν και παρέμειναν οι πιο σημαντικοί κριτικοί, ο ένας τού άλλου. Ο καθένας θα έπαιζε την τελευταία σύνθεσή του στον άλλον, ενώ εξακολουθούσαν να εργάζονται πάνω σε αυτήν. Ο Βων Ουίλλιαμς, αργότερα, παρατήρησε: «...αυτά που μαθαίνει κανείς πραγματικά σε μια ακαδημία ή ένα κολλέγιο δεν προέρχονται τόσο από τους επίσημους καθηγητές, όσο από τους συμφοιτητές του ... [συζητήσαμε] κάθε θέμα ξεκάθαρα από τον χαμηλότερο φθόγγο του κόντρα φαγκότου, μέχρι τη φιλοσοφία του μυθιστορήματος "Τζουντ ο αφανής"...».[25] Μάλιστα, το 1949 έγραψε για τη σχέση τους: «Ο Χολστ δήλωσε ότι η μουσική του επηρεάστηκε από αυτήν του φίλου του. Το αντίστροφο είναι -σίγουρα- αλήθεια».[26]
Οι πρώτες συνθέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βων Ουίλλιαμς είχε ένα μικρό ατομικό εισόδημα που, στην αρχή της καριέρας του, συμπλήρωνε με ποικιλία μουσικών δραστηριοτήτων. Παρά το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό όργανο δεν ήταν πολύ της αρεσκείας του, υπήρξε πολύ καλός οργανίστας και, η μόνη θέση που κατείχε ποτέ με ετήσιο μισθό, ήταν όταν έπαιξε στην Εκκλησία του Αγίου Βαρνάβα, στο Σάουθ Λάμπεθ του Λονδίνου, μεταξύ 1895 και 1899, για 50 στερλίνες το χρόνο. Αντιπάθησε τη δουλειά, αλλά επειδή συνεργαζόταν στενά με μια χορωδία, απέκτησε πολύτιμη εμπειρία για τα έργα που συνέθεσε μετέπειτα.[27]
Τον Οκτώβριο του 1897, νυμφεύθηκε την Άντελαϊν Φίσερ και πέρασαν μαζί αρκετούς μήνες στο Βερολίνο. Εκεί, ο Βων Ουίλιαμς γνώρισε τον διάσημο Μαξ Μπρουχ και υπήρξε μαθητής του.[10] Με την επιστροφή τους, εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, αρχικά στο Ουέστμινστερ και, από το 1905, στο Τσέλσι. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά.
Το 1899, ο Βων Ουίλλιαμς πέρασε τις εξετάσεις για το πτυχίο του Διδάκτορα Μουσικής στο Κέιμπριτζ (Doctor of Music) και ο τίτλος απονεμήθηκε επισήμως σε αυτόν το 1901.[28] Το τραγούδι Linden Lea έγινε το πρώτο από τα έργα του που εκτυπώθηκε, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ο Τραγουδιστής (The Singer) τον Απρίλιο του 1902 και, στη συνέχεια, σε ξεχωριστές παρτιτούρες.[29] Εκτός από τη σύνθεση είχε και άλλες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Έγραψε άρθρα για μουσικά περιοδικά και για τη δεύτερη έκδοση του περίφημου Λεξικού Γκρόουβ της Μουσικής και των Μουσικών και επιμελήθηκε τον πρώτο τόμο των Τραγουδιών Καλωσορίσματος του Χένρυ Πέρσελ. Από το 1904 μέχρι το 1906 διετέλεσε μουσικός εκδότης του νέου βιβλίου με ύμνους, Το Αγγγλικό Υμνολόγιο (The English Hymnal), για το οποίο ο ίδιος αργότερα δήλωσε, «τώρα ξέρω ότι δύο χρόνια στενής επαφής με μερικές από τις καλύτερες (καθώς και μερικές από τις χειρότερες) μελωδίες στον κόσμο, ήταν καλύτερη μουσική παιδεία από οσοδήποτε πολλές σονάτες και φούγκες».[30] Ο Βων Ουίλλιαμς αφοσιώθηκε, επίσης, στη λήψη κρισίμων μουσικών αποφάσεων για ολόκληρη την κοινότητα, βοήθησε να ιδρυθεί το ερασιτεχνικό μουσικό φεστιβάλ του Λέιθ Χιλ το 1905, και διορίστηκε βασικός διευθυντής του, θέση που κατείχε μέχρι το 1953.[10]
Στα 1903-1904, ο Βων Ουίλλιαμς ξεκίνησε τη συλλογή λαϊκών, παραδοσιακών τραγουδιών. Είχε πάντα ενδιαφέρον γι’ αυτά και, τώρα, ακολούθησε το παράδειγμα της πρόσφατης γενιάς ενδιαφερομένων, όπως του Σέσιλ Σαρπ και της Λούσυ Μπρόουντγουντ, δηλαδή να ταξιδεύει στην αγγλική ύπαιθρο, να καταγράφει και να μεταγράφει παραδοσιακά τραγούδια που έλεγαν σε διάφορες περιοχές.[31] Οι συλλογές των τραγουδιών δημοσιεύθηκαν, διατηρώντας πολλά που θα μπορούσαν -διαφορετικά- να έχουν εξαφανιστεί, όπως έγινε με τις προφορικές παραδόσεις.
Ο Βων Ουίλλιαμς ενσωμάτωσε ορισμένα από αυτά τα τραγούδια σε δικές του συνθέσεις και, γενικότερα, είναι σαφώς επηρεασμένος από το τροπικό ύφος τους.[32] Αυτό το στοιχείο, μαζί με την αγάπη του για τη μουσική της εποχής των Τυδώρ και Στιούαρτ, βοήθησαν να διαμορφωθεί το ύφος της μουσικής του για το υπόλοιπο της καριέρας του.[10]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Βων Ουίλλιαμς συνέθετε σταθερά, δημιουργώντας τραγούδια, χορωδιακή μουσική, έργα μουσικής δωματίου και ορχηστρικά κομμάτια, βρίσκοντας σταδιακά τις απαρχές του ώριμου ύφους του.[33] Στις συνθέσεις του περιλαμβάνονται το συμφωνικό ποίημα Στην Εξοχή με τους Βάλτους (In the Fen Country, 1904) και η Ραψωδία του Νόρφοκ αρ. 1 (Norfolk Rhapsody No 1, 1906). Ωστόσο δεν παρέμεινε ικανοποιημένος με την τεχνική του ως συνθέτη. Αφού αναζήτησε ανεπιτυχώς να κάνει μαθήματα με τον περίφημο Έλγκαρ και τον Βενσάν ντ’Εντυ στο Παρίσι, τελικά του σύστησαν έναν συνθέτη, πιο μοντερνιστή και όχι δογματικό, τον Μωρίς Ραβέλ.[19]
Ανερχόμενη καριέρα με τον Ραβέλ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ραβέλ, γενικά, ανελάμβανε λίγους μαθητές, ενώ ήταν γνωστός ως απαιτητικός δάσκαλος για εκείνους που συμφωνούσε να διδάξει.[34] Ο Βων Ουίλλιαμς πέρασε τρεις μήνες στο Παρίσι, τον χειμώνα του 1907-8, κάνοντας μαθήματα μαζί του τέσσερις ή πέντε φορές κάθε εβδομάδα. Πάντως, υπάρχει ελάχιστη τεκμηρίωση των συνολικών μαθημάτων που έγιναν, όπως και ο βαθμός στον οποίο ο Γάλλος συνθέτης επηρέασε το ύφος του Ραλφ.[35] Για τον Ραβέλ, λέγεται ότι είχε δηλώσει: «[Ο Βων Ουίλλιαμς] είναι ο μόνος μου μαθητής που δεν γράφει τη μουσική μου».[19] Παρ' όλα αυτά, διάφοροι μουσικολόγοι, βρήκαν τις ορχηστρικές υφές του Βων Ουίλιαμς «ελαφρύτερες και οξύτερες» μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, όπως λ.χ. στο Κουαρτέτο εγχόρδων σε Σολ Ελάσσονα, το On Wenlock Edge, τις Σφήκες και το Μια Θαλασσινή συμφωνία.[36] Ο ίδιος ο Βων Ουίλλιαμς είχε πει ότι, ο Ραβέλ τον βοήθησε να ξεφύγει από το «βαρύ αντιστικτικό τευτονικό ύφος».[37]
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της επιστροφής του από το Παρίσι το 1908 και το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Βων Ουίλλιαμς καθιερώθηκε όλο και περισσότερο στη βρετανική μουσική. Για έναν ανερχόμενο συνθέτη ήταν σημαντικό να παίρνει παραστάσεις στα μεγάλα επαρχιακά φεστιβάλ μουσικής, που προσέδιδαν δημοσιότητα και δικαιώματα εκμετάλλευσης. Το 1910, η μουσική του προβλήθηκε σε δύο από τα μεγαλύτερα και διασημότερα φεστιβάλ της Αγγλίας, με τις πρεμιέρες των έργων Φαντασία πάνω σε ένα θέμα του Τόμας Τάλλις στο Φεστιβάλ Τριών Χορωδιών στον Καθεδρικό Ναό του Γκλώστερ, τον Σεπτέμβριο και Μια Θαλασσινή Συμφωνία στο Φεστιβάλ του Ληντς, τον επόμενο μήνα.[38][39] Τα έργα αυτά απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές ακόμη και από τους πιο αυστηρούς μουσικοκριτικούς της Αγγλίας. Μεταξύ αυτών των επιτυχιών και την έναρξη του Πολέμου, ο Βων Ουίλλιαμς συνέθεσε το Μια Συμφωνία του Λονδίνου (1914). Την ίδια χρονιά έγραψε και το Ο Κορυδαλός πετώντας ψηλά, στην αρχική του μορφή για βιολί και πιάνο.[12]
Παρά την ηλικία του -ήταν σαράντα δύο ετών το 1914-, ο Βων Ουίλλιαμς κατετάγη εθελοντικά κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Συμμετέχοντας στο Βασιλικό Ιατρικό Σώμα Στρατού ως απλός στρατιώτης, οδηγούσε ασθενοφόρα στη Γαλλία και, αργότερα, στην Ελλάδα. Ο συνθέτης ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από τους περισσότερους συντρόφους του, και «η κοπιαστική εργασία στα επικίνδυνα ταξίδια, κατά τις νυκτερινές ώρες με λάσπη και βροχή πρέπει να ήταν περισσότερο από ό, τι μια συνηθισμένη τιμωρία».[10] Ο πόλεμος τού άφησε ανεξίτηλα σημάδια, καθώς έχασε πολλούς συντρόφους και φίλους, συμπεριλαμβανομένου του νεαρού συνθέτη Τζορτζ Μπάττεργουορθ. Το 1917, ο Βων Ουίλλιαμς προήχθη ως υπολοχαγός στο βασιλικό πυροβολικό, αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή, στη Γαλλία, από τον Μάρτιο του 1918 και μετά. Ο συνεχής θόρυβος από τά όπλα έβλαψε σοβαρά την ακοή του και οδήγησε σε κώφωση στα κατοπινά χρόνια.[40] Μετά την ανακωχή τού 1918, υπηρέτησε ως διευθυντής μουσικής στον βρετανικό Πρώτο Στρατό, μέχρι την αποστράτευσή του, τον Φεβρουάριο του 1919.[11]
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βων Ουίλλιαμς σταμάτησε να γράφει μουσική και, μετά την επιστροφή του στην πολιτική ζωή, πήρε κάποιο χρόνο πριν νοιώσει έτοιμος να συνθέσει νέα έργα. Αναθεώρησε κάποια προηγούμενα κομμάτια και έστρεψε την προσοχή του σε άλλες μουσικές δραστηριότητες. Το 1919 αποδέχτηκε την πρόσκληση από τον Χιου Άλλεν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Πάρρυ στη θέση τού διευθυντή, να διδάξει σύνθεση στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής. Παρέμεινε στις σχολές του Κολεγίου για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1921 διαδέχθηκε τον Άλλεν ως μαέστρος της Χορωδίας Μπαχ, του Λονδίνου. Δεν ήταν παρά το 1922, όταν παρήγαγε μια σημαντική νέα σύνθεση, το Μια Ποιμενική Συμφωνία. Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο, τον Μάιο εκείνου τού έτους υπό τη διεύθυνση του Έιντριαν Μπωλτ, ενώ η αμερικανική πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη, τον Δεκέμβριο, δόθηκε υπό τη διεύθυνση του ιδίου τού συνθέτη.[41]
Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920, ο Βων Ουίλλιαμς συνέχισε να συνθέτει, να διευθύνει και να διδάσκει. Ο Κέννεντυ απαριθμεί σαράντα έργα πρεμιέρας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, συμπεριλαμβανομένων των συνθέσεων Λειτουργία σε Σολ Ελάσσονα (1922), Old King Cole (1923), Hugh the Drover και Sir John in Love (1924 και 1928), Flos Campi (1925 ) και Sancta Civitas (1925).[42]Ωστόσο, κατά την ίδια περίοδο, η σύζυγός του Άντελαϊν είχε σοβαρά αρθριτικά προβλήματα και, τα πολυάριθμα σκαλιά στο σπίτι τους στο Λονδίνο, τελικά ανάγκασαν την οικογένεια να μετακομίσει, το 1929, σε ένα πιο βολικό σπίτι, το Ουάιτ Γκέητς, στο Ντόρκινγκ, όπου έζησαν μέχρι τον θάνατό της Άντελαϊν, το 1951. Ο Βων Ουίλλιαμς, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του ως βέρο Λονδρέζο, λυπήθηκε που έφυγαν, αλλά η σύζυγός του ήθελε να ζήσει στην εξοχή, και το Ντόρκινγκ απείχε λογική απόσταση από την πρωτεύουσα.[43]Το 1932, ο Βων Ουίλλιαμς εξελέγη πρόεδρος της Αγγλικής Εταιρίας Λαϊκών Χορών και Τραγουδιών (English Folk Dance and Song Society). Από τον Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, βρισκόταν στις ΗΠΑ ως επισκέπτης λέκτορας στο Κολλέγιο Μπρυν Μωρ της Πενσυλβάνια.[12] Τα κείμενα των ομιλιών του δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο Εθνική Μουσική, το 1934. Εκεί, συνοψίζονται τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά πιστεύω του, πληρέστερα από οτιδήποτε είχε δημοσιευθεί προηγουμένως, και παρέμειναν υπό έκδοση για το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου τού 20ού αιώνα.[10]
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ο Βων Ουίλλιαμς είχε θεωρηθεί ως ηγετική φιγούρα στη βρετανική μουσική, ιδιαίτερα μετά το θάνατο των Έλγκαρ, Φρέντερικ Ντήλιους και Χολστ. Ο θάνατος του τελευταίου ήταν σοβαρό προσωπικό και επαγγελματικό πλήγμα γι’ αυτόν, καθώς, οι δυο τους υπήρξαν πολύ στενοί φίλοι και συνεργάτες από τα κολλεγιακά χρόνια. Μετά τον θάνατο του Χολστ, ο Βων Ουίλιαμς είχε την υποστήριξη και συνεργασία άλλων συναδέλφων, όπως του μαέστρου Μπωλτ και του συνθέτη Τζέραλντ Φίντζι, αλλά ο Χολστ παρέμεινε αναντικατάστατος γι’ αυτόν.[44][45]Σε μερικά από τα έργα τού Βων Ουίλλιαμς, της δεκαετίας του 1930, υπάρχει κάποιος έντονα σκοτεινός, ακόμη και βίαιος «τόνος». Το μπαλέτο Ιώβ: Μια Μάσκα Χορού (1930) και η Τέταρτη Συμφωνία (1935) εξέπληξαν το κοινό και τους κριτικούς.[46] Το διάφωνο και βίαιο ύφος της Τέταρτης Συμφωνίας, που γράφηκε σε μια εποχή αυξανόμενης διεθνούς έντασης, οδήγησε πολλούς μουσικούς και μουσικοκριτικούς να υποθέσουν ότι το έργο ήταν προγραμματική μουσική. Μάλιστα, οι Χιούμπερτ Φος και Φρανκ Χάουις την επονόμασαν ως «Η ρομαντική» και «Η φασιστική», αντίστοιχα. Ο συνθέτης απέρριψε τέτοιες «ερμηνείες» επιμένοντας ότι το έργο ήταν καθαρή μουσική, χωρίς την οποιαδήποτε προγραμματικότητα. Παρ' όλα αυτά, μερικοί μουσικοί που τον γνώριζαν καλά, συμπεριλαμβανομένων των Φος και Μπόουλτ, παρέμειναν πεπεισμένοι ότι, κάτι από το ταραγμένο πνεύμα της εποχής διαπότιζε το έργο.[47]
Καθώς η δεκαετία προχωρούσε, ο Βων Ουίλλιαμς ένοιωσε να του λείπει μουσική έμπνευση και απείχε για αρκετά χρόνια από τη σύνθεση, κάτι που είχε να συμβεί από τον καιρό του Πολέμου. Έτσι, με εξαίρεση την αντιπολεμική καντάτα Δώσε μας την Ελευθερία, το 1936, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει άλλο σημαντικό έργο μέχρι το 1941, όταν ολοκληρώθηκε η πρώτη έκδοση της Πέμπτης Συμφωνίας.[10]
Το 1938, ο συνθέτης γνώρισε την Ούρσουλα Γουντ (1911-2007), σύζυγο ενός αξιωματικού του στρατού. Ήταν ποιήτρια και είχε προσεγγίσει τον συνθέτη με ένα προτεινόμενο σενάριο για ένα μπαλέτο. Παρά το ότι ήταν και οι δύο συζευγμένοι και παρά την πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας -σχεδόν 40 χρόνια-, ερωτεύτηκαν σχεδόν από την πρώτη τους συνάντηση και διατήρησαν τη σχέση τους μυστική για περισσότερο από μία δεκαετία. Η Ούρσουλα έγινε η μούσα του, βοηθός και σύντροφός του στο Λονδίνο και, αργότερα, τον βοήθησε να φροντίσουν μαζί την πάσχουσα σύζυγό του. Το εάν η Άντελαϊν γνώριζε ή υποψιαζόταν, ότι η Ούρσουλα και ο Ραλφ ήταν εραστές, είναι αβέβαιο, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των δύο γυναικών παρέμειναν φιλικές όλα αυτά τα χρόνια που γνωρίζονταν μεταξύ τους. Άλλωστε, το ενδιαφέρον και η φροντίδα του συνθέτη για τη σύζυγό του, ουδέποτε εξέλιπε, σύμφωνα με την Ούρσουλα, η οποία παραδέχτηκε το 1980 -μετά τον θάνατο του Ραλφ- ότι ζήλευε την Άντελαϊν για τη θέση που είχε στη ζωή του συνθέτη, ενώ η αγάπη τους ήταν αδιαμφισβήτητη.[48]
Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βων Ουίλλιαμς ήταν ενεργός στην πολιτική εργασία του πολέμου, ως προεδρεύων της Επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών για την Απελευθέρωση Εγκλείστων μη-Αυτοχθόνων Μουσικών (Committee for the Release of Interned Alien Musicians). Εκτός από αυτό βοήθησε, μεταξύ άλλων, την πιανίστα Μάυρα Χες στην οργάνωση των καθημερινών συναυλιών της Εθνικής Πινακοθήκης, μια επιτροπή για τους πρόσφυγες από τη ναζιστική καταπίεση και το Συμβούλιο για την Προώθηση της Μουσικής και των Τεχνών (CEMA), πρόδρομο του Συμβουλίου Τεχνών. Μάλιστα, το 1940 συνέθεσε την πρώτη κινηματογραφική μουσική του, για την ταινία 49ος Παράλληλος, των διάσημων Βρετανών σκηνοθετών Πάουελ και Πρέσσμπεργκερ.[49]
Το 1942, ο σύζυγος της Ούρσουλα πέθανε ξαφνικά από καρδιακή ανεπάρκεια. Κατόπιν πρόσκλησης τής ίδιας της Άντελαϊν , η Ούρσουλα εκλήθη να μείνει με τους Βων Ουίλλιαμς στο Ντόρκινγκ ως τακτικός επισκέπτης, -μερικές φορές για αρκετές εβδομάδες σε ένα χρόνο. Ο κριτικός Μάικλ Ουάιτ διατύπωσε την άποψη ότι, η Άντελαϊν «όρισε» με τον δικό της φιλικό τρόπο, την Ούρσουλα ως διάδοχό της στη συντροφιά του Ραλφ. Αργότερα, η Ούρσουλα έλεγε ότι, κατά τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών και οι τρεις κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο σε κολλητά κρεβάτια, κρατώντας τα χέρια τους για κουράγιο.[50]
Το 1943, ο Βων Ουίλλιαμς πραγματοποίησε την πρεμιέρα του έργου του Πέμπτη Συμφωνία στα περίφημα Proms. Το γαλήνιο ύφος της σύνθεσης, σε αντίθεση με τη θυελλώδη Τέταρτη Συμφωνία, οδήγησε ορισμένους σχολιαστές να τη θεωρήσουν ως έναν «συμφωνικό αποχαιρετισμό». Ο μουσικοκριτικός Ουίλλιαμ Γκλοκ έγραψε ότι ήταν «σαν το έργο ενός διακεκριμένου ποιητή που δεν έχει τίποτα πολύ καινούργιο να πει, αλλά το λέει σε εξαιρετικά ρέουσα γλώσσα».[51] Η μουσική που έγραψε ο συνθέτης για το BBC, για να εορτασθεί το τέλος του πολέμου, Ευχαριστίες για τη Νίκη, χαρακτηρίστηκε ως «αποφυγή του συνθέτη για οποιαδήποτε πρόταση ρητορικής σοβαροφάνειας».[52] Ωστόσο, κάθε υποψία ότι, ο υπερεβδομηκοντούτης Βων Ουίλλιαμς είχε «περιέλθει σε κατάσταση γαλήνης», διαλύθηκε με τον ερχομό της Έκτης Συμφωνίας (1948), σύνθεση που περιγράφεται από τον κριτικό Γκουίν Πάρρυ-Τζόουνς ως «μία από τις πιο διαταράσσουσες μουσικές εκφάνσεις του 20ου αιώνα», με την εισαγωγή της ως μια «πρωτόγονη κραυγή (sic) που βυθίζει τον ακροατή αμέσως σε έναν κόσμο επιθετικότητας και επικείμενου χάους».[53] Η Έκτη Συμφωνία, γραμμένη κοντά στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, θεωρήθηκε μέσω του pianissimo φινάλε της, ως εξαιρετική απεικόνιση ενός «ερημικού τοπίου καμένου από τα πυρηνικά όπλα». Ο συνθέτης, ωστόσο, και πάλι αντέκρουσε το σκεπτικό περί προγραμματικότητας: «...ποτέ δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν κάποιοι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να θέλει, απλά, να γράψει ένα κομμάτι μουσικής...».[54]
Το 1951, η Άντελαϊν πέθανε, σε ηλικία ογδόντα ετών. Την ίδια χρονιά, η τελευταία όπερα του Βων Ουίλλιαμς, Η Πορεία του Προσκυνητή, ανέβηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ της Βρετανίας. Οι κριτικές ήταν γεμάτες σεβασμό, αλλά το έργο «δεν είχε πιάσει την οπερατική φαντασία του κοινού».[10] Το έργο ανέβηκε ξανά το επόμενο έτος, αλλά δεν ήταν ακόμα μεγάλη επιτυχία. Ο ίδιος ο συνθέτης σχολίασε στην Ούρσουλα, «...δεν τούς αρέσει, ούτε θα τούς αρέσει, δεν θέλουν μια όπερα χωρίς ηρωίδα και ερωτικά ντουέτα. Αλλά δεν με νοιάζει, αυτό είναι που εννοούσα, και έτσι θα παραμείνει...».[55]
Τα τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Φεβρουάριο του 1953, ο Βων Ουίλιαμς νυμφεύθηκε την Ούρσουλα. Έφυγαν από το Ντόρκινγκ και νοίκιασαν ένα σπίτι στο Ρήτζεντ Παρκ του Λονδίνου. Με την ενθάρρυνση της Ούρσουλα, το ζεύγος έγινε πολύ πιο ενεργό κοινωνικά. Ο Βων Ουίλλιαμς ήταν, πλέον, μια ηγετική φυσιογνωμία της βρετανικής μουσικής. Ο ίδιος και η σύζυγός του ταξίδεψαν εκτενώς στην Ευρώπη και, το 1954, επισκέφθηκαν τις ΗΠΑ για άλλη μια φορά, καθώς ο συνθέτης είχε κληθεί να μιλήσει στο Κορνέλ και άλλα πανεπιστήμια και να διευθύνει. Έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής από μεγάλα ακροατήρια και έμεινε συγκλονισμένος από τη ζεστασιά με την οποία τον περιέβαλαν.[56] Από τα τελευταία έργα του συνθέτη, κατά τη δεκαετία του 1950, το Λεξικό Γκρόουβ κάνει ιδιαίτερη μνεία στα Τρία Τραγούδια του Σαίξπηρ (1951), τη χριστουγεννιάτικη καντάτα Hodie (1953-4), τη Σονάτα για Βιολί και, ιδιαίτερα, στα Δέκα Τραγούδια για τον Μπλέηκ (1957), «ένα αριστούργημα λιτότητας και ακρίβειας».[57] Αναμφίβολα, οι 9 συμφωνίες που συνέθεσε ο Βων Ουίλλιαμς, αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς καλύπτουν ευρύ εκφραστικό πεδίο.[9]
Τίτλοι, τιμές, μνημεία και παρακαταθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Βων Ουίλλιαμς αρνήθηκε τον τίτλο του Ιππότη, τουλάχιστον μία φορά, ενώ αρνήθηκε και τη θέση του Διευθυντή Βασιλικής Μουσικής (Master of the King's Music), μετά τον θάνατο του Έλγκαρ. Η μοναδική τιμή που αποδέχτηκε ήταν το παράσημο του Τάγματος της Τιμής (Order of Merit), το 1935, αλλά χωρίς τιμητικό τίτλο, καθώς προτίμησε να παραμείνει απλώς ο «Δρ. Βων Ουίλλιαμς», όπως ήθελε να τον αποκαλούν.[58] Ωστόσο, έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων: Επίτιμος διδάκτορας της μουσικής από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1919), το μετάλλιο Κόμπετ για τις υπηρεσίες στη μουσική δωματίου (1930), το χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1930), την υποτροφία Κολλάρ (1934, σε διαδοχή του Έλγκαρ), τιμητική υποτροφία από τα Κολλέγια Τρίνιτυ και Κέιμπριτζ (1935), το βραβείο Σαίξπηρ του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (1937), το μετάλλιο Άλμπερτ της Βασιλικής Εταιρείας Τεχνών (1955) και το Αναμνηστικό Βραβείο Χάουλαντ του Πανεπιστημίου του Γέιλ (1954).[10][59]
Το Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής ανέθεσε το επίσημο πορτρέτο του συνθέτη στον διάσημο πορτρετίστα Σερ Τζέραρντ Κέλλυ (1952), το οποίο κρέμεται στο Κολέγιο. Η Πινακοθήκη του Μάντσεστερ έχει ένα χάλκινο γλυπτό του συνθέτη από τον Επστάιν (1952) και στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων (NPG) υπάρχουν σχέδια από τους Φίντζι (1947) και Τζούλιετ Πάννετ (1957 και 1958). Επίσης, μια χάλκινη προτομή του συνθέτη, από τον Ντέηβιντ ΜακΦωλ (1956) βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτραίτων και στην είσοδο της αίθουσας μουσικής ανάγνωσης της Βρετανικής Βιβλιοθήκης. Ακόμη, μια προτομή στους Κήπους του Τσέλσι, κοντά στο παλιό σπίτι του. Πάντως, το πιο γνωστό μνημείο του είναι ο ανδριάντας του στο Ντόρκινγκ, έργο του Ουίλλιαμ Φωκ.
Κυριότερα έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπερες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χιου ο Αγωγιάτης ή Αγάπη στις Αποθήκες (Hugh the Drover or Love in the Stocks, 1910-4, αναθ. 1924, 1956)
- Ποιμένες των Ευφρόσυνων Ορέων (Shepherds of the Delectable Mountains, 1922)
- Καβαλλάρηδες προς τη Θάλασσα (Riders to the Sea, 1925-1932)
- Το Δηλητηριασμένο Φιλί ή Η Αυτοκράτειρα και ο Νεκρομάντης (Poisoned Kiss or The Empress and the Necromancer, 1927-9, αναθ. 1934-5, 1936-7, 1956-7)
- Η Πορεία του Προσκυνητή (The Pilgrim’s Progress, 1925-1951)
Μπαλέτα και μάσκες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο Γηραιός Βασιλιάς Κόουλ (Old King Cole, 1923), μπαλέτο με προαιρετική χορωδία
- Τη Νύχτα των Χριστουγέννων (On Christma’s Night, 1925-6), μάσκα
- Ιώβ: Μια Μάσκα Χορού (Job: a Masque for Dancing, 1930), μάσκα
- Η Γαμήλια Ημέρα (The Bridal Day, 1938-9, αναθ. 1952-3), μάσκα
- Τα Πρώτα Χριστούγεννα (The First Nowell, 1958), Χριστουγεννιάτικο θεατρικό για σολίστες χορωδία και ορχήστρα
Ορχήστρα και κοντσέρτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Συμφωνία αρ. 1, Μια Θαλασσινή Συμφωνία (A Sea Symphony, 1903-9), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
- Συμφωνία αρ. 2, Μια Συμφωνία του Λονδίνου (A London Symphony, 1911-3, αναθ. 1918, 1920, 1933), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
- Συμφωνία αρ. 3, Μια Ποιμενική Συμφωνία (A Pastoral Symphony, 1916-21), για S, B, χορωδία και ορχήστρα
- Συμφωνία αρ. 4 σε Φα Ελάσσονα (1931-4)
- Συμφωνία αρ. 5 σε Ρε Μείζονα (1938-43)
- Συμφωνία αρ. 6 σε Μι Ελάσσονα, (1944-7)
- Ανταρκτική Συμφωνία (Sinfonia Antarctica, 1949-52), βασισμένη μερικώς στη μουσική για την κινηματογραφική ταινία Ο Σκοτ της Ανταρκτικής (Scott of the Antarctic, 1949)
- Συμφωνία αρ. 8 σε Ρε Ελάσσονα, (1953-5)
- Συμφωνία αρ. 9 σε Μι Ελάσσονα, (1956-7, αναθ. 1958)
- Σερενάτα σε Λα Ελάσσονα (1898)
- Ηρωική Τριλογία και Θριαμβικός Επίλογος (Heroic Trilogy and Triumphal Epilogue, 1900)
- Βουκολική Σουίτα (1901)
- Στην Εξοχή με τους Βάλτους (In the Fen Country, 1904, αναθ. 1905, 1907, 1908, 1935)
- Ραψωδία του Νόρφοκ αρ. 1 (Norfolk Rapsody No 1, 1906, αναθ. 1914)
- Οι Σφήκες (The Wasps, 1909), σκηνική μουσική πάνω στο έργο του Αριστοφάνη
- Φαντασία πάνω σε ένα θέμα του Τόμας Τάλις (1910, αναθ. 1913, 1919)
- Αγγλικά Λαϊκά Τραγούδια, σουίτα για στρατιωτική μπάντα (1923) και για μεγάλη ορχήστρα (1942), ή μπάντα χάλκινων (1956)
- Πέντε Παραλλαγές του Πλούσιου και του Λαζάρου (Five Variants of Dives and Lazarus, 1939), για άρπα και ορχήστρα εγχόρδων
- Κοντσέρτο Γκρόσο, για τρεις ομάδες εγχόρδων με διαφορετικό επίπεδο τεχνικής η κάθε μία (1950)
- Ο Κορυδαλός Πετώντας Ψηλά (The Lark Ascending, 1914), για βιολί και ορχήστρα
- Άνθος του Αγρού (Flos Campi, 1925), σουίτα για σόλο βιόλα, μικρή χορωδία και μικρή ορχήστρα (εμπνευσμένο από το Άσμα του Σολομώντος)
- Κοντσέρτο για πιάνο σε Ντο Μείζονα (1926-31)
- Σουίτα για βιόλα και μικρή ορχήστρα (1934)
- Κοντσέρτο για όμποε και ορχήστρα εγχόρδων σε Λα Ελάσσονα (1944)
- Κοντσέρτο για δύο πιάνα και ορχήστρα (1946)
- Ρομάντσα σε Ρεb Μείζονα, για φυσαρμόνικα και ορχήστρα (1951-2)
- Κοντσέρτο για τούμπα σε Φα Ελάσσονα (1954)
Μουσική Δωματίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πιάνο Κουιντέτο σε Ντο Ελάσσονα (1903)
- Νυκτερινό και Σκέρτσο για κουιντέτο εγχόρδων (1906)
- Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 1 σε Σολ Ελάσσονα (1908)
- Κουιντέτο Φαντασία για 2 βιολιά, 2 βιόλες και τσέλο (1912)
- Σουίτα μπαλέτου για φλάουτο και πιάνο (1913 - 1924)
- Ρομάντσα και Ποιμενικό για βιολί και πιάνο (1914)
- Ειδύλλιο για βιόλα και πιάνο (αχρονολόγητο, πιθανώς 1914)
- Έξι σπουδές πάνω σε Αγγλικό Δημοτικό Τραγούδι, για βιολοντσέλο (ή κλαρίνο, βιολί, βιόλα) και πιάνο (1926)
- Κουαρτέτο Εγχόρδων αρ. 2 σε Λα Ελάσσονα (1942 - 1944)
- Σονάτα σε Λα Ελάσσονα για βιολί και πιάνο (1952)
- Πρελούδιο και φούγκα σε Ντο Ελάσσονα για εκκλησιαστικό όργανο (1921)
- Εισαγωγή και φούγκα για δύο πιάνα (1947)
Χορωδία και ορχήστρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μια Λειτουργία του Κέιμπριτζ (A Cambridge Mass, 1899), μικρή λειτουργία για SATB, διπλή χορωδία και ορχήστρα
- Προς την Άγνωστη Περιοχή (Towards the Unknown Region, 1905-7), για μικτή χορωδία και ορχήστρα
- Πέντε Μυστικά Τραγούδια (Five Mystic Songs) για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα, οργανοθεσία Τζορτζ Χέρμπερτ (1911)
- Φαντασία πάνω σε Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα (1912)
- Λειτουργία σε Σολ Ελάσσονα για ασυνόδευτη χορωδία (1922)
- Ιερή Πόλη (Sancta Civitas) ορατόριο, κυρίως από το Βιβλίο της Αποκάλυψης (1923-1925)
- Te Deum σε Σολ Μείζονα (1928)
- Benedicite για σοπράνο, χορωδία και ορχήστρα (1929)
- Τρεις χορωδιακoί ύμνοι (1929)
- Magnificat για CA, χορωδία γυναικών και ορχήστρα (1932)
- Δος Υμίν Ειρήνην (Dona Nobis pacem), καντάτα (1936)
- Σερενάτα στη Μουσική (Serenade to Music, 1940), για 16 σόλο φωνές και ορχήστρα, (1938)
- Μια Ελεγεία της Οξφόρδης (An Oxford Elegy) για αφηγητή, μικτή χορωδία και μικρή ορχήστρα (1949)
- 3 Τραγούδια του Σαίξπηρ, για SATB a capella (1951)
- Οι Υιοί του Φωτός (The Sons of Light, 1950), καντάτα για χορωδία και ορχήστρα, κείμενο από την Ούρσουλα Βων Ουίλλιαμς
- Αυτή τη Μέρα (Hodie), καντάτα Χριστουγέννων (1954)
Τραγούδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- On Wenlock Edge, κύκλος τραγουδιών (1909) για τενόρο, πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων, σε ποίηση Α. Ε Housman
- Ανηλεής Ομορφιά (Merciless Beauty) για τενόρο, δύο βιολιά και τσέλο (1921)
- Δέκα Τραγούδια για τον Μπλέικ (Ten Blake Songs 1957) κύκλος τραγουδιών για υψηλή φωνή και όμποε
- 4 Τελευταία Τραγούδια (Four Last Songs) (1954-1958) σε ποιήματα της Ούρσουλα Βων Ουίλλιαμς
3 Vocalises (φωνή χωρίς λόγια) για σοπράνο και κλαρινέτο (1958)
Κινηματογραφική μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 49ος Παράλληλος (49th Parallel, 1940)
- Η Φλαμανδική Φάρμα (The Flemish Farm, 1943)
- Χτυπημένη Χερσόνησος (Stricken Peninsula, 1945)
- Οι έρωτες της Τζοάννα Γκόντεν (The Loves of Joanna Godden, 1946)
- Ο Σκοτ της Ανταρκτικής (Scott of the Antarctic, 1948)
- Η Αγγλία της Ελισάβετ (The England of Elisabeth, 1955)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13900779b. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w67p8x4w. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ CONOR.SI. 19577443.
- ↑ «Краткий биографический словарь зарубежных композиторов» (Ρωσικά) 1969.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 «Kindred Britain»
- ↑ 7,0 7,1 p53185.htm#i531845. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 8,0 8,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ 9,0 9,1 Λεωτσάκος
- ↑ 10,00 10,01 10,02 10,03 10,04 10,05 10,06 10,07 10,08 10,09 Frogley
- ↑ 11,0 11,1 Howes
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 De Savage
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 11
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 13
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 24
- ↑ 16,0 16,1 Vaughan Williams (1964), p. 29
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 31
- ↑ Foreman, p. 38
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Adams, 2013
- ↑ Cobbe, p. 8
- ↑ Kennedy 1980, pp. 37-8
- ↑ Cobbe, p. 9
- ↑ Kennedy 1980, p. 19
- ↑ Dibble, p. 268
- ↑ Moore
- ↑ Vaughan Williams, Ralph. "Holst, Gustav Theodore (1874–1934)", Dictionary of National Biography Archive, Oxford University Press, 1949
- ↑ Cobbe, p. 10
- ↑ Kennedy 1980, p. 44
- ↑ Cobbe, pp. 41-2
- ↑ Kennedy 1980, p. 74
- ↑ Heaney, Michael. "Sharp, Cecil James (1859–1924)"; and de Val, Dorothy, "Broadwood, Lucy Etheldred (1858–1929)", Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, 2008 and 2007
- ↑ Ottaway
- ↑ Kennedy 1980, p. 76
- ↑ Nichols, p. 67
- ↑ Cobbe, p. 11
- ↑ Kennedy 1980, p. 114
- ↑ Nichols, p. 68
- ↑ "Music", The Times, 7 September 1910, p. 11
- ↑ "Leeds Musical Festival", The Times, 14 October 1910, p. 10
- ↑ Moore, p. 54
- ↑ Vaughan Williams (1964), pp. 140, 143
- ↑ Kennedy 1980, p. 112-6
- ↑ Vaughan Williams (1964), pp. 171, 179
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 200
- ↑ Cobbe, pp. 174-5
- ↑ Grove online
- ↑ Schwartz, p. 74
- ↑ Neighbour, p. 337-8, 345
- ↑ "When is an Opera not an Opera? When it could be a Film", Musical Opinion, January 2013, p. 136
- ↑ White, Michael. "The merry widow", The Daily Telegraph, 4 May 2002
- ↑ Glock, William. "Music", The Observer, 18 July 1943, p. 2
- ↑ Lockspeiser, Edward. "Thanksgiving for Victory, for Soprano Solo, Speaker, Chorus and Orchestra by R. Vaughan Williams", Music & Letters, October 1945, p. 243
- ↑ Parry-Jones, Gwyn. "The Inner and Outer Worlds of RVW", Journal of the RVW Society, July 1995
- ↑ Kennedy 1980, p. 302
- ↑ Hayes, Malcolm. "Progress at last", The Independent, 31 October 1997
- ↑ "Vaughan Williams Hailed at Cornell", The New York Times, 10 November 1954, p. 42
- ↑ Ottaway, Hugh and Alain Frogley. "Vaughan Williams, Ralph", Grove Music Online, Oxford University Press,
- ↑ Vaughan Williams (1964), p. 207
- ↑ "Vaughan Williams, Ralph", Who Was Who, Oxford University Press, 2014
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press, Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Kennedy, Michael (1980) [1964]. The Works of Ralph Vaughan Williams (second ed.). Oxford: Oxford University Press.ISBN 978-0-19-315453-7.
- Γιώργος Λεωτσάκος, επιμέλεια λήμματος στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», έκδοση 1981, τόμος 15, σ. 413
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Adams, Byron (2013). "Vaughan Williams's musical apprenticeship". In Alain Frogley and Aidan Thomson. The Cambridge Companion to Vaughan Williams. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19768-7
- Cobbe, Hugh (ed) (2010) [2008]. Letters of Ralph Vaughan Williams. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-958764-3.
- De Savage, Heather (2013). "Chronology". In Alain Frogley and Aidan Thomson. The Cambridge Companion to Vaughan Williams. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-19768-7
- Dibble, Jeremy (2003). Charles Villiers Stanford: Man and Musician. Oxford and New York: Oxford University Press.ISBN 978-0-19-816383-1.
- Foreman, Lewis (1998). Vaughan Williams in Perspective: Studies of an English Composer. Ilminster: Albion Press.ISBN 978-0-9528706-1-6.
- Frogley, Alain. "Williams, Ralph Vaughan (1872–1958)", Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press
- Howes, Frank. "Vaughan Williams, Ralph (1872–1958)", Dictionary of National Biography Archive, Oxford University Press, 1971
- Moore, Jerrold Northrop (1992). Vaughan Williams: A Life in Photographs. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-816296-4
- Neighbour, Oliver (August 2008). "Ralph, Adeline, and Ursula Vaughan Williams: Some Facts and Speculation". Music & Letters. 89: 337–345. doi:10.1093/ml/gcn042.
- Nichols, Roger (1987). Ravel Remembered. London: Faber and Faber. ISBN 978-0-571-14986-5
- Schwartz, Elliott (1982) [1964]. The Symphonies of Ralph Vaughan Williams. New York: Da Capo Press. ISBN 978-0-306-76137-9.
- Ottaway, Hugh (July 1957). "Vaughan Williams's Eighth Symphony". Music & Letters. 38: 213–225.doi:10.1093/ml/xxxviii.3.213. JSTOR 730270
- Vaughan Williams, Ursula (1964). RVW: A Biography of Ralph Vaughan Williams. Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-315411-7.