Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σουάβοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι κατά προσέγγιση θέσεις ορισμένων γερμανικών λαών που αναφέρονται από ελληνορωμαίους συγγραφείς τον 1ο αιώνα. Οι λαοί των Suebian με κόκκινο και άλλοι Irminones με μοβ.

Οι Σουηβοί ή Σουάβοι, Suebi, Suevi, Suavi, ήταν ένας μεγάλος Γερμανικός λαός με καταγωγή από την περιοχή τού Έλβα ποταμού, στην σημερινή Γερμανία και την Τσεχία. Στην πρώιμη Ρωμαϊκή εποχή περιελάμβαναν πολλούς λαούς, με τα ονόματά τους ο καθένας, όπως Mαρκομάνοι, Κουάδοι, Ερμούνδουροι, Σέμνονες, και Λομβαρδοί. Νέες ομάδες που σχηματίστηκαν αργότερα όπως οι Aλαμαννοί και Bαυαροί, και δύο βασίλεια κατά την Περίοδο της Μετανάστευσης, απλά αναφέρονται ως Σουηβοί.[1]

Αν και ο Τάκιτος διευκρίνισε ότι η ομάδα των Σουηβών δεν ήταν η ίδια μία παλιά φυλετική ομάδα, οι Σουηβικοί λαοί συνδέονται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο με τους Ιρμινόνες, μία ομάδα Γερμανικών λαών που διεκδικούσαν προγονικές διασυνδέσεις. Ο Τάκιτος αναφέρει τις σουηβικές γλώσσες και μία γεωγραφική περιοχή «Σουαβία».

Οι Σουηβοί αναφέρθηκαν για πρώτη φορά από τον Ιούλιο Καίσαρα σε σχέση με την εισβολή στη Γαλατία από τον Γερμανό βασιλιά Αριόβιστο κατά τους Γαλατικούς Πολέμους. Σε αντίθεση με τον Τάκιτο, τους περιέγραψε ως έναν ενιαίο λαό, διαφορετικό από τους Μαρκομάννους, εντός της μεγαλύτερης γερμανικής κατηγορίας, τους οποίους έβλεπε ως αυξανόμενη απειλή για τη Γαλατία και την Ιταλία τον 1ο αι. π.Χ., καθώς κινούνταν επιθετικά προς τα νότια, σε βάρος των Γαλατικών φυλών, και εγκαθίδρυαν τη γερμανική παρουσία στις άμεσες περιοχές βόρεια του Δούναβη. Συγκεκριμένα, έβλεπε τους Σουηβούς ως τους πιο πολεμοχαρείς από τους γερμανικούς λαούς.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυγούστου του πρώτου Αυτοκράτορα, η Ρώμη έκανε επιθετικές εκστρατείες στη Γερμανία, ανατολικά του Ρήνου και βόρεια του Δούναβη, ωθούμενη προς τον Έλβα. Αφού υπέστη μία μεγάλη ήττα από τους Ρωμαίους το 9 π.Χ., ο Mαροβόδουος έγινε βασιλιάς ενός σουηβικού βασιλείου, που ιδρύθηκε στα προστατευτικά βουνά και τα δάση της Βοημίας. Οι Σουηβοί δεν προσχώρησαν στη συμμαχία με επικεφαλής τον Αρμίνιο. [2]

Το 69 μ.Χ. οι Σουηβοί βασιλείς Ιταλικός και Σίδο παρείχαν υποστήριξη στη φατρία των Φλαβίων υπό τον Βεσπασιανό. [3]

Υπό τη βασιλεία του Μάρκου Αυρήλιου τον 2ο αι. μ.Χ., οι Μαρκομάννοι, ίσως υπό την πίεση των ανατολικο-γερμανικών φυλών στα βόρεια τους, εισέβαλαν στην Ιταλία. [4]

Μέχρι την Κρίση του 3ου αι., νέες ομάδες Σουηβών είχαν εμφανιστεί και η Ιταλία δέχθηκε εισβολή ξανά από τους Ιθούνγους, ενώ οι Aλαμαννοί λεηλάτησαν τη Γαλατία και εγκατεστάθηκαν στους Agri Decumates. [5] Οι Αλαμαννοί συνέχισαν να ασκούν πίεση στη Γαλατία, ενώ ο Αλαμάννος οπλαρχηγός Χρόκος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του Κωνσταντίνου Α΄ σε Ρωμαίο Αυτοκράτορα.

Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., το σύνορο τού Μέσου Δούναβη, που κατοικούσαν οι Κουάδοι και οι Μαρκομάννοι δέχτηκαν μεγάλους αριθμούς Γότθων και άλλων ανατολικών λαών, που γλίτωσαν από αναταραχές που σχετίζονται με τους Ούννους. Το 406 Σουηβικές φυλές με επικεφαλής τον Ερμέρικ, μαζί με άλλες παραδουνάβιες ομάδες συμπεριλαμβανομένων των Αλανών και των Βανδάλων, διέσχισαν τον Ρήνο και κατέλαβαν τη Γαλατία και την Hispania. Τελικά ίδρυσαν το βασίλειο των Σουηβών στη Γαλισία. Με τη διάλυση της εξουσίας των Ούννων μετά τη μάχη τού Νεντάο υπήρχε επίσης ένα βραχύβιο βασίλειο των Σουηβών στον Δούναβη, υπό τον Ουνιμούνδ. Ηττήθηκαν από τους Οστρογότθους, έναν από τους λαούς ανατολικής καταγωγής, που ήταν σύμμαχοι των Ούννων. Τον 6ο αι. οι Σουηβοί Λογγοβάρδοι μετακινήθηκαν από τον Έλβα για να γίνουν μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του Μέσου Δούναβη, σε ανταγωνισμό με τις δυναστείες από την Ανατολή όπως οι Έρουλοι, οι Γέπιδες και οι Οστρογότθοι .

Κατά τα τελευταία χρόνια της παρακμής της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Σουηβός στρατηγός Ρικίμερ ήταν ο de facto κυβερνήτης της. [6] Οι Λομβαρδοί, με πολλούς παραδουνάβιους λαούς, τόσο Σουηβούς όσο και ανατολικούς, αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και ίδρυσαν το βασίλειο των Λομβαρδών.

Οι Aλαμαννοί, Bαυαροί και Θουρίγγιοι που παρέμειναν στη Γερμανία έδωσαν τα ονόματά τους στις υπάρχουσες ακόμη γερμανικές περιοχές της Σουαβίας, της Βαυαρίας και της Θουριγγίας αντίστοιχα. [7] Οι σουηβικές γλώσσες πιστεύεται ότι είναι η κύρια πηγή των μεταγενέστερων ανώτερων γερμανικών γλωσσών, ειδικά οι ανω-γερμανικές διαλέκτοι που κυριαρχούσαν στη Νότια Γερμανία, την Ελβετία και την Αυστρία, οι οποίες γνώρισαν τη δεύτερη μετατόπιση συμφώνων λίγο μετά το 600 μ.Χ. [8]

Οι ετυμολόγοι εντοπίζουν το όνομα από το πρωτογερμανικό *swēbaz με βάση την πρωτογερμανική ρίζα *swē- που βρίσκεται στην τριτοπρόσωπη ανακλαστική αντωνυμία, δίνοντας τη σημασία "δικός του" λαός, με τη σειρά του από μία παλαιότερη ινδοευρωπαϊκή ρίζα *swe- (πολωνικά swe, swój, swoi, λατινικά sui, ιταλικά suo, σανσκριτικά swa, το καθένα σημαίνει «το δικό του»). [9]

Οι ετυμολογικές πηγές αναφέρουν τα ακόλουθα εθνοτικά ονόματα ως από την ίδια ρίζα: Suiones (από όπου και το όνομα των Σουηδών), Σαμνίτες, Σαβελιανοί και Σαβίνοι, υποδεικνύοντας την πιθανότητα μίας προηγούμενης, πιο εκτεταμένης και κοινής ινδοευρωπαϊκής εθνοτικής ονομασίας, τους δικούς μας ανθρώπους». Σημειωτέον, οι Σέμνονες, γνωστοί στους κλασικούς συγγραφείς ως μία από τις μεγαλύτερες ομάδες των Σουβών, φαίνεται να έχουν επίσης ένα όνομα με την ίδια σημασία, αλλά καταγράφηκε με διαφορετική προφορά από τους Ρωμαίους.

Εναλλακτικά, μπορεί να είναι δάνειο από μία κελτική λέξη για τον «περιπλανώμενο». [10]

Ο λέβης τού Μούσοου (Mušov cauldron), ένας ρωμαϊκός χάλκινος λέβητας, που βρέθηκε το 1988 στον τάφο ενός Γερμανού οπλαρχηγού στο Mušov της Τσεχίας, που χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ.
Ρωμαϊκό χάλκινο αγαλματίδιο αιχμάλωτου Σουηβού. 1ος - 3ος αι. μ.Χ.

Περισσότερες από μία φυλές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καίσαρας τοποθέτησε τους Σουηβούς ανατολικά των Ουβίων, προφανώς κοντά στη σύγχρονη Έσση, στη θέση όπου μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν τους Χατίους, και τους ξεχώρισε από τους συμμάχους τους τους Μαρκομάννους. Μερικοί σχολιαστές πιστεύουν ότι οι Σουηβοί του Καίσαρα ήταν οι μετέπειτα Χάτιοι ή πιθανώς οι Ερμούνδουροι, ή Σέμνονες. [11] Μεταγενέστεροι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο Σουηβοί ευρύτερα, «για να καλύψουν μεγάλο αριθμό φυλών στην κεντρική Γερμανία». [12]

Ενώ ο Καίσαρας τους αντιμετώπιζε ως μόα γερμανική φυλή μέσα σε μία συμμαχία, αν και η μεγαλύτερη και πιο πολεμική, μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Τάκιτος, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Στράβων, διευκρίνισαν ότι οι Σουηβοί «δεν αποτελούν, όπως οι Χάτιοι ή οι Τενκτέριοι, ένα ενιαίο έθνος. Στην πραγματικότητα καταλαμβάνουν περισσότερο από το ήμισυ της Γερμανίας και χωρίζονται σε έναν αριθμό ξεχωριστών φυλών με ξεχωριστά ονόματα, αν και όλες ονομάζονται γενικά Σουηβοί» [13] Αν και κανένας κλασικός συγγραφέας δεν αποκαλεί ρητά τους Χατίους ως Σουηβούς, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23 μ.Χ. – 79 μ.Χ.), ανέφερε στη Φυσική Ιστορία του ότι οι Ιρμινόνες ήταν μία μεγάλη ομάδα συγγενών γερμανικών γενών ή «φυλών» συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο των Σουηβών, αλλά και των Ερμουνδούρων, Χατίων και Ερούσκων. [14] Είτε οι Χάτιοι θεωρήθηκαν ποτέ Σουηβοί είτε όχι, τόσο ο Τάκιτος όσο και ο Στράβων διακρίνουν τα δύο εν μέρει επειδή οι Χάτιοι ήταν περισσότερο εγκατεστημένοι σε μία περιοχή, ενώ οι Σουηβοί παρέμειναν λιγότερο εγκατεστημένοι. [15]

Οι ορισμοί των μεγαλύτερων εθνοτικών ομάδων εντός της Γερμανίας προφανώς δεν ήταν πάντα συνεπείς και σαφείς, ειδικά στην περίπτωση κινητών ομάδων όπως οι Σουηβοί. Ενώ ο Τάκιτος ανέφερε τρία κύρια είδη γερμανικών λαών, τους Iρμίμονες, Iστβαίονες και Iνγαίβονες, ο Πλίνιος προσθέτει συγκεκριμένα δύο ακόμη γένη ή «είδη», τους Bαστάρνες και τους Βανδίλους (Βανδάλους). Οι Βάνδαλοι ήταν φυλές ανατολικά του Έλβα, συμπεριλαμβανομένων των γνωστών Σιλινγών, Γότθων και Βουργουνδών, μία περιοχή που ο Τάκιτος αντιμετώπιζε ως Σουηβική. Το ότι οι Βάνδαλοι μπορεί να είναι ένας ξεχωριστός τύπος γερμανικού λαού, που αντιστοιχεί στη σύγχρονη αντίληψη ως ανατολικο-γερμανικού, είναι μία πιθανότητα που σημείωσε και ο Τάκιτος, αλλά για παράδειγμα οι Βαρίνιοι ονομάζονται Βανδιλικοί από τον Πλίνιο και συγκεκριμένα Σουηβικοί από τον Τάκιτο.

Κάποτε, η κλασική εθνογραφία είχε εφαρμόσει το όνομα Σουηβοί σε τόσες πολλές γερμανικές φυλές, που φαινόταν ότι, στους πρώτους αιώνες μ.Χ., αυτό το εγγενές όνομα θα αντικαθιστούσε το ξένο όνομα «Γερμανοί». [16]

Ο σύγχρονος όρος "Γερμνανοί του Έλβα" καλύπτει ομοίως μία μεγάλη ομάδα γερμανικών λαών, που τουλάχιστον επικαλύπτεται με τους κλασικούς όρους "Σουηβοί" και "Iρμίμονες". Ωστόσο, αυτός ο όρος αναπτύχθηκε κυρίως ως μία προσπάθεια να οριστούν οι αρχαίοι λαοί, που πρέπει να μιλούσαν τις γερμανικές διαλέκτους οι οποίες οδήγησαν στις σύγχρονες άνω γερμανικές διαλέκτους, που ομιλούνται στην Αυστρία, τη Βαυαρία, τη Θουριγγία, την Αλσατία, τη Βάδη-Βυρτεμβέργη και τη γερμανόφωνη Ελβετία. Αυτό προτάθηκε από τον Φρήντριχ Μάουερ ως μία από τις πέντε μεγάλες Kulturkreise ή «ομάδες πολιτισμού», των οποίων οι διάλεκτοι αναπτύχθηκαν στη νότια γερμανική περιοχή από τον 1ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. [17] Εκτός από τη δική του γλωσσική εργασία με σύγχρονες διαλέκτους, αναφέρθηκε επίσης στην αρχαιολογική και λογοτεχνική ανάλυση των γερμανικών φυλών, που είχε κάνει νωρίτερα ο Γκούσταφ Κοσίνα [18] Όσον αφορά αυτές τις προτεινόμενες αρχαίες διαλέκτους, οι Βάνδαλοι, οι Γότθοι και οι Βουργουνδοί αναφέρονται γενικά ως μέλη της Ανατολικής Γερμανικής ομάδας, διακριτή από τους Γερμανούς τού Έλβα.

Ονόματα φυλών σε κλασικές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βόρεια όχθη του Δούναβη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κεραμικό Σουηβών. Μουσείο τού Λόντενγκαου, Λάντενμπουργκ, Γερμανία.

Την εποχή του Καίσαρα, η νότια Γερμανία είχε ένα μείγμα κελτικών και γερμανικών φυλών και δεχόταν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση από γερμανικές ομάδες με επικεφαλής τους Σουηβούς. Όπως περιγράφεται αργότερα από τον Τάκιτο, η σημερινή νότια Γερμανία μεταξύ του Δούναβη, του Μάιν και του Ρήνου είχε ερημωθεί από την αναχώρηση δύο μεγάλων κελτικών εθνών, των Ελβετίων στο σύγχρονο Σουαβοί (Schwaben) και των Bοίων ανατολικότερα κοντά στον Ερκύνιο δρυμό. [19] Επιπλέον, κοντά στο Ερκύνιο δάσος, ο Καίσαρας πίστευε ότι κάποτε ζούσαν οι Κελτικοί Τεκτοσάγοι. Όλοι αυτοί οι λαοί είχαν ως επί το πλείστον κινηθεί από την εποχή του Τάκιτου. Ωστόσο, ο Κάσσιος Δίων έγραψε ότι οι Σουηβοί, που κατοικούσαν πέρα από τον Ρήνο, ονομάζονταν Κέλτες. [20] Αν και αυτό μπορεί να ακολουθεί μία ελληνική παράδοση, δηλ. να χαρακτηρίζονται όλοι οι βάρβαροι λαοί βόρεια των Άλπεων ως Κέλτες.

Ο Στράβων (64/63 π.Χ. – περ. 24 μ.Χ.), στο Βιβλίο IV (6.9) της Γεωγραφίας του συσχετίζει επίσης τους Σουηβούς με τον Ερκύνιο Δρυμό και τη νότια Γερμανία βόρεια του Δούναβη. Περιγράφει μία αλυσίδα βουνών βόρεια του Δούναβη, που μοιάζει με μία χαμηλότερη προέκταση των Άλπεων, πιθανώς τις Άλπεις της Σουαβίας, και ανατολικότερα το δάσος Γαβρέτα, πιθανώς το σύγχρονο δάσος της Βοημίας. Στο Βιβλίο VII (1.3) ο Στράβων αναφέρει συγκεκριμένα ως Σουηβικούς λαούς τους Μαρκομάννους, οι οποίοι υπό τον βασιλιά Mαρόβοδο είχαν μετακομίσει στον ίδιο Ερκύνιο δρυμό με τους Κολδούους (πιθανώς τους Κουάδους), καταλαμβάνοντας μία περιοχή που ονομάζεται "Boihaemum". Αυτός ο βασιλιάς «πήρε την εξουσία και απέκτησε, εκτός από τους προαναφερθέντες λαούς, τους Λούγκιους (μία μεγάλη φυλή), τους Ζούμι, τους Βούτονες, τους Μουγιλόνες, τους Σιβινούς και επίσης τους Σέμνονες, μία μεγάλη φυλή των ίδιων των Σουηβώνν». Μερικές από αυτές τις φυλές ήταν «μέσα στο δάσος» και κάποιες «εκτός αυτού». [21] Ο Τάκιτος επιβεβαιώνει το όνομα "Boiemum", λέγοντας ότι ήταν μία επιβίωση, που σηματοδοτούσε τον παλαιό παραδοσιακό πληθυσμό τού τόπου, τους Κέλτικους Βόιους, αν και ο πληθυσμός είχε αλλάξει. [19]

Ο Τάκιτος περιγράφει μία σειρά από πολύ ισχυρά Σουηβικά κράτη στην εποχή του, που βρίσκονται κατά μήκος βόρεια του Δούναβη, που ήταν τα σύνορα με τη Ρώμη, και εκτείνονται στα εδάφη από όπου πηγάζει ο Έλβας στη Βοημία (σύγχρονη Τσεχία). Πηγαίνοντας από τα δυτικά προς τα ανατολικά οι πρώτοι ήταν οι Ερμουνδούροι, που ζούσαν κοντά στις πηγές του Έλβα και εκτείνονταν κατά μήκος του Δούναβη μέχρι τη Ρωμαϊκή Ραιτία. [22] Ακολούθησαν οι Nαρίστοι, οι Mαρκομάνοι και μετά οι Κουάδοι. Οι Κουάδi βρίσκονται στην άκρη της μεγαλύτερης Σουαβίας, έχοντας τους Σαρμάτες στα νοτιοανατολικά. [23]

Σουηβός Γερμανός με κόμβo (nodus). Bρέθηκε στο Aπτ της Γαλλίας.

Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος ο γεωγράφος δεν δήλωνε πάντα ποιες φυλές ήταν οι Σουηβοί, αλλά κατά μήκος της βόρειας όχθης του Δούναβη, από τα δυτικά προς τα ανατολικά και ξεκινώντας από την «έρημο», που παλαιότερα καταλάμβαναν οι Ελβέτιοι, ονομάζει τους Παρμεκάμους, μετά τους Aδραβεκάμπους και στη συνέχεια ένας «μεγάλος λαός» γνωστός ως Bαιμοί (το όνομα του οποίου φαίνεται να θυμίζει ξανά τους Bοΐους), και μετά οι Ρακάτριαι. Βόρεια των Bαίμων, βρίσκεται το δάσος Λούνα, που έχει ορυχεία σιδήρου και το οποίο βρίσκεται νότια των Κουάδων. Βόρεια των Αδραβαικάμπων, βρίσκονται οι Σουδίνοι και μετά οι Mαρκομάνοι π,ου ζουν στο δάσος Γαμβρέτα. Βόρεια από αυτά, αλλά νότια των βουνών των Σουδητών (τα οποία δεν είναι πιθανό να είναι ίδια με τα σύγχρονα με αυτό το όνομα) βρίσκονται οι Βαρίστοι, οι οποίοι είναι πιθανώς οι ίδιοι με τους «Ναρίστους» τού Τάκιτου που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Ο Ιορδάνης γράφει ότι στις αρχές του 4ου αι. οι Βάνδαλοι είχαν μετακινηθεί στα βόρεια του Δούναβη, αλλά με τους Mαρκομάνους ακόμα στα δυτικά τους και τους Ερμουνδούρους ακόμη στα βόρεια. Ένα πιθανό σημάδι σύγχυσης σε αυτό το σχόλιο είναι ότι εξισώνει την εν λόγω περιοχή, με τη μεταγενέστερη Γεπιδία, η οποία ήταν νοτιότερα, στην Παννονία, τη σύγχρονη Ουγγαρία και ανατολικά του Δούναβη. [24] Γενικά, όπως συζητείται παρακάτω, οι Παραδουνάβιοι Σουηβοί, μαζί με γείτονες όπως οι Βάνδαλοι, προφανώς μετακινήθηκαν προς τα νότια σε ρωμαϊκά εδάφη, νότια και ανατολικά του Δούναβη, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Πλησιάζοντας τον Ρήνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καίσαρας περιγράφει τους Σουηβούς ότι πίεζαν τις γερμανικές φυλές του Ρήνου, όπως τους Τενκτέριους, τους Ουσιπέτες και τους Ουβίους, από τα ανατολικά, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Ενώ τονίζει τον πολεμικό χαρακτήρα τους, γράφει σαν να είχαν μία εγκατεστημένη πατρίδα κάπου ανάμεσα στους Χερούσκους και τους Ουβίους, και χωρισμένους από τους Χρεσούσους από ένα βαθύ δάσος, που ονομάζεται silva Bacenis. Περιγράφει επίσης τους Mαρκομάνους ως μία φυλή διαφορετική από τους Σουηβούς, και επίσης ενεργή στην ίδια συμμαχία. Δεν περιγράφει όμως, πού ζούσαν.

Ο Στράβων έγραψε ότι οι Σουηβοί «υπερέχουν όλους τους άλλους σε δύναμη και αριθμούς». [25] Περιγράφει τους Σουηβικούς λαούς (ελληνικά: έθνη) ότι ήρθαν να κυριαρχήσουν στη Γερμανία μεταξύ του Ρήνου και του Έλβα, με εξαίρεση την κοιλάδα του Ρήνου, στα σύνορα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τις «παράκτιες» περιοχές βόρεια του Ρήνου.

Ο γεωγράφος Πτολεμαίος (π. 90 μ.Χ. – περ. 168 μ.Χ.), σε μία αρκετά εκτενή περιγραφή της Μεγάλης Γερμανίας, [26] κάνει αρκετές ασυνήθιστες αναφορές για τους Σουηβούς μεταξύ του Ρήνου και του Έλβα. Περιγράφει τη θέση τους ως εκτεινόμενη σε μια λωρίδα από τον Έλβα, μέχρι το βόρειο Ρήνο, κοντά στους Σουγάμβρους. Οι "Σουηβοί Λανγοβάρδοι" είναι οι Σουηβοί, που βρίσκονται πιο κοντά στον Ρήνο, πολύ ανατολικά από όπου τους αναφέρουν οι περισσότερες πηγές. Στα ανατολικά των Λανγοβάρδων, βρίσκονται οι "Suevi Angili", που εκτείνονται βόρεια ως τον μέσο Έλβα, επίσης ανατολικά της θέσης, που αναφέρεται σε άλλες πηγές. Εικάζεται ότι ο Πτολεμαίος μπορεί να είχε μπερδευτεί από τις πηγές του, ή ότι αυτή η θέση των Λανγοβάρδων αντιπροσώπευε μία συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία. [27]

Όπως συζητείται παρακάτω, τον 3ο αι. μία μεγάλη ομάδα Σουηβών, που αναφέρεται επίσης ως Αλαμανοί, ανέβηκε στην όχθη του Ρήνου στη σύγχρονη Σουαβία, που προηγουμένως ελεγχόταν από τους Ρωμαίους. Συναγωνίστηκαν σε αυτή την περιοχή με Βουργουνδούς, που είχαν φτάσει από πιο ανατολικά.

Ο Στράβων δεν λέει πολλά για τους Σουηβούς ανατολικά του Έλβα, λέγοντας ότι αυτή η περιοχή ήταν ακόμη άγνωστη στους Ρωμαίους, [28] αλλά αναφέρει ότι ένα μέρος των Σουηβών ζούσε εκεί, αναφέροντας συγκεκριμένα μόνο τους Ερμουνδούρους και τους Λανγοβάρδους . Αλλά αναφέρει ότι αυτοί υπάρχουν λόγω των πρόσφατων ηττών από τα χέρια των Ρωμαίων, που τους είχαν αναγκάσει να περάσουν από το ποτάμι. (Ο Τάκιτος αναφέρει ότι οι Ερμουνδούροι έγιναν δεκτοί αργότερα στα ρωμαϊκά σύνορα στον Δούναβη.) Σε κάθε περίπτωση λέει ότι την ίδια την περιοχή κοντά στον Έλβα την κρατούσαν οι Σοηβοί. [29]

Από τον Τάκιτο και τον Πτολεμαίο μπορούμε να αντλήσουμε περισσότερες λεπτομέρειες:

  • Οι Σέμνονες περιγράφονται από τον Τάκιτο ως «οι αρχαιότεροι και ευγενέστεροι των Σοηβών», και, όπως οι Σουηβοί που περιγράφει ο Καίσαρας, έχουν 100 καντόνια. Ο Τάκιτος λέει ότι «η απεραντοσύνη της κοινότητάς τους τούς κάνει να θεωρούν τους εαυτούς τους επικεφαλής της φυλής των Σουηβών». [30] Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, οι «Σουηβοί Σέμνονες» ζουν στον Έλβα και εκτείνονται ανατολικά ως ένα ποτάμι, που προφανώς πήρε το όνομά τους, τον Σουάβο, πιθανώς τον Όντερ. Νότια από αυτούς τοποθετεί τους Σιλινγούς και μετά, πάλι στον Έλβα, τους Καλουκόνες . Στα νοτιοανατολικά, πιο επάνω στον άνω Έλβα, δεν τοποθετεί τους Ερμουνδούρους, που αναφέρουν άλλοι συγγραφείς (που πιθανώς είχαν μετακινηθεί προς τα δυτικά και έγιναν οι «Tευριοχαίμαι» του Πτολεμαίου και οι μεταγενέστεροι Θουρίγγιοι), αλλά οι Bαινοχαίμαι (το όνομα των οποίων φαίνεται να σχετίζεται κάπως με το σύγχρονο όνομα Βοημία και κατά κάποιο τρόπο προέρχεται από το παλαιότερο τοπωνύμιο, που αναφέρουν ο Στράβων και ο Τάκιτος ως πρωτεύουσα του βασιλιά Μαροβόδου, αφού εγκατέστησε τους Μαρκομάνους του στον Ερκύνιο δρυμό). Ένα μνημείο επιβεβαιώνει ότι οι Ιουθούνγοι, που πολέμησαν τους Ρωμαίους τον 3ο αι. και συνδέονταν με τους Αλαμάννους, ήταν Σέμνονες.
  • Οι Λανγοβάρδοι ζούσαν λίγο πιο μακριά από τα σύνορα της Ρώμης,σε «λιγοστούς αριθμούς», αλλά «περιτριγυρισμένοι από μία σειρά από πιο ισχυρές φυλές» και διατηρούνται ασφαλείς «τολμώντας τους κινδύνους του πολέμου» σύμφωνα με τον Τάκιτο. [31]
  • Ο Τάκιτος ονομάζει επτά φυλές, που ζουν «δίπλα» μετά τους Λανγοβάρδους, «περιφραγμένες από ποτάμια ή δάση» που εκτείνονται «στις απομακρυσμένες περιοχές της Γερμανίας». Όλοι αυτοί λάτρευαν τη Νέρθα, ή τη Μητέρα Γη, της οποίας το ιερό άλσος βρισκόταν σε ένα νησί στον Ωκεανό (προφανώς στη Βαλτική Θάλασσα): Ρευδίγνοι, Aβίονες, Άνγλιοι, Βαρίνοι, Eυδόσες, Σουαρίνοι και Nουίτονες. [31]
  • Στις εκβολές του Έλβα (και στη χερσόνησο της Δανίας), οι κλασικοί συγγραφείς δεν τοποθετούν κανέναν Σουηβό, αλλά μάλλον τους Χάουκους στα δυτικά του Έλβα και τους Σάξονες στα ανατολικά και στον «λαιμό» της χερσονήσου. .

Σημειώστε ότι ενώ είναι πιθανά διάφορα λάθη και σύγχυση, ο Πτολεμαίος τοποθετεί τους Άνγλες και τους Λανγκοβάρδους δυτικά του Έλβα, όπου μπορεί πράγματι να ήταν παρόντες σε ορισμένες χρονικές στιγμές, δεδομένου ότι οι Σουηβοί ήταν συχνά κινούμενοι.

Ανατολικά του Έλβα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω ότι εκτείνονται μεταξύ του Έλβα και του Όντερ, οι κλασικοί συγγραφείς τοποθετούν τους Σουηβούς Σέμνονες. Ο Πτολεμαίος τοποθετεί τους Σιλινγούς στα νότιά τους, στο τμήμα μεταξύ αυτών των ποταμών. Αυτοί οι Σιλινγοί εμφανίζονται στη μετέπειτα ιστορία ως κλάδος των Βανδάλων, και επομένως ήταν πιθανό να ομιλούν ανατολικο-γερμανικές διαλέκτους. Το όνομά τους συνδέεται με τη μεσαιωνική Σιλεσία. Πιο νότια στον Έλβα βρίσκονται οι Bαινοχαίμαι και -μεταξύ αυτών και των Ασκιβουργίων βουνών- ο Πτολεμαίος ονομάζει μία φυλή, που ονομάζεται Batini (Βατεινοὶ), προφανώς βόρεια και/ή ανατολικά του Έλβα.

Σύμφωνα με τον Τάκιτο, γύρω στα βόρεια των Παραδουνάβιων Μαρκομάνων και Κουάδων, «κατοικώντας σε δάση και σε βουνοκορφές», ζουν οι Μαρσίγνοι και Βούροι, που «με τη γλώσσα και τον τρόπο ζωής τους μοιάζουν με τους Σουηβούς». [32] (Οι Γοτίνοι και οι Όσοι που ζουν εν μέρει υποκείμενοι στους Κουάδους, για τους οποίους ο Τάκιτος λέει ότι μιλούν αντίστοιχα Γαλατικά και Παννονικά, και επομένως δεν είναι Γερμανοί.) Ο Πτολεμαίος τοποθετεί επίσης τους "Λούγους Βούρους" σε βουνά, μαζί με μία φυλή που ονομάζεται Κορκόντοι. Αυτά τα βουνά, που εκτείνονται από κοντά στον άνω Έλβα μέχρι τις πηγές του Βιστούλα, τα ονομάζει Ασκιβούργια όρη. Μεταξύ αυτών των βουνών και των Κουάδων προσθέτει αρκετές φυλές: από βορρά προς νότο αυτές είναι οι Σιδόνες, Κοτίνοι (πιθανώς Γοτίνοι τού Taάκιτου) και οι Βισβούργοι. Στη συνέχεια υπάρχει το Ορκύνιο (Ερκύνιο) δάσος, το οποίο ο Πτολεμαίος ορίζει με σχετικά περιορισμένα όρια, και μετά οι Κουάδοι.

Πέρα από αυτήν την οροσειρά (πιθανώς τα σύγχρονα Σουδητικά) όπου ζούσαν οι Μαρσίγνι και Βούρι, στην περιοχή της σύγχρονης νοτιοδυτικής Πολωνίας, ο Τάκιτος ανέφερε ένα πλήθος φυλών, το πιο διαδεδομένο όνομα των οποίων ήταν οι Λούγιοι. Αυτά περιελάμβαναν τους Αρίους, Ελβεκόνες, Mανίμους, Ελισίους και Nααρβάλους. [32] (Ο Τάκιτος δεν αναφέρει τη γλώσσα των Λουγίων.) Όπως προαναφέρθηκε, ο Πτολεμαίος κατηγοριοποιεί τους Βούρους στους Λουγίους και όσον αφορά τους Λούγιους βόρεια των βουνών, ονόμασε δύο μεγάλες ομάδες, τους Λουγίους Ομάνους και τους Λουγίους Διδούνους, που ζουν ανάμεσα στον ποταμό «Σουάβο» (πιθανόν ο Ζάαλε (Σορβ Σολάβα) ή ο ποταμός Όντερ) και ο Βιστούλα, νότια των Βουργουνδών.

Παράσταση αιχμάλωτου Σουηβού σε ρωμαϊκή χάλκινη μορφή.

Αυτοί οι Βουργουνδοί, που σύμφωνα με τον Πτολεμαίο ζούσαν μεταξύ των Γερμανών της Βαλτικής Θάλασσας και των Λουγίων, εκτεινόμενοι μεταξύ των ποταμών Σουάβου και Βιστούλα, περιγράφηκαν από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (σε αντίθεση με τον Τάκιτο) ως όχι Σουηβοί, αλλά Βανδίλοι, μεταξύ των οποίων συμπεριέλαβε και τους Γότθους, και τους Βαρινούς: και οι δύο ήταν λαοί που ζούσαν βόρεια από αυτούς ,κοντά στις ακτές της Βαλτικής. Οι «Βανδίλοι» του Πλίνιου γενικά πιστεύεται ότι ομιλούσαν αυτό που οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι αναφέρουν ως ανατολικογερμανικά. Μεταξύ των παράκτιων Σαξόνων και των Σουηβών της ενδοχώρας, ο Πτολεμαίος ονομάζει τους Τευτονάρους και τους «Βιρούνους» (πιθανώς οι Βαρίνοι του Τάκιτου), και ανατολικότερα, μεταξύ των παράκτιων Φαροντίνων και των Σουηβών βρίσκονται οι Τεύτονες και μετά οι Αβάρνοι. Πιο ανατολικά πάλι, μεταξύ των Βουργουνδών και των παράκτιων Ρουγικλέων βρίσκονταν οι «Aιλβαίονες» (πιθανώς οι Ελβεκόναι του Τάκιτου).

Ο Τάκιτος ονόμασε τη Βαλτική Θάλασσα Σουαβία. Ο Πομπόνιος Μέλα έγραψε στην Περιγραφή τού Κόσμου (III.3.31) πέρα από τα νησιά της Δανίας είναι «ο πιο μακρινός λαός της Γερμανίας, οι Ερμιόνες».

Βόρεια των Λουγίων, κοντά στη Βαλτική Θάλασσα, ο Τάκιτος τοποθετεί τους Γότθονες (Γότθους), τους Ρουγίους και τους Λεμόβιους. Αυτές οι τρεις γερμανικές φυλές μοιράζονται την παράδοση να έχουν βασιλείς, καθώς και παρόμοια όπλα: στρογγυλές ασπίδες και κοντά σπαθιά. [32] Ο Πτολεμαίος λέει ότι ανατολικά των Σαξόνων, από τον ποταμό "Χαλούσο" έως τον "Σουάβο" ποταμό βρίσκονται οι Φαροδίνοι, μετά οι Σιδίνοι μέχρι τον ποταμό "Βιάδουα" και μετά από αυτούς οι "Ρουγίκλεοι" μέχρι τον ποταμό Βιστούλα (πιθανότατα οι «Ρούγιοι» του Τάκιτου). Δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για Σουηβούς.

Στη θάλασσα, τα κράτη των Σουιόνων, «ισχυρών σε πλοία» είναι, σύμφωνα με τον Τάκιτο, οι Γερμανοί με τη θάλασσα Σουηβική (Βαλτική) στη μία πλευρά και μία «σχεδόν ακίνητη» θάλασσα στην άλλη, πιο απομακρυσμένη πλευρά. Οι σύγχρονοι σχολιαστές πιστεύουν ότι αυτό αναφέρεται στη Σκανδιναβία. [33] Συνορεύουν στενά με τους Σουίονες και μοιάζουν πολύ με αυτούς, οι φυλές των Σιτόνων. [34] Ο Πτολεμαίος περιγράφει τη Σκανδιναβία ότι κατοικούνταν από τους Χαιδίνους στα δυτικά, τους Φαβόνες και οι Φιραίσοι στα ανατολικά, οι Φίννοι στα βόρεια, οι Γαύται και οι Δαυκίονες στα νότια και οι Λεβόνοι στη μέση. Δεν τους περιγράφει ως Σουηβούς.

Ο Τάκιτος περιγράφει τους μη Γερμανούς Aιστίους στην ανατολική ακτή της «Σουηβικής θάλασσας» (Βαλτικής), «των οποίων οι τελετουργίες και οι μόδες και το στυλ ντυσίματος είναι αυτές των Σουηβών, ενώ η γλώσσα τους μοιάζει περισσότερο με τη Βρετανική». [34] Αφού έδωσε αυτή την αφήγηση, ο Τάκιτος λέει: «Εδώ τελειώνει η Σουαβία». [35] Επομένως, για τον Τάκιτο γεωγραφικά η "Σουαβία" περιλαμβάνει ολόκληρη την περιφέρεια της Βαλτικής Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων των φυλών που δεν προσδιορίζονται ως Σουάβοι ή ακόμη και ως Γερμανικές. Από την άλλη πλευρά, ο Τάκιτος θεωρεί ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει μόνο μία Σουαβική περιοχή, αλλά ότι οι σουαβικές γλώσσες και τα σουαβικά έθιμα συμβάλλουν στο να γίνει μία συγκεκριμένη φυλή λίγο-πολύ «Σουαβική». [36]

Πολιτιστικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καίσαρας σημείωσε ότι αντί για καλλιέργειες σιτηρών, αφιέρωναν χρόνο στην κτηνοτροφία και στο κυνήγι. Φορούσαν δέρματα ζώων, λούζονταν σε ποτάμια, κατανάλωναν γάλα και προϊόντα κρέατος και απαγόρευαν το κρασί, κάνοντας εμπόριο μόνο στα λάφυρά τους, διαφορετικά δεν είχαν αγαθά για εξαγωγή. Δεν είχαν ιδιωτική ιδιοκτησία γης και δεν τους επιτρεπόταν να διαμένουν σε ένα μέρος για περισσότερο από ένα χρόνο. Χωρίζονταν σε 100 καντόνια, καθένα από τα οποία έπρεπε να παρέχει και να υποστηρίζει 1000 ένοπλους άνδρες για τη συνεχή επιδίωξη του πολέμου.

Αιχμάλωτος με σουαβικό κόμπο. Εθνικό Μουσείο Ρουμανικής Ιστορίας

Ο Στράβων περιγράφει τους Σουάβους και τους ανθρώπους από το μέρος τού κόσμου τους ως εξαιρετικά ευκίνητους και νομαδικούς, σε αντίθεση με τις πιο εγκατεστημένες και αγροτικές φυλές, όπως οι Χάτιοι και οι Χερούσκοι:

...δεν καλλιεργούν το έδαφος, ούτε αποθηκεύουν τρόφιμα, αλλά ζουν σε μικρές καλύβες, που είναι απλώς προσωρινές κατασκευές. Και ζουν ως επί το πλείστον από τα κοπάδια τους, όπως κάνουν οι νομάδες, έτσι ώστε, ως μίμηση των νομάδων, φορτώνουν τα οικιακά τους υπάρχοντα στις σκεπαστές άμαξές τους και με τα κτήνη τους πηγαίνουν, όπου νομίζουν καλύτερα.

Αξιοσημείωτο στις κλασικές πηγές είναι ότι οι Σουάβοι μπορούν να αναγνωριστούν από το στυλ των μαλλιών τους, που ονομάζεται " Σουαβικός κόμβος", ο οποίος "διακρίνει τον ελεύθερο από τον σκλάβο". [37] ή με άλλα λόγια χρησίμευε ως σήμα κοινωνικής βαθμίδας. Στο ίδιο απόσπασμα επισημαίνεται ότι οι αρχηγοί «χρησιμοποιούν ακόμη πιο περίτεχνο ύφος».

Ο Τάκιτος αναφέρει τη θυσία ανθρώπων, που ασκούνταν από τους Σέμνονες σε ένα ιερό άλσος [30] και τη δολοφονία σκλάβων, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές της Νέρθους, που ασκούσαν οι φυλές τού Σλέσβιχ-Χολστάιν. [31] Ο αρχιερέας των Νααρβαλίων ντύνεται γυναίκα και αυτή η φυλή λατρεύει επίσης σε άλση. Οι Άριοι πολεμούν τη νύχτα βαμμένοι μαύροι. Οι Σουίωνες διαθέτουν στόλους κωπηλατικών σκαφών με πλώρη και στα δύο άκρα.

Προτεινόμενη θεωρία για την κατανομή των πρωτογενών ομάδων γερμανικών διαλέκτων στην Ευρώπη γύρω στο 1 μ.Χ.

Ενώ υπάρχει πιθανή συζήτηση για το εάν όλες οι φυλές, που προσδιορίζονται από τους Ρωμαίους ως Γερμανικές, μιλούσαν μία γερμανική γλώσσα, οι Σουάβοι γενικά θεωρείται ότι μιλούσαν μία ή περισσότερες γερμανικές γλώσσες. Ο Τάκιτος αναφέρεται σε σουαβικές γλώσσες, υπονοώντας ότι υπήρχαν περισσότερες από μία μέχρι το τέλος του 1ου αι. Συγκεκριμένα, οι Σουάβοι συνδέονται με την έννοια μίας «Γερμανικής Έλβας» ομάδας πρώιμων διαλέκτων, που ομιλούνται από τους Ιρμινόνες, που εισήλθαν στη Γερμανία από τα ανατολικά και προέρχονται από τη Βαλτική. Στην ύστερη κλασική εποχή, αυτές οι διάλεκτοι, που τώρα βρίσκονται στα νότια του Έλβα, και εκτείνονται κατά μήκος του Δούναβη μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνώρισαν τη μετατόπιση των συμφώνων στα ανώτερα γερμανικά, που ορίζει τις σύγχρονες ανώτερες γερμανικές γλώσσες και στην πιο ακραία μορφή της, τα ανώτερα γερμανικά. [38]

Τα σύγχρονα Σουαβικά Γερμανικά, και τα Αλαμανικά Γερμανικά ευρύτερα, "υποτίθεται ότι έχουν εξελιχθεί τουλάχιστον εν μέρει" από τους Σουάβους. [39] Ωστόσο, η Βαυαρική, η Θουριγγική διάλεκτος, η Λομβαρδική γλώσσα που ομιλείται από τους Λομβαρδούς της Ιταλίας και η ίδια η τυπική «Ανώτατη Γερμανική», προέρχονται επίσης τουλάχιστον εν μέρει από τις διαλέκτους, που μιλούν οι Σουάβοι. (Τα μόνα μη σουαβικά ανάμεσα στις κύριες ομάδες των ανώτερων γερμανικών διαλέκτων είναι τα Γερμανικά της Άνω Φραγκονίας, αλλά αυτό βρίσκεται στα μεταβατικά σύνορα με τα Κεντρικά Γερμανικά, όπως και η γειτονική Θουριγγική.) [38]

Ιστορικά γεγονότα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Aριόβιστος και οι Σουάβοι το 58 π.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μαρμάρινη προτομή του Ιουλίου Καίσαρα, 1ος αι. μ.Χ. Πρόσφατη ανακάλυψη στο νησί της Παντελερίας.

Ο Ιούλιος Καίσαρας (100 π.Χ. – 15 Μαρτίου 44 π.Χ.) περιγράφει τους Σουάβους στην αφήγηση του από πρώτο χέρι, Περί του Γαλατικού Πολέμου (De Bello Gallico), [40] ως το «μεγαλύτερο και το πιο πολεμικό έθνος από όλους τους Γερμανούς».

Ο Καίσαρας αντιμετώπισε έναν μεγάλο στρατό με επικεφαλής έναν Σουάβο βασιλιά ονόματι Aριόβιστο το 58 π.Χ., ο οποίος είχε εγκατασταθεί εδώ και αρκετό καιρό στη Γαλατία, μετά από πρόσκληση των Γαλατών Aρβέρνων και Σηκουανών ως μέρος τού πολέμου τους ενάντια στους Aιδούους. Είχε ήδη αναγνωριστεί ως βασιλιάς από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ο Αριόβιστος απαγόρευσε στους Ρωμαίους να εισέλθουν στη Γαλατία. Ο Καίσαρας από την άλλη είδε τον εαυτό του και τη Ρώμη ως σύμμαχο και υπερασπιστή των Aιδούων.

Οι δυνάμεις που αντιμετώπισε ο Καίσαρας στη μάχη αποτελούνταν από τους " Αρούδες, Mαρκομάνους, Tριβόκους, Βανγιόνες, Nεμέτες, Σεδούσιους και Σουάβους". Ενώ ο Καίσαρας προετοιμαζόταν για σύγκρουση, μία νέα δύναμη των Σουάβων προωθήθηκε στον Ρήνο από δύο αδέλφια, τον Νασούα και τον Κιμβέριο, αναγκάζοντας τον Καίσαρα να επιυεθεί, για να προσπαθήσει να αποφύγει τη συνένωση δυνάμεων.

Ο Καίσαρας νίκησε τον Aριόβιστο στη μάχη, αναγκάζοντάς τον να διαφύγει πέρα από τον Ρήνο. Όταν διαδόθηκε η είδηση αυτού του γεγονότος, οι φρέσκες δυνάμεις των Σουάβων γύρισαν πίσω με κάποιο πανικό, γεγονός που οδήγησε τις τοπικές φυλές στον Ρήνο να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και να τους επιτεθούν.

Ο Καίσαρας και οι Σουάβοι το 55 π.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρεται επίσης στις αφηγήσεις του Καίσαρα για τους Γαλατικούς πολέμους, ότι οι Σουάβοι αποτελούσαν μία άλλη απειλή το 55 π.Χ. [41] Οι Γερμανοί Ούβιοι, που είχαν συνάψει συμμαχία με τον Καίσαρα, παραπονιούνταν για παρενόχληση από τους Σουάβους. Οι Tενκτέροι και οι Ουσιπέτες, που είχαν ήδη αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, προσπάθησαν να διασχίσουν τον Ρήνο και να εισέλθουν στη Γαλατία με τη βία. Ο Καίσαρας γεφύρωσε τον Ρήνο, ο πρώτος γνωστός που το έκανε, με μία πασσαλόπηκτη γέφυρα, που αν και θεωρήθηκε θαύμα, διαλύθηκε μετά από μόλις 18 ημέρες. Οι Σουάβοι εγκατέλειψαν τις πόλεις τους που ήταν πιο κοντά στους Ρωμαίους, υποχώρησαν στο δάσος και συγκέντρωσαν στρατό. Ο Καίσαρας επέστρεψε στη γέφυρα και την έσπασε, δηλώνοντας ότι είχε επιτύχει τον στόχο του να προειδοποιήσει τους Σουάβους. Αυτοί με τη σειρά τους υποτίθεται ότι σταμάτησαν να παρενοχλούν τους Ουβίους. Οι Ούβιοι αργότερα επανεγκαταστάθηκαν στη δυτική όχθη του Ρήνου, στη ρωμαϊκή επικράτεια.

Διάβαση Ρήνου του 29 π.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κάσσιος Δίων (π. 150 – 235 μ.Χ.) έγραψε την ιστορία της Ρώμης για το ελληνικό κοινό. Ανέφερε ότι, λίγο πριν από το 29 π.Χ., οι Σουάβοι διέσχισαν τον Ρήνο, μόνο για να ηττηθούν από τον Γάιο Καρρίνα, ο οποίος, μαζί με τον νεαρό Οκταβιανό Καίσαρα, πανηγύρισε έναν θρίαμβο το 29 π.Χ. [42] Λίγο αργότερα, εμφανίζονται να πολεμούν μία ομάδα Δακών σε μία παράσταση μονομάχων στη Ρώμη, στον εορτασμό τού καθαγιοασμού τού ιερού τού ήρωα Ιουλίου.

Η νίκη του Δρούσου το 9 π.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σουητώνιος (π. 69 μ.Χ. – μετά το 122 μ.Χ.), κάνει σύντομη αναφορά στους Σουάβους σε σχέση με την ήττα τους από τον Νέρωνα Κλαύδιο Δρούσο το 9 π.Χ. Λέει ότι οι Σουάβοι και οι Σουγάμβροι «υποτάχθηκαν σε αυτόν και οδηγήθηκαν στη Γαλατία και εγκαταστάθηκαν σε εδάφη κοντά στον Ρήνο», ενώ οι άλλοι Γερμανοί ωθήθηκαν «στην πιο μακρινή πλευρά του ποταμού Άλβι» (Έλβα). [43] Πρέπει να εννοούσε την προσωρινή στρατιωτική επιτυχία του Δρούσου, καθώς είναι απίθανο ο Ρήνος να καθαρίστηκε από τους Γερμανούς. Σε άλλο σημείο προσδιορίζει τους εποίκους ως 40.000 αιχμαλώτους πολέμου, μόνο ένα κλάσμα του ετήσιου στρατεύματος πολιτοφυλακής. [44]

Ο Φλώρος (π. 74 μ.Χ. – π. 130 μ.Χ.), δίνει μία πιο λεπτομερή εικόνα των επιχειρήσεων του 9 π.Χ. Αναφέρει ότι οι Χερούσκοι, Σουάβοι και Σικάμβροι συνήψαν συμμαχία σταυρώνοντας είκοσι Ρωμαίους εκατόνταρχους, αλλά ότι ο Δρούσος τους νίκησε, κατέσχεσε τη λεία τους και τους πώλησε ως σκλάβους. [45] Πιθανώς μόνο το πολεμικό μέρος πωλήθηκε, καθώς οι Σουάβοι συνεχίζουν να εμφανίζονται στις αρχαίες πηγές.

Η αναφορά τού Φλώρου για την ειρήνη που έφερε στη Γερμανία ο Δρούσος, είναι λαμπερή αλλά πρόωρη. Κατασκεύασε «περισσότερα από πεντακόσια οχυρά» και δύο γέφυρες, που φυλάσσονταν από στόλους. «Άνοιξε έναν δρόμο μέσα από τον Ερκύνιο Δρυμό», κάτι που υπονοεί, αλλά δεν δηλώνει ανοιχτά ότι είχε υποτάξει τους Σουάβους. «Με μία λέξη, υπήρχε τέτοια ειρήνη στη Γερμανία, που οι κάτοικοι φαίνονταν αλλοιωμένοι... και το κλίμα ήταν πιο ήπιο και απαλό από ό,τι ήταν παλιά».

Στα Χρονικά τού Τάκιτου αναφέρεται ότι μετά την ήττα του 9 π.Χ. οι Ρωμαίοι έκαναν ειρήνη με τον Mαροβόδουο, ο οποίος περιγράφεται ως βασιλιάς των Σουάβων. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά οποιουδήποτε μόνιμου βασιλιά των Σουάβων. [46] Ωστόσο, ο Mαροβόδουος στις περισσότερες πηγές αναφέρεται ως ο βασιλιάς των Mαρκομάνων, μία φυλετική ονομασία που είχε ήδη ξεχωρίσει από τους Σουάβους στην εποχή του Καίσαρα. (Όπως συζητήθηκε παραπάνω, δεν είναι σίγουρο ποιοι Σουάβοι ήταν οι Σουάβοι του Καίσαρα, αλλά τουλάχιστον διακρίνονταν από τους Μαρκομάνους.) Ωστόσο, ο Mαροβόδιος περιγράφηκε επίσης ως Σουάβος και η συσχέτισή του με τους Mαρκομάνους έρχεται πιο συγκεκριμένα, αφού οι Λανγοβάρδοι και οι Σέμνονες ειπώθηκε συγκεκριμένα ότι εγκατέλειψαν το βασίλειό του, ενώ ήταν προηγουμένως υπό την κυριαρχία του. Κάποια στιγμή σε αυτήν την περίοδο οι Mαρκομάνοι είχαν εγκατασταθεί στις δασικές περιοχές, που κάποτε κατοικούσαν οι Bόιοι, μέσα και γύρω από τη Βοημία, υπό την κυριαρχία του.

Ο Αύγουστος σχεδίαζε το 6 μ.Χ. να καταστρέψει το βασίλειο του Mαροβόδουου, το οποίο θεωρούσε πολύ επικίνδυνο για τους Ρωμαίους. Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Τιβέριος διέταξε12 λεγεώνες να επιτεθούν στους Μαρκομάνους, αλλά το ξεκίνημα μίας εξέγερσης στην Ιλλυρία και η ανάγκη για στρατεύματα εκεί, ανάγκασαν τον Τιβέριο να συνάψει συνθήκη με τον Μαροβόδιο και να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά. [47]

Ρωμαϊκή ήττα το 9 μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος τού Δρούσου, οι Χερούσκοι εξολόθρευσαν τρεις λεγεώνες στη μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού και στη συνέχεια «... η Αυτοκρατορία ... ελέγχθηκε στις όχθες του Ρήνου». Ενώ μπορεί να εμπλέκονταν στοιχεία των Σουάβων, αυτή ήταν μία συμμαχία που αποτελούταν κυρίως από μη σουαβικές φυλές από τη βορειοδυτική Γερμανία, τους Χερούσκους, Mαρσούς, Χατίους, Bρουκτέρους, Χαούκους και Σικάμβρους. Το βασίλειο των Mαρκομάνων και οι σύμμαχοί τους έμειναν έξω από τη σύγκρουση και όταν ο Mαροβόδουος έστειλε το κεφάλι τού ηττημένου Ρωμαίου στρατιωτικού διοικητή Βάρου, το έστειλε στη Ρώμη για ταφή. Μέσα στη δική του συμμαχία υπήρχαν διάφοροι σουαβικοί λαοί, οι Ερμουνδούροι, οι Κουάδοι, οι Σέμνονες, οι Λούγιοι, οι Ζούμοι, οι Βουτόνες, οι Μουγιλόνες, οι Σιβίνι και οι Λανγοβάρδοι.

Επακόλουθα του 9 μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ρωμαϊκά όρια (limes) και σύγχρονα σύνορα.

Στη συνέχεια, ο Αύγουστος τοποθέτησε τον Γερμανικό, τον γιο του Δρούσου, επικεφαλής των δυνάμεων του Ρήνου και αυτός, αφού αντιμετώπισε μία ανταρσία μεταξύ των στρατευμάτων του, προχώρησε εναντίον των Χερούσκων και των συμμάχων τους, σπάζοντας τη δύναμή τους τελικά στη μάχη τού Ιδισταβίσου. πεδιάδα στο Βέζερ. Και οι οκτώ λεγεώνες και οι υποστηρικτικές μονάδες των Γαλατών απαιτήθηκαν, για να επιτευχθεί αυτό. [48] Ο ζήλος του Γερμανικού οδήγησε τελικά στην αντικατάστασή του (17 μ.Χ.) από τον εξάδελφό του Δρούσο, γιο του Τιβέριου, καθώς ο Τιβέριος θεώρησε ότι ήταν καλύτερο να ακολουθήσει την πολιτική τού προκατόχου του για τον περιορισμό της Αυτοκρατορίας. Ο Γερμανικός σίγουρα είχε εμπλέξει τους Σουάβους, με απρόβλεπτα αποτελέσματα. [46]

Ο Αρμίνιος, αρχηγός των Χερούσκων και των συμμάχων, είχε πλέον ελεύθερο χέρι. Κατηγόρησε τον Mαρόβοδουο ότι κρυβόταν στον Ερκύνιο Δρυμό, ενώ οι άλλοι Γερμανοί πολεμούσαν για την ελευθερία και ότι ήταν ο μόνος βασιλιάς μεταξύ των Γερμανών. Οι δύο ομάδες «έστρεψαν τα χέρια η μία εναντίον της άλλης». Οι Σουάβοι Σέμνονες και οι Λανγοβάρδοι επαναστάτησαν εναντίον τού βασιλιά τους και πήγαν στους Χερούσκους. Καθώς έμεινε μόνο με τον Μαρκομάνο και τον θείο τού Ερμινίου, που είχε αυτομολήσει, ο Μαροβόδουος προσέφυγε στον Δρούσο, τώρα κυβερνήτη τού Ιλλυρικού, και τού δόθηκε μόνο μία πρόφαση για βοήθεια. [49]

Η μάχη που προέκυψε ήταν αναποφάσιστη, αλλά ο Mαροβόδουος αποσύρθηκε στη Βοημία και εστάλη για βοήθεια στον Τιβέριο. Αρνήθηκε, με την αιτιολογία ότι δεν είχε κινηθεί για να βοηθήσει τον Βάρο. Ο Δρούσος ενθάρρυνε τους Γερμανούς να τον τελειώσουν. Μία δύναμη Γότθων υπό τον Κατουάλδα, έναν Μαρκομάνο εξόριστο, εξαγόρασε τους ευγενείς και κατέλαβε το παλάτι. Ο Mαροβόδουος διέφυγε στο Noρικόν και οι Ρωμαίοι τού πρόσφεραν καταφύγιο στη Ραβέννα, όπου έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. [50] Απεβίωσε το 37 μ.Χ. Μετά την εκδίωξή του, η ηγεσία των Mαρκομάνων αμφισβητήθηκε από τους Σουάβους γείτονες και συμμάχους τους, τους Ερμουνδούρους και Κουάδους.

Μαρκομανικοί πόλεμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 2ο αι. μ.Χ. οι Mαρκομάνοι συνήψαν μία συνομοσπονδία με άλλους λαούς, συμπεριλαμβανομένων των Κουάδων, των Βανδάλων και των Σαρματών, ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος ξεκίνησε το 166, όταν οι Mαρκομάνοι κατέκλυσαν την άμυνα μεταξύ Βινδοβόνας και Καρνούτου, διείσδυσαν κατά μήκος των συνόρων μεταξύ των επαρχιών Παννονίας και Noρικού, ερήμωσαν τη Φλαβία Σόλβα και μπορούσαν να σταματήσουν μόνο λίγο πριν φτάσουν στην Aκυληία στην Αδριατική θάλασσα. Ο πόλεμος κράτησε μέχρι το τέλος τού Μάρκου Αυρήλιου το 180.

Τον 3ο αι. ο JΙορδάνης ισχυρίζεται ότι οι Mαρκομάνοι πλήρωναν φόρο τιμής στους Γότθους και ότι οι πρίγκιπες των Κουάδων ήταν σκλάβοι. Οι Βάνδαλοι, που είχαν κινηθεί νότια προς την Παννονία, προφανώς ήταν ακόμη μερικές φορές σε θέση να αμυνθούν. [51]

Μεταναστευτική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επέκταση των Αλαμαννών και τοποθεσίες μαχών Ρωμαίων-Αλαμαννών, 3ος - 5ος αι.

Το 259/60 μία ή περισσότερες ομάδες Σουάβων φαίνεται να ήταν το κύριο στοιχείο στο σχηματισμό μίας νέας φυλετικής συμμαχίας γνωστής ως Aλαμαννοί, που ήρθε να καταλάβει τη ρωμαϊκή συνοριακή περιοχή γνωστή ως Agri Decumates, ανατολικά τού Ρήνου και νότια τού Μάιν. Οι Αλαμαννοί μερικές φορές αναφέρονταν απλώς ως Σουάβοι από τους σύγχρονους, και η περιοχή έγινε γνωστή ως Σουαβία, ένα όνομα που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Οι άνθρωποι σε αυτήν την περιοχή της Γερμανίας ονομάζονται ακόμη Schwaben, ένα όνομα που προέρχεται από τους Σουάβους. Μία συγκεκριμένη ομάδα στην περιοχή τον 3ο αι., που μερικές φορές διακρίνεται από τους Αλαμαννούς, ήταν οι Ιουθούνγοι, στους οποίους ένα μνημείο -που βρέθηκε στο Άουγκσμπουργκ- αναφέρεται ως Σέμνονες.

Αυτοί οι Σουάβοι ως επί το πλείστον έμειναν στην ανατολική όχθη του Ρήνου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 406, όταν μεγάλο μέρος της φυλής ενώθηκε με τους Βάνδαλους και τους Αλανούς παραβιάζοντας τα ρωμαϊκά σύνορα περνώντας τον Ρήνο, ίσως στο Μάιντς, εξαπολύοντας έτσι μία εισβολή στη βόρεια Γαλατία. Θεωρείται ότι αυτή η ομάδα περιείχε πιθανώς μία σημαντική ποσότητα Κουάδων, που μετακινούνταν από την πατρίδα τους υπό την πίεση του Ραδάγαισου.

Άλλοι Σουαβοι προφανώς παρέμειναν μέσα ή κοντά στις περιοχές της αρχικής πατρίδας κοντά στον Έλβα και τη Βοημία (σύγχρονη Τσεχία), ενώ περιστασιακά εξακολουθούν να αναφέρονται με αυτόν τον όρο. Επεκτάθηκαν τελικά σε ρωμαϊκές περιοχές όπως η Ελβετία, η Αυστρία και η Βαυαρία, πιθανώς ωθούμενοι από ομάδες που έφτασαν από τα ανατολικά.

Πιο νότια, μία ομάδα Suebi εγκαταστάθηκε σε μέρη της Παννονίας, αφού οι Ούννοι ηττήθηκαν το 454 στη μάχη του Nεδάο. Αργότερα, ο Σουηβός βασιλιάς Ουνιμούνδ πολέμησε εναντίον των Οστρογότθων στη μάχη της Βόλιας το 469. Ο συνασπισμός των Σουάβων έχασε τη μάχη και ως εκ τούτου τμήματα των Σουάβων μετανάστευσαν στη νότια Γερμανία. [52] Πιθανώς οι Mαρκομάνοι αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος αυτών των Σουάβων, οι οποίοι πιθανώς ζούσαν σε τουλάχιστον δύο διακριτές περιοχές. [53] Αργότερα, οι Λομβαρδοί, μια ομάδα Σουάβων, γνωστή από παλαιά στον Έλβα, κυριάρχησαν στην περιοχή της Παννονίας, προτού εισβάλουν επιτυχώς στην Ιταλία.

Μία άλλη ομάδα Σουάβων, οι λεγόμενοι "βόρειοι Σουάβοι" αναφέρθηκαν το 569 υπό τον Φράγκο βασιλιά Σιγιβέρτ Α΄ σε περιοχές της σημερινής Σαξονίας-Άνχαλτ. που ήταν γνωστές ως Σβάμπενγκαου ή Σβέμπενγκαου τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αι. Εκτός από τους Σουάβους, αναφέρονται Σάξονες και Λομβαρδοί, που επέστρεψαν από την Ιταλική Χερσόνησο το 573.

Σουαβικό βασίλειο της Γαλισίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι μεταναστεύσεις των Σουάβων σε όλη την Ευρώπη.

Οι Σουάβοι υπό τον βασιλιά Ερμέρικ, πιθανότατα προερχόμενοι από τους Αλαμάνους, τους Κουάδους ή και τους δύο, [54] έφτασαν στη νότια Γαλατία, διασχίζοντας τελικά τα Πυρηναία και εισήλθαν στην Ιβηρική Χερσόνησο, που δεν ήταν πλέον υπό αυτοκρατορική κυριαρχία από την εξέγερση τού Γερόντιου και τού Μάξιμου το 409.

Περνώντας από τη χώρα των Βάσκων, εγκαταστάθηκαν στη ρωμαϊκή επαρχία Γαλαισία (Gallaecia), στη βορειοδυτική Ισπανία (σημερινή Γαλισία, Αστούριες και το βόρειο μισό της Πορτογαλίας), όπου, ορκιζόμενοι πίστη στον αυτοκράτορα Ονόριο, έγιναν δεκτοί ως υπόσπονδοι (foederati) και τους επετράπη να εγκατασταθούν υπό τη δική τους αυτόνομη διακυβέρνηση. Ταυτόχρονα με την αυτοδιοικούμενη επαρχία της Βρετανίας, το βασίλειο των Σουαβών στη Γαλαισία έγινε το πρώτο από τα υπό-τους-ρωμαίους βασίλεια, που σχηματίστηκε στην αποσυντιθέμενη επικράτεια της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Σουαβική Γαλαισία ήταν το πρώτο βασίλειο, που χωρίστηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και έκοψε νομίσματα.

Το Σουαβικό βασίλειο στη Γαλαισία και τη βόρεια Λουζιτανία ιδρύθηκε το 410 και διήρκεσε μέχρι το 584. Μικρότερο από το Οστρογοτθικό βασίλειο της Ιταλίας ή το βασίλειο των Βησιγότθων στην Ισπανία, έφτασε σε σχετική σταθερότητα και ευημερία —και επεκτάθηκε ακόμη και στρατιωτικά προς τα νότια— παρά τις περιστασιακές διαμάχες με το γειτονικό Βησιγοτθικό βασίλειο.

Οδική πινακίδα στο χωριό Σουέβος, Άμες (Γαλισία).
Χρυσό νόμισμα από το βασίλειο των Σουάβων, 410–500 μ.Χ.

Οι Γερμανοί εισβολείς και μετανάστες εγκαταστάθηκαν κυρίως σε αγροτικές περιοχές, όπως δηλώνει ξεκάθαρα ο Ιδάκιος : «Οι κάτοικοι της Hispania, απλωμένοι στις πόλεις και στα χωριά ...» και οι «bάρβαροι, κυβερνούν τις επαρχίες». Σύμφωνα με τον Nταν Στανισλάφσκι, ο πορτογαλικός τρόπος ζωής στις βόρειες περιοχές κληρονομήθηκε ως επί το πλείστον από τους Σουάβους, στους οποίους επικρατούν μικρά αγροκτήματα, διαφορετικά από τις μεγάλες ιδιοκτησίες της Νότιας Πορτογαλίας. Η Μπρακάρα Αυγούστα, η σύγχρονη πόλη της Μπράγκα και πρώην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Γαλαισίας, έγινε η πρωτεύουσα των Σουάβων. Ο Oρόσιος, που εκείνη την εποχή κατοικούσε στην Hispania, δείχνει μ;iα μάλλον ειρηνική αρχική εγκατάσταση, με τους νεοφερμένους να δουλεύουν τα εδάφη τους [55] ή να υπηρετούν ως σωματοφύλακες των ντόπιων. [56] Μία άλλη γερμανική ομάδα που συνόδευσε τους Σουάβους και εγκαταστάθηκε στη Γαλαισία ήταν οι Βούροι. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Cávado και Homem, στην περιοχή γνωστή ως Terras de Bouro (Χώρα των Βούρων), στην Πορτογαλία. [57]

Καθώς οι Σουάβοι υιοθέτησαν γρήγορα την τοπική γλώσσα, λίγα ίχνη έχουν απομείνει από τη γερμανική τους γλώσσα, εκτός για ορισμένες λέξεις και για τα προσωπικά ονόματα και ονόματα της γης τους, που υιοθετήθηκαν από τους περισσότερους Γαλαισίους. [58] Στη Γαλισία τέσσερις ενορίες και έξι χωριά ονομάζονται Suevos ή Suegos, δηλ Sueves, από τους παλαιούς οικισμούς Σουάβων.

Σουαβικό ξίφος. Κονιμβρίγα, Πορτογαλία.

Οι Βησιγότθοι στάλθηκαν το 416 από τον Αυτοκράτορα Ονόριο για να πολεμήσουν τους Γερμανούς εισβολείς στην Ισπανία, αλλά επανεγκαταστάθηκαν το 417 από τους Ρωμαίους ως υπόσπονδοι (foederati) στην Ακουιτανία, αφού νίκησαν ολοκληρωτικά τους Αλανούς και τους Βανδάλους Σιλινγούς. Η απουσία ανταγωνισμού επέτρεψε πρώτα, στους Βάνδαλους Aσδίνγους, και αργότερα στους Σουάβους, να επεκταθούν νότια και ανατολικά. Μετά την αναχώρηση των Βανδάλων για την Αφρική το 429, η ρωμαϊκή εξουσία στη χερσόνησο επιβεβαιώθηκε εκ νέου για 10 χρόνια, εκτός από τα βορειοδυτικά όπου οι Σουάβοι ήταν περιορισμένοι. Στην ακμή της, η Σουαβική Γαλαισία επεκτάθηκε νότια ως τη Μέριδα και τη Σεβίλλη, πρωτεύουσες των ρωμαϊκών επαρχιών Λουζιτανίας και Βαιτικής, ενώ οι αποστολές τους έφτασαν στη Σαραγόσα και τη Λλέιδα, αφού κατέλαβαν τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα Μέριδα το 439. Το προηγούμενο έτος, το 438, ο Ερμέρικ επικύρωσε την ειρήνη με τους Γκαλαισίους, τον τοπικό και μερικώς εκρωμαϊσμένο αγροτικό πληθυσμό, και, κουρασμένος από τις μάχες, παραιτήθηκε υπέρ τού γιου του Ρεχίλα, ο οποίος αποδείχθηκε αξιόλογος στρατηγός, νικώντας πρώτα τον Aνδεβότο, Romanae militiae dux [59] και αργότερα τον Βίτο, magister utriusque militiae. Το 448 ο Ρεχίλα απεβίωσε, αφήνοντας το στέμμα στον γιο του Ρεχίαρ, που είχε προσηλυτιστεί στην Ορθοδοξία π. 447. Σύντομα νυμφεύτηκε μία κόρη του Γότθου βασιλιά Θεοδώριχου Α' και ξεκίνησε ένα κύμα επιθέσεων στην Ταρρακωνησία, μία ακόμη ρωμαϊκή επαρχία. Μέχρι το 456 οι εκστρατείες του Ρεχίαρ συγκρούστηκαν με τα συμφέροντα των Βησιγότθων και ένας μεγάλος στρατός υπόσπονδων (foederates) των Ρωμαίων (Βησιγότθων υπό τη διοίκηση τού Θεοδώριχου Β', Βουργουνδοί υπό την καθοδήγηση των βασιλέων Γκουντέριχ και Χιλπέριψ) διέσχισαν τα Πυρηναία στην Hispaniaα και νίκησαν τους Σουάβους κοντά στη σημερινή Αστόργα. Ο Ρεχίαρ εκτελέστηκε, αφού συνελήφθη από τον κουνιάδο του, τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β'. Το 459 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Mαϊοριανός νίκησε τους Σουάβους, αποκαθιστώντας για λίγο τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη βόρεια Hispania. Ωστόσο, οι Σουάβοι απελευθερώθηκαν για πάντα από τον έλεγχο των Ρωμαίων μετά τη δολοφονία του Μαϊοριανού δύο χρόνια αργότερα. Το βασίλειο των Σουάβων περιοριζόταν στα βορειοδυτικά στη Γαλαισία και τη βόρεια Λουζιτανία, όπου προέκυψε πολιτικός διχασμός και εμφύλιος πόλεμος μεταξύ πολλών υποψηφίων τού βασιλικού θρόνου. Μετά από χρόνια αναταραχής, ο Ρεμισμούνδ αναγνωρίστηκε ως ο μοναδικός βασιλιάς των Σουάβων, δημιουργώντας μία πολιτική φιλίας με τους Βησιγότθους και ευνοώντας τη μεταστροφή τού λαού του στον Αρειανισμό.

Τελευταία χρόνια του βασιλείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Σουηβικό βασίλειο της Γαλισίας (me πράσινο), π. 550, (με τα σύνορα των πρώην ρωμαϊκών επαρχιών της Hispania).

Το 561 ο βασιλιάς Αριάμιρ κάλεσε την ορθόδοξη Α' Σύνοδο της Μπράγκα, η οποία ασχολήθηκε με το παλαιό πρόβλημα της αίρεσης του Πρισκιλιανισμού. Οκτώ χρόνια μετά, το 569, ο βασιλιάς Θεόδεμιρ κάλεσε το Α΄ Συμβούλιο του Λούγο [60] για να αυξήσει τον αριθμό των επισκοπών στο βασίλειό του. Οι πράξεις του έχουν διατηρηθεί μέσα από ένα μεσαιωνικό περίληψη γνωστή ως Σουηβικές Ενορίες (Parrochiale Suevorum) ή Περιφέρειες τού Θεοδέμιρου (Divisio Theodemiri).

Ήττα από τους Βησιγότθους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 570 ο Αρειανός βασιλιάς των Βησιγότθων, Λιουβιγγέλδ, έκανε την πρώτη του επίθεση στους Σουηβούς. Μεταξύ 572 και 574, ο Λιουβιγγέλδ εισέβαλε στην κοιλάδα τού Δούρο, ωθώντας τους Σουηβούς δυτικά και βόρεια. Το 575 ο Σουηβός βασιλιάς Μίρο, σύναψε μία συνθήκη ειρήνης με τον Λιουβιγγέλδ, σε αυτό που φαινόταν να είναι η αρχή μίας νέας περιόδου σταθερότητας. Ωστόσο το 583 ο Μίρο υποστήριξε την εξέγερση τού ορθόδοξου γότθου πρίγκιπα Ερμινίγγελδου, αναλαμβάνοντας στρατιωτική δράση κατά του βασιλιά Λιουβιγγέλδ, αν και ο Μίρο ηττήθηκε στη Σεβίλλη, όταν προσπαθούσε να σπάσει τον αποκλεισμό τού ορόδοξου πρίγκιπα. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τον Λιουβιγγέλδ ως φίλο και προστάτη, για τον ίδιο και για τους διαδόχους του, αποβιώνοντας πίσω στην πατρίδα του λίγους μήνες αργότερα. Ο γιος του, ο βασιλιάς Εβόρικ, επιβεβαίωσε τη φιλία με τον Λιουβιγγέλδ, αλλά καθαιρέθηκε μόλις έναν χρόνο αργότερα από τον κουνιάδο του Aυδέκα, δίνοντας στον Λιουβιγγέλδ μία δικαιολογία να επιτεθεί στο βασίλειο. Το 585 μ.Χ., πρώτα ο Αυδέκα και αργότερα ο Mαλάρικ, ηττήθηκαν και το Σουηβικό βασίλειο ενσωματώθηκε στο Βησιγοτθικό ως η έκτη επαρχία του. Οι Σουηβοί ήταν σεβαστοί για τις ιδιοκτησίες και την ελευθερία τους και συνέχισαν να κατοικούν στη Γαλαισία, εν τέλει συγχωνεύτηκαν με τον υπόλοιπο τοπικό πληθυσμό κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα.

Μεταστροφή στον Αρειανισμό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σουηβοί παρέμειναν ως επί το πλείστον παγανιστές και οι υπήκοοί τους πρισκιλιανοί, μέχρι που ένας Αρειανός ιεραπόστολος ονόματι Αίας, που εστάλη από τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β' κατόπιν αιτήματος του Σουηβού ενοποιητή Ρεμισμούνδ, το 466 τούς προσηλυτίστηκε και ίδρυσε μία μόνιμη Αρειανή εκκλησία, που κυριάρχησε στον λαό μέχρι τη μεταστροφή στο Τριαδικό, Ορθόδοξο δόγμα τη δεκαετία τού 560.

Μεταστροφή στην Ορθόδοξη πίστη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμοιβαία ασύμβατες αφηγήσεις για τη μετατροπή των Σουηβών στον Ορθόδοξο Τριαδικό Χριστιανισμό της Α΄ (Στη Νίκαια) και της Β΄ (Στην Κωνσταντινούπολη) Οικουμενικής Συνόδου παρουσιάζονται στα πρωτογενή αρχεία:

  • Τα πρακτικά της Α' Συνόδου της Μπράγκα —η οποία συνήλθε την 1η Μαΐου 561— αναφέρουν ρητά ότι η Σύνοδος πραγματοποιήθηκε κατόπιν διαταγής ενός βασιλιά ονόματι Aριάμιρ. Από τους οκτώ βοηθούς επισκόπους, μόνο ένας φέρει Σουηβικό όνομα: Χιλδέμιρ. Αν και η ορθόδοξη πίστη τού Aριάμιρ δεν αμφισβητείται, ότι ήταν ο πρώτος Χαλκηδόνιος (πιστός στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα) μονάρχης των Σουηβών, από τότε που ο Ρεχίαρ αμφισβητήθηκε, με το σκεπτικό ότι η πίστη του στην Ορθοδοξία δεν αναφέρεται ρητά.  [61] Ωστόσο ήταν ο πρώτος Σουηβός μονάρχης, που πραγματοποίησε Ορθόδοξη Σύνοδο και όταν πραγματοποιήθηκε η Β΄ Σύνοδος της Μπράγκα κατόπιν αιτήματος του βασιλιά Μίρο, ορθοδόξου, [62] το 572, από τους 12 βοηθούς επισκόπους, 5 φέρουν ονόματα Σουηβικά: Ρεμιζόλ τού Βιζέου, Αδόρικ της Ιδάνα, Βιτίμερ τού Ουρένσε, Νιτίγις τού Λούγο και Ανίλα τού Τούι.
  • Το Historia Suevorum του Ισίδωρου της Σεβίλλης αναφέρει, ότι ένας βασιλιάς ονόματι Θεοδέμαρ προκάλεσε τη μεταστροφή τού λαού του από τον Αρειανισμό στην Ορθοδοξία με τη βοήθεια τού ιεραπόστολου Mάρτιν τού Δούμιο. [63]
  • Σύμφωνα με τον Φράγκο ιστορικό Γρηγόριο τού Τουρ, από την άλλη πλευρά, ένας κατά τα άλλα άγνωστος ηγεμόνας ονόματι Χαράρικ, έχοντας ακούσει για τον Άγιο Mαρτίνο τού Τουρ, υποσχέθηκε να αποδεχτεί τις πεποιθήσεις τού αγίου, αν μόνο ο γιος του γινόταν να θεραπευτεί από τη λέπρα. Με τα λείψανα και τη μεσιτεία του Αγίου Μαρτίνου, ο γιος θεραπεύτηκε. Ο Χαράρικ και ολόκληρος ο βασιλικός οίκος μεταστράφηκαν στην πίστη της Α΄ Συνόδου της Νίκαιας. [64]
  • Μέχρι το 589, όταν πραγματοποιήθηκε η Γ΄ Σύνοδος τού Τολέδο, και το Βησιγοτθικό βασίλειο τού Τολέδο μετατράπηκε επίσημα από τον Αρειανισμό στην Ορθοδοξία, ο βασιλιάς Ρεκάρεδ Α' δήλωσε στα πρακτικά του ότι επίσης "ένας άπειρος αριθμός Σουηβών έχουν προσηλυτιστεί", μαζί με τους Γότθους, το οποίο υπονοεί ότι η προηγούμενη μεταστροφή ήταν είτε επιφανειακή, είτε μερική. Στην ίδια σύνοδο τέσσερις επίσκοποι από τη Γαλαισία αποκήρυξαν τον Αρειανισμό τους. Και έτσι, η μετατροπή των Σουηβών αποδίδεται, όχι σε έναν Σουηβό, αλλά σε έναν Βησιγότθο από τον Ιωάννη τού Βικλάρουμ, ο οποίος τοποθετεί τη μεταστροφή τους μαζί με αυτή των Γότθων, που έλαβε χώρα υπό τον Ρεκαρέδ Α΄ το 587-589

Οι περισσότεροι μελετητές προσπάθησαν να συγχωνεύσουν αυτές τις ιστορίες. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Χαράρικ και ο Θεοδέμιρ πρέπει να ήταν διάδοχοι του Aριάμιρ, δεδομένου ότι ο Aριάμιρ ήταν ο πρώτος Σουηβός μονάρχης, που ήρε την απαγόρευση των Ορθοδόξων Συνόδων. Ο Ισίδωρος λοιπόν κάνει λάθος τη χρονολογία. [65] [66] Ο Ράινχαρτ πρότεινε ότι ο Χαράρικ μεταστράφηκε πρώτα μέσω των λειψάνων του Αγίου Μαρτίνου και ότι ο Θεόδεμιρ μεταστράφηκε αργότερα μέσω του κηρύγματος τού Μαρτίνου του Δούμιο. [61] Ο Νταχν ταύτισε τον Χαράριχ με τον Θεοδέμιρ, λέγοντας μάλιστα ότι το τελευταίο ήταν το όνομα, που πήρε κατά τη βάπτιση. [61] Έχει επίσης προταθεί ότι ο Θεοδέμιρ και ο Aριάμιρ ήταν το ίδιο πρόσωπο και ότι ήταν γιός τού Χαράρικ. [61] Κατά τη γνώμη ορισμένων ιστορικών, ο Χαράρικ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα λάθος από την πλευρά τού Γρηγορίοτ τού Τουρ και δεν υπήρξε ποτέ. [67] Εάν, όπως αφηγείται ο Γρηγόριος, ο Μαρτίνος του Δούμιου απεβίωσε περί το έτος 580 και ήταν επίσκοπος για περίπου 30 έτη, τότε η μεταστροφή του Χαράρικ πρέπει να έγινε γύρω στο 550 το αργότερο. [64] Τέλος, ο Φερέιρo πιστεύει ότι η μεταστροφή των Σουηβών ήταν προοδευτική και σταδιακή και ότι η δημόσια μεταστροφή τού Χαράρικ ακολούθησε μόνο την άρση της απαγόρευσης των Ορθοδόξων συνόδων κατά τη βασιλεία τού διαδόχου του, που θα ήταν ο Aριάμιρ. Ο Θεοδέμιρ ήταν υπεύθυνος για την έναρξη μίας δίωξης των Αρειανών στο βασίλειό του, για να ξεριζώσει την αίρεσή τους. [68]

Νορβηγική μυθολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα των Σουηβών εμφανίζεται επίσης στη σκανδιναβική μυθολογία και στις πρώιμες σκανδιναβικές πηγές. Η παλαιότερη βεβαίωση είναι το πρωτο-νορβηγικό όνομα Swabaharjaz ("Σουηβός πολεμιστής") στον ρουνικό λίθο Rö και στο τοπωνύμιο Svogerslev. Η Sváfa, του οποίου το όνομα σημαίνει "Σουηβός", ήταν μία Βαλκυρία που εμφανίζεται στο εδικό ποίημα Helgakviða Hjörvarðssonar. Το βασίλειο Σβάφαλαντ εμφανίζεται επίσης σε αυτό το ποίημα και στο Þiðrekssaga.

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Drinkwater, John Frederick (2012). «Suebi». Στο: Hornblower, Simon, επιμ. The Oxford Classical Dictionary. Oxford University Press. ISBN 9780191735257. Ανακτήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2020. Suebi, an elusive term, applied by Tacitus (1) in his Germania to an extensive group of German peoples living east of the Elbe and including the Hermunduri, Marcomanni, Quadi, Semnones, and others, but used rather more narrowly by other Roman writers, beginning with Caesar. 
  2. «Maroboduus». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. 
  3. Tacitus, Publius (25 Ιουνίου 2009). The Histories. Penguin. σελ. 125. ISBN 978-0-140-44964-8. 
  4. «Marcomanni». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. 
  5. «Alamanni». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. 
  6. «Ricimer». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. 
  7. «Swabia». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2018. 
  8. Harm, Volker (2013), «"Elbgermanisch", "Weser-Rhein-Germanisch" und die Grundlagen des Althochdeutschen», στο: Nielsen, επιμ., Unity and Diversity in West Germanic and the Emergence of English, German, Frisian and Dutch, North-Western European Language Evolution, 66, σελ. 79–99, https://www.researchgate.net/publication/263591031 
  9. Pokorny, Julius. «Root/Lemma se-». Indogermanisches Etymologisches Wörterbuch. Indo-European Etymological Dictionary (IEED), Department of Comparative Indo-European Linguistics, Leiden University. σελίδες 882–884. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Αυγούστου 2011.  (German language text); locate by searching the page number.Köbler, Gerhard (2000). «*se-» (PDF). Indogermanisches Wörterbuch: 3. Auflage. σελ. 188. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 25 Οκτωβρίου 2007.  (German language text); the etymology in English is in Watkins, Calvert (2000). «s(w)e-». Appendix I: Indo-European Roots. The American Heritage Dictionary of the English Language: Fourth Edition.  Some related English words are sibling, sister, swain, self.
  10. Schrijver, Peter (2003). «The etymology of Welsh chwith and the semantics and morphology of PIE *k(w)sweibh-». Στο: Russell, Paul, επιμ. Yr Hen Iaith: Studies in Early Welsh. Aberystwyth: Celtic Studies Publications. ISBN 978-1-891271-10-6. 
  11. Peck (1898). «Harpers Dictionary of Classical Antiquities». 
  12. Chambers, R. W. (1912). Widseth: a Study in Old English Heroic Legend. Cambridge: University Press. σελίδες 194, note on line 22 of Widsith.  Republished in 2006 by Kissinger Publishing as (ISBN 1-4254-9551-6).
  13. Tacitus Germania Section 8, translation by H. Mattingly.
  14. «Book IV section XIV». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  15. «Strab. 7.1». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  16. «Germanic Tribes». Late Antiquity. Harvard University Press. 1999. σελ. 467. ISBN 9780674511736. 
  17. Maurer, Friedrich (1952) [1942]. Nordgermanen und Alemannen: Studien zur germanischen und frühdeutschen Sprachgeschichte, Stammes - und Volkskunde. Bern, München: A. Franke Verlag, Leo Lehnen Verlag. 
  18. Kossinna, Gustaf (1911). Die Herkunft der Germanen. Leipzig: Kabitsch. 
  19. 19,0 19,1 «Tac. Ger. 28». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  20. Dio, Cassius (19 Σεπτεμβρίου 2014). Delphi Complete Works of Cassius Dio (Illustrated). Delphi Classics. 
  21. «Strab. 7.1». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  22. «Section 41». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  23. «Section 42». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  24. «Chapt 22». Romansonline.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  25. Strabo. Geographica. σελίδες Book IV Chapter 3 Section 4. 
  26. Strabo. «Geography». Penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  27. Schütte, Ptolemy's Maps of Northern Europe
  28. «Geography 7.2». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  29. «Geography 7.3». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  30. 30,0 30,1 Germania Section 39.
  31. 31,0 31,1 31,2 Germania Section 40.
  32. 32,0 32,1 32,2 «Section 43». Perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  33. Section 44.
  34. 34,0 34,1 Germania Section 45
  35. Section 46.
  36. Tacitus' modern editor Arthur J. Pomeroy concludes "it is clear that there is no monolithic 'Suebic' group, but a series of tribes who may share some customs (for instance, warrior burials) but also vary considerably." Pomeroy, Arthur J. (1994). «Tacitus' Germania». The Classical Review. New Series 44 (1): 58–59. doi:10.1017/S0009840X00290446. https://archive.org/details/sim_classical-review_1994_44_1/page/n65.  A review in English of Neumann, Gunter· Henning Seemann. Beitrage zum Verstandnis der Germania des Tacitus, Teil II: Bericht uber die Kolloquien der Kommission fur die Altertumskunde Nord- und Mitteleuropas im Jahre 1986 und 1987.  A German-language text.
  37. Section 38.
  38. 38,0 38,1 Robinson, Orrin (1992), Old English and its Closest Relatives  pages 194-5.
  39. Waldman & Mason, 2006, Encyclopedia of European Peoples, p. 784.
  40. Book IV, sections 1-3, and 19; Book VI, section 10.
  41. Book IV sections 4-19.
  42. Dio, Lucius Claudius Cassius. «Dio's Rome». Project Gutenberg. σελίδες Book 51 sections 21, 22. 
  43. Suetonius Tranquillus, Gaius. «The Life of Augustus». The Lives of the Twelve Caesars. Bill Thayer in LacusCurtius. σελίδες section 21. 
  44. Suetonius Tranquillus, Gaius. «The Life of Tiberius». The Lives of the Twelve Caesars. Bill Thayer in LacusCurtius. σελίδες section 9. 
  45. Florus, Lucius Annaeus. Epitome of Roman History. σελίδες Book II section 30. 
  46. 46,0 46,1 Book II section 26.
  47. Velleius Paterculus, Compendium of Roman History 2, 109, 5; Cassius Dio, Roman History 55, 28, 6-7
  48. Book II section 16.
  49. Book II sections 44-46.
  50. Book II sections 62-63.
  51. «chapt 16». Romansonline.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2014. 
  52. Geschichte der Goten. Entwurf einer historischen Ethnographie, C.H. Beck, 1. Aufl. (München 1979), 2. Aufl. (1980), unter dem Titel: Die Goten. Von den Anfängen bis zur Mitte des sechsten Jahrhunderts. 4. Aufl. (2001)
  53. See Friedrich Lotter on the "Donausueben".
  54. López Quiroga, Jorge (2001). «Elementos foráneos en las necrópolis tardorromanas de Beiral (Ponte de Lima, Portugal) y Vigo (Pontevedra, España): de nuevo la cuestión del siglo V d. C. en la Península Ibérica». CuPAUAM 27: 115–124. https://www.uam.es/otros/cupauam/pdf/Cupauam27/2706.pdf. Ανακτήθηκε στις 2 July 2018. 
  55. "the barbarians, detesting their swords, turn them into ploughs", Historiarum Adversum Paganos, VII, 41, 6.
  56. "anyone wanting to leave or to depart, uses these barbarians as mercenaries, servers or defenders", Historiarum Adversum Paganos, VII, 41, 4.
  57. Domingos Maria da Silva, Os Búrios, Terras de Bouro, Câmara Municipal de Terras de Bouro, 2006. (in Portuguese)
  58. Medieval Galician records show more than 1500 different Germanic names in use for over 70% of the local population. Also, in Galicia, Northern and Central Portugal, there are more than 5.000 toponyms (villages and towns) based on personal Germanic names (Mondariz < *villa *Mundarici; Baltar < *villa *Baldarii; Gomesende < *villa *Gumesenþi; Gondomar < *villa *Gunþumari...); and several toponyms not based on personal names, mainly in Galicia (Malburgo, Samos < Samanos "Congregated", near a hundred Saa/Sá < *Sala "house, palace"...); and some lexical influence on the Galician language and Portuguese language, such as:
    laverca "lark" < protogermanic *laiwarikō "lark"
    brasa "torch; ember" < protogermanic *blasōn "torch"
    britar "to break" < protogermanic *breutan "to break"
    lobio "vine gallery" < protogermanic *laubjōn "leaves"
    ouva "elf" < protogermanic *albaz "elf"
    trigar "to urge" < protogermanic *þreunhan "to urge"
    maga "guts (of fish)" < protogermanic *magōn "stomach"
  59. Isidorus Hispalensis, Historia de regibus Gothorum, Vandalorum et Suevorum, 85
  60. Ferreiro, 199 n11.
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 Thompson, 86.
  62. St. Martin on Braga wrote in his Formula Vitae Honestae Gloriosissimo ac tranquillissimo et insigni catholicae fidei praedito pietate Mironi regi
  63. Ferreiro, 198 n8.
  64. 64,0 64,1 Thompson, 83.
  65. Thompson, 87.
  66. Ferreiro, 199.
  67. Thompson, 88.
  68. Ferreiro, 207.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]