Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ
Σουλειμάν | |
---|---|
![]() | |
Περίοδος | 715-717 |
Προκάτοχος | Ουαλίντ Α΄ |
Διάδοχος | Ομάρ Β΄ |
Γέννηση | 674 |
Θάνατος | 22 Σεπτεμβρίου 717 (43 ετών) |
Θρησκεία | Ισλάμ |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Ο Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ (περί το 675 - 24 Σεπτεμβρίου 717) ήταν ο έβδομος Χαλίφης στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών (715 - 24 Σεπτεμβρίου 717). Ο Σουλεϊμάν ήταν ο μικρότερος γιος του πέμπτου Χαλίφη Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν, την εποχή του Χαλιφάτου του πατέρα του και του μεγαλύτερου αδελφού του Ουαλίντ Α΄ τον οποίο διαδέχθηκε διετέλεσε κυβερνήτης της Παλαιστίνης. Ο θεολόγος Ράτζα ιμπν Χάιουα τον καθοδήγησε και τον συμφιλίωσε με τον Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ, τον βασικό αντίπαλο του Αλ-Χατζάζ, του ισχυρού αντιβασιλέα του Ιράκ και του ανατολικού Χαλιφάτου, είχε αγανακτήσει έντονα από την επίδραση του Αλ-Χατζάζ στον αδελφό του. Την εποχή που ήταν κυβερνήτης ο Σουλεϊμάν ίδρυσε στο Ισραήλ την πόλη Ράμλα και το Μεγάλο Τζαμί της. Η νέα πόλη αντικατέστησε την περιφερειακή πρωτεύουσα της Παλαιστίνης Λοντ που είχε καταστραφεί μερικώς, οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν σε αυτήν. Η Ράμλα εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό και εμπορικό κέντρο και έγινε πατρίδα πολλών Ουλεμάς, παρέμεινε διοικητικό κέντρο της Παλαιστίνης μέχρι τον 11ο αιώνα.
Με την άνοδο του στο Χαλιφάτο ο Σουλεϊμάν καθαίρεσε ή εκτέλεσε όλους τους κυβερνήτες και στρατηγούς του αδελφού του με τον οποίο είχε βρεθεί σε σύγκρουση για την διαδοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι πρωταγωνιστές όλων των μεγάλων κατακτήσεων που οδήγησαν στην επέκταση του Χαλιφάτου στην Ανατολή και την Δύση. Ο κατακτητής της Υπερωξιανής Κουτάιμπα ιμπν Μουσουλμάν σκοτώθηκε από τα δικά του στρατεύματα σε μια αποτυχημένη εξέγερση ενώ περίμενε την απόφαση για την καθαίρεση του, ο κατακτητής της Σινδ Μοχάμεντ ιμπν αλ-Κασίμ εκτελέστηκε. Ο Σουλεϊμάν καθαίρεσε τον κατακτητή της Ιβηρικής Αλ-Άνταλους και κυβερνήτη της Ιφρικίγια Μουσά, ο γιος του Άμπντ αλ-Αζίζ κυβερνήτης της Αλ-Άνταλους δολοφονήθηκε. Παρά το γεγονός ότι ο Σουλεϊμάν συνέχισε τον Μιλιταριστική πολιτική των προκατόχων του η επέκταση σταμάτησε χάρη στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν οι παλιότεροι ικανοί στρατιωτικοί αρχηγοί. Ο Γιαζίντ, διορισμένος διοικητής του ανατολικό Χαλιφάτο από τον Σουλεϊμάν εισέβαλε στο Ταμπαριστάν που βρισκόταν στις ακτές της νότιας Κασπίας αλλά ηττήθηκε από τους τοπικούς ηγεμόνες του Χαλιφάτου. Ο Σουλεϊμάν έφτασε στο αποκορύφωμα την σύγκρουση του με την Βυζαντινή αυτοκρατορία αλλά γνώρισε την συντριβή στην Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (717-718), το αποτέλεσμα ήταν η διακοπή της επέκτασης του Χαλιφάτου. Ο Σουλεϊμάν πέθανε στο Νταμπίκ κατά την διάρκεια της πολιορκίας της πόλης. Ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Αγιούμπ είχε πεθάνει πριν από τον ίδιο, δεν όρισε διάδοχο κανέναν από τους γιους ή αδελφούς του αλλά τον ξάδελφο του Ουμάρ Β΄.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παιδική ηλικία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι λεπτομέρειες σχετικά με τα πρώτα χρόνια του Σουλεϊμάν είναι άγνωστες σύμφωνα με τις Μεσαιωνικές πηγές, γεννήθηκε πιθανότατα στην Μεδίνα (675).[1] Ο πατέρας του ανήκε στους Κουραϊσίτες την εθνική Αραβική δυναστεία και τον κλάδο των Ομεϋαδών στον οποίο ανήκε και ο Μωάμεθ. Η μητέρα του ήταν δισέγγονη ενός σημαντικού οπλαρχηγού της Μπανού Αμπς που έζησε τον 6ο αιώνα.[2][3] Ο Σουλεϊμάν μεγάλωσε στην Συριακή έρημο από τους συγγενείς του από μητέρα Μπανού Αμπς.[4] Την εποχή που γεννήθηκε διοικούσε το Χαλιφάτο ο δεύτερος ξάδελφος του παππού του Μωαβίας Α΄, επίσης ανήκε στους Ομεϋάδες και ήταν ιδρυτής του Χαλιφάτου (661).[5][6] Με τον θάνατο των διαδόχων του Γιαζίντ Α΄ και Μωαβία Β΄ η εξουσία των Ομεϋαδών στο Χαλιφάτο κατέρρευσε, οι περισσότερες επαρχίες αναγνώρισαν νέο Χαλίφη τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ που ανήκε στους Κουραϊσίτες αλλά όχι στους Ομεϋάδες.[7][8] Οι Ομεϋάδες της Μεδίνας εξορίστηκαν από την πόλη, βρήκαν καταφύγιο στην Συρία όπου τον υποστήριξαν οι τοπικές Αραβικές φυλές.[1][9] Οι ίδιες φυλές επέλεξαν νέο Χαλίφη τον παππού του Σουλεϊμάν Μαρουάν Α΄, δημιούργησε την Ομοσπονδία Γιαμανί η οποία συγκρούστηκε με τους Καϊσίτες που κυριαρχούσαν στην βόρεια Συρία, την Τζαζίρα και υποστήριζαν τον Αλ-Ζούμπαϊρ.[10] Ο Μαρουάν Α΄ επανέφερε τον έλεγχο των Ομεϋαδών στην Συρία και την Αίγυπτο.[11] Ο γιος του Άμπντ αλ-Μαλίκ επανάφερε τον έλεγχο της οικογένειας του σε ολόκληρο το Χαλιφάτο και ξεκίνησε τις νέες κατακτήσεις.[12]
Κυβέρνηση της Παλαιστίνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ του παραχώρησε σε μια άγνωστη ημερομηνία την στρατιωτική διοίκηση της Παλαιστίνης, μια θέση που κατείχε ο ίδιος από τον δικό του πατέρα Μαρουάν Α΄.[1][13] Την θέση αυτή κατείχαν πριν τον Σουλεϊμάν οι θείοι του Χαλίφη Γιαχία ιμπν αλ-Χακάμ και ο ετεροθαλής αδελφός του Αμπάν ιμπν Μαρουάν.[14] Ο Σουλεϊμάν ηγήθηκε ταυτόχρονα στην κορυφαία θρησκευτική εορτή του Χατζ στην Μέκκα.[1] Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ όρισε με την διαθήκη του ως διάδοχο του Χαλιφάτου τον Αλ-Ουαλίντ και μετά τον θάνατο του τον ίδιο τον Σουλεϊμάν αν ζούσε.[1] Ο Σουλεϊμάν παρέμεινε στρατιωτικός διοικητής της Παλαιστίνης σε όλη την διάρκεια του Χαλιφάτου του Αλ-Ουαλίντ, μέχρι τον θάνατο του (715).[1][15] Ο κυβερνήτης είχε στενή σχέση με τους τοπικούς άνδρες των φυλών Γιαμανί, συνδέθηκε ακόμα πιο στενά με τον τοπικό Γιαμανί λόγιο Ράτζα ιμπν Χάουα Αλ-Κίντι ο οποίος είχε επιβλέψει στην Ιερουσαλήμ την κατασκευή του Θόλου του Βράχου.[16] Ο Ράτζα ιμπν Χάουα Αλ-Κίντι έγινε δάσκαλος και δεξί χέρι του Σουλεϊμάν.[16] Ο Σουλεϊμάν ήταν έντονα δυσαρεστημένος με την επίδραση που εξασκούσε στον Αλ-Ουαλίντ ο αντιβασιλεύς του Ιράκ Αλ-Χατζάζ ιμπν Γιουσούφ, ανέπτυξε δεσμούς με τους αντιπάλους του.[16][17] Την εποχή που κατέφυγε σε αυτόν ο πρώην κυβερνήτης του Χουρασάν Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ και η οικογένεια του που είχε καθαιρεθεί από τον αδελφό του και φυλακιστεί του παρείχε άσυλο.[1][16] Ο Γιαζίντ χρησιμοποίησε τις στενές σχέσεις τις οποίες είχε με τις τοπικές φυλές Γιαμανί για να κερδίσει την προστασία του Σουλεϊμάν.[18][19] Ο Αλ-Ουαλίντ εξοργίστηκε έντονα για την περιφρόνηση που έδειξε ο Γιαζίντ στον Αλ-Χατζάζ αλλά ο Σουλεϊμάν συμφώνησε να πληρώσει ο ίδιος το πρόστιμο που του είχε επιβληθεί. Ο Σουλεϊμάν έστειλε τον Γιαζίντ και τον γιο του Αγιούμπ στον αδελφό του με μια επιστολή στην οποία τον παρακαλούσε να του δώσει χάρη, ο Αλ-Ουαλίντ το δέχτηκε.[17][20] Ο Γιαζίντ έγινε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του Σουλεϊμάν, σύμφωνα με την αναφορά του ιστορικού Χισάμ τον είχε σε "μεγάλη εκτίμηση".[21] Ο Χισάμ συνεχίζει "έμενε μαζί με τον Σουλεϊμάν, τον δίδαξε να ντύνεται, να φτιάχνει ωραία φαγητά και ο Σουλεϊμάν τον αντάμειψε με μεγάλα δώρα".[21] Ο Γιαζίντ παρέμεινε με τον Σουλεϊμάν για 9 μήνες μέχρι τον θάνατο του Αλ-Χατζάζ (714), είχε κατορθώσει να στρέψει τον Σουλεϊμάν εναντίον του.[22][23]
Ίδρυση της Ράμλα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την εποχή που έγινε κυβερνήτης της Παλαιστίνης ο Σουλεϊμάν ίδρυσε την πόλη της Ράμλας ως διοικητικό κέντρο, αντικατέστησε την αρχική Μουσουλμανική πρωτεύουσα της Παλαιστίνης Λοντ η οποία ήταν και η πρώτη κατοικία του.[1][24][25][26] Η Ράμλα παρέμεινε πρωτεύουσα της Παλαιστίνης μέχρι τον 11ο αιώνα, εποχή που είχε αναδειχτεί το Χαλιφάτο των Φατιμιδών.[27] Οι επιθυμίες του για την ίδρυση της Ράμλα προέρχονται από προσωπικές φιλοδοξίες, η Λοντ ικανοποιούσε τα σχέδια του αφού η πόλη βρισκόταν σε μεγάλη ευημερία.[28] Ο Σουλεϊμάν ήθελε ωστόσο να δημιουργήσει την δική του πρωτεύουσα έξω από την πόλη, σύμφωνα με τον Νίμροντ Λοτζ επειδή δεν υπήρχε επαρκής δημόσιος χώρος για τις συσκέψεις του που είχαν φτάσει σε διεθνή κλίμακα. Οι πρώτες του προσπάθειες ξεκίνησαν με δήμευση περιουσιών μέσα στην πόλη προκειμένου να αποκτήσει τον απαραίτητο χώρο.[28] Σύμφωνα με μια παράδοση ένας χριστιανός χωρικός αρνήθηκε τα αιτήματα του Σουλεϊμάν να του παραδώσει την περιουσία του στο κέντρο της Λοντ. Ο Σουλεϊμάν εξοργισμένος επιχείρησε να τον σκοτώσει, τότε του πρότεινε να ιδρύσει μια νέα πόλη για πρωτεύουσα εκτός της Λοντ.[29] Ο ιστορικός Μόσε Σάρον σημειώνει ότι η Λοντ ήταν "βαθιά χριστιανική πόλη για τα γούστα των Ομεϋαδών", η παρουσία της αντιστεκόταν στα σχέδια που είχαν ξεκινήσει ο πατέρας και ο αδελφός του για την Ισλαμοποίηση του Χαλιφάτου.[26] Ο Σουλεϊμάν επιπλέον είχε έντονη επιθυμία να αποκτήσει την φήμη μεγάλου οικοδόμου όπως ο Άμπντ αλ-Μαλίκ και ο Αλ-Ουαλίντ Α΄, ήθελε να αφήσει το δικό του προσωπικό στίγμα.[30]
Η κατασκευή της Ράμλα ήταν για τον ίδιον σύμφωνα με τον Λοτζ "ο δρόμος προς την αθανασία" και "η προσωπική του σφραγίδα στο τοπίο της Παλαιστίνης".[31] Η πρώτη κατασκευή του Σουλεϊμάν στην Ράμλα ήταν το ανακτορικό συγκρότημα το οποίο έγινε η έδρα της ανακτορικής διοίκησης στην Παλαιστίνη.[32] Στο κέντρο της νέας πόλης οικοδομήθηκε ένα Τζαμί το οποίο έγινε γνωστό ως "Λευκό Τζαμί", το ολοκλήρωσε ο διάδοχος του.[33][34] Η Ράμλα αναπτύχθηκε από την αρχή σαν εμπορικό κέντρο με αγροτικά προϊόντα της περιοχής που είχαν σχέση με την βαφή, την υφαντουργία και την αγγειοπλαστική, σε αυτή διέμεναν επίσης οι περισσότεροι λόγιοι Μουσουλμάνοι.[35] Ο Σουλεϊμάν ίδρυσε επίσης στην Ράμλα ένα υδραγωγείο το οποίο μετέφερε νερό από το Τελ Γκεζέρ το οποίο βρισκόταν 10 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά.[36] Η Ράμλα αντικατέστησε την Λοτζ ωε εμπορικό κέντρο της Παλαιστίνης, πολλοί χριστιανοί, Σαμαρείτες και Εβραίοι της Λοτζ μεταφέρθηκαν στην νέα πρωτεύουσα.[37] Οι παραδοσιακές μαρτυρίες συμφωνούν στο γεγονός ότι ο Σουλεϊμάν μετέφερε τους κατοίκους της Ράμλα στην Λοτζ αλλά οι πηγές βρίσκονται σε αντιφωνία, άλλες αναφέρουν ότι κατεδάφισε μόνο μια χριστιανική εκκλησία και άλλες ολόκληρη την πόλη.[24] Ο Αχμάντ μπιν Αμπί Γιακούμπ σημειώνει ότι ο Σουλεϊμάν κατέστρεψε τα σπίτια των χριστιανών της Λοντ για να αναγκάσει τους κατοίκους να μετοικήσουν στην νέα πόλη.[38][39] Τα Ιεροσόλυμα που βρίσκονταν 40 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Ράμλα παρέμειναν το θρησκευτικά κέντρο της περιοχής.[40] Μια Αραβική πηγή του 8ου αιώνα αναφέρει ότι ο Σουλεϊμάν διέταξε την κατασκευή πολλών δημόσιων κτιρίων όπως ένα λουτρό, την ίδια εποχή ο Αλ-Ουαλίντ οικοδόμησε τον Ναό του Όρους.[29] Το λουτρό θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο οι προσκυνητές στον Θόλο του Βράχου.[41] Ο Σουλεϊμάν πιστώνεται επίσης σύμφωνα με έναν ανώνυμο Σύριο χρονικογράφο του 13ου αιώνα με την κατασκευή καμάρων, μύλων και κήπων στην Ιεριχώ που καταστράφηκαν αργότερα από πλημμύρες.[42]
Χαλίφης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άνοδος στο Χαλιφάτο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ με την υποστήριξη του Αλ-Χατζάζ προσπάθησε να τοποθετήσει ως διάδοχο του στο Χαλιφάτο τον γιο του Άμπντ αλ-Αζίζ (714), με τον τρόπο αυτό ακύρωνε την διαθήκη του Άμπντ αλ-Μαλίκ που όριζε διάδοχο του τον Σουλεϊμάν.[43][44] Ο ιστορικός Ουμάρ ιμπν Σαμπά σημειώνει ότι ο Αλ-Ουαλίντ προσπάθησε να δωροδοκήσει τον αδελφό του με μεγάλα ποσά αλλά εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά.[43] Ο Αλ-Ουαλίντ προσπάθησε με την σειρά του να δωροδοκήσει τους επαρχιακούς κυβερνήτες να δεχτούν τον Άμπντ αλ-Αζίζ, το δέχτηκαν μόνο ο Αλ-Χατζάζ και ο Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ, κυβερνήτης του Χουρασάν και κατακτητής της Υπερωξιανής.[43] Ο σύμβουλος Αμπάντ ιμπν Ζιγιάντ πρότεινε στον Χαλίφη να καλέσει τον αδελφό του στην Δαμασκό, σε περίπτωση που αρνηθεί να κινητοποιήσει εναντίον του τα στρατεύματα στην Ράμλα.[43] Ο Αλ Ουαλίντ Α΄ πέθανε σε λίγο (24 Φεβρουαρίου 715), ο Σουλεϊμάν που βρισκόταν στο νέο του κτήμα στο Μπέιτ Τζιμπρίν έφτασε στην Δαμασκό και ανακηρύχτηκε νέος Χαλίφης χωρίς αντίσταση.[1][43][45] Ο Σουλεϊμάν δέχτηκε όρκους πίστης στην Ράμλα και την Δαμασκό αλλά επισκέφτηκε την επίσημη πρωτεύουσα τον Ομεϋαδών μόνο μια φορά.[4][46] Η πρωτεύουσα του εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Παλαιστίνη στην οποία σύμφωνα με τον ιστορικό Τζούλιους Βελχάουζεν ήταν εξαιρετικά πιο αγαπητός από τον λαό σε σχέση με την Δαμασκό.[4][47] Ο ιστορικός Ράινχαρντ Άιζενερ έγραψε ότι "σύμφωνα με τις Μεσαιωνικές πηγές της Συρίας αποδεικνύεται ότι διοικητική πρωτεύουσα του Σουλεϊμάν ήταν η Ιερουσαλήμ".[1] Ο Τζούλιους Βελχάουζεν και ο Χιου Κέννεντι παραπέμπουν αντίστοιχα ως πρωτεύουσα του Σουλεϊμάν την Ράμλα.[1][48]
Αλλαγή εσωτερικής πολιτικής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο έτος της ανόδου του ο Σουλεϊμάν αντικατέστησε όλους τους επαρχιακούς κυβερνήτες του Αλ-Ουαλίντ και του Αλ-Χατζάζ με άλλους οι οποίοι ήταν πιστοί στον ίδιο.[1][49] Δεν είναι γνωστό αν έκανε αυτές τις πράξεις ως αποτέλεσμα καχυποψίας για τους προκατόχους ή αν το έκανε για να εξασφαλίσει την προσωπική του υποστήριξη στις επαρχίες.[1] Ο Άιζενερ υποστηρίζει ότι "η επιλογή νέων κυβερνητών δεν δείχνει κανένα αίσθημα της αντιπαλότητας του Σουλεϊμάν απέναντι στην φυλή Γιαμανί", σύμφωνα με τον Κέννεντι η πολιτική του Σουλεϊμάν "ανταποκρίνεται στις τάσεις των Γιαμανί".[16] Η πρώτη άμεση απόφαση του ήταν να τοποθετήσει τον έμπιστο του Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ κυβερνήτη του Ιράκ, του παρείχε παλιότερα άσυλο όταν τον είχε καθαιρέσει ο Αλ-Ουαλίντ.[48] Ο ιστορικός Μουχάμαντ Σαμπάν υποστήριξε ότι ο Σουλεϊμάν ανέδειξε τον Γιαζίντ ως "τον δικό του Αλ-Χατζάζ".[50] Ο Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ ξεκίνησε μια νέα πολιτική θερμής υποστήριξης στους Γιαμανί αλλά σύμφωνα με τον Ουελχάουζεν "δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι ο Σουλεϊμάν υποστήριζε την μία Αραβική φυλή σε βάρος της άλλης".[51] Ο Τζούλιους Βελχάουζεν έγραψε ότι από την εποχή που ήταν κυβερνήτης της Παλαιστίνης ο Σουλεϊμάν είχε αναγνωρίσει ότι η κυριαρχία του Αλ-Χατζάζ προκαλούσε το μίσος των Ιρακινών προς τους Ομεϋάδες.[52] Ο Σουλεϊμάν καθαίρεσε όλους τους διορισμένους και τους συμμάχους του Αλ-Χατζάζ άσχετα με την φυλή την οποία ανήκαν δηλαδή Γιαμανί ή Καϊσίτες.[52] Ο Σουλεϊμάν διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους Καϊσίτες της Τζαζίρα.[53]
Η καθαίρεση των διοικητών του Αλ-Ουαλίντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ βασικός προστατευόμενος του Αλ-Χατζάζ βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τον Σουλεϊμάν, τον διατήρησε παρόλα αυτά στην θέση του αν και ήταν πάντα καχύποπτος μαζί του.[54] Με την άνοδο του Σουλεϊμάν οδήγησε ο Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ τον στρατό του στην Υπερωξιανή με στόχο την επανάσταση απέναντι στον Χαλίφη. Με την άφιξη του στην Φεργκάνα κήρυξε επανάσταση απέναντι στον Σουλεϊμάν, οι στρατιώτες του ωστόσο αρκετά ταλαιπωρημένοι από τις εκστρατείες ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν, κήρυξαν εσωτερική επανάσταση με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 715 ο υποκινητής της Γουακί ιμπν Άμπι Σουντ αλ Ταμίμι να τον δολοφονήσει.[1] Ο Γουακί ανακηρύχτηκε νέος κυβερνήτης του Χουρασάν με την επικύρωση του Σουλεϊμάν, ο Χαλίφης ήταν ωστόσο ύποπτος μαζί του χάρη στην εκλογή του από τις τοπικές εχθρικές φυλές και όχι από τον ίδιο, για αυτό του αφαίρεσε εξουσίες.[55] Ο άλλος ευνοούμενος του Αλ-Χατζάζ και κατακτητής της Σινδ Μοχάμεντ Ιμπν Αλ-Κασίμ δεν επαναστάτησε εναντίον του Σουλεϊμάν, καθαιρέθηκε ωστόσο κατόπιν κλήθηκε στο Ουαζίτ όπου βασανίστηκε μέχρι θανάτου.[56] Η προσωρινή θητεία του Γουακί διατηρήθηκε εννέα μήνες και έληξε στα μέσα του 716.[19][54]
Ο Γιαζίντ έπεισε τον Σουλεϊμάν ότι ο Γουακί είναι απλά ένας Άραβας νομάς χωρίς καμιά διοικητική ικανότατα, συνεπώς δεν μπορούσε να του εμπιστευτεί ολόκληρο το ανατολικό Χαλιφάτο.[1] Ο Χαλίφης έδωσε εντολή στον Γιαζίντ να μετέβη στον Χουρασάν, να τοποθετήσει τοπικούς κυβερνήτες στην Κούφα, την Μπάσρα και το Ουαζίτ και να αναθέσει τις δημοσιονομικές υποθέσεις της περιοχής στον έμπειρο Σαλίχ ιμπν Άμπντ αλ-Ραχμάν. Την διετία 715-716 ο Σουλεϊμάν καθαίρεσε τον κυβερνήτη της Μέκκας Καλίντ και τον κυβερνήτη της Μεδίνας Ουθμάν, ήταν και οι δύο διορισμένοι από τον Αχ-Χατζάζ.[56] Ο Καλίντ τον οποίο υποστήριζαν με πάθος οι Γιαμανί αντικαταστάθηκε με ένα μέλος των Ομεϋάδων τον Άμπν αλ-Αζίζ ιμπν Αμπνταλλάχ ιμπ Καλίντ ιμπν Ασίντ ο οποίος ήταν επιπλέον κουνιάδος του Σουλεϊμάν.[1][52] Ο Σουλεϊμάν καθαίρεσε στην δύση τον κυβερνήτη της Ιφρικίγια Μουσά που ήταν συνδεδεμένος με τους Γιαμανί και την κατάκτηση της Αλ-Ανταλούς, καθαιρέθηκε επίσης και ο γιος του Άμπντ αλ-Αζίζ κυβερνήτης της Αλ-Ανταλούς.[1][52][57] Ο Μουσά φυλακίστηκε με εντολή του Σουλεϊμάν ενώ για τον γιο του έδωσε εντολή τον Μάρτιο του 716 να εκτελεστεί. Την δολοφονία του Άμπντ αλ-Αζίζ εκτέλεσαν οι Άραβες κυβερνήτες της Αλ-Ανταλούς με πρωταγωνιστή τον ανώτατο Άραβα υπολοχαγό Χαμπίμπ, έστειλε το κομμένο κεφάλι του στον Χαλίφη.[58] Ο Σουλεϊμάν αντικατέστησε τον Μουσά με έναν από τους Κουραϊσίτες, με εντολή του νέου διοικητή η περιουσία της οικογένειας κατασχέθηκε και όλα τα μέλη της βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.[59] Ο Μουσά που είχε κάνει υπεξαίρεση σε πολλά κρατικά κεφάλαια αναγκάστηκε την εποχή που ήταν φυλακισμένος να δώσει μεγάλο τμήμα της περιουσίας του στον Σουλεϊμάν.[60]
Επεκτατική ανικανότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σουλεϊμάν συνέχισε την μιλιταριστική πολιτική επεκτάσεων που ξεκίνησαν οι προκάτοχοι του παρά το γεγονός ότι αντικαταστάθηκαν οι προηγούμενοι μαχητικοί επαρχιακοί διοικητές, στο σύντομο διάστημα του Χαλιφάτου του ωστόσο οι κατακτήσεις είχαν διακοπεί.[1] Οι κατακτήσεις στο ανατολικό μέτωπο της Υπερωξιανής σταμάτησαν μετά τον θάνατο του Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ για 25 χρόνια, την ίδια περίοδο οι Άραβες έχασαν στην περιοχή εδάφη.[61] Ο Σουλεϊμάν διέταξε την οπισθοχώρηση του στρατού από την Φεργκάνα στο Μερβ, εκεί διαλύθηκε, ο Γουακί δεν προχώρησε σε νέες στρατιωτικές εκστρατείες. Ο Μουχαλάμπ αντικατέστησε στην Υπερωξιανή τον πατέρα του Γιαζίντ, οι εκστρατείες του ήταν περιορισμένες εκτός από κάτι σποραδικές επιδρομές στα χωριά της Σογδιανής. Ο ιστορικός Χάμιλτον Αλεξάντερ Ρόσκιν Γκιμπ αποδίδει την στρατιωτική υποχώρηση στην Υπερωξιανή και την ανικανότητα του στρατού στον θάνατο του Κουτάιμπα.[61] Ο Άιζενερ το αποδίδει στην ισχυρότερη αντίσταση που συνάντησε ο Αραβικός στρατός στα σύνορα, η διακοπή των κατακτήσεων δεν σημαίνει σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα ότι η "στρατιωτική ορμή" των Αράβων είχε ελαττωθεί.[1]
Η αποτυχημένη εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο βασικός στόχος του Σουλεϊμάν ήταν το Βυζάντιο, δεν αποτελούσε τον πιο πλούσιο και ισχυρό αντίπαλο του Χαλιφάτου αλλά βρισκόταν στα σύνορα με την Συρία που αποτελούσε το κέντρο της εξουσίας των Ομεϋαδών.[62] Η πρώτη επίθεση των Ομεϋαδών στην Κωνσταντινούπολη από τον Μωαβία Α΄ είχε αποτύχει, οι στρατηγοί τους που αποτελούσαν μέλη της άρχουσας τάξης της Αραβικής εθνικής δυναστείας έκαναν πολλές επιδρομές σε Βυζαντινά εδάφη καταλαμβάνοντας πόλεις και φρούρια.[63][64] Το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών παρουσίασε ενδείξεις κατάρρευσης όταν επιτέθηκαν οι Άραβες στην Μικρά Ασία.[65][66] Με τον θάνατο του Ουαλίντ Α΄ ο Σουλεϊμάν ανέλαβε με τεράστιο πάθος το έργο να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη.[67] Μετά από προσκύνημα στην Χατζ της Μέκκας στρατοπέδευσε στα τέλη του 716 στην βόρεια Συρία.[1] Την εποχή εκείνη ήταν βαριά ασθενής, για αυτό ηγήθηκε στην εκστρατεία ο ετεροθαλής αδελφός του Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ με εντολή να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη ή να αποχωρήσει αν τον ανακαλέσει ο ίδιος ο Σουλεϊμάν.[68] ο Άραβας διοικητής Ουμάρ ιμπν Χουμπάιρα αλ Φαζάρι ξεκίνησε ταυτόχρονα μια ναυτική εκστρατεία για την Κωνσταντινούπολη.[1] Ο Σουλεϊμάν ανέθεσε ταυτόχρονα στον γιο του Ντάουντ να ηγηθεί σε μια θερινή εκστρατεία στα Βυζαντινά σύνορα, κατέλαβε το "φρούριο της γυναίκας" κοντά στην Μαλάτεια.[69] Οι προσπάθειες του Σουλεϊμάν απέτυχαν, οι Βυζαντινοί απέκρουσαν το καλοκαίρι του 717 τον στόλο των Ομεϋαδών, ο στρατός του Μασλαμά συνέχισε ταυτόχρονα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.[70] Ο στόλος των Ομεϋαδών που απεστάλη το καλοκαίρι του 718 για να βοηθήσει τους Άραβες καταστράφηκε από τους Βυζαντινούς, ακολούθησε άλλος ένας στόλος που συνετρίβη και δραπέτευσε στην Μικρά Ασία.[71] Μετά την αποτυχία της πολιορκίας τον Αύγουστο του 718 ο στρατός του Μασλαμά αποσύρθηκε από την Κωνσταντινούπολη.[72] Οι τεράστιες απώλειες που είχαν οι Άραβες είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του στρατού των Ομεϋαδών από τις Βυζαντινές περιοχές που είχαν καταλάβει στα σύνορα από τον Ντάουντ.[73][74] Παρά το γεγονός ότι οι Ομεϋάδες ξεκίνησαν ξανά τις επιθέσεις (720) εγκατέλειψαν τον στόχο τους για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τα σύνορα παρέμειναν και σταθεροποιήθηκαν κατά μήκος των οροσειρών του Ταύρου και του Αντίταυρου, από αυτά οι δύο πλευρές θα πραγματοποιήσουν τους επόμενους αιώνες τις επιδρομές τους.[75][76]
Θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σουλεϊμάν πέθανε τον Σεπτέμβριο του 717 στο Νταμπίκ και τάφηκε εκεί.[77] Ο Νεστοριανός χρονικογράφος του 11ου αιώνα Ελάιτζα οφ Νισιβηνός χρονολογεί τον θάνατο του στις 20/21 Σεπτεμβρίου.[47] Μετά από ένα ταξίδι του στους "Φράιντεϊ Πράιερ" έπεσε άρρωστος και πέθανε σε λίγες μέρες.[78] Ο Σουλεϊμάν επέλεξε σαν διάδοχο τον μεγαλύτερο γιο του Αγιούμπ, μετά τον θάνατο του αδελφού του και πιθανού διαδόχου Μαρουάν αλ-Ακμπάρ.[79] Ο Αγιούμπ πέθανε ωστόσο στις αρχές του 717, υπέκυψε σε μια επιδημία που έμεινε γνωστή ως "μάστιγα των αξιοσημείωτων", έπληττε την ίδια εποχή την Συρία και το Ιράκ.[80] Η επιδημία αυτή ήταν πιθανότατα η αιτία του θανάτου και του ίδιου του Σουλεϊμάν.[81] Στο νεκροκρέβατο του ήθελε να προτείνει διάδοχο τον άλλο του γιο Ντάουντ αλλά ο Ράτζα τον συμβούλευσε να μην το κάνει επειδή έλλειπε σε εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη και πιθανότατα δεν θα επέστρεφε ζωντανός.[78] Ο Ράτζα πρότεινε στον Σουλεϊμάν να επιλέξει διάδοχο τον ξάδελφο και σύμβουλο του Ουμάρ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ τον οποίο περιγράφει ως "άξιο, εξαιρετικό και ειλικρινή Μουσουλμάνο".[78] Με στόχο να αποφύγει την εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στους αδελφούς του Ουμάρ και τους δικούς του αδελφούς ο Σουλεϊμάν όρισε διάδοχο του Ουμάρ τον αδελφό του Γιαζίντ Β΄.[78] Ο διορισμός αυτός ικανοποιούσε τις απαιτήσεις των Ομεϋαδών να περάσει το Χαλιφάτο στους κληρονόμους του Άμπντ αλ-Μαλίκ.[82] Ο Ράτζα ανέλαβε να εκτελέσει την διαθήκη του Σουλεϊμάν με στόχο να εξασφαλίσει την πίστη στον Ουμάρ από τους αδελφούς του Σουλεϊμάν, απείλησε ακόμα και με την χρήση βίας σε περίπτωση που αντιδράσουν έντονα.[83]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 Eisener 1997, σ. 821
- ↑ Hinds 1990, σ. 118
- ↑ Fück 1965, σ. 1023
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Bosworth 1982, σ. 90
- ↑ Kennedy 2002, σ. 127.
- ↑ Hinds 1993, σ. 265
- ↑ Kennedy 2002, σσ. 90–91
- ↑ Hawting 2000, σ. 48
- ↑ Kennedy 2004, σ. 91
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 91–93
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 92–93
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 92, 98
- ↑ Crone 1980, σ. 125
- ↑ Crone 1980, σσ. 124–125
- ↑ Crone 1980, σ. 126
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Kennedy 2004, σ. 105
- ↑ 17,0 17,1 Wellhausen 1927, σ. 257
- ↑ Crone 1994, σ. 26
- ↑ 19,0 19,1 Bosworth 1968, σ. 66
- ↑ Hinds 1990, σσ. 160–162
- ↑ 21,0 21,1 Hinds 1990, σ. 162
- ↑ Wellhausen 1927, σσ. 257–258
- ↑ Hinds 1990, σ. 163
- ↑ 24,0 24,1 Bacharach 1996, σ. 35
- ↑ Luz 1997, σ. 52
- ↑ 26,0 26,1 Sharon 1986, σ. 799
- ↑ Taxel 2013, σ. 161
- ↑ 28,0 28,1 Luz 1997, σσ. 52–53
- ↑ 29,0 29,1 Luz 1997, σ. 48
- ↑ Luz 1997, σ. 47
- ↑ Luz 1997, σ. 53-54
- ↑ Luz 1997, σ. 43
- ↑ Luz 1997, σσ. 37–38, 41
- ↑ Bacharach 1996, σσ. 27, 35–36
- ↑ Luz 1997, σσ. 43–45
- ↑ Luz 1997, σσ. 38–39
- ↑ Luz 1997, σ. 42
- ↑ Gordon et al. 2018, σ. 1005
- ↑ Sharon 1986, σ. 800
- ↑ Luz 1997, σ. 49
- ↑ Elad 1999, σ. 28
- ↑ Bacharach 1996, σ. 36
- ↑ 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 Hinds 1990, σσ. 222–223
- ↑ Shaban 1970, σ. 74
- ↑ Lecker 1989, σσ. 33, 35
- ↑ Powers 1989, σ. 3
- ↑ 47,0 47,1 Wellhausen 1927, σ. 263
- ↑ 48,0 48,1 Kennedy 2004, σσ. 105–106
- ↑ Powers 1989, σσ. 28–29
- ↑ Shaban 1970, σ. 78
- ↑ Wellhausen 1927, σσ. 259–261
- ↑ 52,0 52,1 52,2 52,3 Wellhausen 1927, σ. 260
- ↑ Wellhausen 1927, σ. 261
- ↑ 54,0 54,1 Shaban 1970, σ. 75
- ↑ Shaban 1970, σσ. 78–79
- ↑ 56,0 56,1 Wellhausen 1927, σ. 258
- ↑ Powers 1989, σσ. 28–30
- ↑ Powers 1989, σ. 30
- ↑ Crone 1994, σσ. 18, 21
- ↑ Crone 1994, σ. 21
- ↑ 61,0 61,1 Gibb 1923, σ. 54
- ↑ Blankinship 1994, σσ. 104, 117
- ↑ Blankinship 1994, σ. 31
- ↑ Haldon 1990, σσ. 72, 80
- ↑ Haldon 1990, σ. 80
- ↑ Lilie 1976, σσ. 120–122, 139–140
- ↑ Treadgold 1997, σ. 344
- ↑ Powers 1989, σσ. 39–40
- ↑ Powers 1989, σ. 38
- ↑ Treadgold 1997, σ. 347
- ↑ Treadgold 1997, σσ. 347-348
- ↑ Treadgold 1997, σ. 349
- ↑ Blankinship 1994, σσ. 33–34
- ↑ Lilie 1976, σσ. 132–133
- ↑ Blankinship 1994, σσ. 117–121
- ↑ Lilie 1976, σσ. 143–144, 158–162
- ↑ Powers 1989, σ. 65
- ↑ 78,0 78,1 78,2 78,3 Powers 1989, σ. 70
- ↑ Bosworth 1982, σ. 93
- ↑ Dols 1974, σ. 379
- ↑ Dols 1974, σ. 380
- ↑ Shaban 1971, σ. 130
- ↑ Shaban 1971, σ. 131
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ahmed, Asad Q. (2010). The Religious Elite of the Early Islamic Ḥijāz: Five Prosopographical Case Studies. Oxford: University of Oxford Linacre College Unit for Prosopographical Research.
- Bacharach, Jere L. (1996). "Marwanid Umayyad Building Activities: Speculations on Patronage". Muqarnas Online. 13: 27–44.
- Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press.
- Bosworth, C. E. (1968). Sīstān under the Arabs: From the Islamic Conquest to the Rise of the Ṣaffārids (30–250, 651–864). Rome: Istituto italiano per il Medio ed Estremo Oriente.*Bosworth, C. E. (1982). Medieval Arabic Culture and Administration. London: Variorum.
- Crone, Patricia (1980). Slaves on Horses: The Evolution of the Islamic Polity. Cambridge: Cambridge University Press.
- Crone, Patricia (1994). "Were the Qays and Yemen of the Umayyad Period Political Parties?". Der Islam. 71: 1–57.
- Crone, Patricia (2004). Gods Rule: Government and Islam. New York: Columbia University Press.
- Dols, M. W. (July–September 1974). "Plague in Early Islamic History". Journal of the American Oriental Society. 94 (3): 371–383.
- Eisener, R. (1997). "Sulaymān b. ʿAbd al-Malik". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Lecomte, G. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume IX: San–Sze. Leiden: E. J. Brill. σσ. 821–822.
- Elad, Amikam (1999). Medieval Jerusalem and Islamic Worship: Holy Places, Ceremonies, Pilgrimage (2nd ed.). Leiden: Brill.
- Fück, J. W. (1965). "Ghaṭafān". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. σσ. 1023–1024.
- Gibb, H. A. R. (1923). The Arab Conquests in Central Asia. London: The Royal Asiatic Society.
- Gordon, Matthew S.; Robinson, Chase F.; Rowson, Everett K.; Fishbein, Michael (2018). The Works of Ibn Wāḍiḥ al-Yaʿqūbī (Volume 3): An English Translation. Leiden: Brill.
- Guilland, Rodolphe (1959). "L'Expedition de Maslama contre Constantinople (717–718)". Études byzantines (in French). Paris: Publications de la Faculté des Lettres et Sciences Humaines de Paris: 109–133.
- Haldon, John F. (1990). Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture (Revised ed.). Cambridge: Cambridge University Press.
- Hawting, Gerald R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (Second ed.). London and New York: Routledge.
- Hillenbrand, Carole, ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXVI: The Waning of the Umayyad Caliphate: Prelude to Revolution, A.D. 738–744/A.H. 121–126. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Hinds, Martin, ed. (1990). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIII: The Zenith of the Marwānid House: The Last Years of ʿAbd al-Malik and the Caliphate of al-Walīd, A.D. 700–715/A.H. 81–95. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Hinds, M. (1993). "Muʿāwiya I b. Abī Sufyān". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VII: Mif–Naz. Leiden: E. J. Brill. σσ. 263–268.
- James, David (2009). Early Islamic Spain: The History of Ibn Al-Qūṭīya. Abingdon, Oxon and New York: Routledge.
- Kennedy, Hugh N. (2002). "Al-Walīd (I)". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume XI: W–Z. Leiden: E. J. Brill. σσ. 127–128.
- Kennedy, Hugh (2004). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century (Second ed.). Harlow: Longman.
- Lecker, Michael (1989). "The Estates of 'Amr b. al-'Āṣ in Palestine: Notes on a New Negev Arabic Inscription". Bulletin of the School of Oriental and African Studies, University of London. 52 (1): 24–37.
- Lilie, Ralph-Johannes (1976). Die byzantinische Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studien zur Strukturwandlung des byzantinischen Staates im 7. und 8. Jhd (in German). Munich: Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie der Universität München.
- Luz, Nimrod (April 1997). "The Construction of an Islamic City in Palestine. The Case of Umayyad al-Ramla". Journal of the Royal Asiatic Society. 7 (1): 27–54.
- Madelung, Wilferd (1975). "The Minor Dynasties of Northern Iran". In Frye, Richard N. (ed.). The Cambridge History of Iran. Vol. 4: From the Arab Invasion to the Saljuqs. Cambridge: Cambridge University Press. σσ. 198–249.
- Madelung, Wilferd (1993). "DABUYIDS". In Yarshater, Ehsan (ed.). Encyclopædia Iranica. Vol. VI/5: Čūb-bāzī–Daf(f) and Dāyera. London and New York: Routledge & Kegan Paul. σσ. 541–544.
- Malek, Hodge (2017). "Tabaristan during the 'Abbasid Period: The Overlapping Coinage of the Governors and other Officials (144–178H)". In Faghfoury, Mostafa (ed.). Iranian Numismatic Studies: A Volume in Honor of Stephen Album. Lancaster and London: Classical Numismatic Group. σσ. 71–78.
- Mayer, Tobias (2016) [2012]. "New Considerations on the Nomination of ʿUmar II by Sulaymān b. ʿAbd al-Malik". In Donner, Fred M.; Conrad, Lawrence I. (eds.). The Articulation of Early Islamic State Structures. New York and London: Routledge.
- Powers, David S., ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIV: The Empire in Transition: The Caliphates of Sulaymān, ʿUmar, and Yazīd, A.D. 715–724/A.H. 96–105. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Robinson, Majied (2020). Marriage in the Tribe of Muhammad: A Statistical Study of Early Arabic Genealogical Literature. Berlin: Walter de Gruyter.
- Shaban, M. A. (1970). The Abbasid Revolution. Cambridge: Cambridge University Press.
- Shaban, M. A. (1971). Islamic History: Volume 1, AD 600–750 (AH 132): A New Interpretation. Cambridge: Cambridge University Press.
- Sharon, M. (1986). "Ludd". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume V: Khe–Mahi. Leiden: E. J. Brill. σσ. 798–803.
- Taxel, Itamar (May 2013). "Rural Settlement Processes in Central Palestine, ca. 640–800 C.E.: The Ramla-Yavneh Region as a Case Study". Bulletin of the American Schools of Oriental Research. 369 (369). The American Schools of Oriental Research: 157–199.
- Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
- Uzquiza Bartolomé, Aránzazu (1994). "Otros Linajes Omeyas en al-Andalus". In Marín, Manuela (ed.). Estudios onomástico-biográficos de Al-Andalus: V (in Spanish). Madrid: Consejo Superior de Investigaciones Científicas. σσ. 445–462.
- Wellhausen, Julius (1927). The Arab Kingdom and Its Fall. Translated by Margaret Graham Weir. Calcutta: University of Calcutta.
- Williams, John Alden, ed. (1985). The History of al-Ṭabarī, Volume XXVII: The ʿAbbāsid Revolution, A.D. 743–750/A.H. 126–132. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.