Ουαλίντ Α΄
Ουαλίντ Α' | |
---|---|
![]() | |
Περίοδος | 8 Οκτωβρίου 705 - 23 Φεβρουαρίου 715 |
Προκάτοχος | Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν |
Διάδοχος | Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ |
Γέννηση | 668 Μεδίνα, Σαουδική Αραβία |
Θάνατος | 23 Φεβρουαρίου 715 (47 ετών) Δαμασκός, Συρία |
Τόπος ταφής | Δαμασκός, Συρία |
Απόγονοι | Γιαζίντ Γ΄ Ιμπραήμ ιμπν αλ-Ουαλίντ και άλλοι 2 |
Πατέρας | Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Ο Αλ-Ουαλίντ Ίμπν Άμπντ Αλ-Μαλίκ Ίμπν Μαρουάν ή Αλ-Ουαλίντ Α΄ (περί το 674 - 23 Φεβρουαρίου 715) ήταν ο έκτος Χαλίφης στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών (705 - 23 Φεβρουαρίου 715). Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν. Την εποχή που ήταν πρίγκιπας οδηγούσε πολλές επιδρομές απέναντι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία (695-698), επισκεύασε και ανήγειρε πολλές οχυρώσεις στον δρόμο από την Συριακή έρημο μέχρι την Μέκκα. Με τον θάνατο του αδελφού και διαδόχου του πατέρα του Άμπντ αλ-Αζίζ Ιμπν Μαρουάν ορίστηκε διάδοχος του θρόνου. Ο Αλ-Ουαλίντ συνέχισε με μεγαλύτερο πάθος του την πολιτική του πατέρα του, να δώσει περισσότερο Ισλαμικό και Αραβικό χαρακτήρα στο Χαλιφάτο του και να το επεκτείνει. Ο βασικός του σύμβουλος ήταν ο Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ, αντιβασιλεύς του πατέρα του.
Την περίοδο που ήταν Χαλίφης ο Αλ-Χατζάζ κατέκτησε την Υπερωξιανή και την Σινδ, ο διοικητής της Ιφρικίγια Μουσάμπ κατέκτησε το Μαγκρέμπ και την Αλ-Άνταλους στα δυτικά φτάνοντας το Χαλιφάτο στο μέγιστο της ισχύος του. Τα λάφυρα που εισέπραξε από τους πολέμους του επέτρεψαν να αναγείρει λαμπρά οικοδομήματα όπως το Μεγάλο Τζαμί των Ομεϋαδών, το Τέμενος Αλ-Άκσα στην Ιερουσαλήμ και το Τέμενος του Προφήτη στην Μεδίνα. Ο Αλ-Ουαλίντ ήταν ο πρώτος Χαλίφης που θέσπισε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, βοήθησε τους φτωχούς και τους ανάπηρους, εκείνοι με την σειρά του ανταπόδωσαν την ευγνωμοσύνη τους. Το Χαλιφάτο του κυβερνήθηκε με ειρήνη και ευημερία αποτελώντας το αποκορύφωμα της ισχύος των Ομεϋαδών αν και δεν έχει εξακριβωθεί ο δικός του ρόλος. Οι ισορροπίες που διατήρησε στις άρχουσες τάξεις των Καϊσιτών και των Γιαμανί ήταν προσωπικό του επίτευγμα. Οι τεράστιες στρατιωτικές του δαπάνες από την άλλη και οι δαπάνες του στους πρίγκιπες των Ομεϋαδών επέφεραν σημαντικά οικονομικά βάρη στους διαδόχους του.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αλ-Ουαλίντ γεννήθηκε στην Μεδίνα (περί το 674) την εποχή που ήταν Χαλίφης ο Μωαβίας Α΄, μέλος της εθνικής Αραβικής δυναστείας των Ομεϋαδών και δεύτερος ξάδελφος του παππού του Μαρουάν Α΄.[1] Ο Μωαβίας Α΄ ανήκε στον κλάδο των Σουφυανιδών της δυναστείας, ο Αλ-Ουαλίντ αντίθετα ανήκε στον αρχαιότερο κλάδο της γραμμή του Αμπού αλ-Ας ιμπν Ουμαγιά στην Χετζάζ ή δυτική Αραβία όπου βρίσκονταν η Μέκκα και η Μεδίνα. Με την κατάρρευση των Ομεϋαδών στην "Δεύτερη Φίτνα" ο διεκδικητής του Χαλιφάτου και μακρινός συγγενής του Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ εκδίωξε την οικογένεια του από την Χετζάζ, εγκαταστάθηκε στην Συρία. Ο παππούς του Μαρουάν Α΄ αναγνωρίστηκε κατόπιν ως νέος Χαλίφης (684-685) από τις φυλές των Ομεϋαδών, με την υποστήριξη των Καχτανιτών αποκατέστησε την κυριαρχία του Χαλιφάτου στην Συρία και την Αίγυπτο.[2] Ο Άμπντ Αλ Μαλίκ διαδέχθηκε τον πατέρα του Μαρουάν Α΄, κατέκτησε ολόκληρο το υπόλοιπο Χαλιφάτο ενσωματώνοντας σε αυτό το Ιράκ, το Ιράν και την Αραβία. Ο αντιβασιλεύς του Ιράκ Αλ-Χατζάζ Ιμπν Γιουσούφ τον βοήθησε να πάρει μέτρα συγκεντρωτισμού που εδραίωσαν την κυριαρχία των Ομεϋαδών.[3] Ο πόλεμος με την Βυζαντινή αυτοκρατορία ξεκίνησε την δεκαετία του 630 με την Αραβική κατάκτηση της Συρίας και Παλαιστίνης, επαναλήφθηκε (692) όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´ παραβίασε προκλητικά την ειρηνική συνθήκη. Την περίοδο αυτή ο Αλ-Ουαλίντ συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες του πατέρα του (696, 697, 698, 699).[4] Με την εκστρατεία του το καλοκαίρι του 696 λεηλάτησε την περιοχή ανάμεσα στην Μαλάτεια και την Μοψουεστία.[5] Ο Αλ-Ουαλίντ διοίκησε προσωπικά και ο ίδιος το ετήσιο προσκύνημα Χατζ στην Μέκκα (698).[4] Την περίοδο 700-701 ο Αλ-Ουαλίντ επισκεύασε και ανήγειρε πολλές οχυρώσεις στον δρόμο από την Συριακή έρημο μέχρι την Μέκκα.[6] Την πατρότητα του πιστοποιεί μια επιγραφή με την φράση "ο Εμίρης Αλ-Ουαλίντ, γιος του διοικητή των πιστών.[7]
Άνοδος στο Χαλιφάτο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη της βασιλείας του ο Άμπντ Αλ-Μαλίκ με την υποστήριξη του Αλ-Χατζάζ προσπάθησε να ορίσει διάδοχο του τον γιο του Αλ-Ουαλίντ, ακύρωσε την δέσμευση του πατέρα του Μαρουάν Α΄ ότι θα τον διαδεχτεί ο αδελφός του και κυβερνήτης της Αιγύπτου Άμπντ αλ Αζίζ.[8][9] Ο Άμπντ αλ Αζίζ αρνήθηκε και αντέδρασε έντονα αλλά ο θάνατος του (705) γλύτωσε τον εμφύλιο, ο Αλ-Ουαλίντ διαδέχθηκε κανονικά τον πατέρα του (9 Οκτωβρίου 705).[1][8] Ο Άραβας ιστορικός Ουάιχ αλ-Γιακουμπί περιγράφει τον Αλ-Ουαλίντ ως "ψηλό, μελαγχολικό, μουντό με μια πινελιά γκρί στην άκρη του γενιού του", μιλούσε επίσης "χωρίς γραμματική".[10] Ο πατέρας του απογοητεύτηκε όταν εγκατέλειψε την κλασσική Αραβική γλώσσα στην οποία είχε γραφτεί το Κοράνι, επέμενε ωστόσο στην άποψη ότι το Κοράνι θα έπρεπε να το γνωρίζουν όλοι.[11] Ο Αλ Ουαλίντ συνέχισε τις πολιτικές συγκεντρωτισμού και επέκτασης του Χαλιφάτου πιο έντονα από τον Άμπντ αλ-Μαλίκ.[1][12] Σε αντίθεση με τον πατέρα του η εξάρτηση του από τον Αλ-Χατζάζ ήταν πλήρης, είχε ολική εξουσία στο ανατολικό Χαλιφάτο, επηρέαζε έντονα τον Αλ Ουαλίντ Α΄ στις αποφάσεις του και έδινε εξουσίες σε αξιωματούχους της εμπιστοσύνης του.[9]
Κατακτήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η έναρξη των νέων κατακτήσεων στα ανατολικά και τα δυτικά του Χαλιφάτου είχε γίνει από τον ίδιο τον Άμπντ αλ Μαλίκ όταν εξουδετέρωσε τους εσωτερικούς του αντιπάλους από την δυναστεία των Ομεϋαδών.[13] Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ ξεκίνησε μια "νέα περίοδο μεγάλων κατακτήσεων" οι οποίες σύμφωνα με τον ιστορικό Τζούλιους Βελχάουζεν έφεραν στα τέλη της βασιλείας του το Χαλιφάτο στην μεγαλύτερη του έκταση.[14][15] Την επέκταση στα ανατολικά σύνορα ανέλαβε ο Αλ-Χατζάζ με έδρα το Ιράκ, ο Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ αντικυβερνήτης του Χουρασάν ξεκίνησε νέες εκστρατείες στην Υπερωξιανή σε αδιαπέραστες περιοχές που είχαν ηττηθεί όλοι οι προηγούμενοι Αραβικοί στρατοί (705-715). Ο Κουτάιμπα ιμπν Μουσλίμ κατέκτησε την Μπουχάρα (706-709), την Χορασμία την Σαμαρκάνδη (711-712) και την Φεργκάνα (713).[1] Στην συνέχεια εξασφάλισε με συμμαχικούς γάμους την πίστη των τοπικών ηγεμόνων που οι εξουσίες τους έμειναν ανέπαφες.[15] Με τον θάνατο του Κουτάιμπα (716) η εξουσία του Χαλιφάτου στην Υπερωξιανή άρχισε να καταρρέει, στις αρχές της δεκαετίας του 720 οι τοπικοί ηγεμόνες επανάφεραν το προηγούμενο καθεστώς.[16] Την διετία 708-709 ο ανεψιός του Αλ-Χατζάζ Μοχάμεντ Ιμπν Αλ-Κασίμ κατέκτησε την Σιδ.[9][15]
Ο κυβερνήτης του Αλ Ουαλίντ στην Ιφρικίγια Μούσα, ένας άλλος ισχυρός ευνοούμενος του Άμπντ Αλ Μαλίκ αφού υπέταξε τους Βέρβερους προχώρησαν δυτικά σε νέες κατακτήσεις στο Μάγκρεμπ.[17] Ο Μούσα κατέκτησε κατόπιν την Ταγγέρη και την Σους (708-709), στα βόρεια και νότια του σημερινού Μαρόκου.[17][18] Ο Μουλάς του Μούσα Ταρίκ Ιμπν Ζιγιάντ επιτέθηκε στο Βασίλειο των Βησιγότθων της Ιβηρική (711), ενισχύθηκε από τον Μούσα την επόμενη χρονιά.[17] Μέχρι τον θάνατο του Αλ-Ουαλίντ (715) η Ισπανία είχε κατακτηθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της από τους Άραβες.[15] Τα πολεμικά λάφυρα στα οποία προστέθηκαν και τα λάφυρα των στρατιωτικών κατακτήσεων της Ανατολής συγκρίνονται μόνο με τα αντίστοιχα του Χαλίφη Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ (634-644).[19] Ο Αλ-Ουαλίντ διόρισε τον ετεροθαλή αδελφό του Μασλάμα κυβερνήτη της Τζαζίρας στην Άνω Μεσοποταμία και του ανέθεσε τις επόμενες στρατιωτικές εκστρατείες απέναντι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Παρά το γεγονός ότι ο Μασλάμα δημιούργησε μια ισχυρή στρατιωτική βάση στα σύνορα οι επιτυχίες του απέναντι στο Βυζάντιο ήταν ελάχιστες στην διάρκεια του Χαλιφάτου του Αλ-Ουαλίντ.[1] Τα Τύανα που ανήκαν στην Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακτήθηκαν και ισοπεδώθηκαν μετά από μακρόχρονη πολιορκία (708). Ο Αλ-Ουαλίντ δεν συμμετείχε προσωπικά στις εκστρατείες, πολέμησε ο μεγαλύτερος γιος του Αλ-Αμπάς στο πλευρό του Μασλάμα, το ίδιο και οι υπόλοιποι γιοι του. Οι Άραβες είχαν αποκτήσει μέχρι το 712 τον έλεγχο της Κιλικίας και των περιοχών ανατολικά του Ευφράτη, κατόπιν προχώρησαν σε εκστρατείες στην Μικρά Ασία. Μετά από μια επιδρομή στην Άγκυρα (714) ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Β΄ έστειλε μια αποστολή στον Αλ-Ουαλίντ με στόχο να κλείσει μαζί του ειρήνη ή να αναγνωρίσει τις προθέσεις του. Ο Αναστάσιος Β΄ (713-715) πληροφορήθηκε ότι ο Αλ-Ουαλίντ είχε στόχο να προχωρήσει σε μια μεγάλη εκστρατεία από ξηρά και θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλ-Ουαλίντ πέθανε (715), η εκστρατεία πραγματοποιήθηκε από τους διαδόχους του και κατέληξε σε καταστροφή για τους Άραβες (718).[20]
Διοίκηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αλ-Ουαλίντ εμπιστεύθηκε τις περισσότερες στρατιωτικές επαρχίες της Συρίας στους γιους του.[21][22] Ο Αλ-Αμπάς ανέλαβε την Χομς, ο Άμπντ αλ Αζίζ την Δαμασκό και ο Ουμάρ την Ιορδανία.[21] Ο αδελφός του Σουλεϊμάν που είχε διοριστεί στο αξίωμα του κυβερνήτη από τον πατέρα του παρέμεινε και με τον ίδιο. Ο Σουλεϊμάν στέγασε τον έκπτωτο κυβερνήτη του Χουρασάν Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ ο οποίος είχε δραπετεύσει από τις φυλακές του Αλ-Χατζάζ (708).[22][23] Ο Αλ Ουαλίντ έδωσε τελικά χάρη στον Χουρασάν Γιαζίντ ιμπν αλ-Μουχαλάμπ, αρκέστηκε μονάχα στην πληρωμή του βαρύτατου προστίμου που του είχε επιβάλει ο Αλ-Χατζάζ.[24] Την περίοδο 693-700 ο πατέρας του Άμπν αλ Μαλίκ και ο βασικός του σύμβουλος Άλ-Χατζάζ ξεκίνησαν έντονες προσπάθειες να καθιερώσουν στο Χαλιφάτο ένα ενιαίο Αραβικό νόμισμα, αντικαθιστώντας τα αντίστοιχα νομίσματα των Βυζαντινών και των Σασσανιδών που κυκλοφορούσαν μέχρι τότε. Η ίδια προσπάθεια έγινε και στο θέμα της γλώσσας, ήθελαν να καθιερώσουν στην γραφειοκρατία την Αραβική, μέχρι τότε κυριαρχούσε η Ελληνική και η Περσική στην Συρία και το Ιράκ αντίστοιχα.[25][26] Οι ίδιες μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν με τον Άλ-Ουαλίντ, την διετία 705-706 η Αραβική γλώσσα αντικατέστησε στην Αίγυπτο την Κοπτική γλώσσα.[26][27] Την αλλαγή εφάρμοσε ο Άμπντ-Αλλάχ κυβερνήτης της Αιγύπτου και ετεροθαλής αδελφός του Άλ-Ουαλίντ, τοποθετήθηκε σε αυτή την θέση από τον πατέρα τους.[28] Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα του κράτους η Αραβική, να ενοποιηθούν τα φορολογικά συστήματα σε ολόκληρο το Χαλιφάτο και να ιδρυθεί μια ιδεολογικά Ισλαμική κυβέρνηση.[25][29] Ο Αλ-Ουαλίντ αντικατέστησε στην Αίγυπτο τον Άμπντ-Αλλάχ με τον Άλ-Άμπσι που ανήκε στην ίδια φυλή με την μητέρα του. Οι λόγοι της αντικατάστασης ήταν είτε οι καταγγελίες προς τον Άμπντ-Αλλάχ για διαφθορά, τον κατηγόρησαν ως υπεύθυνο για τον λιμό που ξέσπασε εκείνη την εποχή στην Αίγυπτο.[30][31] Ο Άλ-Άμπσι κυβέρνησε την Αίγυπτο μέχρι τον θάνατο του (715), ίδρυσε ένα πιο πιστό φορολογικό σύστημα, αναδιοργάνωσε τον στρατό της Αιγύπτου και αποκατέστησε το τζαμί της Φουστάτ.[30]
Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ διατήρησε αρχικά τον Χισάμ Ιμπν Ισμαήλ αλ-Μαχζουμί από την φυλή Μπανού Μαχζούμ που είχε διορίσει ο Άμπντ αλ-Μαλίκ κυβερνήτη της Χετζάζ και αρχηγό του προσκυνήματος Χατζ. Τα αξιώματα αυτά είχαν κορυφαία θέση στο Χαλιφάτο επειδή εκεί βρισκόταν ο δρόμος για το ιερό προσκύνημα προς την Μέκκα και την Μεδίνα, τις πιο ιερές πόλεις του Ισλάμ. Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ τον καθαίρεσε τελικά για το δημόσιο μαστίγωμα και εξευτελισμό του δασκάλου Σαΐντ ιμπν αλ-Μουσαγίμπ επειδή αρνήθηκε να δώσει όρκο πίστης στον Αλ-Ουαλίντ την εποχή που ζούσε ακόμα ο πατέρας του. Η πράξη αυτή του Χισάμ έγινε από μεγάλη πίστη προς τον Αλ-Ουαλίντ, ήταν ωστόσο πολύ ακραία και σύμφωνα με τον ιστορικό Μακ Μίλαν επέφερε "αγανάκτηση της κοινής γνώμης", για αυτό καθαιρέθηκε.[32] Ο Χισάμ ήταν παππούς από μητέρα του ετεροθαλούς αδελφού του Αλ-Ουαλίντ επίσης Χισάμ, ήταν υποψήφιος για την θέση του Χαλίφη την οποία ο Αλ-Ουαλίντ είχε στόχο να δώσει στον γιο του Άμπντ αλ-Αζίζ. Ο Αλ-Ουαλίντ τοποθέτησε στο τιμόνι των Ισλαμικών πόλεων τον Ουμάρ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ, ο οποίος ήταν σύζυγος της αδελφής του Φατίμα και αδελφός της συζύγου του Ουμ αλ-Μπανίν η οποία ήταν μητέρα του Άμπντ αλ-Αζίζ. Με εντολή του Αλ-Ουαλίντ Α΄ ο Ουμάρ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ ταπείνωσε δημόσια τον Χισάμ Ιμπν Ισμαήλ αλ-Μαχζουμί πράξη πρωτοφανής για έναν πρώην κυβερνήτη ιερών πόλεων και "εξαιρετικά επικίνδυνη" όπως τονίζει ο Μακ Μίλαν.[32] Ο Ουμάρ διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους θρησκευτικούς κύκλους των δύο ιερών μεγάλων πόλεων, οδήγησε το ιερό Χατζ τουλάχιστον τα 4 από τα 6 χρόνια της θητείας του, τις άλλες δύο ο γιος του Αλ-Ουαλίντ Ουμάρ (707) κι ο ίδιος ο Αλ-Ουαλίντ (710).[1][32] Ο Ουμάρ ζήτησε από τον Αλ-Ουαλίντ να καθαιρέσει τον Αλ-Χατζίζ και ο ο Αλ-Χατζίζ με την σειρά του ζήτησε από τον Χαλίφη να καθαιρέσει τον Ουμάρ επειδή φιλοξενούσε Ιρακινούς αντάρτες.[33] Ο Αλ-Ουαλίντ ήταν πολύ επιφυλακτικός από φόβο μήπως η Χετζάζ μετατραπεί για άλλη μια φορά σαν κέντρο συνομωσίας εναντίον των Ομεϋαδών, όπως έγινε στην "Δεύτερη Φίτνα" για αυτόν τον λόγο καθαίρεσε τον Ουμάρ (712).[32] Η ιερή επαρχία της Χετζάζ χωρίστηκε στα δύο και παραδόθηκε στους νόμιμους διαδόχους του Αλ-Χατζάζ: ο Αλ-Χατζάτζ, Χαλίντ ιμπν Αμπντάλα αλ-Κασρί την Μέκκα και ο Οθμάν ιμπν Χαγιάν αλ-Μούρι.[33] Την διοίκηση του Χατζ δεν την ανέλαβε το διάστημα αυτό κανένας από τους δύο τοπικούς διοικητές, ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ την παρέδωσε στον Μασλάμα και τους γιους του.[32]
Η λήξη του εμφύλιου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η "μάχη του Μάρτζ Ραχίτ" εγκαινίασε το Χαλιφάτο του Μαρουάν Α΄ (684) αλλά έφερε ταυτόχρονα σφοδρή εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στις Αραβικές φυλές της Συρίας οι οποίες αποτελούσαν τον πυρήνα του στρατού των Ομεϋάδων. Οι φυλές οι οποίες ήταν πιστές απέναντι στον Μαρουάν Α΄ ονομάστηκαν Γιαμανί με καταγωγή από την Υεμένη της νότιας Αραβίας που θεωρούσαν ως προγονική τους πατρίδα. Η αντίπαλη Αραβική φυλή στην βόρεια Συρία ήταν οι Καϊσίτες, υποστήριζαν ως Χαλίφη τον Άμπντ Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζούμπαϊρ. Ο Άμπντ αλ-Μαλίκ συμφιλιώθηκε με τους Καϊσίτες, οι εντάσεις αυξήθηκαν ωστόσο ξανά την εποχή που ανασυγκροτήθηκε ο στρατός του Χαλιφάτου στην επαρχία.[34][35] Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ συνέχισε την πολιτική του πατέρα του η οποία είχε στόχο να φέρει την ισορροπία ανάμεσα στις δύο αντίπαλες φυλές τόσο στον στρατό όσο και στην διοίκηση.[15] Ο ιστορικός Χιού Κέννεντι έγραψε ότι "πιθανότατα ο Χαλίφης διατήρησε την αντιπαλότητα σκόπιμα για να μην μπορεί καμία από τις δύο φυλές να έχει το μονοπώλιο της εξουσίας".[15] Η μητέρα του Αλ-Ουαλίντ Α΄ ανήκε επίσης στους Καϊσίτες, για αυτό τον λόγο παρείχε επίσης στρατιωτικά πλεονεκτήματα σε αυτούς.[15] Ο Τζούλιους Βελχάουζεν αντίθετα αμφισβητεί το γεγονός επειδή "δεν είχε καμιά ανάγκη να το κάνει".[36] Ο εμφύλιος ανάμεσα στους Καϊσίτες και τους Γιαμανί εντάθηκε έντονα με τους διαδόχους του Αλ-Ουαλίντ που δεν διατήρησαν την ισορροπία ανάμεσα στις δύο φυλές, το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση των Ομεϋάδων (750).[37]
Δημόσια έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Από την έναρξη του Χαλιφάτου του ο Αλ-Ουαλίντ εγκαινίασε μεγάλα δημόσια έργα και προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Οι προσπάθειες χρηματοδοτήθηκαν από τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρωθεί από τις κατακτήσεις και τα φορολογικά κέρδη.[19] Ο Αλ-Ουαλίντ, τα αδέλφια του και οι γιοι του έφτιαξαν πολλούς σταθμούς και πηγάδια κατά μήκος όλων των δρόμων στην Συρία και τοποθέτησαν φωτισμούς στις πόλεις.[19] Οι ίδιοι έκαναν πολλά έργα που βοήθησαν την καλλιέργεια της γης και την γεωργία όπως αρδευτικά δίκτυα και κανάλια.[19][38] Ο Αλ-Χατζάζ έκανε με την σειρά του την εποχή που ήταν κυβερνήτης τα ίδια έργα στο Ιράκ, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την γεωργική παραγωγή που είχε καταστραφεί από τους εμφύλιους και να βρει εργασία στους κατοίκους. Ο Αλ-Ουαλίντ και ο γιος του Αλ-Αμπάς ίδρυσαν την πόλη Αντζάρ (714) στα σύνορα ανάμεσα στην Συρία και τον Λίβανο, περιείχε τζαμί μαζί με εμπορικές και διοικητικές δομές. Ο ιστορικός Ρομπέρ Χίλενμπραντ αναφέρει ότι "ήταν ο κορυφαίος Αραβικός οικισμός περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον πριν το 750" παρά το γεγονός ότι τον εγκατέλειψαν μόλις 40 χρόνια μετά την οικοδόμηση του.[39] Ο Αλ-Ουαλίντ δημιούργησε πολλές υποδομές για να διευκολύνει τους προσκυνητές στον δρόμο του προς την Μέκκα όπως πηγάδια και βρύση στην ίδια την Μέκκα.[32] Ο ιστορικός Μ.Α. Σαμπάν θεωρεί ότι τα έργα του Ουαλίντ Α΄ στην Συρία και στην Χετζάζ όχι μόνο ήταν ωφέλιμα αλλά παρείχαν και εργασία στους πολίτες υπό την μορφή φθηνού εργατικού δυναμικού στους αστούς που δεν ήταν Άραβες.[40] Τα περισσότερα από τα προγράμματα του Αλ-Ουαλίντ είχαν στόχο να ανακουφίσουν τους φτωχούς και τα άτομα με ειδικές ανάγκες αλλά μόνο για τους Άραβες που ζούσαν στην Συρία.[19][41][42] Ο Σαμπάν το καταγράφει ως "ειδική κρατική επιχορήγηση" στην άρχουσα τάξη.[43] Ο Αλ-Ουαλίντ τελειοποίησε τον Θόλου του Βράχου στην Ιερουσαλήμ που είχε αναγείρει ο πατέρας του, η προτεραιότητα του ήταν η προστασία όλων των τζαμιών στην Ιερουσαλήμ, την Δαμασκό και την Μεδίνα.[32]
Τα μεγάλα τζαμιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μεγαλύτερο από τα αρχιτεκτονικά του επιτεύγματα ήταν το τζαμί των Ομεϋαδών στην Δαμασκό. Οι προκάτοχοι του προσκυνούσαν σε ένα μικρό δωμάτιο που ήταν ενσωματωμένο στον καθεδρικό ναό του Ιωάννη του Βαπτιστή, που είχε χτιστεί (397) από τον Θεοδόσιο τον Μέγα.[44][45] Την εποχή του Αλ-Ουαλίντ δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τους Μουσουλμάνους που είχαν αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό.[44] Ο Αλ-Ουαλίντ αναγκάστηκε να μετατρέψει ολόκληρο τον Καθεδρικό ναό σε τζαμί αφού αποζημίωσε τους χριστιανούς υπηκόους του.[44][45] Το μεγαλύτερο τμήμα του ναού κατεδαφίστηκε, οι αρχιτέκτονες του Αλ-Ουαλίντ το αντικατέστησαν με μια τεράστια αίθουσα προσευχής με αυλή που επικοινωνούσε από όλες τις πλευρές με στοές μέχρι την ολοκλήρωση του (711).[46] Ο στρατός της Δαμασκού απαριθμούσε 45.000 άνδρες, τους φορολόγησε για εννιά χρόνια στο ένα τέταρτο του μισθού τους με στόχο να βρει έσοδα για να ολοκληρώσει την κατασκευή του.[19][46] Η κλίμακα και το μέγεθος του Μεγάλου Τζαμιού έγιναν σύμφωνα με τον Νικίτα Ελισίφφ "το σύμβολο της πολιτικής υπεροχής και του ηθικού κύρους του Ισλάμ". Ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ συνέχισε τα έργα του πατέρα του στον Ναό του Όρους.[22] Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σχετικά με το εάν το Τέμενος Αλ-Άκσα το οποίο είχε τον άξονα στον ίδιο ρυθμό με τον Ναό του Όρους οικοδομήθηκε από τον ίδιο ή από τον πατέρα του.[22][47] Οι περισσότεροι ιστορικοί της αρχιτεκτονικής υποθέτουν ότι ο Αμπντ αλ-Μαλίκ το ξεκίνησε και το ολοκλήρωσε ο Αλ-Ουαλίντ.[48] Καλλιτέχνες ήρθαν από όλα τα προηγμένα μέρη του κόσμου, δούλεψαν για αυτό 12.000 εργάτες, και το έργο τέλειωσε το 712. Ακόμα και οι Αββασίδες χαλίφηδες – φανατικοί εχθροί και των Ομαγιαδών και της Δαμασκού – το θεωρούσαν το ωραιότερο οικοδόμημα του κόσμου. Το 706 ιδρύθηκε στη Δαμασκό το μεγαλύτερο νοσοκομείο του τότε κόσμου, το Μπιμαριστάν.[49]
Οι ημιτελείς κατασκευές στο νότιο και ανατολικό τοίχος του Ναού του Όρους χρονολογούνται από την εποχή του Αλ-Ουαλίντ, πέθανε πριν ολοκληρωθούν.[50] Την διετία 706-707 ο Αλ-Ουαλίντ Α΄ έδωσε εντολή στον Ουμάρ ιμπν Άμπντ αλ-Αζίζ να επεκτείνει το Τζαμί του Προφήτη στην Μεδίνα.[51][52] Η ανάπλαση απαιτούσε να κατεδαφιστούν οι κατοικίες των συζύγων του Μωάμεθ και να ενσωματωθεί ο τάφος του Μωάμεθ με τον τάφο των δυο πρώτων Χαλίφηδων Αμπού Μπακρ και Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ.[1][53][54] Οι κάτοικοι αντέδρασαν έντονα στην κατεδάφιση της οικίας του Μωάμεθ αλλά ο Αλ-Ουαλίντ τους αγνόησε, σπατάλησε τεράστια ποσά για τα έργα πληρώνοντας Έλληνες και Κόπτες τεχνίτες.[53] Ο Χίλντεμπραντ έγραψε ότι η κατασκευή ενός μεγάλου τζαμιού στην Μεδίνα αποτελούσε από τον Αλ-Ουαλίντ την αναγνώριση και της δικής του καταγωγής, με τον τρόπο αυτό ήθελε να εξευμενίσει τους κατοίκους της Μεδίνας για την μεταφορά της πολιτικής εξουσίας στην Βαγδάτη.[51] Ο Μακ Μίλαν έγραψε με την σειρά του ότι η κατασκευή αποτελούσε μια μορφή συμφιλίωσης για τους κατοίκους της Μεδίνας και της Μέκκας από τις πολιορκίες που είχαν υποστεί στον εμφύλιο με τους Ομεϋάδες. Τα αρχαιότερα τζαμιά για τα οποία πιστώνεται ο Αλ-Ουαλίντ είναι η επέκταση στην Χετζάζ του ιερού τζαμιού γύρω από την Κάαμπα στην Μέκκα και το Τζαμί του Ταΐφ.[19]
Θάνατος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αλ-Ουαλίντ πέθανε από ασθένεια στο χειμερινό καταφύγιο των Ομεϋάδων που βρισκόταν στα περίχωρα της Δαμασκού (23 Φεβρουαρίου 715).[1][55] Ο Αλ-Ουαλίντ προσπάθησε αποτυχημένα να ορίσει διάδοχο τον γιο του Άμπντ αλ-Αζίζ ακυρώνοντας την διαθήκη του πατέρα του ο οποίος όριζε ότι διάδοχος του θα ήταν ο αδελφός του Σουλεϊμάν ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ.[1] Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο αδέλφια εντάθηκαν σε μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα ήταν να εκδιώξει ο Σουλεϊμάν όλους τους συμβούλους του αδελφού του. Ο Σουλεϊμάν είχε τις ίδιες επεκτατικές τάσεις με τον πατέρα του και τον αδελφό του, την περίοδο που ήταν ωστόσο Χαλίφης δεν κατακτήθηκαν νέα εδάφη.[56]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Kennedy 2002, σ. 127
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 92–93
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 98–99
- ↑ 4,0 4,1 Marsham 2009, σ. 125
- ↑ Rowson 1989, σ. 176
- ↑ Bacharach 1996, σ. 31
- ↑ Marsham 2009, σσ. 126–127
- ↑ 8,0 8,1 Hawting 2000, σ. 58
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Dietrich 1971, σ. 41
- ↑ Gordon et al. 2018, σσ. 1001, 1004
- ↑ Wellhausen 1927, σσ. 224–225
- ↑ Kennedy 2004, σ. 103
- ↑ Della Vida 1993, σ. 1002
- ↑ Wellhausen 1927, σ. 224
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 Kennedy 2004, σ. 104
- ↑ Gibb 1923, σσ. 54–56, 59.
- ↑ 17,0 17,1 17,2 Lévi-Provençal 1993, σ. 643
- ↑ Kaegi 2010, σ. 15
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 Blankinship 1994, σ. 82
- ↑ Treadgold 1997, σσ. 343–344, 349
- ↑ 21,0 21,1 Crone 1980, σ. 126
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 Bacharach 1996, σ. 30
- ↑ Hinds 1990, σσ. 160–161
- ↑ Hinds 1990, σσ. 160–162
- ↑ 25,0 25,1 Gibb 1960, σ. 77
- ↑ 26,0 26,1 Duri 1965, σ. 324
- ↑ Blankinship 1994, σ. 38
- ↑ Kennedy 1998, σσ. 71–72
- ↑ Blankinship 1994, σσ. 94–95
- ↑ 30,0 30,1 Kennedy 1998, σ. 72
- ↑ Crone 1980, σ. 125
- ↑ 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 32,5 32,6 McMillan 2011
- ↑ 33,0 33,1 Hinds 1990, σσ. 201–202
- ↑ Kennedy 2004, σ. 100
- ↑ Kennedy 2001, σ. 34
- ↑ Wellhausen 1927, σσ. 225–226
- ↑ Kennedy 2004, σσ. 103–104, 113
- ↑ Kennedy 2004, σ. 111
- ↑ Hillenbrand 1999, σσ. 59–61
- ↑ Shaban 1971, σ. 118
- ↑ Wellhausen 1927, σ. 299
- ↑ Shaban 1971, σσ. 118-119
- ↑ Shaban 1971, σσ. 118–119
- ↑ 44,0 44,1 44,2 Elisséeff 1965, σ. 800
- ↑ 45,0 45,1 Hillenbrand 1994, σ. 69
- ↑ 46,0 46,1 Elisséeff 1965, σ. 801
- ↑ Grabar 1986, σ. 341
- ↑ Bell 1908, σ. 116
- ↑ οι πληροφορίες του κειμένου προέρχονται από το βιβλίο του Will Durant Παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού
- ↑ Bacharach 1996, σσ. 30, 33
- ↑ 51,0 51,1 Hillenbrand 1994, σ. 73
- ↑ Munt 2014, σ. 106
- ↑ 53,0 53,1 Bacharach 1996, σ. 35
- ↑ Munt 2014, σσ. 106–108
- ↑ Powers 1989, σ. 3
- ↑ Eisener 1997, σ. 821
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Will Durant, «Παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού», εκδ. Συρόπουλου και Κουμουνδουρέα, 1958, τόμος Δ', σελ.235 και εξής
- Ahmed, Asad Q. (2011). The Religious Elite of the Early Islamic Ḥijāz: Five Prosopographical Case Studies. Oxford: Unit for Prosopographical Research, Linacre College, University of Oxford.
- Allan, J. W. (1991). "New Additions to the New Edition". Muqarnas. 8: 12–22.
- Bacharach, Jere L. (1996). "Marwanid Umayyad Building Activities: Speculations on Patronage". In Necpoğlu, Gülru (ed.). Muqarnas: An Annual on the Visual Culture of the Islamic World, Volume 13. Leiden: Brill. σσ. 27–44.
- Bell, H. I. (1908). "The Aphrodito Papyri". The Journal of Hellenic Studies. 28: 97–120.
- Blachère, R. (1965). "al-Farazdak". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. σσ. 788–789. *Blankinship, Khalid Yahya (1994). The End of the Jihâd State: The Reign of Hishām ibn ʻAbd al-Malik and the Collapse of the Umayyads. Albany, New York: State University of New York Press.
- Crone, Patricia (1980). Slaves on Horses: The Evolution of the Islamic Polity. Cambridge: Cambridge University Press.
- Crone, Patricia; Hinds, Martin (1986). God's Caliph: Religious Authority in the First Centuries of Islam. Cambridge: Cambridge University Press.
- Della Vida, G. Levi (1993) [1913–1938]. "Umaiyads". In Houtsma, M. Th.; Wensinck, A. J.; Gibb, H. A. R.; Heffening, W.; Lévi-Provençal, E. (eds.). E. J. Brill's First Encyclopedia of Islam, 1913–1936, Volume VIII Ṭāʾif–Zūrkhāna. Leiden, New York, and Köln: Brill. σσ. 998–1004.
- Dietrich, A. (1971). "al-Ḥadjdjādj b. Yūsuf". In Lewis, B.; Ménage, V. L.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume III: H–Iram. Leiden: E. J. Brill. σσ. 39–43.
- Duri, A. A. (1965). "Dīwān". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. σσ. 323–327.
- Eisener, R. (1997). "Sulaymān b. ʿAbd al-Malik". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Lecomte, G. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume IX: San–Sze. Leiden: E. J. Brill. σσ. 821–822.
- Elad, Amikam (1999). Medieval Jerusalem and Islamic Worship: Holy Places, Ceremonies, Pilgrimage (2nd ed.). Leiden, Boston and Köln: Brill.
- Elisséeff, N. (1965). "Dimashk". In Lewis, B.; Pellat, Ch. & Schacht, J. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume II: C–G. Leiden: E. J. Brill. σσ. 277–291.
- Fowden, Garth (2004). Quṣayr 'Amra: Art and the Umayyad Elite in Late Antique Syria. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
- Gibb, H. A. R. (1923). The Arab Conquests in Central Asia. London: The Royal Asiatic Society.
- Gibb, H. A. R. (1960). "ʿAbd al-Malik b. Marwān". In Gibb, H. A. R.; Kramers, J. H.; Lévi-Provençal, E.; Schacht, J.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume I: A–B. Leiden: E. J. Brill. σσ. 76–77.
- Gil, Moshe (1997). "The Babylonian Encounter and the Exilarchic House in the Light of Cairo Geniza Documents and Parallel Arab Sources". In Golb, Norman (ed.). Judaeo-Arabic Studies: Proceedings of the Founding Conference of the Society for Judaeo-Arabic Studies. Amsterdam: Harwood Academic Publishers. σσ. 135–174.
- Gordon, Matthew S.; Robinson, Chase F.; Rowson, Everett K.; Fishbein, Michael, eds. (2018). The Works of Ibn Wāḍiḥ al-Yaʿqūbī (Volume 3): An English Translation. Leiden and Boston: Brill.
- Grabar, O. (1986). "Al-Kuds—B. Monuments". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Lewis, B. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume V: Khe–Mahi. Leiden: E. J. Brill. σσ. 339–344.
- Grafman, Rafi; Rosen-Ayalon, Myriam (1999). "The Two Great Syrian Umayyad Mosques: Jerusalem and Damascus". Muqarnas. 16: 1–15.
- Hawting, Gerald R. (2000). The First Dynasty of Islam: The Umayyad Caliphate AD 661–750 (Second ed.). London and New York: Routledge.
- Hawting, Gerald R. (2002). "Yazīd (III) b. al-Walīd". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume XI: W–Z. Leiden: E. J. Brill. σσ. 311–312.
- Hillenbrand, Carole, ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXVI: The Waning of the Umayyad Caliphate: Prelude to Revolution, A.D. 738–744/A.H. 121–126. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Hillenbrand, Robert (1994). Islamic Architecture: Form, Function and Meaning. New York: Columbia University Press.
- Hillenbrand, Robert (1999). "'Anjar and Early Islamic Urbanism". In Brogiolo, Gian Pietro; Ward-Perkins, Bryan (eds.). The Idea and Ideal of the Town between Late Antiquity and the Early Middle Ages. Leiden, Boston and Köln: Brill. σσ. 59–98.
- Hinds, Martin, ed. (1990). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIII: The Zenith of the Marwānid House: The Last Years of ʿAbd al-Malik and the Caliphate of al-Walīd, A.D. 700–715/A.H. 81–95. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Kaegi, Walter E. (2010). Muslim Expansion and Byzantine Collapse in North Africa. Cambridge: Cambridge University Press.
- Kennedy, Hugh (1998). "Egypt as a Province in the Islamic Caliphate, 641–868". In Petry, Carl F. (ed.). The Cambridge History of Egypt, Volume 1: Islamic Egypt, 640–1517. Cambridge: Cambridge University Press. σσ. 62–85.
- Kennedy, Hugh (2001). The Armies of the Caliphs: Military and Society in the Early Islamic State. London and New York: Routledge.
- Kennedy, Hugh (2002). "al-Walīd (I)". In Bearman, P. J.; Bianquis, Th.; Bosworth, C. E.; van Donzel, E. & Heinrichs, W. P. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume XI: W–Z. Leiden: E. J. Brill. σσ. 127–128.
- Kennedy, Hugh (2004). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the 6th to the 11th Century (Second ed.). Harlow: Longman.
- Lévi-Provençal, E. (1993). "Mūsā b. Nuṣayr". In Bosworth, C. E.; van Donzel, E.; Heinrichs, W. P. & Pellat, Ch. (eds.). The Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Volume VII: Mif–Naz. Leiden: E. J. Brill. σσ. 643–644.
- Lilie, Ralph-Johannes (1976). Die byzantinische Reaktion auf die Ausbreitung der Araber. Studien zur Strukturwandlung des byzantinischen Staates im 7. und 8. Jhd (in German). Munich: Institut für Byzantinistik und Neugriechische Philologie der Universität München.
- Marsham, Andrew (2009). The Rituals of Islamic Monarchy: Accession and Succession in the First Muslim Empire. Edinburgh: Edinburgh University Press.
- Marsham, Andrew (2022). "Kinship, Dynasty, and the Umayyads". In Osti, Letizia; van Berkel, Maaike (eds.). The Historian of Islam at Work: Essays in Honor of Hugh N. Kennedy. Leiden: Brill. σσ. 12–45.
- McMillan, M. E. (2011). The Meaning of Mecca: The Politics of Pilgrimage in Early Islam. London: Saqi Books.
- Munt, Harry (2014). The Holy City of Medina: Sacred Space in Early Islamic Arabia. New York: Cambridge University Press.
- Powers, David S., ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXIV: The Empire in Transition: The Caliphates of Sulaymān, ʿUmar, and Yazīd, A.D. 715–724/A.H. 96–105. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Robinson, Chase F. (2010). "The Violence of the Abbasid Revolution". In Suleiman, Yasir (ed.). Living Islamic History: Studies in Honour of Professor Carole Hillenbrand. Edinburgh: Edinburgh University Press. σσ. 226–251.
- Rowson, Everett K., ed. (1989). The History of al-Ṭabarī, Volume XXII: The Marwānid Restoration: The Caliphate of ʿAbd al-Malik, A.D. 693–701/A.H. 74–81. SUNY Series in Near Eastern Studies. Albany, New York: State University of New York Press.
- Scales, Peter C. (1994). The Fall of the Caliphate of Cordoba: Berbers and Andalusis in Conflict. Leiden, Boston and Köln: Brill.
- Shaban, M. A. (1971). Islamic History: Volume 1, AD 600–750 (AH 132): A New Interpretation. Cambridge: Cambridge University Press.
- Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
- Uzquiza Bartolomé, Aránzazu (1994). "Otros Linajes Omeyas en al-Andalus". In Marín, Manuela (ed.). Estudios onomástico-biográficos de al-Andalus: VI (in Spanish). Madrid: Consejo Superior de Investigaciones Científicas. σσ. 445–462.
- Wellhausen, Julius (1927). The Arab Kingdom and Its Fall. Translated by Margaret Graham Weir. Calcutta: University of Calcutta.
- Yavuz, Yildirim (1996). "The Restoration Project of the Masjid al-Aqsa by Mïmar Kemalettın (1922–26)". Muqarnas. 13: 149–164.