Στραμώνιο
Στραμώνιο | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981 | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Datura stramonium (Δατούρα η στραμώνιος) L. |
Το στραμώνιο, (λατ. Datura stramonium - Δατούρα η στραμώνιος) είναι η κοινή ονομασία δικοτυληδόνων φυτών του ομώνυμου είδους της οικογενείας των Στρυχνοειδών (Solanaceae). Επίσης λέγεται και διαβολόχορτο. Πρόκειται για μονοετές ποώδες φυτό. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη και φύεται συνήθως σε ακαλλιέργητους αγρούς και πετρώδεις τοποθεσίες. Συναντάται αυτοφυές στην Ελλάδα, όπου είναι γνωστό με διάφορες κοινές ονομασίες, όπως βρομόχορτο και τάτουλα.[1]
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δατούρα η στραμώνιος είναι φυτό εγγενές στην Βόρεια Αμερική, αλλά διαδόθηκε στον κόσμο από τα παλαιά χρόνια. Το φυτό περιγράφηκε επιστημονικά και ονομάστηκε από τον Σουηδό βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο το 1753, αν και είχε περιγραφεί ήδη έναν αιώνα νωρίτερα από βοτανολόγους, όπως ο Nicholas Culpeper.[2]
Πρόκειται για πόα μονοετή με βλαστό ροδοϊώδη ή πράσινο με μεγάλα σκουροπράσινα φύλλα, ωοειδή, με περιφέρεια κομμένη βαθιά σε μεγάλα, άνισα, δόντια ή λοβούς. Τα άνθη του είναι μεγάλα με μήκος 6-10 εκ., λευκά ή ροδοϊώδη, με στεφάνη χοανοειδή και κάλυκα σωληνωτό, ανοιχτοπράσινο και οδοντωτό. Ο καρπός είναι κάψα με μέγεθος μεγάλου καρυδιού, συνήθως με πολλά αγκάθια ή σπανιότερα λεία.
Πολλαπλασιάζεται εύκολα με σπέρματα και αναπτύσσεται σε έδαφος ελαφρό, ασβεστούχο και καλά λιπασμένο.
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι φυτό δηλητηριώδες,[σημ. 1] πλούσιο σε ατροπίνη, υοσκυαμίνη και σκοπολαμίνη, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για τα αλκαλοειδή που περιέχει. Επειδή τα αυτοφυή φυτά δεν επαρκούν για τις ανάγκες του εμπορίου, ορισμένα είδη δατούρας, και κυρίως το στραμώνιο, καλλιεργούνται σε σημαντική έκταση. Από τα ξερά φύλλα επίσης του στραμώνιου κατασκευάζονται τσιγάρα για τους ασθματικούς.[1][3]
Η ατροπίνη και η σκοπολαμίνη (δύο ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις στο φυτό) είναι μουσκαρινικοί ανταγωνιστές οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον και των ασθενειών κίνησης, επίσης μπορούν να αναστείλλουν τη παρασυμπαθητική διέγερση του ουροποιητικού συστήματος, του αναπνευστικού συστήματος, του γαστρεντερικού σωλήνα, της καρδιάς και των οφθαλμών.[4]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Αναφέρεται στην τρίτη πράξη της όπερας Λακμέ του Λεό Ντελίμπ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εγκυλοπαίδεια Δομή, Στραμώνιο, τόμ. 27, σελ. 648. ISBN 960-8177-79-0.
- ↑ Culpeper, Nicholas (n.d.; 20th century edition of 1653 publication), Culpeper's Complete Herbal, Slough: W. Foulsham & Co Ltd, σελ. 368–369, ISBN 0-572-00203-3, https://archive.org/details/culpeperscomplet00culp/page/368
- ↑ Φυτολογία, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 10, σελ. 291, 1983.
- ↑ Biaggioni, Italo &al (2011). Primer on the Autonomic Nervous System. Academic Press. σελ. 77. ISBN 978-0123-86525-0.