Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συνθήκη του Ποζβόλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συνθήκη ή Ειρήνη του Ποζβόλ, Πάσβαλυς ή Πόζβολ ήταν συνθήκη ειρήνης και συμμαχία η οποία υπεγράφη στις 5 και 14 Σεπτεμβρίου 1557 μεταξύ της Λιβονικής Συνομοσπονδίας και της Πολωνικής-Λιθουανικής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία η πρώτη έθετε τα εδάφη της υπό την προστασία της Πολωνίας-Λιθουανίας.[1] Της συγκεκριμένης συνθήκης προηγήθηκαν διαφωνίες μεταξύ των μελών της Λιβονικής Συνομοσπονδίας και στρατιωτική πίεση από τον Σιγισμούνδου Β΄ Αυγούστου, Βασιλέα της Πολωνίας και Μέγα Δούκα της Λιθουανίας, ενώ υποχρέωσε τον Τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ΄ «τον Τρομερό» να ξεκινήσει τον Λιβονικό Πόλεμο.[2]

Η Λιβονική Συνομοσπονδία. Ο χάρτης εμφανίζει την κατάσταση η οποία προέκυψε έπειτα από τις μεσαιωνικές Βόρειες Σταυροφορίες, η οποία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη έως τους Βόρειους Πολέμους.[3]

Ο Αλβέρτος (Άλμπρεχτ), Μέγας Μάγιστρος των Τευτόνων Ιπποτών, είχε εισάγει την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και είχε εκκοσμικεύσει το νότιο τμήμα του Κράτους του Τευτονικού Τάγματος, ιδρύοντας, ως συνέπεια, το πρώτο ευρωπαϊκό προτεσταντικό κράτος στο Δουκάτο της Πρωσίας, το 1525, υπό Πολωνική προστασία.[4] Οι προσπάθειές του για την εισαγωγή του Προτεσταντισμού στα λιβονικά εδάφη του τάγματος συνάντησαν αντίσταση και οδήγησαν στη διαίρεση μεταξύ της Λιβονικής Συνομοσπονδίας.[5]

Όταν ο αδερφός του Αλβέρτου, Γουλιέλμος (Βίλχελμ), ο οποίος ως Αρχιεπίσκοπος της Ρίγας επιχείρησε την εφαρμογή Λουθηρανικού εκκλησιαστικού κανόνα εντός της επισκοπής του, όρισε τον Προτεστάντη Χριστόφορο του Μεκλεμβούργου ως βοηθό επίσκοπό του, οι Καθολικές κτήσεις εξεγέρθηκαν και προχώρησαν στη σύλληψη του Γουλιέλμου και του Χριστόφορου.[5]

Μια Δανική προσπάθεια διαμεσολάβησης στη συγκεκριμένη σύγκρουση κατέστη, πλέον, αχρείαστη, λόγω της παρεμβάσεως του Σιγισμούνδου Β΄ Αύγουστου, Βασιλέα της Πολωνίας και Μέγα Δούκα της Λιθουανίας και, μέσω των όρων της Συνθήκης της Κρακοβίας, προστάτη του αδερφού του Γουλιέλμου, Αλβέρτου.[5] Απαίτησε την απελευθέρωση του Γουλιέλμου και του Χριστόφορου, καθώς και την αποδοχή της προστασίας που ο ίδιος προσέφερε από τη Λιβονική Συνομοσπονδία.[5] Όταν κήρυξε πόλεμο[6] και συγκέντρωσε στρατό προκειμένου να επιβάλει τις απαιτήσεις του,[5] ο οποίος αναχώρησε για τη Λιβονία τον Ιούλιο του 1557,[7] οι Λιβόνιοι υποχώρησαν και υπέγραψαν τρεις ξεχωριστές συνθήκες[8] στις 14 Σεπτεμβρίου[9] εντός του στρατοπέδου του στρατού του Σιγισμούνδου Β΄ Αύγουστου, το οποίο ευρισκόταν πλησίον του Ποζβόλ (Πάσβαλυς, Πόντζβολ, Πόζβολ).[10]

Το σύνολο των συγκεκριμένων τριών συνθηκών αφορούσε τις σχέσεις μεταξύ των Λιβονικών κτήσεων και του Σιγισμούνδου.[11] Οι πρώτες δύο συνθήκες ήσαν αποτέλεσμα διαμεσολάβησης εκ μέρους απεσταλμένων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ συντάχθηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου.[6] Ο Γουλιέλμος αποκαταστάθηκε στην πρώην θέση του ως αρχιεπίσκοπος, με την ταυτόχρονη απελευθέρωση και επικύρωση των προηγούμενων δικαιωμάτων του.[7] Η Λιβονία απεκατέστησε τις σχέσεις της με τη Λιθουανία, ενώ τα δύο κράτη υπέγραψαν μεταξύ τους σύμφωνο άμυνας-προσβολής.[8] Ο νέος μέγας μάγιστρος, Βίλχελμ φον Φύρστενμπεργκ, υπέγραψε συμμαχία για λογαριασμό του τάγματος[7] και, παράλληλα, επικύρωσε τις άλλες δύο συνθήκες στις 14 Σεπτεμβρίου, μαζί με άλλα μέλη του τάγματος.[11]

Η συγκεκριμένη συμμαχία ήταν εναντίον ου Βασιλείου της Ρωσίας, το οποίο, εκείνη την περίοδο, αγωνιζόταν για την κυριαρχία του στην ευρύτερη περιοχή, ενώ θεώρησε τη συγκεκριμένη συνθήκη ως casus belli.[1] Ο Τσάρος Ιβάν Δ΄ «ο Τρομερός», ο οποίος κατά τη διάρκεια του Μαρτίου είχε ολοκληρώσει τον Ρωσικό-Σουηδικό Πόλεμο μέσω της Συνθήκης του Νόβγκοροντ, κατόπιν, επικεντρώθηκε στη Λιβονία, απαιτώντας, για αρχή, την υποταγή του Ντόρπατ (Τάρτου).[5]

Ο τσάρος αντέδρασε στην υπογραφή της Συνθήκης του Ποζβόλ εισβάλλοντας στη Λιβονία, προτού η συγκεκριμένη συμμαχία να είναι σε θέση να οδηγήσει στην κινητοποίηση δυνάμεων, ξεκινώντας, ως συνέπεια, τον Λιβονικό Πόλεμο (1558-1583).[1] Ως αποτέλεσμα, το Ρέβαλ (Τάλιν) απευθύνθηκε στη Σουηδία για προστασία, ενώ το Έζελ (Σάαρεμαα) κατελήφθη από τη Δανία-Νορβηγία, με τον μέγα μάγιστρο του τάγματος, Γκότχαρντ φον Κέτλερ, να προχωρά στην εκκοσμίκευση των υπό ρωσική κατοχή εδαφών του τάγματος, αναγνωρίζοντάς το επισήμως ως υποτελές στον Σιγισμούνδο Β΄ Αύγουστο, με τον ίδιο να λαμβάνει τον τίτλο του Δούκα της Κουρλάνδης.[3]

  1. 1,0 1,1 1,2 De Madariaga (2006), σ. 127
  2. Frost (2000), σσ. 4-5
  3. 3,0 3,1 Frost (2000), σ. 5
  4. Frost (2000), σ. 2
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Frost (2000), σ. 4
  6. 6,0 6,1 Tiberg (1984), σ. 86
  7. 7,0 7,1 7,2 Reddaway (1978), σ. 353
  8. 8,0 8,1 Macinnes et al. (2000), σ. 67
  9. Lubieniecki (1995), σ. 798
  10. Kiaupa (2005), σ. 107
  11. 11,0 11,1 Tiberg (1984), σ. 90
  • (Αγγλικά) De Madariaga, Isabel (2006). Ivan the Terrible. Yale University Press. σελ. 127. ISBN 0-300-11973-9. 
  • (Αγγλικά) Frost, Robert I (2000). The Northern Wars. War, State and Society in Northeastern Europe 1558-1721. Longman. ISBN 978-0-582-06429-4. 
  • (Αγγλικά) Kiaupa, Zigmantas (2005). The history of Lithuania (2 έκδοση). Baltos lankos. ISBN 9955-584-87-4. 
  • (Αγγλικά) Lubieniecki, Stanisław (1995). Williams, George Huntston, επιμ. History of the Polish Reformation. Harvard theological studies. 37. Fortress Press. ISBN 0-8006-7085-X. 
  • (Αγγλικά) Macinnes, Allan I.· Riis, Thomas· Pedersen, Frederik, επιμ. (2000). Ships, guns, and Bibles in the North Sea and Baltic States, c. 1350-c. 1700. Northern European Historical Research Network Proceedings. 1. Tuckwell Press. ISBN 1-86232-167-1. 
  • (Αγγλικά) Reddaway, William Fiddian (1978). The Cambridge history of Poland. 2. Octagon. ISBN 0-374-91250-5. 
  • (Γερμανικά) Tiberg, Erik (1984). Zur Vorgeschichte des Livländischen Krieges. Acta Universitatis Upsaliensis. Studia historica Upsaliensia. 134. Almqvist och Wiksell. ISBN 91-554-1509-1.