Τασισμός
Ο τασισμός[1] (γαλλικά: tachisme, από το tache, λεκές) είναι γαλλικό ύφος αφηρημένης ζωγραφικής, δημοφιλές στις δεκαετίες του 1940 και 1950. Ο όρος λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά όσον αφορά το κίνημα το 1951.[2] Συχνά θεωρείται ως η ευρωπαϊκή απάντηση και ισοδύναμο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού,[3] αν και υπάρχουν υφολογικές διαφορές (ο αμερικανικός αφηρημένος εξπρεσιονισμός έτεινε να είναι πιο «επιθετικά ωμός» από τον τασισμό).[2] Ήταν μέρος ενός ευρύτερου μεταπολεμικού κινήματος γνωστού ως άμορφη τέχνη[1] (Art Informel ή Informel),[3] το οποίο εγκατέλειψε τη γεωμετρική αφαίρεση υπέρ μιας πιο διαισθητικής μορφής έκφρασης, παρόμοιας με τη ζωγραφική της δράσης. Μια άλλη ονομασία του τασισμού είναι Abstraction lyrique (σχετίζεται με την αμερικανική λυρική αφαίρεση). Η COBRA σχετίζεται επίσης με τον τασισμό, όπως και η ιαπωνική ομάδα Gutai.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο όρος Σχολή του Παρισιού συχνά αναφερόταν στον τασισμό, το ευρωπαϊκό ισοδύναμο του αμερικανικού αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Σημαντικοί υποστηρικτές ήταν οι Ζαν-Πωλ Ριοπέλ, Βολς, Ζαν Ντυμπυφέ, Πιέρ Σουλάζ, Νίκολας ντε Στελ, Χανς Χάρτουνγκ, Ζεράρ Σνάιντερ, Σερζ Πολιακώφ, Ζορζ Ματιέ και Ζαν Μεσαζιέ, μεταξύ πολλών άλλων.[4]
Σύμφωνα με τον Τσίλβερς, ο όρος τασισμός «χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με αυτή την έννοια περίπου το 1951 (οι Γάλλοι κριτικοί Σαρλ Εστιέν και Πιερ Γκεγκέν θεωρούνται ο καθένας ότι τον επινόησαν) και έλαβε ευρεία διάδοση από τον [Γάλλο κριτικό και ζωγράφο] Μισέλ Ταπιέ στο βιβλίο του Un Art autre (1952)».
Ο τασισμός ήταν μια αντίδραση στον κυβισμό και χαρακτηρίζεται από αυθόρμητη πινελιά, σταγόνες και κηλίδες χρώματος κατευθείαν από το σωληνάριο, και μερικές φορές μουτζούρες που θυμίζουν καλλιγραφία.[5]
Ο τασισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τον ινφορμαλισμό ή Art Informel, ο οποίος, στο πλαίσιο της γαλλικής τεχνοκριτικής της δεκαετίας του 1950, δεν αναφερόταν τόσο στην έννοια της «άτυπης τέχνης» όσο στην «έλλειψη ή την απουσία της ίδιας της φόρμας» - μη τυπική ή μη διατυπωμένη - και όχι σε μια απλή μείωση της τυπικότητας ή της τυπολατρίας. Η Art Informel αφορούσε περισσότερο την απουσία προμελετημένης δομής, σύλληψης ή προσέγγισης (sans cérémonie) παρά μια απλή περιστασιακή, χαλαρή ή ελαστική καλλιτεχνική διαδικασία.[6]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Πετρίδου, Βασιλική· Ζιρώ, Όλγα (2015). «Μεταπολεμική τέχνη στην Αμερική και στην Ευρώπη: Οι δεκαετίες 1960, 1970, 1980». Τέχνες και αρχιτεκτονική από την αναγέννηση έως τον 21ο αιώνα. Αθήνα: Κάλλιπος.
- ↑ 2,0 2,1 Ian Chilvers (2004) The Oxford Dictionary of Art, Oxford University Press (ISBN 978-0-19172-762-7)
- ↑ 3,0 3,1 Walker, John (1992). A Glossary of Art, Architecture and Design Since 1945 (3η έκδοση). G. K. Hall & Co. ISBN 9780853656395.
- ↑ «Tachism | painting | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ «IdeelArt | The online gallerist». IdeelArt.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2022.
- ↑ Troy Dean Harris, A Note on Art Informel. 2009, Bauddhamata 11.6.09.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Chilvers, Ian; A dictionary of twentieth-century art Αρχειοθετήθηκε 2007-09-29 στο Wayback Machine. Oxford ; New York City : Oxford University Press, 1998 (ISBN 0-19-211645-2)
- Tapié, Michel; Un art autre où il s'agit de nouveaux dévidages du réel' Αρχειοθετήθηκε 2007-09-29 στο Wayback Machine. Paris, Gabriel-Giraud et fils, 1952 OCLC 1110556
- Tiampo, Ming. Gutai and Informel Post-war art in Japan and France, 1945—1965. (Dissertation Abstracts International, 65-01A)(ISBN 0-496-66047-0) ,(ISBN 978-0-496-66047-6)