Τζιάνι Σκίκι
Τζιάνι Σκίκι | |
---|---|
Πρωτότυπος τίτλος | Gianni Schicchi |
Γλώσσα πρωτοτύπου | Ιταλικά |
Μουσική | Τζάκομο Πουτσίνι |
Λιμπρέτο | Τζιοβακίνο Φορτσάνο |
Πράξεις | 1 |
Πρεμιέρα | 14 Δεκεμβρίου 1918 |
Θέατρο | Μητροπολιτική Όπερα, Νέα Υόρκη |
Ο Τζιάνι Σκίκι (ιταλικά: Gianni Schicchi) είναι μια κωμική μονόπρακτη όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι σε λιμπρέτο του Τζιοβακίνο Φορτσάνο. Είναι το τρίτο μέρος του Τρίπτυχου, της συλλογής από τρεις μονόπρακτες όπερες του συνθέτη. Η όπερα έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Η υπόθεσή της βασίζεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Τζιάνι Σκίκι ντε' Καβαλκάντι, τον οποίον, ο Δάντης τοποθέτησε στην Κόλαση ως κιβδηλοποιό.
Ιστορικό σύνθεσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η όπερα Τζιάνι Σκίκι ανήκει στο Τρίπτυχο, μια συλλογή από 3 μονόπρακτες όπερες του Πουτσίνι, οι άλλες δυο είναι Ο μανδύας (Il tabarro) και η Αδελφή Αγγελική (Suor Angelica). Το σκεπτικό του συνθέτη ήταν να παρουσιάζονται και τα τρία έργα μαζί, κάτι που δεν γίνεται σεβαστό για δυο κυρίως λόγους: γιατί οι κριτικοί και το κοινό αμέσως εκθείασαν περισσότερο το τρίτο έργο[1], δηλαδή τον Τζιάνι Σκίκι, και γιατί το συνολικό ανέβασμα και των τριών έργων μαζί προϋποθέτει ένα πάρα πολύ μεγάλο καστ. Έτσι, συνήθως τα έργα αυτά παρουσιάζονται μεμονωμένα, κάποιες δε φορές συνδυάζονται με μια άλλη μονόπρακτη όπερα από διαφορετικό συνθέτη, με τον Τζιάνι Σκίκι να ανεβαίνει τελικά πιο συχνά από τις άλλες δυο όπερες του Τρίπτυχου.
Από το 1913 ο συνθέτης είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω στην ιδέα μιας τριλογίας από μονόπρακτες όπερες. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν Ο μανδύας, ένα θαυμάσιο δείγμα βερισμού, Η Αδελφή Αγγελική, ένα ρομαντικό λυρικό έργο και ο Τζιάνι Σκίκι μια τέλεια μινιατούρα όπερας μπούφα.[2] Η δεύτερη όπερα της τριλογίας είχε ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του 1917 και μέχρι τον Απρίλιο του 1918, ο συνθέτης είχε ολοκληρώσει το προσχέδιο του Τζιάνι Σκίκι. Πάνω σ' αυτό συνέχισε να εργάζεται καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1918. Όταν ολοκληρώθηκε το έργο, τέθηκε το θέμα της επιλογής θεάτρου για την παγκόσμια πρεμιέρα. Λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το έδαφος στην Ιταλία δεν ήταν ιδιαίτερα πρόσφορο. Έτσι τελικά επιλέχθηκε η Νέα Υόρκη ως καλύτερη λύση. Καθώς τα ταξίδια ακόμη δεν ήταν ασφαλή, λόγω του πολέμου, ο συνθέτης δεν παραβρέθηκε στη πρεμιέρα της Νέας Υόρκης αλλά απέστειλε λεπτομερείς σκηνικές οδηγίες στον διευθυντή ορχήστρας.
Ο Πουτσίνι, γνωστός κυρίως για τα έντονα συναισθηματικά μελοδράματά του, εξέπληξε τους πάντες με την επιτυχία με την οποία χειρίστηκε ένα κωμικό θέμα, του οποίου μάλιστα η υπόθεση είναι παρμένη από την Κόλαση Του Δάντη, θέμα διόλου κωμικό στη βάση του. Πολύ συχνά υπογραμμίζονται οι αναλογίες μεταξύ του Τζιάνι Σκίκι και του Φάλσταφ του Βέρντι αλλά κυρίως με τις όπερες του Ερμάνο Βολφ-Φεράρι, τις εμπνευσμένες από τον Γκολντόνι και την Κομέντια ντελ άρτε.[3]. Ο κριτικός των Times της Νέας Υόρκης, James Huneker, που παρακολούθησε την παγκόσμια πρεμιέρα, έγραψε ότι ο Τζιάνι Σκίκι είναι ένα τρελό σκέρτσο, που ξεχειλίζει από εύθυμες διαβολιές, η μουσική αφρίζει και συναρπάζει σαν σαμπάνια.[1]
Το λιμπρέτο του Τζιοβακίνο Φορτσάνο μας διηγείται μια ιστορία από τη μεσαιωνική Φλωρεντία. Μετά τον θάνατο ενός πλούσιου άνδρα, ο παμπόνηρος Τζάννι Σκίκκι βοηθά τους συγγενείς του εκλιπόντος, να βάλουν χέρι στην κληρονομιά. Με μόλις λιγοστές μουσικές πινελιές, ο συνθέτης σκιαγραφεί την καρικατούρα καθενός από τους συγγενείς και φυσικά του πρωταγωνιστή.[4] Έτσι τονίζεται καλύτερα η απληστία των συγγενών και η αδίστακτη τόλμη του Τζιάνι Σκίκι να τους ξεγελάσει.
Ο Τζιάνι Σκίκι έμελλε να είναι η τελευταία ολοκληρωμένη όπερα του Πουτσίνι, καθώς απεβίωσε το 1924 χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει την επόμενη δουλειά του, την Τουραντότ.
Πηγή έμπνευσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τζιάνι Σκίκι εμφανίζεται στην τριακοστή ωδή της Κόλασης της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Ο Δάντης τον έχει τοποθετήσει στον 8ο κύκλο της κολάσεως, όπου βρίσκονται, μεταξύ άλλων απατεώνων, οι κιβδηλοποιοί. Ο Σκίκι ήταν κάτοικος της Φλωρεντίας και δεν είναι γνωστές πολλές ιστορικές πληροφορίες για τη μορφή του, αλλά ξεκινώντας από το απόσπασμα του Δάντη, οι επόμενοι σχολιαστές στοιχειοθέτησαν τη βιογραφία του. Στο λάκκο των πλαστογράφων καταδικάζεται για «παραποίηση προσώπου», δηλαδή ότι εξαπάτησε άλλους παίρνοντας τη θέση του Μπουόζο Ντονάτι του Πρεσβύτερου[σημ. 1]. Ο Σκίκι ήταν διάσημος για τις μιμήσεις ανθρώπων και όταν πέθανε ο πολύ πλούσιος χήρος και άτεκνος Μπουόζο, μετά από αίτημα του ανιψιού τού Μπουόζο, μπήκε κρυφά στο κρεβάτι του νεκρού, κάλεσε έναν συμβολαιογράφο και υπαγόρευσε μια διαθήκη υπέρ του ανηψιού, η οποία επικυρώθηκε αμέσως. Στον εαυτό του δε ο Σκίκι κληροδότησε μόνο μια φοράδα.[5] Τη συνάντηση του Δάντη με τον αμαρτωλό Σκίκι αναπαριστά ο πίνακας Δάντης και Βιργίλιος στην Κόλαση του Ουιλιάμ-Αντόλφ Μπουγκερώ.
Ο πατασμός αυτός ο Γιάννης Σκίκης,
μου λέει, και λυσσιακά χιμάει στους άλλους
...όμοια κι ο πρώτος ίσκιος, για να πάρει
την πιο λαμπρή φοράδα, εδέχτη ως Μπουόζος
Ντονάτης να ντυθεί, να υπαγορέψει
με όλους τους τύπους νόμιμη διαθήκη.— Δάντης, Θεία Κωμωδία[6]
Χαρακτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χαρακτήρας | Είδος Φωνής | Ερμηνευτές παγκόσμιας πρεμιέρας 14 Δεκεμβρίου 1918 Διευθυντής ορχήστρας: Roberto Moranzoni |
---|---|---|
Τζιάνι Σκίκι (50 ετών) | βαρύτονος | Giuseppe De Luca |
Λαουρέτα, κόρη του Σκίκι (21 ετών) | σοπράνο | Florence Easton |
Τζίτα η «Γριά», ξαδέλφη του Μπουόζο Ντονάτι (60 ετών) | κοντράλτο | Kathleen Howard |
Ρινούτσιο, ανιψιός της Τζίτα (24 ετών) | τενόρος | Giulio Crimi |
Γκεράρντο, ανιψιός του Μπουόζο Ντονάτι (40 ετών) | τενόρος | Angelo Badà |
Νέλλα, σύζυγος του Γκεράρντο (34 ετών) | σοπράνο | Marie Tiffany |
Γκεραρντίνο, γιός του Γκεράρντο (7 ετών) | σοπράνο | Mario Malatesta |
Μπέτο Ντι Σίνια, γαμπρός του Μπουόζο Ντονάτι, (ακαθόριστης ηλικίας) | βαθύφωνος | Paolo Ananian |
Σιμόνε, ξάδελφος του Μπουόζο Ντονάτι (70 ετών) | βαθύφωνος | Adamo Didur |
Μάρκο, γιός του Σιμόνε (45 ετών) | βαρύτονος | Louis D'Angelo |
Λα Τσιέσκα, σύζυγος του Μάρκο (38 ετών) | μέτζο-σοπράνο | Marie Sundelius |
Μαέστρο Σπινελότσιο, γιατρός | βαθύφωνος | Pompilio Malatesta |
Σερ Αμάντιο ντι Νικολάο, Συμβολαιογράφος | βαρύτονος | Andrés de Segurola |
Πινελίνο, τσαγκάρης | βαθύφωνος | Vincenzo Reschiglian |
Γκούτσιο, βαφέας | βαθύφωνος | Carl Schlegel |
Υπόθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ιστορία λαμβάνει χώρα στη Φλωρεντία, το 1299.
Ο Τζιάνι Σκίκι, γνωστός σε όλη τη Φλωρεντία για τις μιμήσεις του και το κοφτερό του μυαλό, καλείται βιαστικά από τους συγγενείς του Μπουόζο Ντονάτι, ενός πλούσιου εμπόρου που μόλις πέθανε, να επινοήσει ένα έξυπνο κόλπο για να τους σώσει από μια ατυχή κατάσταση: ο μακαρίτης, κληροδότησε τα υπάρχοντά του στο κοντινό μοναστήρι και δεν άφησε τίποτα στους συγγενείς του. Αρχικά ο Σκίκι αρνείται να τους βοηθήσει λόγω της περιφρονητικής στάσης που έχει η οικογένεια Ντονάτι, της φλωρεντινής αριστοκρατίας, προς το άτομό του και την οικογένειά του. Όμως, τα παρακάλια της κόρης του Λαουρέτας, η οποία είναι ερωτευμένη με τον Ρινούτσιο, τον νεαρό ανιψιό του Ντονάτι, τον ωθούν να αναθεωρήσει και να καταστρώσει ένα σχέδιο, το οποίο στο τέλος θα καταλήξει σε κοροϊδία.
Επειδή δεν έχει ακόμη γίνει γνωστός ο θάνατος του Μπουόζο, διατάζει να μεταφερθεί η σορός του στο διπλανό δωμάτιο ώστε να χωθεί ο ίδιος κάτω από τα σκεπάσματα και από το κρεβάτι του νεκρού, μιμούμενος τη φωνή του Μπουόζο, να υπαγορεύσει νέα διαθήκη στον συμβολαιογράφο. Αυτό ακριβώς γίνεται, αφού όμως ο Σκίκι έχει προηγουμένως διαβεβαιώσει τους συγγενείς ότι θα γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες του καθενός, υπενθυμίζοντάς τους παράλληλα την αυστηρότητα του νόμου, που καταδικάζει σε εξορία και κόψιμο του χεριού όχι μόνο όσους αντικαθιστούν άλλους σε διαθήκες και κληροδοτήματα, αλλά και τους συνεργούς τους. Τα λεγόμενά του αυτά συνοδεύει με την άρια «Αντίο Φλωρεντία…»
Ο Σκίκι υπαγορεύει, ως Μπουόζο, τις τελευταίες του επιθυμίες στον συμβολαιογράφο και όταν δηλώνει ότι αφήνει τα πιο πολύτιμα περιουσιακά του στοιχεία - το «καλύτερο μουλάρι της Τοσκάνης», το πολυπόθητο σπίτι στη Φλωρεντία και τους μύλους της Σίνια - στον «αγαπημένο, πιστό και αφοσιωμένο φίλο του Τζιάνι Σκίκι», οι συγγενείς ξεσπάνε σε έξαλλα ουρλιαχτά. Όμως ο ψεύτικος Μπουόζο τους φιμώνει σιγοτραγουδώντας την άρια της Φλωρεντίας, ως υπενθύμιση της συνενοχής τους στο κόλπο του. Τελικά τους διώχνει από το σπίτι, που έχει γίνει αποκλειστική του ιδιοκτησία. Έξω, στο μπαλκόνι, η Λαουρέτα και ο Ρινούτσιο αγκαλιάζονται τρυφερά. ενώ ο Σκίκι, χαίρεται για την ευτυχία τους και χαμογελά ικανοποιημένος για τη πονηριά του.[7]
Ορχήστρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πίκολο, 2 λοξά φλάουτα, 2 όμποε, αγγλικό κόρνο, 2 κλαρινέτα, Μπάσο κλαρινέτο σε Σι♭, 2 Φαγκότο
- 4 Γαλλικά κόρνα, 3 τρομπέτες, 3 τρομπόνια, μπάσο τρομπόνι
- Τυμπάνια, τύμπανο, τρίγωνο, πιατίνια, μπάσο τύμπανο
- Τσελέστα, καμπάνα, άρπα
- Έγχορδα με δοξάρι
Άριες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Avete torto! ... Firenze è come un albero fiorito (Ρινούτσιο)
- O mio babbino caro (Λαουρέτα)
- Ah, che zucconi! Si corre dal notaio... (Τζιάνι Σκίκι)
- Spogliati, bambolino (Τζίτα, Νέλλα, Λα Τσιέσκα)
- Prima un avvertimento... Addio, Firenze (Τζιάνι Σκίκι)[8]
- Lauretta mia, staremo sempre qui! (Ρινούτσιο, Λαουρέτα)
Η σύντομη άρια της Λαουρέτας «O mio babbino caro» («Γλυκέ μου πατερούλη») είναι από της πιο γνωστές και πιο δημοφιλείς του Πουτσίνι. Η Μαρία Κάλλας[9] την είχε εντάξει στο ρεπερτόριό της και την τραγουδούσε σε πολλά ρεσιτάλ της.[4]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Πλούσιος έμπορος από τη Φλωρεντία, ένας από τους πατριάρχες της ισχυρής οικογένειας Ντονάτι, από την οποία προερχόταν και η σύζυγος του Δάντη
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Huneker, James Gibbons (15 Δεκεμβρίου 1918). «A world premier of Puccini operas». The New York Times: σελ. 22. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2021. https://web.archive.org/web/20210908212739/https://timesmachine.nytimes.com/timesmachine/1918/12/15/97051489.pdf. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2022.
- ↑ Γιάννης και Ανθούλα Παπαδοπούλου (2001). «VII. Η Ιταλική όπερα τον 19ο αιώνα». Όπερα, Διαδρομή στα Λυρικά Μονοπάτια. Αθήνα: Μουσικός οίκος Φίλιππος Νάκας. σελίδες 112–113. ISBN 960-290-571-9.
- ↑ Harold Rosenthal -John Warrack (ed. italiana Luciano Alberti) (1991). «Giacomo Puccini». Dizionario enciclopedico dell'opera lirica. Φλωρεντία: Le lettere. σελ. 718. ISBN 88 7166 038 2.
- ↑ 4,0 4,1 «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα – Τζάννι Σκίκκι». Εθνική Λυρική Σκηνή. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουλίου 2022.
- ↑ Dante Alighieri (1994). «Inferno, Canto XXX». La Divina Commedia. Φλωρεντία: Le Monnier. σελίδες 440–441. ISBN 88-00-41218-1.
- ↑ Δάντης (μετάφραση Νίκος Καζαντζάκης) (1992). «Τραγούδι Λ', στίχοι 32-33 και 42-45». Θεία Κωμωδία. Αθήνα: Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη. σελ. 144.
- ↑ «Gianni Schicchi, opera by Puccini». Enciclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2022.
- ↑ «Gianni Schicchi: Prima un avvertimento!... Addio, Firenze». YouTube. 1 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2022.
- ↑ «Maria Callas - Puccini - O mio babbino caro». YouTube. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2022.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο Τζιάνι Σκίκι στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου το 2011
- λιμπρέτο online