Τζον Λορντ
Τζον Λορντ | |
---|---|
Ο Λορντ σε συναυλία το 2007 | |
Πληροφορίες | |
Όνομα γέννησης | Τζον Ντάγκλας Λορντ (Jon Douglas Lord) |
Γέννηση | 9 Ιουνίου 1941[1][2][3] Λέστερ[4] |
Θάνατος | 16 Ιουλίου 2012[5][1][2] Λονδίνο |
Καταγωγή | Λέστερ, Αγγλία |
Eίδος | Heavy Metal, Hard Rock, Progressive Rock, Classical, Jazz, Blues |
Ιδιότητες | Μουσικός, Συνθέτης |
Μουσικά όργανα | Πλήκτρα, Πιάνο |
Παρουσία | 1960 - 2012 |
Δισκογραφική εταιρεία | Purple, EMI, Harvest |
Συμμετοχές | Deep Purple, Whitesnake, Paice, Ashton & Lord, The Artwoods, The Flower Pot Men |
Ιστότοπος | |
jonlord.org | |
wikidata (π) |
Ο Τζον Λορντ (αγγλ. John Douglas Lord, 9 Ιουνίου 1941 - 16 Ιουλίου 2012) ήταν Άγγλος πιανίστας, συνθέτης και κιμπορντίστας γνωστότερος για τη συνεργασία του με τα συγκροτήματα των Deep Purple, των Whitesnake και των Paice, Ashton & Lord. Ήταν ένα από τα ηγετικά μέλη των Deep Purple αφού συνέγραψε τα περισσότερα τραγούδια του συγκροτήματος και, μαζί με τον ντράμερ Ίαν Πέις, ήταν τα μόνα μέλη με συνεχή παρουσία στο συγκρότημα από την ίδρυση του μέχρι το 2002, όταν και αποχώρησε.[6]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τζον Λορντ γεννήθηκε στο Λέστερ, στις 9 Ιουνίου του 1941 και γονείς του ήταν ο Ρέτζιναλντ και η Μίριαμ Λορντ.[7] Έλαβε κλασική εκπαίδευση στο πιάνο από ηλικία πέντε ετών και η μεγαλύτερη του επιρροή ήταν ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενώ κατά την εφηβεία του, εντρύφησε περισσότερο στην τζαζ και μπλουζ μουσική από τους πιανίστες Τζίμι ΜακΓκρίφ και Τζίμι Σμιθ. Αυτό το είδος μουσικής ήταν και η πρώτη του επαγγελματική ενασχόληση, ενώ παράλληλα σπούδαζε υποκριτική.[8]
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, άρχισε να χρησιμοποιεί το "Hammond organ", με το οποίο συνέχισε σε όλη του την καριέρα.
Artwoods και άλλα συγκροτήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λορντ μετακόμισε στο Λονδίνο το 1960 με σκοπό να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής στο "Central School of Speech and Drama", ενώ ταυτόχρονα έπαιζε πιάνο σε κλαμπ και συμμετείχε σε διάφορα πρότζεκτ όταν του ζητούνταν. Το 1960, εντάχθηκε στην τζαζ μπάντα του Μπιλ Άστον, "Bill Ashton Combo", η οποία μετονομάστηκε The Art Wood Combo και λίγο αργότερα σε The Artwoods.[9]
Τον Αύγουστο του 1964, κυκλοφόρησε το σινγκλ "You Really Got Me" των Kinks το οποίο ανέβηκε στο # 1 των βρετανικών τσαρτ, με τον Τζον Λορντ να παίζει πιάνο στην ηχογράφηση του τραγουδιού.[10] Με τους Artwoods ο Λορντ ηχογράφησε το δίσκο "Art Gallery", ο οποίος κυκλοφόρησε το 1965,[11] ενώ έκαναν αρκετές εμφανίσεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως η ραδιοφωνική εκπομπή "Saturday Club" του BBC και το τηλεοπτικό πρόγραμμα "Ready, Steady, Go".[12] Μαζί με το άλμπουμ, κυκλοφόρησαν και το σινγκλ "Sweet Mary", το οποίο δεν έλαβε εμπορική αναγνώριση.[13] Η μοναδική τους επιτυχία, ήταν το τραγούδι "I Take What I Want", το οποίο έφθασε στο # 28 των βρετανικών τσαρτ, τον Μάιο του 1966.[14] Κατά την τριετή πορεία τους, οι "Artwoods" δεν γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά έδωσαν ένα μεγάλο αριθμό συναυλιών και έγιναν γνωστό όνομα στο underground κίνημα. Διαλύθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα το 1967, για να επανενωθούν αργότερα μέσα στο ίδιο έτος, κυκλοφορώντας το τελευταίο τους σινγκλ, "Brother, Can You Spare a Dime", μετά από το οποίο επήλθε η οριστική διάλυση του συγκροτήματος.[15]
To 1967, ο Λορντ δημιούργησε τους "Santa Barbara Machine Head", στους οποίους συμμετείχε ο μετέπειτα κιθαρίστας των Rolling Stones, Ρον Γουντ.[16] Το συγκεκριμένο συγκρότημα, ηχογράφησε μόνο τρία τραγούδια, τα "Porcupine Juice", "Albert" και "Rubber Monkey", μέσω της "Immediate Records", ενώ ταυτόχρονα, ο Λορντ συμμετείχε στους "Flowerpot Men", όπου γνώρισε τον μετέπειτα μπασίστα των Deep Purple, Νικ Σίμπερ.[17]
Deep Purple
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ίδιο διάστημα, ο ντράμερ Κρις Κέρτις εξέφρασε την επιθυμία να δημιουργήσει ένα συγκρότημα με το όνομα "Roundabout", με τον Λορντ και τον κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ.[18] Η προσπάθεια του Κέρτις δεν ευδοκίμησε αλλά ο Λορντ με τον Μπλάκμορ αποφάσισαν να δημιουργήσουν το συγκρότημα, με το Νικ Σίμπερ στο μπάσο, τον Ροντ Έβανς στα φωνητικά και τον Ίαν Πέις στα τύμπανα. Αφού μετονομάστηκαν σε Deep Purple, ξεκίνησαν τις πρόβες για να δημιουργήσουν νέα κομμάτια και να προετοιμαστούν για τις πρώτες τους συναυλίες. Στα πρώτα βήματα του συγκροτήματος, μέχρι το 1970, ο Λορντ ήταν η ηγετική μορφή τους και οι ποιοτικές συνθέσεις του ξεχώριζαν μέσα στα πρώτα τρία άλμπουμ του συγκροτήματος, παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες εμπορικές επιτυχίες των πρώιμων Deep Purple, προερχόταν από διασκευές. Στα διάφορα συγκροτήματα του κατά τη δεκαετία του '60, ο Λορντ έπαιζε πιάνο και το Hammond organ, αλλά ήταν το δεύτερο, αυτό το οποίο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στον ήχο των Deep Purple.
Το 1968, το συγκρότημα γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το σινγκλ "Hush", το οποίο ανέβηκε στο # 4 των αμερικανικών τσαρτ, χωρίς όμως ανταπόκριση στη Μεγάλη Βρετανία.[19] Λίγους μήνες αργότερα, ένα δεύτερο Top-40, το "Kentucky Woman", βοήθησε το συγκρότημα να αναγνωριστεί, ενώ ταυτόχρονα, κυκλοφόρησαν τους δίσκους "Shades of Deep Purple" και "The Book of Taliesyn".[20] Τον Ιούνιο του 1969, κυκλοφόρησε ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος, με την ονομασία "Deep Purple", ο οποίος δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους.[21] Η πτώση των πωλήσεων στην Αμερική και η μηδενική ανταπόκριση στην πατρίδα τους, οδήγησε το τρίο Μπλάκμορ, Λορντ και Πέις να αντικαταστήσουν τον Ροντ Έβανς με τον πιο δυναμικό Ίαν Γκίλαν και τον Νικ Σίμπερ με τον Ρότζερ Γκλόβερ των "Episode Six".[22]
Πρώτη δουλειά της νέας σύνθεσης του συγκροτήματος, ήταν το σινγκλ "Hallelujah",[23] ενώ τον Σεπτέμβριο του 1969, ηχογραφήθηκε η ζωντανή εμφάνιση του συγκροτήματος στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, μαζί με την Βασιλική Συμφωνική ορχήστρα και διευθυντή τον Μάλκολμ Άρνολντ. Η κυκλοφορία της συγκεκριμένης ηχογράφησης ονομάστηκε "Concerto for Group and Orchestra", με τον Τζον Λορντ να δημιουργεί όλες τις συνθέσεις οι οποίες παρουσιάστηκαν.[24] Ο δίσκος αυτός, έδωσε μία πρώτη επιτυχία στους Deep Purple επί ευρωπαϊκού εδάφους, ανεβαίνοντας στο # 26 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ήταν ο πρώτος τους δίσκος ο οποίος κυκλοφόρησε μέσω της Warner στην Αμερική. Παρ' όλα αυτά, δημιουργήθηκε ρήγμα μέσα στο συγκρότημα, λόγω της αντίδρασης του Ρίτσι Μπλάκμορ προς την μουσική κατεύθυνση που μπορούσε να ακολουθήσει το συγκρότημα αν συνέχιζε με τόσο έντονες επιρροές από την κλασική μουσική, αναγκάζοντας τον Λορντ να συνεχίσει αυτό το στυλ μουσικής στις προσωπικές του δουλειές.
Οι Deep Purple επανήλθαν στις ροκ καταβολές τους, κάνοντας τον ήχο τους σκληρότερο. Ο δίσκος "Deep Purple in Rock" του 1970, έδωσε τελικά στο συγκρότημα την πολυπόθητη βρετανική επιτυχία, ανεβαίνοντας στο # 4 των τσαρτ και παραμένοντας σε αυτά για 68 εβδομάδες, ενώ ταυτόχρονα, το τραγούδι "Black Night" ανέβηκε στο # 2.[25] Οι συνεχείς περιοδείες αλλά και το υψηλό επίπεδο της μουσικής των επόμενων δίσκων τους, έδωσε στους Deep Purple τον χαρακτηρισμό ενός εκ των δυναμικότερων καλλιτεχνών της ροκ μουσικής για τη δεκαετία του '70. Οι δίσκοι "Fireball" και "Machine Head" ανέβηκαν στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ, ενώ τα σινγκλ "Strange Kind of Woman", "Fireball" και "Never Before" ανέβασαν ακόμη περισσότερο τη δημοτικότητα τους. Τον Δεκέμβριο του 1972, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ "Made in Japan",[26] ο αγαπημένος δίσκος του Λορντ όπως έχει δηλώσει, ενώ λίγο αργότερα το "Who Do We Think We Are" συνεισέφερε στην άνοδο των πωλήσεων του συγκροτήματος,[27] στο σημείο να είναι το πρώτο συγκρότημα σε πωλήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, για το 1973.[28]
Οι συνεχείς διαφωνίες του Ίαν Γκίλαν με τον Ρίτσι Μπλάκμορ, οδήγησαν το δίδυμο Γκίλαν/Γκλόβερ σε αποχώρηση, με τον Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ να αναλαμβάνει τα φωνητικά και τον Γκλεν Χιούζ το μπάσο. Ο δίσκος "Burn" συνέχισε σε πολύ υψηλό επίπεδο, με τους Deep Purple να εμφανίζονται μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδων κόσμου κατά την αμερικανική περιοδεία τους,[29] ενώ ο δίσκος "Stormbringer", απογοήτευσε τον Μπλάκμορ λόγω των φανερών, πλέον, τζαζ και φανκ επιρροών.[30] Η αντικατάσταση του, τον Απρίλιο του 1975, από τον Αμερικάνο Τόμι Μπόλιν, οδήγησε στο άλμπουμ "Come Taste the Band", τον τελευταίο του συγκροτήματος πριν τη διάλυση του, την άνοιξη του 1976.[31] Ο βασικός λόγος της διάλυσης του συγκροτήματος ήταν η απογοήτευση των Λορντ και Πέις από την απόδοση των Deep Purple, λόγω του εθισμού στις ναρκωτικές ουσίες των υπολοίπων τριών μελών του συγκροτήματος και της μειωμένης απόδοσης τους επι σκηνής.
Στο διάστημα από το 1970 ως το 1976, ο Λορντ έβαλε έντονη την πινελιά του στη σύνθεση του τραγουδιού "Child in Time", ενός εκ των διασημότερων κομματιών του συγκροτήματος, αλλά και σε ολόκληρο το δίσκο "Deep Purple in Rock". Τα διασημότερα σόλο που έπαιξε σε αυτή την περίοδο είναι στο τραγούδι "Highway Star", στο "Lazy", στο "Rat Bat Blue", στο "Fireball", στο "Burn", στο "Demon's Eye" και στο "Space Truckin", ενώ ολόκληρη η ζωντανή εμφάνιση στο δίσκο "Made in Japan" είναι χαρακτηριστική του μουσικού επιπέδου στο οποίο είχαν φτάσει οι Deep Purple.[32]
Στο διάστημα κατά το οποίο έπαιζε με τους Deep Purple, ο Λορντ δημιούργησε το "Gemini Suite" το 1972,[33] το "Windows" το 1974 και το "Sarabande" το 1975,[34][35] δουλειές που αποτέλεσαν άλλον ένα συνδυασμό της ορχηστρικής μουσικής με τη ροκ. Τον Μάρτιο του 1974, ο Τζον Λορντ και ο Ίαν Πέις συμμετείχαν στο δίσκο "The First of the Big Bands" μαζί με τον Τόνι Άστον, ηχογράφηση την οποία έπαιξαν ζωντανά τον Σεπτέμβριο του 1974, στο Λονδίνο.[36]
Paice, Ashton & Lord και Whitesnake
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το καλοκαίρι του 1976, ο Λορντ μαζί με τον Τόνι Άστον και τον Ίαν Πέις, δημιούργησαν ένα ροκ συγκρότημα με τζαζ και μπλουζ καταβολές, τους Paice, Ashton & Lord.[37] Το συγκρότημα αυτό, κυκλοφόρησε μόνο ένα δίσκο με τίτλο "Malice in Wonderland", τον Μάρτιο του 1977, για να διαλυθούν λόγω της ανεπαρκούς σκηνικής παρουσίας του Άστον, σύμφωνα με τα άλλα δύο βασικά μέλη του συγκροτήματος.
Τον Αύγουστο του 1978, ο Λορντ εντάχθηκε στους Whitesnake του Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ, ενώ ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε και ο Ίαν Πέις. Στο συγκρότημα αυτό, ο Λορντ δεν είχε τον ηγετικό ρόλο που είχε κατά καιρούς στους Deep Purple, λόγω της συνύπαρξης του με δύο κιθαρίστες, γεγονός που περιόριζε τις δυνατότητες του. Με τους Whitesnake, ηχογράφησε τους δίσκους "Trouble" (1978) και "Lovehunter" (1979), για να αποκτήσουν έντονη δημοτικότητα με το "Ready an' Willing" του 1980 το οποίο ανέβηκε στο βρετανικό Top-10, και ακόμη περισσότερο με το πλατινένιο "Live...In the Heart of the City". Το 1981, συνέχισαν με το άλμπουμ "Come an' Get It", το οποίο έφθασε στη δεύτερη θέση των τσαρτ της Μεγάλης Βρετανίας, την υψηλότερη στην οποία ανέβηκε ποτέ, δίσκος των Whitesnake. Η εμπορική καταξίωση επήλθε στο συγκρότημα με τους δίσκους "Saints & Sinners" του 1982 και "Slide It In" του 1984, οι οποίοι ήταν και οι τελευταίοι τους οποίους ηχογράφησε ο Λορντ με τους Whitesnake. Ταυτόχρονα, γνώρισαν επιτυχία τα σινγκλ "Fool for Your Loving", "Don't Break My Heart Again", "Guilty of Love" και "Give Me More Time".[38]
Παράλληλα, ο Λορντ κυκλοφόρησε τον προσωπικό του δίσκο με τίτλο "Before I Forget", παρουσιάζοντας ένα folk rock ηχητικό σύνολο, ενώ συμμετείχε στην ηχογράφηση του σάουντρακ για την τηλεοπτική παραγωγή "Country Diary of an Edwardian Lady".[39]
Από την επανένωση μέχρι την αποχώρηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Απρίλιο του 1984, ο Λορντ επανενώθηκε με τα υπόλοιπα μέλη της δεύτερης σύνθεσης των Deep Purple, σε μία πολυσυζητημένη αναδημιουργία του θρυλικού συγκροτήματος, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο πλατινένιος δίσκος "Perfect Strangers",[40] τον οποίο ακολούθησε μία πολύ μεγάλη παγκόσμια περιοδεία, η οποία έδωσε στους Deep Purple τη δεύτερη θέση στη λίστα με τους καλλιτέχνες με τα περισσότερα έσοδα συναυλιών για το 1985. Ο συγκεκριμένος δίσκος, έδωσε ώθηση στον Λορντ να συνθέσει και να ηχογραφήσει τις καλύτερες δουλειές του από το 1977, με τα "Knockin' at your Back Door" και "Perfect Strangers" να ξεχωρίζουν. Τον Ιανουάριο του 1987, κυκλοφόρησαν το 'The House of Blue Light",[41] του οποίου συνθέσεις περιελάμβαναν αρκετούς πειραματισμούς στα πλήκτρα και με synth κιθάρες. Παρ' όλα αυτά, ο δίσκος γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top-10 και στην πρώτη θέση αρκετών χωρών. Μετά το ζωντανά ηχογραφημένο "Nobody's Perfect" του 1988, ο Ίαν Γκίλαν αποχώρησε για δεύτερη φορά και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος προσέλαβαν στη θέση του τον Τζο Λιν Τέρνερ, πρώην τραγουδιστή των Rainbow, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το μελωδικό "Slaves and Masters".[42]
Το 1992, ο Γκίλαν επέστρεψε για την 25η επέτειο από την ίδρυση του συγκροτήματος. Οι τεταμένες σχέσεις του με τον Ρίτσι Μπλάκμορ ήταν φανερές και οι Deep Purple πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν μόνο ένα δίσκο με αυτή τη σύνθεση, το "The Battle Rages On", τον Ιούλιο του 1993.[43] Ο Μπλάκμορ αποχώρησε κατά τη διάρκεια της περιοδείας, την οποία ολοκλήρωσαν με τον βιρτουόζο κιθαρίστα Τζο Σατριάνι, ενώ μετά το πέρας της προσέλαβαν τον Στηβ Μορς.[44]
Με αυτή τη σύνθεση, επήλθε η συνθετική αναγέννηση του συγκροτήματος, κάτι που είναι φανερό στις μελωδικές χαρντ ροκ συνθέσεις του δίσκου "Purpendicular", ο οποίος κυκλοφόρησε το 1996.[45] Το δεύτερο άλμπουμ των Deep Purple με τον Στηβ Μορς στην κιθάρα κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1998 με τον τίτλο "Abandon",[46] ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Λορντ κυκλοφόρησε τον προσωπικό του δίσκο, "Pictured Within", τον οποίο αφιέρωσε στη μητέρα του η οποία είχε πεθάνει δύο χρόνια νωρίτερα. Μετά την αναδημιουργία και επανεκτέλεση της αρχικής σύνθεσης του "Concerto for Group and Orchestra" το 1999 με τίτλο "Live at the Royal Albert Hall" και την περιοδεία για την προώθηση του,[47] ο Λορντ ανακοίνωσε στα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος την αποχώρηση του, ενώ τους πρότεινε για αντικαταστάτη του τον Ντον Έρεϊ. Η αντικατάσταση του έγινε ομαλά, με τον Λορντ να παίζει πρώτο στο μισό του προγράμματος για την περιοδεία τους το χειμώνα του 2001 και τον Έρεϊ στο δεύτερο, με τον Τζον Λορντ να αποχωρεί οριστικά, τον Μάρτιο του 2002.[48]
Μετά την αποχώρηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 2003, μεταφέρθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας για να ηχογραφήσει το "Live in the Basement" μαζί με τον Τζίμι Μπαρνς, επιστρέφοντας στον μπλουζ ήχο μετά από πολλά χρόνια.[49] Η ονομασία του συγκροτήματος ήταν "The Hoochie Coochie Men". Το 2004, ο Λορντ κυκλοφόρησε το δίσκο "Beyond the Notes", στον οποίο περιλαμβανόταν το τραγούδι "De Profundis", το οποίο αφιέρωσε στους Deep Purple.[50] Τον Ιούλιο του 2006, κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ των "Hoochie Coochie Men" με τίτλο "Danger – White Men Dancing",[51] ενώ στις 20 Οκτωβρίου του 2007, έπαιξε την ορχηστρική σύνθεση του με τίτλο "Durnham Concerto", μαζί με τη Φιλαρμονική ορχήστρα του Λίβερπουλ.[52] Τον Απρίλιο του 2008, κυκλοφόρησε το κονσέρτο πιάνου "Boom of the Tingling Strings" μαζί με την "The Queensland Orchestra" και τον πιανίστα Μάικλ Χάρβεϊ, ενώ τον Μάρτιο του 2010, κυκλοφόρησε τον τελευταίο του προσωπικό στούντιο δίσκο με τίτλο "To Notice Such Things".[53] Το καλοκαίρι του 2011, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο "Jon Lord Blues Project Live" από το μπλουζ συγκρότημα "Jon Lord Blues Project".[54] Τον Οκτώβριο του 2012, κυκλοφόρησε η στούντιο έκδοση του "Concerto for Group and Orchestra", με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λίβερπουλ, τον Ντάριν Βασίλεφ, τον Τζο Μποναμάσα και τον Στηβ Μορς στις κιθάρες, τον Στηβ Μπαλσάμο, την Κάσια Λάσκα και τον Μπρους Ντίκινσον στα φωνητικά, τον Μπρετ Μόργκαν στα τύμπανα και τον Γκάι Πρατ στο μπάσο.[55]
Το 2011, ο Λορντ διαγνώσθηκε ότι πάσχει από καρκίνο στο πάγκρεας. Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου 2012 μετά από πνευμονική εμβολή σε κλινική του Λονδίνου.[56]
Προσωπική ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τζον Λορντ, είχε παντρευτεί την Τζούντιθ Φέλντμαν το 1969, με την οποία απέκτησε μία κόρη πριν πάρει διαζύγιο το 1981. Ξαναπαντρεύτηκε, την Βίκι Γκιμπς, δίδυμη αδελφή της συζύγου του Ίαν Πέις, Τζάκι. Η Βίκι απέκτησε μία κόρη μαζί με τον Λορντ.[57]
Δισκογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 140430128. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ (Αγγλικά) Internet Movie Database. nm0520449. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ «Deep Purple's Jon Lord dies». Ανακτήθηκε στις 16 Ιουλίου 2012.
- ↑ JON LORD Leaves DEEP PURPLE, Is Replaced By DON AIREY
- ↑ Jon Lord - NNDB
- ↑ Jon Lord obituary | Music | The Guardian
- ↑ The Artwoods | Biography
- ↑ The Kinks 'You Really Got Me' | Classic Tracks
- ↑ The Artwoods - Art Gallery (CD, Album) at Discogs
- ↑ The Artwoods - Oh My Love (Ready Steady Go! 1965) - Vimow[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ THE ARTWOODS Jon Lord DEEP PURPLE Sweet Mary
- ↑ Paul Weller 'I Take What I Want' at the Jon Lord Concert 04.04.14 HD
- ↑ Brother Can You Spare a Dime? - The Artwoods
- ↑ Santa Barbara Machine Head | Biography & History | AllMusic
- ↑ The Flower Pot Men | Biography & History | AllMusic
- ↑ On The Roundabout With Deep Purple - Deep-Purple.net
- ↑ Hush by Deep Purple Songfacts
- ↑ Deep Purple Mark 1 History - Deep-Purple.net
- ↑ Deep Purple - Deep Purple | Songs, Reviews, Credits | Allmusic
- ↑ «The Episode Six story - Deep-Purple.net». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2018. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016.
- ↑ Deep Purple - Hallelujah - YouTube
- ↑ Deep Purple - Concerto for Group and Orchestra
- ↑ Deep Purple - Black Night - YouTube
- ↑ Deep Purple Made In Japan Album Review | Rolling Stone
- ↑ Who Do We Think We Are - Deep Purple
- ↑ Deep Purple Mark 2 History - Deep-Purple.net
- ↑ Deep Purple "California Jam" 1974 г.(Full Concert) - YouTube
- ↑ «Ritchie Blackmore - Recalls Life with Deep Purple | Guitar.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016.
- ↑ Come Taste the Band - Deep Purple
- ↑ 10 classic Jon Lord keyboard performances | MusicRadar
- ↑ Gemini Suite Live | Jon Lord - The Official Website
- ↑ Jon Lord - Windows (Vinyl, LP, Album) at Discogs
- ↑ Jon Lord - Sarabande (Vinyl, LP, Album) at Discogs
- ↑ Tony Ashton & Jon Lord* - First Of The Big Bands
- ↑ Paice Ashton Lord History - Deep-Purple.net
- ↑ Whitesnake History - Deep-Purple.net
- ↑ The Country Diary of an Edwardian Lady, soundtrack
- ↑ «Deep Purple Perfect Strangers Album Review | Rolling Stone». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016.
- ↑ The House of Blue Light - Deep Purple
- ↑ REVIEW: Deep Purple – Slaves and Masters
- ↑ REVIEW: Deep Purple – The Battle Rages On…
- ↑ Deep Purple Mark 6 History - Deep-Purple.net
- ↑ Deep Purple - Purpendicular (album review ) | Sputnikmusic
- ↑ Abandon - Deep Purple | Songs, Reviews, Credits | AllMusic
- ↑ Deep Purple In Concert with the London Symphony Orchestra
- ↑ Biography | Jon Lord - The Official Website
- ↑ Live At The Basement | Jon Lord - The Official Website
- ↑ Jon Lord - De Profundis - YouTube
- ↑ Danger - White Men Dancing (feat. Jon Lord)
- ↑ Durham Concerto | Jon Lord - The Official Website
- ↑ To Notice Such Things: Jon Lord's tribute to Sir John Mortimer
- ↑ Jon Lord Blues Project | Jon Lord - The Official Website
- ↑ Jon Lord - Concerto For Group And Orchestra
- ↑ Deep Purple's Jon Lord dies at 71 - BBC News - BBC.com
- ↑ Jon Douglas Lord (1941 - 2012) - Genealogy - Geni
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Biography | Jon Lord - The Official Website
- Jon Lord - Starpulse.com[νεκρός σύνδεσμος]
- Deep Purple Biography. Jon Lord - Deep-Purple.net
- Jon Lord: Πέθανε ο θρυλικός μουσικός των Deep Purple
- Jon Lord | Biography, Albums, & Streaming Radio | AllMusic
- Jon Lord, Interviews - The Highway Star