Φιγέρες
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Συντεταγμένες: 42°16′02″N 02°57′45″E / 42.26722°N 2.96250°E
Φιγέρες | |||
---|---|---|---|
| |||
42°16′0″N 2°57′0″E | |||
Χώρα | Ισπανία | ||
Αυτόνομη κοινότητα | Καταλονία | ||
Επαρχία | Ζιρόνα | ||
Κομάρκα | Άνω Ενπορδά | ||
Διοίκηση | |||
Έκταση | 19,3 km²[1] | ||
Υψόμετρο | 39 μέτρα[1] | ||
Πληθυσμός | 47.879 (2023)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 17600 | ||
Τηλ. κωδ. | 972 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 UTC+02:00 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Η Φιγέρες (Figueres στα καταλανικά και Figueras στα ισπανικά) είναι μια ισπανική πόλη στην αυτόνομη κοινότητα της Καταλονίας, πρωτεύουσα της περιφέρειας του Άνω Εμπορδά (Alt Empordà), στην επαρχία της Ζιρόνα. Είναι το σημαντικότερο αστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής του Εμπορδά κι έχει πληθυσμό 45.123 κατοίκους (απογραφή 2013).
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γύρω στο 600 π.Χ. υπήρχε στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται το κάστρο το Σαν Φερνάν, ένας ιβηρικός πύργος της φυλής των Ινδικετών. Εκείνη την εποχή, η περιοχή του Ενπορδά ήταν εξαιρετικά βαλτώδης και οι οικισμοί χτίζονταν πάνω στους μικρούς λόφους που χαρακτηρίζουν την τοπική μορφολογία. Με την απόβαση των Ρωμαίων στο Εμπόριο το 218 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Β' Καρχηδονιακού Πολέμου, ίδρυσαν έναν μικρό οικισμό, που τον ονόμασαν Joncaria (από το ουσιαστικό juncus, καλάμι). Ο οικισμός αυτός άρχισε να αυξάνει τη δύναμή του λόγω της θέσης του πάνω στην Via Augusta, που απείχε μία μέρα πορείας από τη ρωμαϊκή Gerunda. Ο οικισμός αυτός καταστράφηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. από Φράγκους εισβολείς, για να ανοικοδομηθεί πάλι από τους ντόπιους και να επιβιώσει με το όνομα Ταπιόλες, πιθανότατα είτε μέχρι τη βησιγοτθική είτε μέχρι τη μαυριτανική εισβολή.
Η μουσουλμανική κατοχή δεν διήρκεσε πολύ, μιας και ήδη από το 785 και την κατάκτηση της Ζιρόνα από τον Καρλομάγνο, το Ενπορδά πέρασε σε φραγκικά χέρια. To 802 εντοπίζεται μια αναφορά στο τοπωνύμιο villa Ficerias και το 962 η παραλλαγή του Figariae. Και τα δύο φαίνεται να προέρχονται από την λατινικής προέλευσης λέξη για τη συκιά, ficaria. Κατά τον 11ο αιώνα ο οικισμός φέρεται να διαρθρώνεται γύρω από την τοπική ενοριακή εκκλησία του Αγίου Πέτρου, που αναφέρεται σε έγγραφο του 1020 ως Sancti Petri de Figarias. Μέχρι το 1111 ανήκε στην κομητεία της Μπεζαλού, για να περάσει έπειτα στα χέρια της κομητείας της Βαρκελώνης.
Ο Ιάκωβος Α' ο Κατακτητής ήταν αυτός που ανέδειξε εκ νέου την Φιγέρες σε στρατηγικό κόμβο για το Στέμμα της Αραγώνας. Παραχώρησε ευρεία δικαιώματα στην πόλη, που εν τω μεταξύ έφερε τον τίτλο της «βασιλικής», εγκαθιστώντας έτσι ένα ισχυρό σταθμό στον δρόμο μεταξύ Περπινιάν και Ζιρόνα, στα σύνορα με την γειτονική κομητεία της Ενπούριες και το Γαλλικό Στέμμα. Ως μέτρα ενίσχυσης του αριθμού των κατοίκων της, ο διάδοχος Πέτρος Β´ ευνόησε την εγκατάσταση Εβραίων, που παρέμειναν εκεί για περίπου 200 χρόνια.
Τον Οκτώβρη του 1274, ο κόμης Ούγος Ε' της Ενπούριες επιτέθηκε εναντίον της, αδύναμα οχυρωμένης ακόμη, πόλης και αφού την κατέλαβε και κατέσφαξε πολλούς κατοίκους της, επέστρεψε στην Καστελιό δ' Ενπούριες με λάφυρα τις πύλες της. Ωστόσο ο βασιλιάς τον κατεδίωξε κι αφού τον νίκησε σε μάχη, επέστρεψε στην πόλη και την αναστήλωσε. Το 1285, κατά την διάρκεια της Σταυροφορίας εναντίον του Στέμματος της Αραγώνας από τον Πάπα και τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Γ', η Φιγέρες έζησε τρεις μήνες κατοχής στα χέρια των Γάλλων.
Το 1361 η πόλη απέκτησε διευρυμένα τείχη κι έφτασε να έχει γύρω στους 500 κατοίκους.
Νεότερη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τον 18ο αιώνα η πόλη συνέχιζε να υφίσταται στα όρια των μεσαιωνικών της τειχών. Η περιπέτεια του πριγκιπάτου κατά τη διάρκεια της υποταγής του στον Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ' επηρέασε και την Φιγέρες, καθώς με τη Συνθήκη των Πυρηναίων, τα σύνορα μεταξύ της Ισπανικής και της Γαλλικής Μοναρχίας την μετέτρεψαν στον πρώτο σημαντικό αστικό πυρήνα μετά τα σύνορα. Ως αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, νέα βουρβονική δυναστεία αποφάσισε να χτίσει εκεί ένα μεγάλο φρούριο για να αποθαρρύνει οποιαδήποτε γαλλική ιδέα περί εισβολής της Ισπανίας. Οι εργασίες κατασκευής του κολοσσιαίου κάστρου του Αγίου Φερδινάνδου (Castell de Sant Ferran ή Castillo de San Fernando, από τα μεγαλύτερα κι ακριβότερα στην Ευρώπη) ξεκίνησαν το 1753 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1766, χωρίς ωστόσο να ολοκληρωθούν εντελώς.
Η κατασκευή του κάστρου επέφερε και την πρώτη αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της πόλης (5.398 κάτοικοι το 1785) και καθόρισε την πολεοδομική επέκταση της πόλης, που ξεπέρασε τότε τα όρια των μεσαιωνικών της τειχών. Παρά ταύτα, η αμυντική γραμμή της Ισπανίας εναντίον της Γαλλίας φάνηκε εντελώς αναποτελεσματική όταν, κατά της διάρκεια της Ναπολεόντειας εισβολής στην Ιβηρική χερσόνησο, και μετά τη μάχη του Ρόουρε το 1794, το κάστρο του Αγίου Φερδινάνδου παραδόθηκε αμαχητί στα γαλλικά στρατεύματα μαζί με τις 10.000 στρατιωτών που το είχαν επανδρώσει. Στις 10 Φεβρουαρίου 1808, το κάστρο ξαναπέρασε στα χέρια των Γάλλων, αυτή τη φορά σύμμαχοι των Ισπανών εναντίον των Βρετανών και των Πορτογάλων, που το έδωσαν το προσώνυμο «άχρηστη ομορφιά» λόγω της ευκολίας με την οποία το είχαν καταλάβει και τις δύο φορές.
Ο υπόλοιπος 18ος αιώνα είδε την πόλη να ζει μια σχετική ανάπτυξη, που την διατάραξε μόνο ο Α΄ Καρλικός Πόλεμος, με τη ίδρυση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τον εκσυγχρονισμό του αστικού της τοπίου. Εκεί ήταν που ο Χοσέ Βεντούρα έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης σαρδάνα στα μέσα του αιώνα ενώ τότε έδρασε και μια άλλη γνωστή προσωπικότητα της πόλης, ο Ναρσίς Μοντουριόλ ι Εσταριόλ, εφευρέτης του πρώτου υποβρυχίου που παρουσιάστηκε το 1859 στο λιμάνι της Βαρκελώνης.
Ο Γ΄ Καρλικός Πόλεμος έθεσε σε κίνδυνο την πόλη, που χάρις στην αντίστασή της στους καρλίστες τιμήθηκε από τον Αλφόνσο ΙΒ' το 1875. Εκείνη την περίοδο γκρεμίστηκαν οριστικά τα τείχη της.
Ο 20ός αιώνας ανέτειλε με τη γέννηση το 1904 του πιο γνωστού Φιγερένιου, του καλλιτέχνη Σαλβαδόρ Νταλί Ντομένεκ, και τη συνέχιση της πολεοδομικής βελτίωσης της πόλης (κατασκευή του δημοτικού θεάτρου και βιβλιοθήκης, ηλεκτροδότηση, εγκατάσταση λεωφορειακών γραμμών προς τα σύνορα). Η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία επέφερε την πολιτική κυριαρχία της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς της Καταλονίας. Ο μετέπειτα εμφύλιος επέφερε την καταστροφή της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου (από ντόπιους ριζοσπάστες), όπως και μέρους του κάστρου και της πόλης (από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς).
Μετά τη μεγάλη φτώχεια των μεταπολεμικών χρόνων, η εισροή μεγάλου αριθμού Ευρωπαίων τουριστών στα τέλη της δεκαετίας του 1960 επέφερε μεγάλη οικονομική άνθηση στην ευρύτερη περιοχή του Ενπορδά και της Κόστα Μπράβα. Η πόλη με τον θάνατο του Φράνκο είχε φτάσει τους 26.000 κατοίκους.
Σημεία ενδιαφέροντος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη έχει τέσσερα κύρια μουσεία: το Θέατρο Μουσείο Νταλί, το Μουσείο Βιοτεχνίας, το Μουσείο του Ενπορδά και το Καταλανικό Μουσείο Παιχνιδιών. Από αυτά, το πρώτο αποτελεί τον κύριο πόλο έλξης και βασικό αξιοθέατο της πόλης, ενώ το Μουσείο του Ενπορδά προσφέρει πληθώρα εκθεμάτων και πληροφοριών για την τοπική ιστορία, αρχαιολογία και ζωγραφική (από τα μέσα του 19ου αιώνα, τον ρομαντισμό και τις πρώτες πρωτοπορίες, μέχρι τη αφηρημένη και σύγχρονη τέχνη).
Κατά τα άλλα, σημαντικό είναι το Κάστρο του Αγίου Φερδινάνδου και η γοτθική εκκλησία του Αγίου Πέτρου.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]