Χαλκοσίνης
Χαλκοσίνης. Προέλευση: Κουίνσλαντ, ΗΠΑ | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Θειούχα ορυκτά (σουλφίδια) |
Χημικός τύπος | Cu2S |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 5,8 gr/cm3 |
Χρώμα | Μολυβδόφαιο, μέλαν |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Μονοκλινές (ψευδορομβικό)[1] |
Κρύσταλλοι | Βραχείς πρισματικοί, παχυπλακώδεις |
Υφή | Συμπαγής |
Διδυμία | Συχνή {110} |
Σκληρότητα | 2,5 - 3 |
Σχισμός | Ασαφής {110} |
Θραύση | Κογχοειδής |
Λάμψη | Μεταλλική |
Γραμμή κόνεως | Μολυβδόχρους |
Πλεοχρωισμός | - |
Διαφάνεια | Αδιαφανής |
Ο χαλκοσίνης, ή χαλκοσίτης (αγγλ. chalcocite), ή χαλκολαμπρίτης (αγγλ. copper glance) είναι θειούχο ορυκτό ένα από τα βασικότερα μεταλλεύματα του χαλκού. Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική λέξη «χαλκός» λόγω της σύστασής του.
Εμφάνιση, παραγενέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι γνωστός από πολύ παλιά και εκμετάλλευσή του γίνεται επί αιώνες, γι' αυτό και τα παλαιότερα ορυχεία του (Κορνουάλλη, Κονέκτικατ) έχουν, πλέον, εξαντληθεί. Είναι από τα βασικότερα μεταλλεύματα του χαλκού, καθώς το περιεχόμενο μέταλλο ανέρχεται σε ποσοστό 80% του βάρους του μεταλλεύματος.
Σπανιότατα ως πρωτογενές ορυκτό, απαντά στις ζώνες εμπλουτισμού χαλκούχων μεταλλευμάτων, σχηματιζόμενος από την εξαλλοίωση χαλκούχων ορυκτών από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο σε ζώνες υπεράνω του υδροφόρου ορίζοντα. Το (εμπλουτισμένο σε οξυγόνο) διάλυμα που προκύπτει αντιδρά εκ νέου με χαλκούχα ορυκτά, σχηματίζοντας τον χαλκοσίνη. Αυτό έχει ως συνέπεια ο χαλκοσίνης να εμφανίζει ψευδομορφώσεις[2] του βορνίτη, του κοβελλίνη, του χαλκοπυρίτη, του σιδηροπυρίτη, του γαληνίτη και του σφαλερίτη.
Η διδυμία του είναι χαρακτηριστική και δημιουργεί αστρόσχημους κρυστάλλους. Οι κρύσταλλοι συνήθως φέρουν βαθιές ραβδώσεις, ενώ ενίοτε καλύπτονται από χρώμα επιπολής, το οποίο προσδίδει στο ορυκτό ισχυρό θάμπωμα της λάμψης του.
Απαντά σε πολλά μέρη του κόσμου. Βρίσκεται και στην Ελλάδα στο ορυχείο «Σκουριές» της Χαλκιδικής. Επίσης στην Τουρκία, τη Σλοβακία, σε αρκετές περιοχές της Βρετανίας, στη Ρωσία (χερσόνησοι Κόλα και Ταϊμίρ - Σιβηρία), στην Γκάνα, τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική, την Ινδονησία, την Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία, το Περού, τη Βολιβία, την Αργεντινή και σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
- Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 0-395-91096-X
- Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0-395-51137-2