Χεδβίγη Κατερίνα φον Φέρσεν
Χεδβίγη Κατερίνα φον Φέρσεν | |
---|---|
Σουηδή αριστοκράτισσα | |
Πλήρες όνομα
Χεδβίγη Κατερίνα φον Φέρσεν,γεννημένη ως Ντε λα Γκάρντι | |
Γέννηση | 20 Μαΐου 1732 Στοκχόλμη, Σουηδία |
Θάνατος | 24 Απριλίου 1800 (67 ετών) Στοκχόλμη, Σουηδία |
Τόπος ταφής | Στοκχόλμη, Σουηδία |
Spouse(s) | Άξελ φον Φέρσεν ο Πρεσβύτερος |
Απόγονοι
Χεδβίγη Ελεονώρα φον Φέρσεν (1753–1792), Χανς Άξελ φον Φέρσεν (1755–1810), Εύα Σοφία φον Φέρσεν (1757–1816), Φαβιανός Ρέϊνχολντ φον Φέρσεν (1762–1818) | |
Πατέρας | Ρίκσροντ Μάγκνους Τζούλιους Ντε λα Γκάρντι |
Μητέρα | Χεδβίγη Κατερίνα Λιλιέ |
Η Χεδβίγη Κατερίνα φον Φέρσεν (σουηδικά: Hedvig Catharina von Fersen, το γένος ντε λα Γκαρντί) (20 Μαΐου 1732 – 24 Απριλίου 1800) ήταν Σουηδή αριστοκράτισσα. Ήταν η κόρη του Στρατηγού και Βασιλικού Σύμβουλου Ρίκσροντ Μάγκνους Τζούλιους Ντε λα Γκαρντί και της οικοδέσποινα πολιτικού σαλονιού Χεδβίγης Κατερίνας Λιλιέ, και αδελφή της επιστήμον Εύας Εκεμπλάντ.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παντρεύτηκε τον Άξελ φον Φέρσεν τον Πρεσβύτερο το 1752. Η Χεδβίγη Κατερίνα ήταν κληρονόμος του Κάστρου Λόφσταντ και ο γάμος της ενίσχυσε έτσι τόσο την κοινωνική όσο και την οικονομική θέση του συζύγου της. Έγινε η μητέρα της Χεδβίγης Ελεονώρας φον Φέρσεν (1753–1792), του Χανς Άξελ φον Φέρσεν (1755–1810), της Εύας Σοφίας φον Φέρσεν (1757–1816) και του Φαβιανός Ρέϊνχολντ φον Φέρσεν (1762–1818).
Μέσω του γάμου της, έγινε η μητριάρχισσα μιας από τις πιο ισχυρές αρχοντικές οικογένειες στη Σουηδία και μια «riksrådinna» (σύζυγος ενός Βασιλικού Σύμβουλου), εξασφαλίζοντας έτσι τη θέση της στην υψηλή ελίτ της σουηδικής αριστοκρατίας, ως μέλος του κύκλου της βασιλικής αυλής. Η βασίλισσα Λουΐζα Ουλρίκα κάποτε αναφέρθηκε σε αυτήν και στην αδελφή της, Εύα Εκεμπλάντ, ως τις μοναδικές αληθινές της φίλες. [1] Παρά τη ισχυρή της θέση όμως, δεν υπάρχει καμία αναφορά που να υποστηρίζει ότι έχει παίξει ποτέ κάποιο πολιτικό ρόλο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ήταν συνηθισμένο για τις γυναίκες του κύρους της κατά την Περίοδο της Ελευθερίας στη Σουηδία. Το 1774, ένα ανιψιός της, ο κόμης Κλάες Τζούλιους Εκεμπλάντ ανέφερε σε γράμματα του στην Μπρίτα Χορν, ότι ο σύζυγός της Χεδβίγης, ο Άξελ φον Φέρσεν ο Πρεσβύτερος, είχε πρόσφατα γίνει εραστής της Εύας Λόβεν (η οποία προηγουμένως ήταν ερωμένη του γιου του Χανς Άξελ φον Φέρσεν). Αυτό σύμφωνα με τον Κλος, ήταν κάτι που στοίχησε πολύ στη Χεδβίγη και την έκανε να κλάψει, αν και η ίδια δεν δίσταζε να χωρίσει έναν άντρα από τη σύζυγο του.
Παρόλα αυτά, στη δεκαετία του 1760, ο πρίγκιπας του Στέμματος, (ο μελλοντικός Γουσταύος Γ’ της Σουηδίας), φημολογήθηκε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της.[2] Μάλιστα το 1764, ο πρίγκιπας Γουσταύος είχε τη συνήθεια να περπατά στη βεράντα του τελευταίου ορόφου του Βασιλικού Παλατιού επειδή ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί της και να τη δει όταν εμφανιζόταν στην οροφή του Παλατιού των Φέρσεν κάθε μέρα στις τέσσερις. Της έστελνε λουλούδια και της ζητούσε συναντήσεις στο πάρκο του Παλατιού Κάρλμπεργκ. Δεν είναι πιθανό ότι η σχέση προχώρησε περισσότερο από αυτό. Η στάση της Χεδβίγης περιγράφεται ως «κάπως διασκεδαστική, και αρκετά περιφρονητική». Αναφέρθηκε ως στενή φίλη του Γουσταύου κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του ως μονάρχης. Άλλωστε ανήκε στον οικείο κύκλο συνομιλητών με τους οποίους έμεινε μέχρι αργά το βράδυ συζητώντας. [3] Ο Γουσταύος την έβρισκε έξυπνη και καλλιεργημένη. Κατά τη διάρκεια των πολιτιστικών του μεταρρυθμίσεων στην αντικατάσταση της Γαλλικής γλώσσας με τη Σουηδική στην πολιτιστική ζωή, όπως στην Όπερα και το Θέατρο, ο Βασιλιάς της ζήτησε να τον συμβουλέψει. Ως εκ τούτου στην πρεμιέρα της Σουηδικής όπερας Ζαΐρ (1774), ήταν η μόνη από τις γυναίκες στο παλατιού που αντέκρουσε τον Γουσταύο, λέγοντας του ότι η σουηδική λέξη «Λατρεμένος/η» ήταν κατώτερη από τη Γαλλική ισοδύναμη.
Το 1774, ο Βασιλιάς ανέθεσε στη Χεδβίγη Κατερίνα φον Φέρσεν να υποδεχτεί τη σύζυγο του αδελφού του Πρίγκιπα Κάρολου, τη Χεδβίγη Ελισάβετ Καρλόττα του Χόλσταϊν-Γκότορπ, κατά την άφιξη της στη Σουηδία.[1]Έπλευσε για το Βίσμαρ στη Σουηδική Πομερανία τον Μάιο με μια ακολουθία τεσσάρων διορισμένων κυρίων επί των τιμών για την πριγκίπισσα, δύο άνδρες αυλούς και την κόρη της Σοφία φον Φέρσεν. Διοργάνωσε τις επίσημες δεξιώσεις για τους τοπικούς αξιωματούχους, για το καλωσόρισμα της πριγκίπισσα τον Ιούλιο και για τον γάμο της με τον Δούκα Κάρολο (εκπροσωπούμενο από τον Σουηδό κυβερνήτη Κάρολο Όττο φον Χόπκεν), καθώς επίσης και την τελετή μεταβίβασης της Καρλόττας από το παλάτι της στο Εουτών στη νέα της Σουηδική συζυγική εστία. Τελικά συνόδευσε την πριγκίπισσα Καρλόττα στη Σουηδία και στον επίσημο γάμο της στη Στοκχόλμη. Η Καρλόττα γνώρισε την κόρη της Σοφία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στη Πομερανία, και από τότε και για αρκετά χρόνια απαρέμεινε στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια Φέρσεν.
Η σχέση μεταξύ της Χεδβίγης Κατερίνας φον Φέρσεν και του Γουσταύου Γ’ υπέστη ζημιά κατά τη διάρκεια του Βασιλικού σκανδάλου που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1777. Η φον Φέρσεν αρνήθηκε στην κόρη της Σοφία να παρακολουθήσει την πρόβα του μπαλέτου για το έργο «Le Carneval de Venice» (Το Καρναβάλι της Βενετίας). Αυτή ήταν μια ερασιτεχνική παράσταση αποτελούμενη από μέλη της βασιλικής αυλής που διοργάνωσε ο βασιλιάς προς τιμήν της μητέρας του. Λόγω κάποιας παρανόησης, η Σοφία φον Φέρσεν αναγκάστηκε να περιμένει ντυμένη με το βραδινό της φόρεμα στο βασιλικό προθάλαμο με τη συντροφιά επαγγελματιών χορευτών μπαλέτου, κάτι το οποίο η μητέρα της θεώρησε ντροπιαστικό για την ευγενική καταγωγή της κόρης της.[1] Αυτή η άρνηση δημιούργησε σκάνδαλο στο Βασίλειο και δεν έγινε επίσημη συμφιλίωση έως ότου η πριγκίπισσα Καρλόττα κατάφερε να μεσολαβήσει στην υπόθεση.
Η σχέση της οικογένειας φον Φέρσεν και του βασιλικού σπιτιού ήρθε ξανά σε ρήξη, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1789, όταν ο σύζυγος της συνελήφθη ως ένας από τους ηγέτες των ευγενών που εναντιωθήκαν στον νέο Βασιλικό νόμο της Ένωση και της Ασφάλεια.
Η Χεδβίγη χήρεψε το 1794. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, το 1796, ξανάχτισε την εκκλησία του Λιούνγκ, και πρόσφερε για το ναό μια συλλογή ιστορικών νομισμάτων, τα οποία βρίσκονται ακόμα εκεί μέχρι την εποχή μας. Η Χεδβίγη φον Φέρσεν απεβίωσε στις 24 Απριλίου 1800, και θάφτηκε στον περίβολο αυτής της εκκλησία.