Νικηφόρος Λύτρας, Η προσμονή (αχρονολόγητο;). Λάδι σε καμβά, 68 εκ. x 50 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Η Σχολή του Μονάχου, ή αλλιώς ακαδημαϊκός ρεαλισμός, αποτελεί το πλέον σημαντικό εικαστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με έντονες επιρροές από την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και το ομώνυμο καλλιτεχνικό ρεύμα της Γερμανίας (Münchner Schule).
Η δημιουργία της ρομαντικής Σχολής του Μονάχου οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ιδιαίτερους δεσμούς που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα και την Βαυαρία στα χρόνια του Όθωνα. Εκείνη την εποχή, με την ενθάρρυνση και συνδρομή του ελληνικού Κράτους, πολλοί έλληνες καλλιτέχνες πήγαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες, και κυρίως ζωγραφική. Αρκετοί από αυτούς επέστρεψαν αργότερα στην Ελλάδα για να διδάξουν στην Σχολή των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας.
Το έργο των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου διακρίνεται για την άριστη τεχνική στην χρήση των χρωμάτων σε βάρος της εκφραστικότητας. Οι σκηνές που απεικονίζουν οι ζωγράφοι του ακαδημαϊκού ρεαλισμού έχουν κάτι το πομπώδες και θεατρικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την παντελή έλλειψη συναισθημάτων. Στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό προέχει η ηθογραφία, δηλαδή η απεικόνιση του βίου των αστικών κέντρων και, κυρίως, της υπαίθρου, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονήματος, της τοπικής φορεσιάς και των αντικειμένων. Ακολουθεί η προσωπογραφία, η τοπιογραφία και τέλος η νεκρή φύση.
Ν. Γύζης, Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (π. 1895-1900). Λάδι σε μουσαμά, 48 εκ x 39 εκ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
Μαζί με τον Βολανάκη, κύριοι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου θεωρούνται οι ζωγράφοι του ύστερου 19ου αι. Νικηφόρος Λύτρας (1832–1904), Νικόλαος Γύζης (1842–1901) και Γεώργιος Ιακωβίδης (1853–1907). Ο Γύζης παρέμεινε στην Γερμανία και δίδαξε στην Ακαδημία του Μονάχου, αλλά οι άλλοι τρεις επέστρεψαν στην Ελλάδα και δίδαξαν στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η διδασκαλία και η τέχνη τους σφράγισαν την εικαστική παιδεία της περιόδου.
Ο Νικηφόρος Λύτρας, ο «γενάρχης της ελληνικής ζωγραφικής», θεωρείται ο κατεξοχήν εικονογράφος του ελληνικού βίου και τόπου κατά τον 19ο αι. Πίνακές του όπως Ο Γαλατάς και Η Προσμονή αποτελούν σημεία αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Ο Γύζης ασχολήθηκε και αυτός με την ηθογραφία, αλλά προς το τέλος της ζωής του στράφηκε προς την εικονογραφία οραμάτων, αλληγοριών και συμβολισμών. Τέλος, ο Ιακωβίδης ασχολήθηκε με την προσωπογραφία και την απεικόνιση παιδικών σκηνών. Στην Σχολή του Μονάχου ανήκουν επίσης ο Ιωάννης Ζαχαρίας (1845–1873), ο Νικόλαος Δάβης (1883–1967) και ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (1848–1913). Επιρροές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού διακρίνονται επίσης στο έργο ορισμένων ελλήνων ζωγράφων του 20ού αιώνα, όπως ο Σπύρος Βικάτος (1878–1960), η Θάλεια Φλωρά-Καραβία (1871–1960) και ο Έκτωρ Δούκας (1886–1969).
Πατέρας του ήταν ο Ιταλόςζωγράφος και επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) και μητέρα του η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, κόρη σημαντικής σπετσιώτικης οικογένειας και η πρώτη Ελληνίδαζωγράφος. Το 1857 ή 1859 οι γονείς του χώρισαν και ο Αλταμούρας μαζί με τα αδέλφια του ακολούθησαν τη μητέρα τους στην Αθήνα.[1]
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Ιωάννης έδειξε την έμφυτη κλίση του προς την ζωγραφική, στην τέχνη της οποίας μυήθηκε από τη μητέρα του.[2] Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών» της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871–1872. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873–1876 κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν (Carl Frederik Sørensen). Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται με τον ίδιο να αναδεικνύεται στον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του.[1] Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878 στις Σπέτσες, σε ηλικία 26 ετών.[1] Ο θάνατός του αλλά και ο θάνατος της αδελφής του, που είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν — επίσης από φυματίωση — οδήγησε την μητέρα του στον νευρικό κλονισμό και την τρέλα.
Πεθαίνοντας νέος, ο Ιωάννης Αλταμούρας άφησε πίσω του λίγα αλλά σημαντικά ζωγραφικά έργα. Το 1878, χρονιά του θανάτου του, δύο πολεμικές θαλασσογραφίες του — η Πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή και η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον δύο οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας — παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο δεύτερος πίνακας παρουσιάστηκε και στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας το 1884. Τέλος, μία θαλασσογραφία του παρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Ρώμης το 1911.
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του και συγκεκριμένα το 2011, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε στην Αθήνα μεγάλη έκθεση έργων του ζωγράφου, καθώς και έργων του πατέρα του, της μητέρας του και του αδελφού του.[3]
Αν και κατατάσσεται στην ακαδημαϊκή «Σχολή του Μονάχου» (ήταν επίσης επηρεασμένος και από την ακαδημαϊκή σχολή της Δανίας[1]) εντούτοις η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον πρώιμο ιμπρεσιονισμό.[1][4]
Έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό: συγκεκριμένα συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση Αθηνών κατά τα έτη 1907, 1908 και 1909 (λίγο πριν τον θάνατό του), στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Κωνσταντινούπολης το 1902[4] και το 1903, στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντό το 1907, όπου τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο, και στην έκθεση της Καλλιτεχνικής Εταιρίας Καΐρου το 1909.[2]
Απεβίωσε στις 12 Ιουλίου1909 από πνιγμό στην παραλία της Βουλιαγμένης, καθώς εισήλθε στη θάλασσα χωρίς να γνωρίζει κολύμπι.[3][5] Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση που ακολούθησε, ο θάνατος του Αλεκτορίδη προήλθε από εγκεφαλική συμφόρηση.[6]
Τα έργα του Σ. Βικάτου είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με φανερή την επιρροή του γερμανικού ακαδημαϊσμού, από τον οποίο υιοθέτησε μια ήπια εκδοχή, αλλά και της φλαμανδικής σχολής του 17ου αιώνα. Επιπλέον συνδυάζοντας τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου με τις νέες τεχνικές που σχετίζονταν με τη νοηματική εμβάθυνση στο χρώμα και στην απόδοση, ξέφευγε ορισμένες φορές από τη στατικότητα που χαρακτήριζε τον ακαδημαϊσμό.[5] Επίσης διακρίθηκε και ως τοπιογράφος, ενώ και οι «νεκρές φύσεις» του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον.[1]
Πίνακές του κοσμούν μεγάλες ξένες πινακοθήκες και μουσεία, καθώς και ιδιωτικές συλλογές. Ακολουθεί ένας κατάλογος των γνωστότερων έργων του με αλφαβητική σειρά (πλην οριστικού άρθρου):
Το αγοράκι
Η Αποκαθήλωσις
Αυτοπροσωπογραφία (1928, βρίσκεται στην πινακοθήκη της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών)
Ο Γ. Ιακωβίδης
Η διδασκαλία του Ιησού
Διπλούς χειμών
Εβραίος
Κεφαλή γέροντος
Μετά την Αποκαθήλωσιν
Μοναχοί
Το νήμα της ζωής
Ο όρκος των Φιλικών
Πορεύου, γύναι, και μηκέτι αμάρτανε
Προσωπογραφία Κρητός
Το σκάκι
Το σκάκι (σκίτσο, Α΄ βραβείο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου)
↑«Βικάτος Σπυρίδων». Η Πινακοθήκη της ΑΣΚΤ. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-06-21. Ανακτήθηκε στις 1/10/2015.Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |accessdate= (βοήθεια)
↑(επιμ) Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). Εθνική Πινακοθήκη /100 χρόνια, Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. σελίδες 651,656,668,677,683.
↑Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). σελ. 162.Missing or empty |title= (βοήθεια)
Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ' όπου αποφοίτησε το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης, σύζυγος της αδελφής του Πολυξένης, εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Με έξοδα του Αφεντούλη στάλθηκε το 1860 στη Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου φαίνεται να μαθήτευσε κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ και τον Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ.[1].
Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σε αυτό συνετέλεσε και η πίεση της γυναίκας του, «η οποία δεν άντεχε τον κρύο χειμώνα του Μονάχου». Όμως, ο Νικόλαος Γύζης, νονός της κόρης του, τον απέτρεψε από το να γυρίσει στήν Αθήνα, λέγοντάς του ότι «ἐκεῖ [στὴν Ἀθήνα] οἱ πίνακες ζωγραφικῆς πωλοῦνται ἐξευτελιστικῶς εἰς τὸν Κῆπο τῶν Τιτάνων». Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας.
Λόγω τόσο της πολυμελούς οικογένειάς του όσο και των χαμηλών τιμών πωλήσεως των πινάκων του, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός. Είναι χαρακτηριστικό, ότι λόγω της πενίας αντέστρεψε το σύνηθες, και αντί να αγοράζουν τους πίνακές του και μετά οι πελάτες να πηγαίνουν στον κορνιζά, αυτός συνεργάσθηκε με τον κορνιζά Λούτσο στον Πειραιά, και ζωγράφιζε πίνακες που να ταιριάζουν σε μέγεθος με τις ξυλόγλυπτες κορνίζες του. Ταλαιπωρημένος από μια κήλη, τελικά πέθανε στον Πειραιά το 1907. «Στην κηδεία του παρευρέθησαν μόνο 5-6 άτομα»[2].
Είχε νυμφευθεί την Φανή Χρηστίδου και απέκτησαν μαζί την Πολυξένη, τον Γεώργιο, τον Δημήτριο, τον Άγγελο, την Μαίρη, τον Μιλτιάδη, δικηγόρο που έγραψε την βιογραφία του πατέρα του και τον Σπυρίδωνα.
Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του — όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου — δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες σε πάρα πολύ υψηλές τιμές[2].
Octoberfest ή Πανηγύρι στο Μόναχο (1876) είναι ένα από τα λίγα έργα του Βολανάκη που δεν έχουν ως θέμα τους την θάλασσα. Λάδι σε μουσαμά, 60 εκ. x 130 εκ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Σύμφωνα με την επίσημη γραμμή της Ακαδημίας Μονάχου, τότε που σπούδαζε ο Βολανάκης, οι καθηγητές συνιστούσαν «αποφυγή της τοπιογραφίας, γιατί αποτελεί την παρακμή της ζωγραφικής» και ενασχόληση με την προσωπογραφία. Φαίνεται ότι ο Βολανάκης δεν είχε ταλέντο στην προσωπογραφία, όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ή ο Νικόλαος Γύζης. Έτσι προσπέρασε αυτή την απαγόρευση ενασχολούμενος με το αγαπημένο του θέμα, τη θαλασσογραφία. Το ταλέντο του αναγνωρίσθηκε νωρίς, αλλά στάθηκε τυχερός ύστερα από ένα ιστορικό γεγονός. Το 1866 έλαβε χώρα στην Αδριατική θάλασσα, κοντά στις Δαλματικές ακτές, η Ναυμαχία της Λίσσας μεταξύ των στόλων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ιταλίας. Νίκησε η Αυστρία. Ο Αυτοκράτορας τότε προκήρυξε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής για την απεικόνιση αυτού του σημαντικού γεγονότος. Ο Βολανάκης κέρδισε το διαγωνισμό αυτό και έλαβε ως έπαθλο 1000 χρυσά φιορίνια και δωρεάν ταξίδια-κρουαζιέρες με το Πολεμικό Ναυτικό της Αυστρίας για 3 χρόνια. Εκμεταλλευόμενος αυτά τα ταξίδια ζωγράφισε μια δεκάδα περίπου άλλους πίνακες σχετικούς με πλοία και θάλασσα, όπως Το Πλοίο Kaiser κ.ά.[2] Σήμερα, ο πίνακας του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Λίσσας βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης.
Ένα από τα διάσημα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη είναι Η Πυρπόληση της Τουρκικής Ναυαρχίδας, εκτελεσμένο τουλάχιστον δύο φορές (ιδιωτική συλλογή Stavros Michalarias Art, Αθήνα, και Πυρπόληση Τουρκικής Φρεγάτας 1882, Ναυτικό Μουσείο, Πειραιάς). Παρόμοιο είναι και το έργο του Η Πυρπόληση του Τουρλικού Δικρότου (δημοπρασία Christie's, Αθήνα 1994). Το ίδιο έργο ζωγράφισε και ο Νικηφόρος Λύτρας (βρίσκεται στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στο Μέτσοβο Ιωαννίνων). Με μια προσεκτική ματιά στους δύο πίνακες διαπιστώνεται εύκολα η διαφορετική τεχνοτροπία των δύο ζωγράφων. Ο μεν Βολανάκης εστιάζει στο γεγονός της πυρπόλησης δίνοντας σημασία στην απεικόνιση του πλοίου που το ζώνουν οι φλόγες ενώ σαν λεπτομέρειες διακρίνονται οι Τούρκοι ναυαγοί και ελάχιστα οι πυρπολητές. Αντίθετα, ο Νικηφόρος Λύτρας έχει στο πρώτο πλάνο την ομάδα των πυρπολητών να κωπηλατούν δυνατά για να απομακρυνθούν, με όρθιο τον Κανάρη να χαιρετά χαρούμενος, ενώ στο βάθος θολά και σκοτεινά φαίνεται πυρπολημένο το πλοίο μέσα στις φλόγες ενώ οι Τούρκοι ναυτικοί προσπαθούν να κατεβούν στις βάρκες με σχοινιά. Ο Βολανάκης είναι θεματοκεντρικός, ενώ ο Λύτρας ανθρωποκεντρικός[2].
Διάσημο είναι το έργο του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, το οποίο βρίσκεται στο Αρχηγείο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στην Αθήνα. Αρχικά θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για τη Ναυμαχία του Ακτίου, για αυτό και εκ παραδρομής μια φωτογραφία του πίνακα κοσμεί την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Πρέβεζας. Όμως ο Μανώλης Βλάχος (1974) απέδειξε ότι πρόκειται για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έργο που εκτελέστηκε επί παραγγελία του Ελληνικού Κράτους, και η βασίλισσα που απεικονίζεται στην πλώρη ενός σκάφους δεν είναι η Κλεοπάτρα, αλλά η βασίλισσα της Φρυγίας Αρτεμισία η οποία είχε συμμαχήσει με τον Ξέρξη[2].
Σήμερα τα περισσότερα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, ενώ μια μικρή μερίδα βρίσκεται στην Gallery Stavros Michalarias, στην Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, στο Ίδρυμα Κουτλίδη και στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη. Τον Νοέμβριο του 2008 το έργο του Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο σημείωσε ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ[3]. To έργο του Το Λιμάνι του Βόλου τη Νύχτα πουλήθηκε επίσης σε δημοπρασία του Sotheby's για 952.000 ευρώ[4].
Γεννημένος στη Θήβα το 1814, επτά χρόνια πριν από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821, τον πρώτο καιρό του αγώνα. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός Γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με την ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας για τα επόμενα έντεκα χρόνια, μέχρι το 1855, την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck, ο Πέτερ φον Ες, ο Heinrich von Mayer, και άλλοι. Κατά την δεκαετία 1845–1855, ταξίδεψε και έζησε σε διάφορες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης για καλλιτεχνική ενημέρωση, με εξαίρεση τη διετία 1848–1850, όταν και επέστρεψε προσωρινά στην Ελλάδα.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του «Η Έξοδος του Μεσολογγίου». Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην μεγάλη πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά τη διετία 1861–1863, ταξίδεψε στην Αγγλία και αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες «Η Έξοδος του Μεσολογγίου», «Γιωργάκης Ολύμπιος», «Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι» και «Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας».
Επιτάφια πλάκα του Βρυζάκη.
Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α΄ Νεκροταφείο της πόλης. Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα τού ατελιέ του καθώς και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) στο Μόναχο.
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των Ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους σπούδασαν στην Γερμανία και δημιούργησαν την λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».
Οι ελαιογραφίες του — όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά — χαρακτηρίζονται από το ύφος των Δυτικοευρωπαίων ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Στον 20ό αιώνα η αντίδραση κατά του ρομαντισμού οδήγησε πολλούς επικριτές του συγκεκριμένου ρεύματος να καταγγείλουν το ύφος του ως «πομπώδες», όμως μια εξίσου μεγάλη μερίδα το αξιολογεί θετικά ως «πληθωρικό». Στην εποχή τους, τα έργα του Βρυζάκη είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Στους πίνακές του, το ενδιαφέρον του ζωγράφου επικεντρώνεται στην ενδυμασία των ατόμων και το στήσιμο της σκηνής γύρω από αυτά. Ωστόσο, αυτή η όμορφη θεατρικότητα των έργων του έχει ως αποτέλεσμα να διακρίνεται με δυσκολία κάποιο αίσθημα στα πρόσωπα που απεικονίζει. Οι κριτικοί τον επέκριναν επίσης για το γεγονός ότι φαινόταν να προσεγγίζει τα θέματά του με την ματιά ενός ξένου, όμως — χωρίς καμία αμφιβολία — ο Βρυζάκης είναι ένας από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής και συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα.
Το 1982, όταν το Μέγαρο Μαξίμου ορίστηκε ως έδρα του πρωθυπουργικού γραφείου, ο Ανδρέας Παπανδρέου τοποθέτησε στον τοίχο πίσω ακριβώς από την πολυθρόνα του πρωθυπουργού ένα έργο του Βρυζάκη, τον πίνακα «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα».
Ήταν γιος του Εμμανουήλ Μιαούλη και εγγονός του διάσημου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης, Ανδρέα. Γράφτηκε αρχικά για σπουδές στην Σχολή Ευελπίδων, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψε για σπουδάσει ζωγραφική στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) κατά την περίοδο 1874–1878. Το 1885, μετά από διαγωνισμό, έλαβε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο με δασκάλους τον Νικόλαο Γύζη, τον Λούντβιχ Λαίφτς (Ludwig Löfftz) και τον Ανδρέα Μύλλερ (Andreas Müller). Στο Μόναχο παρέμεινε επί 16 χρόνια διατηρώντας σχολή ζωγραφικής μέχρι που ασθένησε. Επέστρεψε το 1902 στην Ελλάδα όπου και πέθανε λίγους μήνες αργότερα.[1][2] Συμμετείχε σε σχετικά λίγες εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: Μόναχο (1898), Παρίσι (1900), Αθήνα (Έκθεση των Ολυμπίων το 1875 και το 1888, Σύλλογος Παρνασσός το 1901 κλπ), κ.ά. Απέσπασε χάλκινο το 1888 στο διαγωνισμό των Ολυμπίων και το αργυρό μετάλλιο σε έκθεση σκαριφημάτων που διοργάνωσε ο Σύλλογος Παρνασσός.[2]
Ως ζωγράφος καταπιάστηκε με όλα τα θέματα: ηθογραφίες, τοπιογραφίες, προσωπογραφίες, αγιογραφίες (Αγία Ειρήνη Αθηνών, Μητρόπολη Ύδρας), διακρίθηκε ωστόσο για τις πολύ ρεαλιστικές νεκρές φύσεις κατά κύριο λόγο με θαλασσινά (ψάρια και όστρακα).[1][2] Μεταξύ των βραβευθέντων έργων του ονομαστά υπήρξαν ο Ιχθυοπώλης (Βραβείο Σικάγου) και το Επιτραπέζιον, που κόσμησε τα Ανάκτορα του Αντιβασιλέως της Βαυαρίας Λουιτπόλδου.
↑ 2,02,12,2(επιμ) Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. σελ. 654.
Ο Γερανιώτης ασχολήθηκε κυρίως με την προσωπογραφία[1] και την τοπιογραφία. Στα πορτρέτα του απεικόνισε κυρίως μέλη της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Εργάστηκε επίσης για την ελληνική βασιλική οικογένεια. Τα πορτρέτα του Γερανιώτη χαρακτηρίζονται από την αυστηρή προσήλωση στις αρχές του ακαδημαϊσμού, που επέβαλε η «Σχολή του Μονάχου». Αν και ο καλλιτέχνης επικρίθηκε για τη συμβατικότητά του και την επιμονή του σε συντηρητικά πρότυπα[3], εντούτοις οι τοπιογραφίες του δείχνουν μία τάση προς τον ιμπρεσιονισμό.
↑Εθνική Πινακοθήκη – 100 Χρόνια. Τέσσερις Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. ΕΠΜΑΣ, Αθήνα 1999, σελ. 655.
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου, 1 Μαρτίου 1842[1] – Μόναχο, 22 Δεκεμβρίου 1900 (ι) / 4 Ιανουαρίου 1901 (γ) ) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Διακρίθηκε σε όλα τα χρόνια των σπουδών του και πήρε τα πρώτα βραβεία στην ξυλογραφία, τη ζωγραφική και τη χαλκογραφία.[2]
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ξυλουργού Ονούφριου Γύζη και της Μαργαρίτας Γύζη, το γένος Ψάλτη, που ζούσαν στο Σκλαβοχώρι της Τήνου. Το 1850, η οικογένειά του μετοίκησε στην Αθήνα και ο μικρός Νικόλαος άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στο Σχολείο των Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αρχικά ως ακροατής και, από το 1854 έως το 1864, ως κανονικός σπουδαστής.
Τον Ιούνιο του 1865 ο Γύζης έφθασε στο Μόναχο, όπου συνάντησε τον συνάδελφο και φίλο του Νικηφόρο Λύτρα. Ο τελευταίος τον βοήθησε στο να εγκλιματιστεί γρήγορα στο γερμανικό περιβάλλον. Πρώτοι του δάσκαλοί του στο Μόναχο ήταν ο Χέρμαν Άνσυτς (Hermann Anschütz) και ο Αλεξάντερ Βάγκνερ (Alexander Wagner). Τον Ιούνιο του 1868 έγινε δεκτός στο εργαστήριο του Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο το 1871 και τον Απρίλιο του 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, για να μετατρέψει το πατρικό του σπίτι επί της οδού Θεμιστοκλέους σε ατελιέ. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, ταξίδεψε το 1873 στην Μικρά Ασία[4].
Απογοητευμένος από τις συνθήκες της Ελλάδας, τον Μάιο του 1874 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έμελλε να ζήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1876, ταξίδεψε παρέα με τον Νικηφόρο Λύτρα στο Παρίσι. Έναν χρόνο αργότερα νυμφεύθηκε την Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, την Πηνελόπη (γεν. 1878, πέθανε μόλις δώδεκα ημερών), την Μαργαρίτα-Πηνελόπη (γεν. 1879), την Μαργαρίτα (γεν. 1881) και την Ιφιγένεια (γεν. 1890), και έναν γιο, τον Ονούφριο-Τηλέμαχο (γεν. 1884).[5][6]
Το 1880, ανακηρύχθηκε σε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και το 1888 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ίδιο ίδρυμα[6]. Το 1881, πέθανε η μητέρα του και έναν χρόνο μετά πέθανε και ο πατέρας του. Το 1895, επισκέφθηκε για τελευταία φορά την Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν ξέχασε και πάντα νοσταλγούσε. Προσβεβλημένος από λευχαιμία, πέθανε στο Μόναχο στις αρχές του 1901[7]. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι!». Η σορός του ενταφιάστηκε στο Βόρειο Νεκροταφείο του Μονάχου.
Ο Νικόλαος Γύζης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού του ύστερου 19ου αιώνα, του συντηρητικού εικαστικού κινήματος που είναι γνωστό ως «Σχολή του Μονάχου», τόσο σε ελληνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Συμμετείχε και βραβεύτηκε σε πάρα πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές εκθέσεις, από το 1870 έως το 1900. Μάλιστα, μετά τον θάνατό του το 1901, τιμήθηκε με έκθεση έργων του στην 8η Διεθνή Καλλιτεχνική Έκθεση του Γκλασπαλάστ (Glaspalast).
Σπουδαστής στην Ακαδημία του Μονάχου, ενστερνίστηκε όλες τις αρχές των Γερμανών δασκάλων του, φτιάχνοντας έργα σπάνιας επιδεξιότητας μέσα στα όρια του ιστορικού ρεαλισμού και της ηθογραφίας. Με τα έργα του, ειδικά αυτά της νεότητάς του, έλαβε τον χαρακτηρισμό «γερμανικότερος των Γερμανών» και επαινέθηκε με το παραπάνω από τους τεχνοκριτικούς και τον Τύπο της εποχής.
Μερικά από τα έργα του, όπως Τα αρραβωνιάσματα (1875])[8] και Το κρυφό σχολειό (1885, συλλογή Εμφιετζόγλου), βασίζονται σε προφορικούς θρύλους της εποχής της Τουρκοκρατίας, των οποίων η αντιστοιχία στην ιστορική πραγματικότητα αμφισβητείται σήμερα, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική αξία των παραπάνω έργων.
Γέρος χωρικός (1883)
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γύζη είναι ο "Γέρος Χωρικός", που απεικονίζει έναν ηλικιωμένο Βαυαρό και φιλοτεχνήθηκε το 1883. Ο πίνακας αυτός είχε αγοραστεί στην Ετήσια ΄Εκθεση της Λειψίας στις 20 Νοεμβρίου του 1913, στο αστρονομικό ποσοστό των 1.600 μάρκων της εποχής εκείνης, από την ιστορική Γκαλερί του Μονάχου Χάϊνεμαν. Ο πίνακας μνημονεύεται στα αρχεία της περίφημης Γκαλερί. Το έργο βρίσκεται σήμερα σε ιδιωτική συλλογή της Γερμανίας.
Άτομο βαθιά θρησκευόμενο, στράφηκε αργότερα προς τις αλληγορικές και τις μεταφυσικές παραστάσεις. Τα λεγόμενα «θρησκευτικά» του έργα, με πλέον χαρακτηριστικό τον πίνακα Ιδού ο Νυμφίος έρχεται (1895–1900, Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου), αντιπροσωπεύουν τα οράματα του ώριμου πλέον καλλιτέχνη και δηλώνουν απερίφραστα τις υπαρξιακές του αγωνίες. Κυρίαρχο θέμα των ώριμων έργων του ήταν ο αγώνα του εναντίον του Κακού και η τελική νίκη του Καλού. Η σημαντικότερη μορφή σ' αυτά τα έργα του είναι η γυναίκα, που άλλοτε εμφανίζεται ως Τέχνη, άλλοτε ως Μουσική, άλλοτε ως Άνοιξη, άλλοτε ως Δόξα, κ.λπ.
Νεότεροι μελετητές του έργου του διακρίνουν ότι στα λιγότερο γνωστά ύστερα έργα του, και κυρίως στα σχέδιά του με κάρβουνο και κιμωλία, ο Γύζης δίνει μια εξπρεσιονιστική τάση απελευθέρωσης από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό.
Ο Γύζης φιλοτέχνησε επίσης αφίσες και εικονογράφησε βιβλία.
Η ζωή και το έργο του Νικολάου Γύζη φωτίζεται επίσης από τις επιστολές που έγραφε από το 1869 και μέχρι το τέλος της ζωής του (Επιστολαί Νικολάου Γύζη, Εκδόσεις «Εκλογής», Αθήναι 1953).[9] Ορίστε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Σας βεβαιώ, Κύριε Νάζε, ότι δεν είμαι διόλου σπάταλος. Ζω με
την μεγαλυτέραν οικονομίαν, αλλά τα έξοδα της τέχνης μου, και
προ πάντων τα μοδέλα, κοστίζουν φρικτά και άνευ αυτών δεν
ημπορώ να κάμω βήμα. Εις την αρχήν ήμουν εις μικροτέρας σχολάς,
όπου τα μοδέλα επληρώνοντο από την Ακαδημίαν, αλλ' αφ' ότου
εμβήκα εις την σχολή των συνθέσεων, τα πληρώνω ο ίδιος και διά
τούτο έπεσα έξω. [...] Έγραψα και θα γράψω πάλιν προς την
επιτροπήν της Ευαγγελιστρίας διά τους μισθούς μου...»
-- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 3 Ιουνίου 1873
«Πόσον πτωχός είναι ο ζωγράφος απέναντι του ποιητού! Αν
ξαναγεννηθώ θα γίνω ποιητής και μουσικός.»
-- Επιστολή προς τον Νικόλαο Νάζο, 7 Απριλίου 1875
«Αν ήτο δυνατόν να ημπορούσα να ηρχόμουν εις την Ελλάδα, ίσως
κατά πρώτον εις την Κεφαλληνίαν και κατόπιν εις την Τήνον, εις
τα γλυκά αυτά μέρη.»
-- Επιστολή προς τον αδελφό της γυναίκας του, 22 Οκτωβρίου 1900
Ορισμένοι σπουδαίοι πίνακες, όπως το "Κούκου", τα "Αρραβωνιάσματα", ο "Κουρέας" και άλλοι, έχουν παραπομπή σε σελίδες όπου περιγράφονται αναλυτικότερα.
Ο μάγος του χρωστήρα Άρθρο της Μαρίας Μουζάκη με πολλά βιογραφικά και ανεκδοτολογικά στοιχεία· από το περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη (Απρίλιος2002).
Ο Έκτωρ Δούκας σπούδασε ζωγραφική αρχικά στην Ακαδημία του Μονάχου στο εργαστήριο τον Λούντβιχ φον Λοφτς, και κατόπιν στην Ακαδημία Ζουλιάν στο Παρίσι. Το 1907 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου το 1913 του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση. Ενώ ακόμα ήταν στο Μόναχο, άρχισε να εκθέτει έργα του στην Ελλάδα, όπου και τελικά επέστρεψε. Εκτός από τις ατομικές εκθέσεις, συμμετείχε επίσης σε μεγάλες ομαδικές εκθέσεις όπως στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και στις Πανελλήνιες Εκθέσεις του 1948, του 1952, του 1963 και του 1967. Από τα αξιολογότερα έργα του στο εξωτερικό με ιδιαίτερα ευμενή σχόλια αποτελούν οι προσωπογραφίες της Δούκισσας του Μακλεμβούργου και της πριγκίπισσας Άρρενμπεργκ καθώς και η διακόσμηση του Δημαρχείου της Γκέσλιγκεν, παρά τη Στουτγάρδη, στη Βυρτεμβέργη. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).
Το έργο του Δούκα, αν και επηρεασμένο από την λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου», ξεφεύγει από τα αυστηρά και σκοτεινά ακαδημαϊκά πρότυπα, τείνοντας προς τον ιμπρεσιονισμό και τον εξπρεσιονισμό. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν είχε «καμία σχέση με τους διάφορους "ισμούς"».[1] Ο Δούκας ανήκε στον κύκλο των λεγόμενων ακαδημαϊκών, στον οποίο μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνονταν καλλιτέχνες όπως οι Προκοπίου, Βικάτος και Γεωργιάδης.[2] Ασχολήθηκε με την προσωπογραφία, την απεικόνιση νεκρών φύσεων, την τοπιογραφία, τη θαλασσογραφία και τη σύνθεση στον καμβά. Η έμπνευσή του ήταν απεριόριστη, αλλά στην μεταφορά της έμπνευσής του στον καμβά έδινε την δική του ιδιαίτερη «ψυχολογική ερμηνεία»:
«Αποφεύγω οτιδήποτε που (sic) θυμίζει μια ξεκάρφωτη μεταφορά της φύσης στο βασίλειό μου. Πώς θα μεταφέρω τις συγκινήσεις μου, δηλαδή με ποιον εκφραστικό τρόπο, μου είναι αδιάφορο. Κείνο που με απασχολεί είναι να μπορώ να δίνω την αγαλλίαση στο θεατή και να του μιλώ χωρίς τη βοήθεια επεξηγηματικών σημειώσεων. Ζωγραφικός πίνακας είναι, κατά τη γνώμη μου, εκείνος που δε θέλει καν τίτλο.»[3]
Ένα από τα πλέον γνωστά του έργα είναι η ελαιογραφία που απεικονίζει γυναίκες που μεταφέρουν πολεμοφόδια στην Πίνδο κατά τον πόλεμο του 1940, καθώς και εκείνη του Ευγενίου Μητροπολίτη της Αγχιάλου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). Άλλα έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και στις συλλογές του Δήμου Πειραιώς, της Τραπέζης της Ελλάδος και της Εθνικής Τραπέζης. Τρεις πίνακές του που βρίσκονταν στη Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων καταστράφηκαν από εμπρησμό κατά τα Δεκεμβριανά του 1944.
↑Γιάννης Βουτσινάς: 56 `Ελληνες ζωγράφοι μιλούν για την τέχνη τους, Γκοβόστης, Αθήνα 2000, σσ. 78–79. ISBN 960-270-848-4.
↑(επιμ) Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου. σελ. 129.
Σπούδασε ζωγραφική στην Ιταλία ( Νάπολη, Ρώμη και Βενετία )[1] και ήταν γιος του Αλέξη Θωμόπουλου, προέδρου του δημοτικού συμβουλίου Πατρών και γόνου παλιάς οικογένειας της πόλης. Η αδελφή του, Ευτέρπη, είχε παντρευτεί τον βιομήχανο Κωνσταντίνο Πραπόπουλο ενώ πρώτος του ξάδερφος ήταν ο ιστορικός Στέφανος Θωμόπουλος. Διετέλεσε για χρόνια καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και διετέλεσε διευθυντής της σχολής την περίοδο 1948–1949. Το 1945 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών[2] και το 1962 διετέλεσε πρόεδρος του ίδιου ιδρύματος. Μεταξύ άλλων τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του ιταλικού στέμματος και με τον Ταξιάρχη αξίας της ιταλικής δημοκρατίας.[1]
Η καλλιτεχνική του δημιουργία εκτείνεται σε διάστημα μεγαλύτερο των εβδομήντα χρόνων ενώ τα περισσότερα έργα του είναι εμπνευσμένα από την ελληνική φύση και την αγροτική ζωή.[1] Πολλά από αυτά φιλοξενούνται στο Δημαρχείο Πατρών και στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Το 1929 φιλοτέχνησε 16 ελαιογραφίες για λογαριασμό του Δήμου Πατρέων, και τοποθετήθηκαν στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου και στο γραφείο του δημάρχου[3].
Μαθητές του υπήρξαν πολλοί, γνωστοί αργότερα, ζωγράφοι, όπως ο Νίκος Γαΐτης και ο Γιάννης Σπυρόπουλος. Έχει επίσης ζωγραφίσει αγιογραφίες στον ναό της Ευαγγελίστριας στην Πάτρα.
Το 1996, ο Δήμος Πατρέων τον τίμησε με μεγάλη έκθεση στην Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε το 1853 στα Χίδηρα της Λέσβου.[1] Σε ηλικία 13 ετών πήγε στην Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868, ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.
Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας[1] και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο.
Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max).[1] Το 1883, αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη.
Το 1878, δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.
Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.
Το 1900, ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της έφορος.[2] Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Nικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους.
Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914, ο Ιακωβίδης τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών» και το 1918, την θέση του στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1930, αποχωρεί από την διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον -μετά την αναδιοργάνωσή της- Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του.
Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.
Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός.
Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι' αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Iακωβίδης δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς την δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καυγάς», ο «κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά.
Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας.
Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.
↑ 1,01,11,2Εθνική Πινακοθήκη – 100 Χρόνια. Τέσσερις Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. ΕΠΜΑΣ, Αθήνα 1999, σελ. 661.
↑Γιαννουδάκη, Αντωνία (2009). Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006, Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. σελ. 79.
Μικέλα Καραγιάννη, «Γεώργιος Ιακωβίδης: ο ζωγράφος της παιδικής αθωότητας», Νέα Εποχή, τεύχος 2 (243) (1997), σελ. 33–46.
Ο. Μεντζαφού-Πολύζου, Ιακωβίδης, 393 σελ. Εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1999. ISBN 960-500-332-5.
Ιακωβίδης - Αναδρομική (κατάλογος εκθέσεως), 328 σελ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα 2005. ISBN 960-7791-22-3.
Αντωνία Γιαννουδάκη, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. Η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006 (διδακτορική διατριβή), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2009 (http://ikee.lib.auth.gr/record/115849) (8/5/2015)
Ο Ευάγγελος Ιωαννίδης γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του, που ονομαζόταν Γεώργιος, ήταν ιατρός και πρόξενος της Ελλάδας στο Αϊδίνιο. Ο Ευάγγελος φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Μόναχο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, συνέχισε τις σπουδές του επί τρία χρόνια κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Εργάσθηκε στη Σμύρνη, στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Σικάγο και στη Βοστώνη. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 74 ετών, χωρίς να αποκτήσει δική του οικογένεια.
Στην Αμερική ο Ιωαννίδης φιλοτέχνησε κυρίως τοιχογραφίες και αγιογραφίες σε ναούς, ενώ κατά τη γενικότερη σταδιοδρομία του ειδικεύθηκε με επιτυχία και στο ελληνικό τοπίο (τοπιογραφία).[2]
Είναι γνωστό ότι ο Ζαχαρίας φοίτησε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας και ότι συνέχισε κατόπιν τις σπουδές του στο Μόναχο κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty).
Ο δάσκαλος του πρότεινε να του δώσουν υποτροφία λόγω του εξαιρετικού ταλέντου του.
Συμμετείχε στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης το 1873.
Η εκδήλωση όμως ψυχασθένειας διέκοψε πολύ νωρίς την καλλιτεχνική του πορεία.
Πέθανε στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, αλλά η ακριβής χρονολογία του θανάτου του δεν είναι γνωστή.
Από τα λίγα έργα του, έχει χαρακτηριστεί ως «τολμηρός ζωγράφος με εξαιρετικά πρωτότυπη δημιουργία». Είχε ταραγμένο ψυχικό βίο και οι συνθήκες του θανάτου του είναι άγνωστες.
Ο Βοσκός, Λεμπέσης Πολυχρόνης, Ελαιογραφία σε μουσαμά,45 x 35 εκ., Ιδιωτική συλλογήΠορτρέτο Καίσαρος Ρώμα, Λεμπέσης Πολυχρόνης, Ελαιογραφία σε μουσαμά, 70 x 56 εκ., Ιδιωτική συλλογήΝέα με τοπική φορεσιά, Λεμπέσης Πολυχρόνης, Υδατογραφία σε χαρτί,30 x 20 εκ., Ιδιωτική συλλογή
Ο Πολυχρόνης Λεμπέσης (Σαλαμίνα, 1848 – Αθήνα, 1913) ήταν Έλληναςζωγράφος, από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ρωμαλέος καλλιτέχνης, άφησε λιγοστή παραγωγή, εκατό περίπου πίνακες. Ζωγράφισε κυρίως πρόσωπα, αλλά και τοπία, νεκρές φύσεις και θέματα από την καθημερινή ζωή,όπως το ορφανό, παιδιά που κλέβουν μήλα (1884), χωρική σε γαϊδουράκι (1888), αγρόκτημα με γαλοπούλες (1891) κ.α. Ως αγιογράφος εργάστηκε στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, των Αγίων Θεοδώρων στο Α΄Νεκροταφείο, του Αγίου Κωνσταντίνου στον Πειραιά, στην Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας κ.α. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό.[1]
Το 1880, ο Λεμπέσης επέστρεψε στην Αθήνα, για να εγκατασταθεί στην περιοχή του Θησείου. Παρότι ήταν εξαιρετικός τοπιογράφος, σύντομα έγινε γνωστός για το ταλέντο του ως προσωπογράφος. Δέχθηκε αρκετές παραγγελίες για πορτρέτα από ευκατάστατους αστούς της εποχής του (Καψάλης, Σανταρόζας, Σερπιέρης, Λεβίδης, κ.ά.). Παράλληλα δε δίδαξε ζωγραφική στα παιδιά του δικαστικού και μετέπειτα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη. Μένει στο κελί του στη Σαλαμίνα χωρίς σχεδόν δουλειά ή στο σπιτάκι του στο Θησείο, όπου, γερασμένος πρόωρα περνάει τις ώρες του στα μικρά καφενεδάκια της γραφικής αλλά παράμερης πλατείας. Εκεί τον «ανακάλυψε» στα 1911 ο Παύλος Νιρβάνας. Τα μαλλιά τού Λεμπέση είναι άσπρα. Πίνει τον καφέ του το δειλινό με κάνα-δύο απλοϊκούς γείτονες. «Κανένας δεν μαντεύει ποιος είναι», σχολιάζει ο Νιρβάνας, που τον ρωτάει: «Ζεις Λεμπέση;»
— «Ζω» (...)
— Και τι κάνεις τώρα;
— Αγιογραφίες! Όταν μου το επιτρέπουν, εννοείται, οι καλόγεροι του Αγίου Όρους. Όταν περισσέψει δουλειά απ΄αυτούς, παίρνω κι’ εγώ!
Έτσι σιγοσβήνει, άγνωστος, φτωχός, μονάχος ο Λεμπέσης στα 1913.[2] «Απέθανεν ένας των ικανοτέρων ζωγράφων μας, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης», σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής «… περί του εκλιπόντος εν αφανεία αλλά και εν αφανεία ζήσαντος καλλιτέχνου».[3] Για να βρεθούν χρήματα για την κηδεία του πουλήθηκαν στην αγορά του Πειραιά, σ΄ένα ψαρά και σ΄έναν μπακάλη, όσα έργα του υπήρχαν στο εργαστήρι για 2 ή 5 δραχμές το καθένα. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εξήντα δραχμές. Η είδηση του θανάτου του μόλις δημοσιεύτηκε στα ψιλά κάποιας πειραιώτικης εφημερίδας και στα δύο καλλιτεχνικά περιοδικά της εποχής.[4] Είναι άλλωστε η εποχή των θριαμβικών αγώνων της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για θλίψη για το ζωγράφο που πάντα έζησε «έξω από τους κύκλους των αγώνων και των προστριβών των ομοτέχνων του – αντιτέχνων θα έλεγε ο Λουκιανός μακρυά από τα χαλκεία της εφήμερης φήμης που είναι τα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο Λεμπέσης, ο σιωπηλός, ασκητικός και σεμνός ζωγράφος, πέρασε τη ζωή του μακριά από τη διαμάχη για την πρόσκαιρη δόξα και τον εύκολο πλουτισμό. Με επίγνωση της αξίας του, αλλά ταπεινός και από ένα σημείο και πέρα αποτραβηγμένος, θυμίζει πολύ τον άλλο «Κοσμοκαλόγερο», τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Λέγεται, πάντως, ότι η εχθρική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε εναντίον του οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Νικηφόρο Λύτρα.
Διάφορες ιστορίες, που ίσως δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, δίνουν κάποια ιδέα της ατμόσφαιρας αυτής. Κάποτε ο Φερνάνδος Σερπιέρης κάλεσε τον Λεμπέση να του κάνει ένα πορτρέτο (ανήκει σήμερα στη Συλλογή Ε.Κουτλίδη). Ο Λεμπέσης ζήτησε και πήρε για το έργο 2800 δραχμές. Ζωγράφισε το Σερπιέρη όπως ακριβώς ήταν, αρκετά παχύ και ογκώδη. Ο Σπερπιέρης έδειξε στο Λύτρα το πορτρέτο του για να κρίνει τη δουλειά του νεοφερμένου ζωγράφου. Ο Λύτρας παρατήρησε ότι ήταν μεν καλό αλλά δεν είχε τίποτε το καλλιτεχνικό. Την κρίση αυτή, που κολάκευε τον εικονιζόμενο, μετέφερε ο Σερπιέρης στο Λεμπέση. Ο Λεμπέσης θύμωσε, έδωσε πίσω στο Σερπιἐρη τα λεφτά, πήρε το πορτρέτο, το έκοψε και το έκανε μικρότερο. Το έργο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα πορτρέτα της νεοελληνικής τέχνης και ορισμένοι κριτικοί βρίσκουν ότι έχει αναλογίες με την αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν. Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει.
Τα έργα του που είναι γνωστά στο κοινό — μαζί με τις αγιογραφίες του σε εκκλησίες της Αθήνας, του Πειραιά και της Σαλαμίνας δεν ξεπερνούν τα εκατό. Ορισμένα από τα πιο γνωστά του έργα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη (Γυμνό, Το αγόρι με τα κουνέλια, Η ανηψιά του καλλιτέχνη, Προσωπογραφία του αδελφού του, κ.ά.), στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο (Το κορίτσι με τα περιστέρια) και στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στην Θεσσαλονίκη (Το αλητόπαιδο).
Ο Λεμπέσης ήταν ένας από τους ελάχιστους σπουδασμένους στην Ευρώπη ζωγράφους που κάνουν αγιογραφίες. Συνήθως πιστεύεται ότι η ανάγκη τον έκαμε αγιογράφο με το δυσάρεστο αποτέλεσμα να περιορίσει την άλλη ζωγραφική του και στο τέλος σχεδόν να την εγκαταλείψει. Ζωγράφισε, μεταξύ άλλων, τη Γέννηση στη Εκκλησία Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αμπελάκια Σαλαμίνας και την Πλατυτέρα των ουρανών (όπου διακρίνονται η λιτότητα, η σεμνότητα της βρεφοκρατούσας Παναγίας) και η παρθενική αβρότητα των δυο αγγέλων που την περιστοιχίζουν με την ωραία πτυχολογία τους.
Αναδρομική έκθεση των έργων του οργάνωσε τον Μάρτιο του 1963 στη Σαλαμίνα ο εκεί σύλλογος "Ευριπίδης". Γενικά το ζωγραφικό του έργο διακρίθηκε για την χρωματική του ακρίβεια και την καθαρότητα του σχεδίου.Ιδιαίτερα αξιόλογες θεωρούνται οι προσωπογραφίες του στις οποίες κατόρθσε ν΄αποδώσει με ειλικρίνεια και μεγάλη συνθετική και εκφραστική ελευθερία την ψυχογραφία των προσώπων που εικονίζει: Ο στρατιώτης, ο Παπάς, προσωπογραφία κοριτσιού, Φερδινάδος Σερπιέρης (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη)... Στα τοπία του ο Λεμπέσης απέδωσε με μεγαλύτερη αμεσότητα το «ελληνικό στοιχείο» και το φως της ελληνικής υπαίθρου χωρίς να διαλύει τις μορφές και τα αντικείμενα στο χώρο και χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιαδινακεύσεις: Λόφος του Αρείου Πάγου, Μικρούλα στα χορτάρια (Αθήνα, Συλλογή Καλκάνη). Οι θρησκευτικές του συνθέσεις όμως είναι γενικά μικρότερης αξίας από τα άλλα έργα του, καθώς ξέφυγε από την παραδοσιακή αντίληψη και ακολούθησε δυτικότροπες τάσεις για «βελτιωμένη βυζαντινή ζωγραφική» Η πιο φτασμένη σύνθεσή του θεωρείται η Πλατυτέρα των Ουρανών στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση. Τα τελευταία χρονολογημένα έργα του είναι ο Άγιος Μηνάς και η Αγία Λαύρα στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στη Σαλαμίνα που φέρουν την ημερομηνία 1909.
Ο Νικηφόρος Λύτρας ήταν γιος ενός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, ο οποίος περιπλανήθηκε σ' όλες τις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων αναζητώντας την τύχη του και τελικά κατέληξε στην Τήνο. Ο πατέρας μετέδωσε στο γιο του τη μεγάλη αγάπη του προς την καλλιτεχνία και ο Νικηφόρος Λύτρας από μικρή ηλικία είχε εκπλήξει με το πλούσιο ταλέντο του όσους έτυχε να τον γνωρίσουν.
Το 1850, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πήγε στην Αθήνα μαζί με τον πατέρα του και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών (η μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Στο Σχολείο των Τεχνών, σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γερμανό διευθυντή της Σχολής, Λουδοβίκο Θείρσιο (Λούντβιχ Τιρς, Ludwig Thiersch), τους αδερφούς Μαργαρίτη και τον Ιταλό Ραφφαέλο Τσέκκολι (Raffaelo Ceccoli). Το 1860, με υποτροφία του βασιλιά Όθωνα, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει στη Βασιλική Ακαδημία των Καλών Τεχνών και έτσι βρέθηκε στην καρδιά της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής. Εκεί δάσκαλός του ήταν ο Καρλ φον Πιλότυ (Karl von Piloty), ο βασικός εκπρόσωπος της ιστορικής ρεαλιστικής ζωγραφικής στην Γερμανία.
Ο γαλατάς (1895). Λάδι σε καμβά, 53 εκ. x 37 εκ. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
Το 1862, με την έξωση του βασιλιά Όθωνα, το ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία που του χορηγούσε, αλλά ο εύπορος βαρώνος Σιμών Σίνας, πρέσβης της Ελλάδας στη Βιέννη, ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Το καλοκαίρι του 1865, λίγο πριν αναχωρήσει για την Ελλάδα, συνάντησε τον φίλο του Νικόλαο Γύζη, που μόλις είχε φθάσει στο Μόναχο για να σπουδάσει και αυτός κοντά στον Πιλότυ. Μαζί με τον Γύζη επισκέφθηκαν εκθέσεις και μουσεία και πήγαν για λίγες ημέρες στις εξοχές του Μονάχου, σε γραφικά χωριά της Βαυαρίας.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Λύτρας διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο Καλών Τεχνών, στην έδρα της Ζωγραφικής, την οποία κατείχε για 38 ολόκληρα χρόνια διδάσκοντας με υποδειγματική ευσυνειδησία και ζήλο. Το 1873, μαζί με τον Γύζη, έκανε ένα τρίμηνο ταξίδι στη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία. Τον επόμενο χρόνο πήγε πάλι στο Μόναχο και επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1875. Τον [Σεπτέμβριο του 1876, μαζί με τον Γύζη πάλι, αναχώρησε για το Μόναχο και το Παρίσι. Το 1879 επισκέφθηκε την Αίγυπτο και τον χειμώνα του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ειρήνη Κυριακίδη, κόρη εμπόρου από τη Σμύρνη. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το πρώτο από τα έξι παιδιά τους, ο Αντώνιος. Ακολουθούν τέσσερις ακόμα γιοι — ο Νικόλαος, ο Όθων, ο Περικλής και ο Λύσανδρος — και μία κόρη, η Χρυσαυγή. Ο γιος του Νικόλαος έγινε κι αυτός ζωγράφος με πλούσιο και πολύ σημαντικό έργο.
Ο Λύτρας εργάστηκε ευσυνείδητα και ως ζωγράφος και ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και γνώρισε νωρίς την αναγνώριση και την δόξα. Κοντά του μαθήτευσαν πολλοί ζωγράφοι, που αργότερα ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος.
Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το καλοκαίρι του 1904, μετά από σύντομη ασθένεια που εικάζεται ότι οφειλόταν σε δηλητηρίαση από τις χημικές ουσίες των χρωμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, την έδρα του στο Σχολείο Καλών Τεχνών (Πολυτεχνείο), ανέλαβε ο παλαιός μαθητής του Γεώργιος Ιακωβίδης.
Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865).[1] Λάδι σε καμβά, 100 εκ. x 157 εκ. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.
Κατά την περίοδο που ήταν μαθητής του Πιλότυ στο Μόναχο, ο Λύτρας ασχολήθηκε με την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική» με θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και την ελληνική ιστορία. Στην περίοδο του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πίνακές του: Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της, Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άρχισε να ασχολείται με προσωπογραφίες. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι.
Οι ηθογραφίες του Λύτρα, είδος στο οποίο θεωρείται εισηγητής, ανταποκρίνονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης της εποχής και στο γενικό αίτημα για την απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής. Τα έργα των τελευταίων του χρόνων διαπνέονται από την μελαγχολία των γηρατειών, από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου. Προς το τέλος της ζωής του, ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Ο καταξιωμένος Λύτρας ήταν από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα στους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Συμμετείχε και τιμήθηκε σε πάμπολλες εκθέσεις: στις πανελλήνιες εκθέσεις στο Ζάππειο, τις παγκόσμιες εκθέσεις του Παρισιού (1855, 1867, 1878, 1889 και 1900), την παγκόσμια έκθεση της Βιέννης (1873), και τις εκθέσεις που οργάνωνε τακτικά ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Παρνασσός. Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αι.
Η πολύχρονη θητεία του ως καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής. Αν και προσκολλημένος πάντα στις αρχές του ακαδημαϊσμού της Σχολής του Μονάχου και ανεπηρέαστος από το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών, εντούτοις προέτρεπε πάντα τους μαθητές του να είναι ανοιχτοί στις νέες τάσεις. Ως καλλιτέχνης και ως δάσκαλος, ο Λύτρας σημάδεψε την πορεία[2] της νεοελληνικής ζωγραφικής. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου», έλεγε.
Το 1903 παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Το 1909 — μετά τον θάνατό του — έργα του παρουσιάστηκαν στην έκθεση «Η σχολή του Πιλότυ 1885-1886» στην γκαλερί Heinemann του Μονάχου. Το 1933 πραγματοποιήθηκε μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με 186 έργα του. Τα ελληνικά ταχυδρομεία τον τίμησαν με την έκδοση γραμματοσήμου.[3]
Γεννήθηκε στη Χίο και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου και πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον Κωνσταντίνο Βολανάκη. Κατόπιν πήγε στο Μόναχο όπου φοίτησε στην Ακαδημία Ζωγραφικής του Βάλτερ Τορ. Στη συνέχεια σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητές τον Γύζη και τον Λοφτς ενώ αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του φοιτώντας στη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης και σε άλλα καλλιτεχνικά ιδρύματα. Στη γαλλική πρωτεύουσα έζησε μέχρι το 1932, με εξαίρεση την περίοδο 1915-1920 οπότε και είχε επιστρέψει προσωρινά στην Ελλάδα. Κατά την πολύχρονη παραμονή του στη Γαλλία συμμετείχε ανελλιπώς την περίοδο 1910-1925 στις εκθέσεις της Εταιρίας Γάλλων Καλλιτεχνών. Μάλιστα το 1927 βραβεύτηκε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στην έκθεση του Μπορντώ.[1]
Μετά την οριστική επιστροφή του το 1931 στην Ελλάδα πήρε μέρος στις Πανελλήνιες και σε άλλες ομαδικές εκθέσεις και ήταν μέλος της πρώτης ελληνικής αποστολής που συμμετείχε το 1934 στην Μπιεννάλε της Βενετίας.[1] Το 1953 συμμετείχε μαζί με άλλους τέσσερις καλλιτέχνες ( Περικλής Βυζάντιος, Γεώργιος Κοσμαδόπουλος, Όθων Περβολαράκης και Δημήτριος Μπραέσας ) στην καλλιτεχνική ομάδα Φιλική Ομάς.[2] Πραγματοποίησε αρκετές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Πέθανε το 1965 στον Πειραιά.
Ο Στυλιανός Μηλιάδης ειδικεύτηκε στις προσωπογραφίες, τις τοπιογραφίες και τις ανθογραφίες.[3] Στα πρώτα του βήματα ήταν ακόμη εμφανή τα σημάδια της μαθητείας του στο Μόναχο ενώ στη συνέχεια στράφηκε προς τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό.[1] Τα τοπία του στα έργα του χαρακτηρίζονται ιμπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας και είναι υποδειγματικά στο είδος τους.
↑(επιμ) Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). Εθνική Πινακοθήκη /100 χρόνια, Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. σελ. 168.
Ο Γεώργιος Ροϊλός (ΣτεμνίτσαΓορτυνίας, 1867 – Αθήνα, 28 Αυγούστου1928) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνεςζωγράφους της «Ομάδας του Μονάχου» με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ιστορικά θέματα και την προσωπογραφία. Ως καθηγητής της Ελαιογραφίας στη θέση του Ιακωβίδη από το 1910 παρέκκλινε από τις ακαδημαϊκές τάσεις (ενταγμένες σ΄ένα τυποποιημένο κώδικα προτύπων) ενδιαφερόμενος κυρίως για την ανανέωση της διδασκαλίας με την επιβολή μεγαλύτερης ελευθερίας.[1]
Ο Ροϊλός σπούδασε ζωγραφική αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα, από το 1880 μέχρι το 1887, με δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1888 πήγε με υποτροφία του κληροδοτήματος Κρήτση στο Μόναχο, για να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Το 1890 πήγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του κοντά στον Μπενζαμέν Κονστάν (Benjamin Constant) και τον Πωλ Λωράνς (Paul Laurence).[2]
Το 1894 επέστρεψε στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα, ύστερα από το θάνατο του Σπυρίδωνος Προσαλέντη, διορίστηκε καθηγητής στην έδρα Αγαλματογραφίας της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να φύγει κατόπιν το 1903 στο Λονδίνο, όπου έγινε μέλος του εκεί Καλλιτεχνικού Συνδέσμου και στη συνέχεια για άλλα δυο χρόνια στο Λίβερπουλ, όπου εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας της πόλης και πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις. Επέστρεψε στην Αθήνα ξανά το 1908 και από το 1910 έως το 1927 κατείχε την έδρα Ελαιογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.[3] Πέθανε το 1928 στην Αθήνα.
Στους πίνακές του απεικόνισε ποικίλα θέματα: πολεμικά από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και τους Βαλκανικούς πολέμους 1912–13 (πρωτοπόρος στο είδος αυτό μαζί με το Βασίλειο Χατζή που στρατεύθηκε στο αντιτορπιλικό «Έλλη» και την Θάλεια Φλωρά-Καραβία), ιστορικά, πορτρέτα, τοπία, κ.α.
" «Στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στρατεύθηκε και έζησε από κοντά όλη την ατμόσφαιρα του πολέμου, διάφορα επεισόδια του οποίου απεικόνισε σε πίνακες του. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ξαναβρέθηκε στο μέτωπο[4] κρατώντας σημειώσεις και δίνοντας ζωγραφικές συνθέσεις από τα γεγονότα.»
Ζωγραφίζοντας εκ του φυσικού τη γρήγορη εναλλαγή των πολεμικών γεγονότων μέσα στη σκόνη της μάχης οργάνωνε τη σύνθεσή του χωρίς ένα κεντρικό στοιχείο να συγκεντρώνει την προσοχή και να στατικοποιεί τον πίνακα. Για παράδειγμα, τοποθέτησε το βασιλιά Κωνσταντίνο έκκεντρα και όχι μεγαλύτερο ή επιβλητικότερο από τους άλλους.[5] Στο πρώιμο έργο του εκφράζει κυρίως τον γερμανικό ακαδημαϊσμό[6] της «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο το έργο της ώριμης περιόδου του, και κυρίως οι τοπιογραφίες, δείχνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να εισάγει τον ιμπρεσιονισμό στην Ελλάδα[7] Εκτός από την προσωπογραφία και τις ιστορικές σκηνές, ο Ροϊλός ζωγράφισε θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα,[8] ηθογραφίες[9] και νεκρές φύσεις, ενώ ασχολήθηκε και με τη χαλκογραφία και τη γελοιογραφία (εφημ. Άστυ, Ρωμηός και περιοδικό Εστία).
↑Χρύσανθος Χρήστου, Η ελληνική ζωγραφική 1832-1922 (1982)
↑(επιμ) Λαμπράκη-Πλάκα, Μαρίνα (1999). Εθνική Πινακοθήκη /100 χρόνια, Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. Αθήνα: Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. σελ. 681.
Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία (Σιάτιστα, 1871 – Αθήνα, 1960) ήταν μια από τις σημαντικότερες και παραγωγικότερες Ελληνίδες ζωγράφους. Το έργο της δεν έχει ακόμη καταλογογραφηθεί πλήρως. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ελαιογραφίες της ξεπερνούν τις 2.500, ενώ μεγάλος είναι και ο αριθμός των σχεδίων και υδατογραφιών της.[1]
Το 1874 ο ιερέας πατέρας της πήρε την οικογένειά του από τη Δυτική Μακεδονία και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η Φλωρά-Καραβία αποφοίτησε από το Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης το 1888[2] και προσπάθησε να σπουδάσει ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών), αλλά το ίδρυμα αρνήθηκε να την δεχθεί επειδή επρόκειτο για γυναίκα. Έτσι, η ζωγράφος σπούδασε ζωγραφική στο Μόναχο, κοντά στον Γύζη και τον Ιακωβίδη, και κατόπιν στο Παρίσι.
Κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στις εκστρατείες του, ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας που εξέδιδε ο σύζυγός της, και απεικόνισε πάμπολλα πολεμικά στιγμιότυπα σε σχέδια με κάρβουνο, κιμωλία και παστέλ. Τις εμπειρίες της από τα γεγονότα της εποχής εκείνης τις περιέγραψε αργότερα στο βιβλίο της Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913: Μακεδονία-Ήπειρος (τυπ. Μωυσιάδου-Μάρδα, Αθήνα1936). Ακολούθησε επίσης τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία (1918–1922). Τέλος, απαθανάτισε σκηνές από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940–1941.
Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά με τον σύζυγό της το 1939. Πέθανε στην Αθήνα το 1960.
Γενικώς, το έργο της Φλωρά-Καραβία εντάσσεται στην λεγόμενη «ακαδημαϊκή Σχολή του Μονάχου», αλλά οι πίνακές της έχουν πολύ από το φως και το χρώμα που χαρακτηρίζει τους ιμπρεσιονιστές. «Εργάζομαι εμπρεσιονιστικά (sic)», είχε πει η ίδια σε μία συνέντευξή της το 1955. Εντούτοις, στα τελευταία της έργα μετά τον πόλεμο, δείχνει ότι προσπέρασε και τον ιμπρεσιονισμό, για να στραφεί προς τον εξπρεσιονισμό.
Για την προσφορά της στην ζωγραφική, τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών το 1945 και με τον Σταυρό Ταξιαρχών του Τάγματος της Ευποιίας το 1954.
Έργα της εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, στην Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων, στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ (Μέτσοβο), και αλλού. Ένα σημαντικό μέρος των σχεδίων της από τους πολέμους[3] βρίσκονται στο Στρατηγείο του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Θεσσαλονίκη και στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας.
Τσουργιάννη, Δέσποινα. Η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία (1871-1960) (μονογραφία). Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2005, 173 σελ. ISBN 960630843X.
Φλωρά-Καραβία, Θάλεια. Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913, Μακεδονία - Ήπειρος. Χωρίς εκδότη, Αθήνα 1936. (Ανατύπωση από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2012, ISBN 9606757594.)
Φλωρά-Καραβία, Θάλεια. Η Θεσσαλονίκη του 1912 μέσα από τα σχέδια της Θάλειας Φλωρά-Καραβία, Δήμος Θεσσαλονίκης, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1991, 75 σελ.
Ο Βασίλειος Χατζής (Καστοριά, 1870 - Αθήνα, 1915) ήταν Έλληνας ζωγράφος. Αν και δεν σπούδασε στο Μόναχο οι τεχνοκριτικοί τον εντάσσουν, λόγω της εκλεκτικής συγγένειας των έργων του, στη Σχολή του Μονάχου.
Ο Βασιλειος Χατζής[1] γεννήθηκε στην Καστοριά απ' όπου καταγόταν και όταν ήταν ακόμη μικρός μετακόμισε οικογενειακώς στην Πάτρα.[2] Έτσι από νεαρή ηλικία έζησε κοντά στην θάλασσα και ταξίδεψε με πολλά πλοία. Μελέτησε το καράβι στην κάθε του λεπτομέρεια και το αποτύπωσε στους πίνακές του άλλοτε αραγμένο σε ήρεμα νερά και άλλοτε να δέρνεται από τα κύματα σε τρικυμισμένες θάλασσες. Ζωγράφισε επίσης θέματα της καθημερινής ζωής, τοπία με φτωχικά σπίτια, χωριά ψαράδων αποτυπωμένα με απαλές και ήρεμες αποχρώσεις κλπ.
Σπούδασε στη Σχολή των Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητές του τον Νικηφόρο Λύτρα και Κωνσταντίνο Βολανάκη[2] στα χρόνια 1886-1893 και στη συνέχεια δίδαξε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η πρώτη του συμμετοχή σε έκθεση χρονολογείται το 1899 στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε μια σειρά εκθέσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα αλλά και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1902 παρουσίασε για πρὠτη φορά έργα του σε ἐκθεση του Δημαρχείου της Αθήνας. Ένα χρόνο αργότερα, το 1903, άνοιξε εργαστήριο, μαζί με τον Νικόλαο Αλεκτορίδη και παράλληλα δίδασκε μαθήματα σχεδίου, όπου ανάμεσα σε άλλους είχε μαθητή του και τον Περικλή Βυζάντιο. Διακρίθηκε και για τις πολεμικές θαλασσογραφίες που έφτιαξε κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912–1913) κατά παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης.[2] Σημαντικότεροι πίνακες εξ αυτών είναι: η «Ναυμαχία της Έλλης», η «Ναυμαχία της Λήμνου», «Νηοψία αντιτορπιλικών», «Ο Αβέρωφ ανθρακεύων», και η «Αμφιτρίτη κομίζουσα τη σορό του Γεωργίου Α΄».
Πέθανε το 1915 στην Αθήνα αφήνοντας ημιτελές το έργο του «Τελευταία ναυμαχία του Βυζαντίου».
Πενήντα του έργα υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη από δωρεές κυρίως του Αλεξάνδρου Σούτζου και από τη Συλλογή Κουτλίδη. Από τα διακόσια εξήντα περίπου έργα που δημιούργησε μερικά από αυτά εμπλουτίζουν τη Δημοτική Πινακοθήκη - Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα (Θεσσαλικό τοπίο κ.α., το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο κ. ά. καθώς και τη Συλλογή της Τραπέζης της Ελλάδος (θαλασσογραφία), της Εθνικής Τράπεζας και αρκετά βρίσκονται σε ιδιωτικές Συλλογές Λ. Ευταξία, Χ. Περέζ, Κρανιώτη κ.α.
Παρά το γεγονός πως ο Χατζής είναι γνωστός κυρίως ως θαλασσογράφος, ασχολήθηκε και με την τοπογραφία αλλά και με την απεικόνιση της ζωής των αγροτών και των ψαράδων. Χαρακτηρίζεται είτε ως ακόλουθος του ακαδημαϊσμού είτε ως οπαδός των υπαιθριστικών αντιλήψεων.[2] Παρότι δεν έκανε σπουδές στο Μόναχο, από το ύφος του και μόνον, το έργο του εντάσσεται στην λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».