Μετάβαση στο περιεχόμενο

Cautio Criminalis

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Cautio Criminalis
ΣυγγραφέαςΦρίντριχ Σπέε

Cautio criminalis με πλήρη τίτλο Cautio criminalis seu de processibus contra sagas liber (Νομική επιφύλαξη ή βιβλίο για τις δίκες κατά μαγισσών) είναι λατινικό έργο του Ιησουίτη θεολόγου Φρίντριχ Σπέε με το οποίο αντιτάχθηκε στην πρακτική των βασανιστηρίων στις δίκες μαγισσών συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στο τέλος των διώξεων των μαγισσών στη Γερμανία. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1631 και αρχικά δημοσιεύτηκε ανώνυμα. Μια δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη από τον συγγραφέα, εμφανίστηκε το 1632 και ενίσχυσε σημαντικά τα επιχειρήματα σε σύγκριση με την πρώτη.[1]

Μια διάσημη παρατήρηση που περιέχεται στην πραγματεία ανέφερε ότι η Γερμανία και η Αγγλία πρέπει να είχαν περισσότερες μάγισσες και διαβόλους από την Ισπανία και την Ιταλία, αφού στις δύο πρώτες χώρες οι καταδίκες στην πυρά ήταν πολύ πιο διαδεδομένες. Αυτή η δήλωση είναι, κατά πάσα πιθανότητα, μια όχι και τόσο καλυμμένη κριτική της προτεσταντικής Ευρώπης, η οποία ήταν υπεύθυνη για πολύ περισσότερες δίκες μαγείας από τις καθολικές χώρες.

Δημοσιεύσεις για το θέμα των διώξεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κορύφωση του κύματος των διώξεων μαγισσών στην Ευρώπη ήταν μεταξύ 1550 και 1650, με αποκορύφωμα την περίοδο της Μεταρρύθμισης και του Τριακονταετούς πολέμου και το ξέσπασμα της πανώλης. Οι δίκες βασίζονταν κυρίως σε ομολογίες που εξάγονταν μέσω βασανιστηρίων και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν με φρικτό θάνατο ως αποτέλεσμα. Το 1487, ο διαβόητος ιεροεξεταστής Χάινριχ Κράμερ έγραψε το Malleus maleficarum, βιβλίο που ενέτεινε τη δίωξη των υποτιθέμενων μαγισσών πάρα πολύ. Από την άλλη, υπήρξαν και φωνές που στράφηκαν κατά των διώξεων και των βασανιστηρίων, όπως η Λεπτομερής Έκθεση για τη μαγεία και τους μάγους (1598) του Καλβινιστή Άντον Πραιτόριους και η Χριστιανική Μνήμη (1635) του Λουθηρανού θεολόγου Γιόχαν Ματέους Μάιφαρτ. Το κείμενο του Σπέε παρουσίαζε μία από τις πρώτες αντιρρήσεις στον Καθολικό κόσμο κατά της διαδικασίας των δικών για μαγεία.[2]

Κριτική των βασανιστηρίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βασανισμός κατηγορούμενης μάγισσας και της κόρης της, 1577

Το βιβλίο τυπώθηκε για πρώτη φορά ανώνυμα το 1631 και αποδόθηκε σε έναν «άγνωστο Ρωμαίο θεολόγο», καθώς θα μπορούσε να καταστήσει τον συγγραφέα - και τον τυπογράφο και τον εκδότη - ύποπτους ότι προστάτευαν μάγισσες, με απρόβλεπτες συνέπειες. Βασίζεται στις εμπειρίες που βίωσε ο Σπέε σε ένα από τα πιο θανατηφόρα κυνήγια μαγισσών, ιδιαίτερα τις δίκες μαγισσών του Βύρτσμπουργκ, στις οποίες ήταν παρών ως Ιησουίτης εξομολογητής κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων και συνόδευε τις γυναίκες στη νεκρική πυρά.

«Αν ο αναγνώστης μου επιτρέψει να πω κάτι εδώ, ομολογώ ότι ο ίδιος έχω συνοδεύσει πολλές γυναίκες στον θάνατο σε διάφορα μέρη όλα αυτά τα χρόνια και είμαι τώρα τόσο σίγουρος για την αθωότητά τους που νιώθω ότι δεν υπάρχει προσπάθεια που να μην αξίζει τη δέσμευσή μου να προσπαθήσω να αποκαλύψω αυτή την αλήθεια».

Ο Σπέε δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη μαγισσών ούτε υποστήριξε ρητά την κατάργηση των δικών μαγείας, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την επίσημη θέση της Εκκλησίας, αλλά από το έργο συνάγεται μια σιωπηρή κριτική γιατί αθώοι άνθρωποι βασανίζονταν και οδηγούνταν στην πυρά μαζί με πραγματικές μάγισσες. Σε αντίθεση με τη νομική γνώμη εκείνη την εποχή, δεν αναγνώρισε τις ομολογίες που ελήφθησαν υπό βασανιστήρια ως παραδοχή ενοχής και έκανε την τολμηρή υπόθεση ότι οι ύποπτες γυναίκες μπορεί να ήταν αθώες. Επισήμανε ότι τα βασανιστήρια δεν χρησιμεύουν για την αποκάλυψη της αλήθειας και ζήτησε την κατάργησή τους. Μέσα στο τάγμα των Ιησουιτών, ο συγγραφέας του επικίνδυνου κειμένου αποκαλύφθηκε και κατά καιρούς απειλήθηκε με απόλυση. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν ότι η δεύτερη έκδοση του Cautio Criminalis (1632) δημοσιεύτηκε με την έγκριση της τοπικής ηγεσίας των Ιησουιτών. [3]

Μια συγγενής του Σπέε, η Άννα, σύζυγος του ετεροθαλούς αδερφού του Ρόμπερτ Σπέε φον Λάνγκενφελντ εκτελέστηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1631 ως μάγισσα.

Μάγισσες στην πυρά, 1555

Στο έργο του ο Σπέε ζήτησε μεταρρυθμιστικά μέτρα, όπως νέο γερμανικό αυτοκρατορικό νόμο για το θέμα και αποζημίωση των θυμάτων για βλάβες που προκλήθηκαν από άδικες ποινές δικαστών. Το κείμενο περιέχει 51 «αμφιβολίες» (dubium) τις οποίες ο συγγραφέας εξέθεσε με οξυδερκή επιχειρηματολογία και επιδέξια ρητορική. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων συμπερασμάτων του ήταν:

  • Στον κατηγορούμενο πρέπει να παρασχεθεί νομική υπεράσπιση καθώς το μέγεθος του εγκλήματος το κάνει ακόμη πιο σημαντικό. (Dubium 17)
  • Οι περισσότεροι κρατούμενοι θα ομολογήσουν οτιδήποτε κάτω από βασανιστήρια για να σταματήσουν τον πόνο. (20) [4]
  • Η καταδίκη του κατηγορουμένου ότι δεν ομολόγησε κάτω από βασανιστήρια (δηλαδή ότι είχε χρησιμοποιήσει τη λεγόμενη «μαγεία της σιωπής») είναι μέτρο παράλογο καθώς αυτό έκανε τους πάντες ένοχους. (25)
  • Τα βασανιστήρια δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια, αφού όσοι βασανίζονται είναι πρόθυμοι να παραδεχτούν οτιδήποτε, ακόμη και ψέματα, για να σταματήσει το μαρτύριο. (27)
  • Καταγράφει τη βάρβαρη σκληρότητα προς τις γυναίκες που προκαλούνται από την πρακτική της απογύμνωσης και του πλήρους ξυρίσματος κάθε μέρους του σώματος της κατηγορούμενης πριν την έναρξη των βασανιστηρίων. (31)
  • Οι κατηγορίες εναντίον υποτιθέμενων συνεργών που προέρχονταν από βασανιστήρια είχαν μικρή αξία: είτε το βασανιζόμενο άτομο ήταν αθώο, οπότε δεν είχε συνεργούς, είτε ήταν πραγματικά συνεργός του Διαβόλου, οπότε οι καταγγελίες δεν μπορούσαν να είναι αξιόπιστες.(44)

Ο Σπέε ανησυχούσε ιδιαίτερα για περιπτώσεις όπου ένα βασανιζόμενο άτομο αναγκάστηκε να καταγγείλει συνεργούς, οι οποίοι στη συνέχεια βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να καταγγείλουν περισσότερους, έως ότου όλοι καταστούν ύποπτοι:

«Πολλοί άνθρωποι που υποκινούν έντονα την Ιερά Εξέταση εναντίον των μαγισσών στις πόλεις και τα χωριά τους δεν γνωρίζουν ούτε προβλέπουν ότι από τη στιγμή που αρχίζουν τα βασανιστήρια, κάθε άτομο που βασανίζεται πρέπει να καταγγείλει πολλούς άλλους. Οι δίκες θα συνεχιστούν, οπότε τελικά οι καταγγελίες θα φτάσουν αναπόφευκτα σ' αυτούς και τις οικογένειές τους, αφού, όπως προειδοποίησα παραπάνω, δεν θα υπάρξει τέλος μέχρι να καούν όλοι». (Dubium 15)

Το Cautio Criminalis συνέβαλε σημαντικά στο τέλος του κυνηγιού μαγισσών όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην Ευρώπη. Ο ηθικός αντίκτυπος που δημιουργήθηκε από τη δημοσίευση ήταν σημαντικός, ήδη μέσα στον 17ο αιώνα, είχαν εμφανιστεί μια σειρά από νέες εκδόσεις και μεταφράσεις. Μεταξύ των μελών του τάγματος των Ιησουιτών, η πραγματεία βρήκε ευνοϊκή υποδοχή και αρκετοί Γερμανοί Ιησουίτες υποστήριξαν παρόμοιες θέσεις. Η νομική εφαρμογή των απόψεων του Σπέε πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα κυρίως από τον νομικό Κρίστιαν Τομάσιους και οδήγησε στην κατάργηση της διεξαγωγής δικών μαγισσών.[5]

Ο Φίλιπ βαν Λίμπορχ ήταν Ολλανδός Προτεστάντης, αλλά στο έργο του Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης (1692) αναφέρεται ευνοϊκά στις απόψεις του Ιησουίτη Σπέε. Ο Λίμπορχ, όπως και ο Άγγλος Τζων Λοκ, πίεζαν για θρησκευτική ανοχή.

Το 1974, η ZDF παρήγαγε και μετέδωσε μια ταινία 96 λεπτών Cautio Criminalis ή Ο συνήγορος της μάγισσας με περιστατικά της ζωής του Φρίντριχ Σπέε βασισμένη στο μυθιστόρημα Cautio Criminalis ή Το εξαιρετικό προσκύνημα του Φρίντριχ Σπέε φον Λάνγκενφελντ του Βόλφανγκ Λομάιαρ.[6]

  1. . «researchgate.net/Cautio_criminalis_or_a_book_on_witch_trials». 
  2. . «germanhistorydocs.ghi-dc.org/A Skeptic Looks at Witch Hunting – Friedrich von Spee (1631) .pdf» (PDF). 
  3. . «scihi.org/friedrich-spee-cautio-criminalis/». 
  4. . «muse.jhu.edu/article/Cautio Criminalis/pdf». 
  5. . «newadvent.org/cathen/Friedrich Spee». 
  6. . «imdb.com/Cautio Criminalis/Τηλεοπτική ταινία/1974».