Μετάβαση στο περιεχόμενο

RMS Lusitania

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
RMS Lusitania
Το «Λουζιτάνια» το 1907
Πληροφορίες
Τύπος και κλάσηΥπερωκεάνιο
ΠλοιοκτήτηςCunard Line
ΝαυπηγείοJohn Brown & Co, Clydebank, Σκωτία
Ένταξη σε υπηρεσία7 Σεπτεμβρίου 1907
Δίδυμα σκάφηΜαυριτανία
ΧρήσηΕπιβατηγό πλοίο
Παρθενικό ταξίδι7 Σεπτεμβρίου 1907
ΔιαδρομήΛίβερπουλ - Νέα Υόρκη
Κατάληξηβυθίστηκε από γερμανική τορπίλη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου
Αριθμός διασωθέντων764
Αριθμός νεκρών και αγνοουμένων1.198
Γενικά χαρακτηριστικά
Εκτόπισμα44.767 τόννοι
Μήκος239.90 μέτρα
Πλάτος26.5 μέτρα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Λουζιτάνια (RMS Lusitania) ήταν επιβατηγό υπερωκεάνιο πλοίο της βρετανικής ναυτιλιακής εταιρείας Cunard Line, στη διαδρομή ΛίβερπουλΝέα Υόρκη. Ήταν το ταχύτερο πλοίο στο κόσμο και ένα από τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα πλοία της εποχής.
Βυθίστηκε, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από γερμανικό υποβρύχιο, 18 χιλιόμετρα (11 μίλια) από τις ακτές της Ιρλανδίας. Πνίγηκαν συνολικά 1197 άτομα ενώ διασώθηκαν 767.[1][2][3][4]

Το Λουζιτάνια που πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή επαρχία της Λουσιτανίας, που αντιστοιχεί στη σημερινή Πορτογαλία, καθελκύστηκε τον Ιούνιο του 1906 και εισήλθε σε υπηρεσία στη γραμμή του βόρειου Ατλαντικού τον Σεπτέμβριο του 1907. Το 1908 μάλιστα ήταν το γρηγορότερο αλλά και το μεγαλύτερο πλοίο (240 μέτρα μήκος) στη γραμμή προτού χάσει τα πρωτεία από το αδελφό πλοίο, το «Μαυριτανία», τον επόμενο χρόνο. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το Λουζιτάνια ήταν το πρώτο υπερωκεάνιο που συνέδεσε τις δυο ηπείρους σε λιγότερο από 5 μέρες. (5 ημέρες και 15 ώρες περίπου διαρκούσε το ταξίδι από το 1889 ως το 1908) Το ταξίδι διαρκούσε πλέον κατά μέσο όρο περίπου 4 ημέρες και 18 ώρες [5] αφού οι ισχυροί στροβιλοκινητήρες του επέτρεπαν να διατηρεί σταθερή ταχύτητα 24 κόμβων.
Η εταιρεία Cunard προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό των γερμανικών ναυτιλιακών εταιρειών, αποφάσισε το 1902 να εκσυγχρονίσει το στόλο της, κατασκευάζοντας μεγαλύτερα, ασφαλέστερα και πολυτελέστερα πλοία από αυτά των ανταγωνιστών της. Επειδή όμως της έλειπαν τα αναγκαία κεφάλαια, αποτάθηκε στο βρετανικό κράτος ζητώντας δάνειο ενώ σε αντάλλαγμα προσέφερε τα πλοία της σε καιρό πολέμου. Πράγματι, στο πλοίο εγκαταστάθηκε όλη η υποδομή για να φιλοξενήσει σε περίπτωση ανάγκης κανόνια καταστρώματος, αν και τα όπλα δεν τοποθετήθηκαν ποτέ.[6] Από την αρχή του πολέμου η μεν Βρετανική Αυτοκρατορία είχε κηρύξει την Βόρεια Θάλασσα εμπόλεμη ζώνη, η δε Γερμανική Αυτοκρατορία σε απάντηση είχε κηρύξει και αυτή τις θάλασσες που περιέκλειαν το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης ως εμπόλεμη ζώνη ενώ διεξήγε έντονο υποβρυχιακό πόλεμο στον Ατλαντικό. Όταν το Λουζιτάνια αναχωρούσε από τη Νέα Υόρκη για το Λίβερπουλ την 1η Μαΐου 1915 η γερμανική πρεσβεία στις ΗΠΑ ενημέρωσε από τον Τύπο για την εμπόλεμη κατάσταση στις θάλασσες και την πιθανότητα τα πλοία να γίνουν στόχος των υποβρυχίων και να βυθιστούν.[7]

Στις 14:10 το απόγευμα της 7ης Μαΐου 1915 ένα γερμανικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο ακριβώς κάτω από τη γέφυρα, 11 μίλια (18 χλμ.) έξω από τη νότια ακτή της Ιρλανδίας, σε διακηρυγμένη εμπόλεμη ζώνη. Μια δεύτερη εσωτερική έκρηξη που επακολούθησε της πρώτης στο σημείο που το είχε πετύχει η τορπίλη – το πλοίο μετέφερε πολεμικό υλικό που εξερράγη - βύθισε το πλοίο μέσα σε 18 λεπτά. Η γερμανική αυτή ενέργεια προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών στις ΗΠΑ, αφού μέσα στους νεκρούς βρίσκονταν και 124 αμερικανοί πολίτες και συνέβαλε στην μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης υπέρ της συμμετοχής της χώρας τους στον πόλεμο.

Αν και η βρετανική κυβέρνηση είχε αρνηθεί επίμονα όλα αυτά τα χρόνια ότι υπήρχαν αποθηκευμένα πυρομαχικά, τελικά στη δεκαετία του 1970 παραδέχτηκε ότι το πλοίο μετέφερε 4.200 κιβώτια φυσιγγίων, 3.250 πυροκροτητές με φιτίλι και 1.248 κιβώτια που περιείχαν 5.000 κελύφη οβίδας.[8]

Σχέδια των καταστρωμάτων

Τόσο η Λουζιτάνια όσο και η Μαυριτάνια συμβόλισαν με την ναυπήγησή τους την απάντηση της βρετανικής εταιρείας Cunard Line στον ολοένα και αυξανόμενο ανταγωνισμό των γερμανικών εταιρείων υπερωκεάνειας συγκοινωνίας ιδιαίτερως των Norddeutscher Lloyd (NDL) και HAPAG. Οι γερμανικές εταιρείες είχαν μέχρι τότε τα μεγαλύτερα, γρηγορότερα και πολυτελέστερα υπερωκεάνεια που ξεκινώντας από τα γερμανικά λιμάνια της Βορείου Θάλασσας εξυπηρετούσαν πλήρως το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των βορειοευρωπαίων για την Αμερική. Η παντοδυναμία των γερμανικών πλοίων της κατηγορίας Kaiser (SS Kaiser Wilhelm II και SS Kronprinz Wilhelm) υποσκέλισε τα βρετανικά πλοία. [9]

Παράλληλα ο Αμερικανός επιχειρηματίας Τζέι Πι Μόργκαν αποφασίζοντας να επενδύσει στην διατλαντική ναυτιλία, είχε δημιουργήσει την εταιρεία International Mercantile Marine (IMM), η οποία εκτός του πακέτου μετοχών της White Star Line που κατείχε, το 1901 εξαγόρασε και την βρετανική εταιρεία φορτηγών πλοίων Frederick Leyland & Co. Το 1902 η IMM, η NDL και η HAPAG προχώρησαν στη δημιουργία τραστ προκειμένου να καθορίσουν τις τιμές και να διακανονίσουν μεταξύ τους το διατλαντικό εμπόριο. Οι συμβαλλόμενοι απέκτησαν το 51% της ναυτιλιακής Dutch Holland America Line. Πλέον οι μόνοι υπολογίσιμοι αντίπαλοι ήταν η βρετανική Cunard και η γαλλική Compagnie Générale Transatlantique (CGT) [10]

Ο πρόεδρος της Cunard απευθύνθηκε στην βρετανική κυβέρνηση για να αιτηθεί οικονομικής βοήθειας. Η βρετανική κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή κατάρρευση του βρετανικού στόλου υπερωκεάνειας συγκοινωνίας και την συνακόλουθη πτώση στο κύρος της βρετανικής αυτοκρατορίας καθώς και την απώλεια πλοίων σε καιρό πολέμου που μια πιθανή άρνηση θα συνεπαγόταν, αποφάσισε να συνδράμει την εταιρεία. Στη συμφωνία που επετεύχθη ανάμεσα στα δυο μέρη τον Ιούνιο του 1903, στην Cunard χορηγούνταν δάνειο ύψους 2.6 εκατ. στερλινών, προκειμένου να ναυπηγήσει δυο πλοία, με ευνοϊκό επιτόκιο 2.6% και αποπληρωμή σε μια περίοδο 20 ετών. Επιπρόσθετα, τα δυο πλοία θα λάμβαναν ετήσια οικονομική βοήθεια 75.000 £ το καθένα, συν συμβόλαιο μεταφοράς της βασιλικής αλληλογραφίας αξίας £ 68,000. Σε αντάλλαγμα τα πλοία θα κατασκευάζονταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές του Ναυαρχείου, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βοητικά των πολεμικών σε καιρό πολέμου. [11]

κατά τη διάρκεια της ναυπήγησης, διακρίνονται οι προπέλες

Το πρώτο πράγμα που ήθελε να εξασφαλίσει η Cunard ήταν η ταχύτητα των πλοίων της. Ύστερα από πολλούς δισταγμούς και με την πίεση του Ναυαρχείου, τελικά τοποθετήθηκαν στα δυο πλοία οι σχετικά άγνωστοι και αδοκίμαστοι την εποχή εκείνη στροβιλοκινητήρες.[Σημ. 1] που έδωσαν τη δυνατότητα στα δυο πλοία να πλέουν με ταχύτητα 25 κόμβων. (45 χλμ/ω). Το πλοίο σχεδιάστηκε από τον ναυπηγό της εταιρείας Λέοναρντ Πέσκετ (Leonard Pescett) [12] και ναυπηγήθηκε στο Κλάιντμπανκ της Σκωτίας από την φημισμένη την εποχή εκείνη εταιρεία «John Brown & Company».

Thermotank [13], πρώιμη μορφή κλιματισμού πλοίων

Ο Πέσκετ αρχικά σχεδίασε το πλοίο με τρία φουγάρα. Ωστόσο τελικά τοποθετήθηκαν τέσσερα φουγάρα καθώς κρίθηκε ότι χρειαζόταν ένα επιπλέον φουγάρο για τον σωστότερο εξαερισμό των στροβιλοκινητήρων. Το ίδιο συνέβη και με τις προπέλες καθώς από τρεις έγιναν τέσσερεις. Η επιπρόσθετη προπέλα κρίθηκε αναγκαία λόγω της μεγαλύτερης ιπποδύναμης των πλοίων. Οι προπέλες κινούνταν απευθείας από τις τουρμπίνες, επειδή δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς ισχυρά κιβώτια ταχυτήτων, τα οποία έγιναν διαθέσιμα από το 1916 και μετά. Οι τουρμπίνες έπρεπε να σχεδιαστούν για να λειτουργούν σε πολύ χαμηλότερες ταχύτητες από αυτές που συνήθως θεωρούνται βέλτιστες. Έτσι, ο βαθμός απόδοσης των εγκατεστημένων ατμοστροβίλων ήταν μικρότερος σε χαμηλές ταχύτητες από ό,τι σε μια συμβατική παλινδρομική ατμομηχανή, αλλά σημαντικά καλύτερος όταν οι μηχανές λειτουργούσαν σε υψηλές ταχύτητες, όπως συνήθως συνέβαινε σε ένα δρομολόγιο εξπρές. Το πλοίο ήταν εξοπλισμένο με 23 ναυτικούς ατμολέβητες που λειτουργούσαν σε μέγιστη πίεση 195 psi (1.340 kPa) και περιείχαν 192 ατομικούς κλιβάνους. [14]

Προσαρμοζόμενο στους κανόνες του Ναυαρχείου, που ήθελε τα βασικά μηχανήματα του πλοίου να βρίσκονται κάτω από την Ίσαλο για να προστατεύονται περισσότερο από πυρά, στην πρύμνη του πλοίου κάτω από την ίσαλο τοποθετήθηκαν το σύστημα πλοήγησης, οι στροβιλοκινητήρες και οι ατμοκίνητες στροβιλογεννήτριες. Στη μέση τοποθετήθηκαν τα τέσσερα λεβητοστάσια και οι αποθήκες κάρβουνου ενώ στη πλώρη τοποθετήθηκαν οι χώροι για τις αλυσίδες αγκύρωσης, οι δεξαμενές έρματος και τα αμπάρια. Το κύτος χωρίστηκε σε 13 υδατοστεγή διαμερίσματα, συνδεδεμένα με 35 στεγανές πόρτες. Το πλοίο διέθετε έξι καταστρώματα για τους επιβάτες πάνω από την ίσαλο γραμμή, εν αντιθέσει με το συνηθισμένο εκείνη την εποχή τεσσάρων.[15] Για την επιμετάλλωση του πλοίου χρησιμοποιήθηκαν χαλύβδινες λαμαρίνες υψηλής αντοχής που είχαν το πλεονέκτημα ότι μείωσαν το βάρος του πλοίου παρέχοντας ταυτόχρονα 26% μεγαλύτερη αντοχή.

  1. The Lusitania Resource. «The Lusitania Resource: Lusitania Passengers & Crew, Facts & History». Rmslusitania.info. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2016. 
  2. Stone, p. 120
  3. Stevenson, p. 257
  4. Davies, p.910
  5. https://www.rmslusitania.info/lusitania/career/
  6. Ramsay, David (2001). Lusitania: Saga and Myth. London: Chatham Publishing. ISBN 978-1-86176-170-5. 
  7. King, Greg· Wilson, Penny (2015). Lusitania: Triumph, Tragedy and the End of the Edwardian Age. 
  8. https://www.ethnos.gr/history/article/156064/sanshmerabythizetaitolusitaniaparasyrontasstonbythotoyae28099pagkosmioypolemoytishpa
  9. Ramsay 2001, σελίδες 6–10.
  10. J.P. Morgan and the Transportation Kings: The Titanic and Other Disasters. σελ. 200. ISBN 978-6-613-65675-9. 
  11. Ramsay 2001, σελίδες 12–17.
  12. Venzon & Miles 1995, σελ. 357.
  13. https://en.wikipedia.org/wiki/Thermotank_Ltd
  14. Peeke, Jones & Walsh-Johnson 2002, σελ. 5.
  15. Peeke, Jones & Walsh-Johnson 2002, σελίδες 5–8.
  1. Οι στροβιλοκινητήρες είχαν μέχρι τότε χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στο πολεμικό πλοίο HMS Dreadnought και στα καταδρομικά κλάσης Invincible, αλλά μικρότερης ισχύος από ότι απαιτούνταν για τα δυο υπερωκεάνεια.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]