Ένωση (Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος)
Κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (1861–1865), ως Ένωση (αγγλικά: Union) εννοούνταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ειδικά το εθνικό πρόγραμμα του προέδρου Αβραάμ Λίνκολν και των 20 ελεύθερων και 5 συνοριακών πολιτειών που το υποστήριζαν. Η Ένωση βρισκόταν απέναντι σε 11 νότιες πολιτείες που ήταν υπέρ της δουλείας οι οποίες σχημάτιζαν τις Συνομόσπονδες Πολιτείες, ή τη «Συνομοσπονδία».
Όλες οι πολιτείες της Ένωσης έστελναν στρατιώτες στον Στρατό Ξηράς των ΗΠΑ, αν και οι συνοριακές πολιτείες έστελναν χιλιάδες στρατιώτες και στη Συνομοσπονδία. Οι συνοριακές πολιτείες ήταν ουσιώδους σημασίας μιας και λειτουργούσαν ως συμπληρωματικές βάσεις για την εισβολή της Ένωσης στη Συνομοσπονδία, και ο Λίνκολν αναγνώρισε πως δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο χωρίς να τις ελέγχει. Οι βορειοανατολικές πολιτείες παρείχαν τους βιομηχανικούς πόρους για την τέλεση του πολέμου παράγοντας μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και προμηθειών, ενώ επίσης χρηματοδοτούσαν τον πόλεμο. Οι μεσοδυτικές πολιτείες παρείχαν στρατιώτες, τροφή, ίππους, οικονομική υποστήριξη και στρατόπεδα προετοιμασίας. Τα στρατιωτικά νοσοκομεία βρισκόταν σε όλο το μήκος της Ένωσης. Οι περισσότερες πολιτείες είχαν Ρεπουμπλικάνους κυβερνήτες οι οποίοι υποστήριζαν ενεργά την πολεμική προσπάθεια και κατέστειλαν την υπονόμευση του πολέμου την περίοδο 1863–64. Το Δημοκρατικό Κόμμα υποστήριζε έντονα τη διεξαγωγή πολέμου το 1861 αλλά το 1862 διαχωρίστηκε στους φιλοπόλεμους Δημοκράτες και το αντιπολεμικό στοιχείο το οποίο ηγούνταν από τους "Copperheads" («Δηλητηριώδεις Όφεις»). Οι Δημοκράτες κέρδισαν σημαντικό εκλογικό έδαφος το 1862 στις πολιτειακές εκλογές, κυρίως στη Νέα Υόρκη. Έχασαν έδαφος το 1863, κυρίως στο Οχάιο. Το 1864 οι Ρεπουμπλικάνοι πραγματοποίησαν εκστρατεία υπό τη σημαία του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, το οποίο προσέλκυσε πολλούς φιλοπόλεμους Δημοκράτες και στρατιώτες, πραγματοποιώντας σαρωτική νίκη κατά του Λίνκολν και των υποψηφίων του.
Τα χρόνια του πολέμου ήταν αρκετά ευήμερα για την Ένωση εκτός από σειρά μαχών και ανταρσιών που έλαβαν χώρα στη νότια μεθόριο. Η ευημερία παρακινήθηκε από τις αυξημένες κυβερνητικές δαπάνες και τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου εθνικού τραπεζικού συστήματος. Οι πολιτείες της Ένωσης επένδυσαν μεγάλα χρηματικά ποσά και κόπο στην οργάνωση ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης για τις συζύγους, χήρες και τα ορφανά των στρατιωτών, αλλά και τους στρατιώτες τους ίδιους. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν εθελοντές, αν και μετά το 1862 πολλοί έγιναν εθελοντές για να διαφύγουν τη στρατολόγηση και να εκμεταλλευτούν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που προσφερόταν από τις πολιτείες. Η άρνηση στρατολόγησης ήταν συχνό φαινόμενο στις μεγάλες πόλεις, ειδικά τη Νέα Υόρκη, όπου το 1863 διεξήχθησαν μαζικές διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης, αλλά και σε ορισμένες απομακρυσμένες επαρχίες, όπως οι περιοχές που βρισκόταν τα ορυχεία στην Πενσυλβάνια.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο πλαίσιο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, η Ένωση αναφερόταν μερικές φορές ως «οι Βόρειοι», τόσο τότε όσο και τώρα, σε αντίθεση με τη Συνομοσπονδία η οποία ήταν «οι Νότιοι». Η Ένωση δεν αναγνώρισε ποτέ τη νομιμότητα της απόσχισης της Συνομοσπονδίας και τη θεωρούσε συνεχώς τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στην εξωτερική πολιτική η Ένωση ήταν η μοναδική πλευρά που αναγνωρίστηκε από όλα τα υπόλοιπα έθνη, ενώ κανένα από αυτά δεν αναγνώρισε τη Συνομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ο όρος «Ένωση» εμφανίζεται στο πρώτο κυβερνητικό έγγραφο των Ηνωμένων Πολιτειών τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας και της Αιώνιας Ένωσης (Articles of Confederation and Perpetual Union). Το επακόλουθο Σύνταγμα του 1787 επικύρωσε πως «Εμείς ο Λαός των Ηνωμένων Πολιτειών, εν τάξει σχηματίζουμε μια τελειότερη Ένωση ...». Η Ένωση, για της Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, επαναλήφθηκε και σε άλλες προτάσεις όπως στη ρήτρα Αποδοχής στην Ένωση του Άρθρου 4, Ενότητα 3.
Ακόμη και πριν από την έναρξη του πολέμου η φράση «διατήρηση της Ένωσης» ήταν συνηθισμένη και η φράση «ένωση των πολιτειών» χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η χρήση του όρου «Ένωση» για την εφαρμογή στη μη αποσχισμένη πλευρά συνετέλεσε σε μια νομιμοποίηση ως συνέχιση της προϋπάρχουσας πολιτικής οντότητας.[1]
Οι Συνομόσπονδοι θεωρούσαν γενικά της πολιτείες της Ένωσης ως αντιτιθέμενες στη δουλεία, αποκαλώντας τες συχνά ως υπέρμαχους της κατάργησης της δουλείας, ενώ αποκαλούσαν το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ «Στόλο της Κατάργησης» και τον Στρατό Ξηράς ως «δυνάμεις Κατάργησης».[2]
Μέγεθος και ισχύς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε αντίθεση με τη Συνομοσπονδία, η Ένωση διέθετε μια μεγάλη βιομηχανοποιημένη και αστικοποιημένη περιοχή (τα βορειοανατολικά), και πιο εξελιγμένα εμπορικά, μεταφορικά και οικονομικά συστήματα σε σύγκριση με τον αγροτικό νότο.[3] Επίσης, οι πολιτείες της Ένωσης είχαν πλεονέκτημα στο εργατικό δυναμικό με αναλογία 5 προς 2 στην αρχή του πολέμου.[4]
Χρόνο με τον χρόνο, η Συνομοσπονδία συρρικνωνόταν και έχανε έλεγχο των πόρων και του πληθυσμού. Παράλληλα, η Ένωση μετέτρεψε την υπεροχή της σε ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της ισχύος της Ένωσης έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σε κατεχόμενες περιοχές και να προστατεύει σιδηροδρόμους και άλλα σημεία ζωτικής σημασίας. Η υπεροχή της Ένωσης σε πληθυσμό και βιομηχανία θα αποδεικνυόταν μακροχρόνιοι παράγοντες για την επικράτησή της επί της Συνομοσπονδίας, αλλά από την άλλη χρειάστηκε πολύ χρόνο για να κινητοποιήσει πλήρως όλους τους πόρους της.[5]
Κοινή γνώμη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επίθεση στο Οχυρό Σάμτερ ξεσήκωσε τους Βόρειους προς υπεράσπιση του Αμερικανικού εθνικισμού. Ο ιστορικός, Άλαν Νέβινς, αναφέρει:
Ο κεραυνός του Σάμτερ είχε ως αποτέλεσμα μια εκπληκτική κρυσταλλοποίηση του συναισθήματος των Βορείων … Η οργή κατέλαβε την περιοχή. Από κάθε πλευρά ερχόταν ειδήσεις για μαζικές συγκεντρώσεις, ομιλίες, αποφάσεις, προσφορές οικονομικής υποστήριξης, συγκέντρωση λόχων και συνταγμάτων, τις καθοριστικές ενέργειες των κυβερνητών και των νομοθετικών σωμάτων.[6]
Ο ΜακΚλίντοκ αναφέρει:
Την εποχή αυτή, οι Βόρειοι είχαν δίκιο να διερωτώνται για τη σχεδόν πλήρη ομοφωνία που τόσο γρήγορα ακολούθησε τη μακρά περίοδο δριμύτητας και διχόνοιας. Δεν θα κρατούσε για όλη τη διάρκεια του πολέμου – ή ακόμη τον πρώτο χρόνο – αλλά εκείνη τη στιγμή ενότητας ξεδιπλώθηκε ο κοινός εθνικισμός των Βορείων που συνήθως κρύβεται πίσω από τις βίαιες μάχες της πολιτικής αρένας[7]
Ο ιστορικός Μάικλ Σμιθ, υποστηρίζει πως χρόνο με τον χρόνο το πνεύμα του Αμερικανικού ρεπουμπλικανισμού μεγάλωνε στο πεδίο του πολέμου, και δημιουργούσε φόβους κατάρρευσης στα ανώτερα στρώματα. Οι ψηφοφόροι ανησυχούσαν για τη συγκέντρωση των εξουσιών στην Ουάσινγκτον, τις υπερβολικές δαπάνες και την αισχροκέρδεια του πολέμου. Οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι έδωσαν έμφαση σε αυτούς τους φόβους. Οι υποψήφιοι προσέθεσαν πως ο ταχύς εκσυγχρονισμός είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση μεγάλης πολιτικής ισχύος στους κεφαλαιούχους και τους βιομηχάνους της ανατολικής ακτής. Προειδοποίησαν πως η κατάργηση της δουλείας θα είχε ως αποτέλεσμα «πλημμύρα» ελεύθερων μαύρων στην αγορά εργασίας του Βορρά.
Οι Ρεπουμπλικάνοι απάντησαν με ισχυρισμούς για ηττοπάθεια. Κατηγόρησαν τους Copperheads για εγκληματικές συνωμοσίες ώστε να ελευθερώσουν Συνομόσπονδους αιχμάλωτους πολέμου, και έπαιξαν στο πνεύμα του εθνικισμού και της αυξανόμενης έχθρας κατά των ιδιοκτητών δούλων, ως το ένοχο κομμάτι του πολέμου.[8]
Πρόεδρος Λίνκολν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ιστορικοί εξήραν σε μεγάλο βαθμό την «πολιτική ευφυΐα» του Αβραάμ Λίνκολν κατά τη διάρκεια της προεδρίας του.[9] Η κύρια προτεραιότητα του ήταν η στρατιωτική νίκη. Αυτό απαιτούσε την τελειοποίηση νέων δεξιοτήτων ως στρατηγού και διπλωμάτη. Επέβλεπε τις προμήθειες, τα οικονομικά, το ανθρώπινο δυναμικό, την επιλογή των στρατηγών και τη συνολική πορεία της στρατηγικής. Εργαζόταν στενά με τους κυβερνητικούς και τους τοπικούς πολιτικούς, κινητοποίησε την κοινή γνώμη και διατύπωσε ευκρινώς (στο Γκέτισμπεργκ) την εθνική αποστολή που καθόρισε την Αμερική έκτοτε. Η θέληση του Λίνκολν να συνεργαστεί με πολιτικούς και προσωπικούς αντιπάλους έκαναν την Ουάσινγκτον να λειτουργεί πιο στρωτά από ότι το Ρίτσμοντ, πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας, ενώ το πνεύμα του εξομάλυνε πολλά προβλήματα. Το υπουργικό συμβούλιο του Λίνκολν αποδείχθηκε πιο ισχυρό και αποτελεσματικό από αυτό το Ντέηβις, αφού ο Λίνκολν διοχέτευσε τις προσωπικές έχθρες σε ανταγωνισμό τελειότητας αντί για αμοιβαία καταστροφή. Μαζί με τον Ουίλιαμ Σιούαρντ ως υπουργό εξωτερικών, τον Σάλμον Π. Τσέις ως υπουργό οικονομίας, και (από το 1862) τον Έντουιν Στάντον ως υπουργό πολέμου, ο Λίνκολν διέθετε ένα ισχυρό υπουργικό συμβούλιο με αποφασιστικούς άνδρες. Εκτός από την παρακολούθηση των σημαντικών διορισμών και αποφάσεων, ο Λίνκολν τους έδωσε ελευθερία κινήσεων ώστε να τερματίσουν την ανταρσία των Συνομόσπονδων.[10]
Κογκρέσο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο ενέκρινε πολλούς σημαντικούς νόμους που αναμόρφωσαν την εθνική οικονομία, το οικονομικό, το φορολογικό, το χωροταξικό σύστημα και το σύστημα ανώτερης εκπαίδευσης.[11] Ο Λίνκολν έδινε ελάχιστη σημασία στη νομοθετική εξουσία του μιας και εστίαζε σε πολεμικά θέματα αλλά συνεργαζόταν με ισχυρούς πολιτικούς του Κογκρέσου όπως οι Θαντέους Στίβενς (σε θέματα φορολογίας και προϋπολογισμού), Τσαρλς Σάμνερ (σε θέματα εξωτερικής πολιτικής), Λύμαν Τράμπουλ (σε θέματα δικαιοσύνης), Τζάστιν Σμιθ Μόριλ (σε θέματα απαλλοτριώσεων και δασμών) και Ουίλιαμ Πιτ Φέσεντεν (σε οικονομικά θέματα).[12]
Τα στρατιωτικά θέματα και τα θέματα αναδόμησης ήταν κάτι διαφορετικό. Ο Λίνκολν, ως ηγέτης των μετριοπαθών και συντηρητικών φατριών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, διασταύρωνε συχνά τη σπάθη του με τους Ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνους, που ηγούνταν από τους Στίβενς και Σάμνερ. Ο συγγραφέας, Μπρους Ταπ, αναφέρει πως το Κογκρέσο αμφισβήτησε τον ρόλο του Λίνκολν ως επικεφαλής του επιτελείου του στρατού μέσω της Κοινής Επιτροπής Διεξαγωγής του Πολέμου. Επρόκειτο για κοινή επιτροπή και των δύο βουλών στην οποία κυριαρχούσαν οι Ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι είχαν σκληρή αντιμετώπιση κατά της Συνομοσπονδίας. Κατά την 37η και την 38η Συνεδρίαση, η επιτροπή ερεύνησε κάθε πτυχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ένωσης, με ειδική μέριμνα για την εύρεση των διοικητών που ήταν υπαίτιοι για τις στρατιωτικές ήττες. Η αποτυχία θεωρήθηκε πως ήταν αποτέλεσμα κακών κινήτρων ή προσωπικών αποτυχιών. Η επιτροπή έδειξε τη δυσπιστία της στους αποφοίτους της Στρατιωτικής Ακαδημίας στο Γουέστ Πόιντ, μιας και πολλοί από αυτούς ηγούνταν τον στρατό των αντιπάλων. Υπήρξαν μέλη της επιτροπής που προτιμούσαν στρατηγούς με πολιτικό υπόβαθρο και ικανοποιητικό πολιτικό παρελθόν. Πολλοί εξ αυτών θεώρησαν πως οι απόφοιτοι της Στρατιωτικής Ακαδημίας που ενεπλάκησαν σε στρατιωτικούς ελιγμούς ήταν δειλοί ή ακόμη και ανόητοι. Η επιτροπή κατέληξε στην επιλογή μη ικανών αλλά πολιτικά ορθών στρατηγών.[13]
Αντιπολίτευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χρέη αντιπολίτευσης εκτελούσαν οι "Copperheads" Δημοκράτες, οι οποίοι είχαν ισχύ στις μεσοδυτικές πολιτείες και επιθυμούσαν την απόσχιση των Συνομόσπονδων. Στα ανατολικά, η μεγαλύτερη εναντίωση προερχόταν από τους Ιρλανδούς Καθολικούς, αλλά σε αυτήν περιλαμβανόταν οικονομικές συμφωνίες που είχαν πραγματοποιήσει με τους Νότιους. Το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν διαχωρισμένο σε μεγάλο βαθμό. Το 1861 οι περισσότεροι Δημοκράτες υποστήριξαν τον πόλεμο. Ωστόσο, το κόμμα χωρίστηκε στη μέση μεταξύ των μετριοπαθών που υποστήριζαν τον πόλεμο και την ειρήνη, στους οποίους περιλαμβανόταν και οι Copperheads. Το κόμμα επωφελήθηκε στις εκλογές του 1862 όταν ο μετριοπαθής Οράτιο Σέυμουρ εξελέγη κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. Κατέλαβε 28 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν τον έλεγχο τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία. [[Αρχεία:Emancipation proclamation.jpg|thumb|250px|Ο Λίνκολν σε συνάντηση με το Υπουργικό του Συμβούλιο για την πρώτη ανάγνωση του προσχεδίου της Διακήρυξης Χειραφέτησης στις 22 Ιουλίου 1862]]
Για παράδειγμα οι εκλογές του 1862 για το νομοθετικό σώμα της Ιντιάνα ήταν έντονες και αμφίρροπες. Αν και οι Δημοκράτες απέκτησαν την πλειοψηφία στο σώμα, δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον πόλεμο. Ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης Όλιβερ Π. Μόρτον μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στη συνεισφορά της πολιτείας του στην πολεμική προσπάθεια παρά την πλειοψηφία των Δημοκρατών.[14] Η Ουάσινγκτον παρείχε βοήθεια το 1864 στο άνοιγμα δρόμου για την επιστροφή των στρατιωτών του Χούσιερ στην πατρίδα τους ώστε να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία.[15] Κατά μήκος του Βορρά το 1864, η μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών ψήφισαν υπέρ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Όσοι είχαν ψηφίσει το Δημοκρατικό πριν τον πόλεμο είτε απείχαν της διαδικασίας είτε ψήφισαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.[16]
Καθώς οι νόμοι περί στρατολόγησης των ομοσπονδιακών γινόταν σκληρότεροι, υπήρχε έντονη ανησυχία στους επικεφαλής της αντιπολίτευσης, κυρίως στην Ιρλανδική κοινότητα και τους ανθρακωρύχους της Πενσυλβάνια. Η κυβέρνηση χρειαζόταν τον άνθρακα περισσότερο από τους στρατιώτες, και έτσι αγνόησε τη μεγάλη υπεκφυγή στρατολόγησης στην περιοχή στην οποία δεν υπήρχε βία.[17][18] Οι βίαιες διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης στη Νέα Υόρκη το 1863 περιορίστηκαν από τον Στρατό των ΗΠΑ ο οποίος άνοιξε πυρ στους δρόμους της πόλης.[19][20]
Οι Δημοκράτες πρότειναν τον Τζορτζ ΜακΚλέλαν, φιλοπόλεμο Δημοκρατικό το 1864 στης προεδρικές εκλογές του 1864, αλλά τον τοποθέτησαν σε αντιπολεμικό περιβάλλον. Στο Κογκρέσο η αντιπολίτευση που εναντιωνόταν στον πόλεμο ήταν πολύ αδύναμη – όπως και στις περισσότερες πολιτείες. Στην Ιντιάνα και το Ιλινόι οι φιλοπόλεμοι κυβερνήτες κατατρόπωσαν τα αντιπολεμικά νομοθετικά σώματα που εξελέγησαν το 1862. Για 30 χρόνια μετά τον πόλεμο οι Δημοκράτες έφεραν το βάρος της αντίθεσης τους στον Λίνκολν, ο οποίος θεωρούνταν από πολλούς ως σωτήρας για την Ένωση και αυτός που θα έθετε τέλος στη δουλεία.[21]
Copperheads
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Copperheads ήταν μεγάλη φατρία των βόρειων Δημοκρατικών οι οποίοι ήταν αντίθετοι στον πόλεμο, απαιτώντας άμεση εγκαθίδρυση ειρήνης. Έλεγαν πως ήθελαν να αποκαταστήσουν «την Ένωση όπως ήταν» (το οποίο σημαίνει, με τον Νότο και τη δουλεία) αλλά αντιλήφθηκαν πως η Συνομοσπονδία δεν θα επέστρεφε εθελοντικά στις ΗΠΑ.[22] Ο κορυφαίος της ομάδας αυτής ήταν ο Κλέμεντ Λ. Βαλέντιγκαμ, μέλος του Κογκρέσου και ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος στο Οχάιο όπου ηττήθηκε σε σκληρή εκλογική μάχη για τη θέση του κυβερνήτη το 1863. Ρεπουμπλικάνοι εισαγγελείς στις μεσοδυτικές πολιτείες απήγγειλαν κατηγορίες προδοσίας κατά ορισμένων ακτιβιστών των Copperheads σε σειρά δικών το 1864.[23]
Το κίνημα αυτό ήταν λαϊκό κίνημα, το οποίο είχε μεγαλύτερη ισχύ βόρεια του ποταμού Οχάιο, όπως και σε αστικές συνοικίες που κατοικούνταν από ορισμένες εθνικές ομάδες. Μερικοί ιστορικοί ισχυρίστηκαν πως εκπροσωπούσαν το παραδοσιακό στοιχείο το οποίο ανησυχούσε για τον ταχύ εκσυγχρονισμό της κοινωνίας που προωθούσε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Εμπνεόταν από τη Δημοκρατία του Τζάκσον – με ιδεώδη που προωθούσαν αγροτική θεώρηση της κοινωνίας και όχι βιομηχανοποιημένη. Η Βέμπερ (2006) υποστηρίζει πως οι Copperheads κατέστρεψαν την πολεμική προσπάθεια της Ένωσης, πολεμώντας τη στρατολόγηση και ενθαρρύνοντας τη λιποταξία και δημιουργώντας συνωμοσίες.[24] Ωστόσο, άλλοι ιστορικοί αναφέρουν πως οι Copperheads ήταν νόμιμη αντιπολιτευτική δύναμη που είχε άδικη μεταχείριση από την κυβέρνηση, προσθέτοντας πως η στρατολόγηση βρισκόταν σε ανυποληψία και πως οι Ρεπουμπλικάνοι υπερέβαλαν σε μεγάλο βαθμό με τις θεωρίες συνωμοσίας εξυπηρετώντας σκοπούς ανταρσίας.[25] Το κίνημα των Copperheads ήταν σημαντικό θέμα στις προεδρικές εκλογές του 1864 – η ισχύς του αυξήθηκε όταν ο Στρατός της Ένωσης είχε άσχημες επιδόσεις και ελαττωνόταν όταν πραγματοποιούσε σημαντικές νίκες. Μετά την πτώση της Ατλάντα τον Σεπτέμβριο του 1864, οι στρατιωτικές επιτυχίες ήταν βέβαιες και το κίνημα κατέρρευσε.[22]
Στρατιώτες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στρατολόγηση εθελοντών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενθουσιώδεις νέοι άνδρες κραύγαζαν για να ενταχθούν στον Στρατό της Ένωσης το 1861. Είχαν την υποστήριξη των οικογενειών τους για λόγους ενθουσιασμού και πατριωτισμού. Η Ουάσινγκτον αποφάσισε να αφήσει άθικτο τον τακτικό στρατό. Διέθετε μόνον 16.000 άνδρες και χρειαζόταν να περιφρουρεί τα σύνορά της. Ωστόσο, οι αξιωματικοί του στρατού μπορούσαν να συμμετάσχουν στον νεοσυσταθέν εθελοντικό στρατό, προσδοκώντας πως η εμπειρία τους θα οδηγούσε σε ταχείς προβιβασμούς. Το πρόβλημα όμως στον εθελοντικό στρατό, ήταν η σοβαρή έλλειψη σχεδίου, ηγεσίας και οργάνωσης στα ανώτατα επίπεδα. Η Ουάσινγκτον ζήτησε στρατεύματα από τις πολιτείες, και κάθε κυβερνήτης βόρειας πολιτείας ανέπτυξε και εξόπλισε τα συντάγματα του, χρεώνοντας τα έξοδα στο Υπουργείο Πολέμου. Οι στρατιώτες μπορούσαν να εκλέξουν τους κατώτερους αξιωματικούς, οι κυβερνήτες όριζαν τους ανώτερους, ενώ ο Λίνκολν όριζε τους στρατηγούς. Κατά βάση, οι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τις τοπικές οργανώσεις τους για να συγκεντρώσουν στρατό και ήταν υποψήφιοι (εφ' όσον ήταν υγιείς) για να γίνουν συνταγματάρχες. Το πρόβλημα ήταν πως το Υπουργείο Πολέμου, υπό την αποδιοργανωμένη ηγεσία του Σάιμον Κάμερον, όριζε τοπικές και ιδιωτικές ομάδες ώστε να συστήσουν συντάγματα. Το αποτέλεσμα ήταν ευρεία σύγχυση και καθυστέρηση.
Η Πενσυλβάνια, για παράδειγμα, είχε μεγάλα προβλήματα. Όταν η Ουάσινγκτον ζήτησε ακόμη 10 συντάγματα, υπήρξαν αρκετοί εθελοντές ώστε να σχηματιστούν 30. Όμως, ήταν διαμοιρασμένοι σε 70 νέες μονάδες, εκ των οποίων καμία δεν σχημάτιζε ένα ολοκληρωμένο σύνταγμα. Το πρόβλημα δεν λύθηκε μέχρι τη στιγμή που η Ουάσινγκτον ενέκρινε τον κυβερνητικό έλεγχο σε όλες τις νέες μονάδες.[26]
Μέχρι το τέλος του 1861, 700.000 στρατιώτες είχαν συγκεντρωθεί στα στρατόπεδα της Ένωσης. Στο πρώτο κύμα την άνοιξη οι στρατιώτες κλήθηκαν για 90 μέρες, και έπειτα επέστρεψαν στις πατρίδες τους ή επανακατατάχθηκαν. Τα μεταγενέστερα κύματα είχαν διάρκεια τριών χρόνων.
Οι νεοσύλλεκτοι περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους γυμναζόμενοι σε σχηματισμούς λόχων και συνταγμάτων. Οι μάχες του πρώτου χρόνου, αν και στρατηγικά σημαντικές, απαιτούσαν σχετικά μικρές δυνάμεις και είχαν ελάχιστες απώλειες. Οι ασθένειες ήταν η σημαντικότερη αιτία για νοσηλεία σε νοσοκομείο ή και θάνατο.
Τους πρώτους μήνες, οι στρατιώτες διέθεταν στολές κακής ποιότητας κατασκευασμένες από «ψεύτικα» υλικά, αλλά μέχρι το φθινόπωρο όλοι οι στρατιώτες διέθεταν στολές από ανθεκτικό μαλλί, χρώματος μπλε. Τα εργοστάσια του κράτους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τουφεκιών, κανονιών, αμαξών, σκηνών, τηλεγράφων και άλλων απαραίτητων υλικών.
Ενώ η οικονομία είχε τεθεί σε κατάσταση αργίας ή καταπίεσης την άνοιξη του 1861, λόγω φόβων από τη διεξαγωγή του πολέμου αλλά και από μποϋκοτάζ των νοτίων, μέχρι το φθινόπωρο οι επιχειρήσεις προσλάμβαναν και πάλι προσωπικό, προσφέροντας θέσεις εργασίας σε νέους και αποτελούσαν έναν εναλλακτικό τρόπο βοήθειας στη διεξαγωγή του πολέμου. Η έλλειψη κομματισμού ήταν ο κανόνας τον πρώτο χρόνο, αλλά μέχρι το καλοκαίρι του 1862, πολλοί Δημοκράτες σταμάτησαν να υποστηρίζουν την πολεμική προσπάθεια, και οι εθελοντές μειώθηκαν.
Η ζήτηση για ολοένα και περισσότερους στρατιώτες συνεχίστηκε, και έτσι πολιτείες και τοπικές οργανώσεις αποκριθήκαν προσφέροντας χρηματικά επιδόματα. Μέχρι το 1863 είχε τεθεί σε ισχύ νόμος για τη στρατολόγηση, αλλά ελάχιστοι ήταν αυτοί που στρατολογήθηκαν ή υπηρέτησαν μιας και ο νόμος προέβλεπε να χρησιμοποιηθούν ως εθελοντές ή αντικαταστάτες. Άλλοι κρύφτηκαν ή έφυγαν από τη χώρα. Με τη Διακήρυξη Χειραφέτησης να τίθεται σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1863, οι τοπικές οργανώσεις μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις δικές τους στρατολογήσεις προωθώντας συντάγματα που αποτελούνταν από πρώην δούλους τα οποία επιχειρούσαν στον Νότο.[27]
Ο πόλεμος της γραφειοκρατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συνολικά, οι εθνικές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν αποτελεσματικά τον μεγάλο όγκο της γραφειοκρατίας. Οι δεξιότητες που αναπτύχθηκαν στις ασφαλιστικές και χρηματοοικονομικές εταιρείες αποτέλεσαν τη βάση δημιουργίας συστημάτων φορμών, αντιγράφων, περιλήψεων και αρχειοθέτησης που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιοποίηση των ανθρωπίνων δεδομένων. Ο επικεφαλής της προσπάθειας αυτής, ο Τζον Σω Μπίλινγκς, ανέπτυξε στη συνέχεια σύστημα αποθήκευσης, ταξινόμησης και καταμέτρησης αριθμητικών πληροφοριών με τη χρήση διατρητών καρτών. Παρ' όλα αυτά, η παλαιά μεθοδολογία έπρεπε να ξεπεραστεί.[28]
Ιατρική κατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περισσότεροι στρατιώτες πέθαναν από ασθένειες παρά στο πεδίο της μάχης, ενώ ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός αυτών που τέθηκαν εκτός στρατού από τραυματισμούς, ασθένειες και ατυχήματα. Η Ένωση αποκρίθηκε κατασκευάζοντας στρατιωτικά νοσοκομεία σε κάθε πολιτεία.
Η ποιότητα της υγιεινής στα στρατόπεδα ήταν πολύ άσχημη, ειδικά στην αρχή του πολέμου όταν στρατιώτες που βρέθηκαν μακριά από τις πατρίδες τους βρέθηκαν να γυμνάζονται μαζί με χιλιάδες ξένους. Στην αρχή υπήρξαν επιδημίες παιδικών ασθενειών όπως ανεμοβλογιά, παρωτίτιδα, κοκκύτης, και κυρίως ιλαρά. Οι επιχειρήσεις στον Νότο γινόταν σε επικίνδυνο περιβάλλον και εμφανίστηκαν νέες ασθένειες όπως διάρροια, δυσεντερία, τυφοειδής πυρετός και ελονοσία. Δεν υπήρχαν αντιβιοτικά και έτσι οι γιατροί συνταγογραφούσαν καφέ, ουίσκι και κινίνη. Οι κακές καιρικές συνθήκες, η κακή ποιότητα του νερού, η ανεπαρκής προφύλαξη τους χειμερινούς μήνες και τα βρώμικα νοσοκομεία έπαιξαν τον ρόλο τους.[29] Τα γεγονότα αυτά αποτελούσαν συνηθισμένο σενάριο την εποχή αυτή, με τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι Συνομόσπονδοι να είναι πολύ χειρότερες. Αυτό που διέφερε στην Ένωση, ήταν η εμφάνιση επαρκώς χρηματοδοτημένων ιατρικών οργανωτών οι οποίοι είχαν ενεργό δράση ειδικά στο Ιατρικό Τμήμα του Στρατού των ΗΠΑ,[30] και τη νεοσυσταθείσα Υγειονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών.[31] Πολυάριθμες διευθύνσεις στόχευαν επίσης στις ιατρικές και ηθικές ανάγκες των στρατιωτών, όπως η Χριστιανική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και άλλες μικρότερες οργανώσεις όπως το Κέντρο Ανακούφισης Συζύγων Ασθενών και Τραυματιών Πολέμου που ιδρύθηκε το 1861 από τον Χένρι Γουίτνι Μπέλοους και την Ντορόθεα Ντιξ. Τα συστηματικά καλέσματα για χρηματοδότηση τους προσέλκυσαν τη συνείδηση της κοινωνίας αλλά και ποσά εκατομμυρίων δολαρίων. Χιλιάδες εθελοντών εργάστηκαν σε νοσοκομεία και γηροκομεία, με γνωστότερο τον ποιητή Γουόλτ Γουίτμαν. Ο Φρέντρικ Λόου Όλμστεντ, γνωστός αρχιτέκτονας τοπίου, ήταν ο επικεφαλής της Υγειονομικής Επιτροπής.[32]
Οι πολιτείες μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα που συγκέντρωναν από τους φόρους για να υποστηρίξουν τα στρατεύματά τους, όπως έκανε το Οχάιο. Υπό τον δραστήριο κυβερνήτη Ντέιβιντ Τοντ, Φιλοπόλεμο Δημοκράτη, το Οχάιο λειτούργησε με έντονους ρυθμούς. Μετά την απρόβλεπτη σφαγή στη μάχη του Σίλο τον Απρίλιο του 1862, το Οχάιο έστειλε τρία ατμόπλοια στο πεδίο της μάχης ως πλωτά νοσοκομεία, εξοπλισμένα με γιατρούς, νοσοκόμες και ιατρικές προμήθειες. Ο στόλος της πολιτείας έφτασε συνολικά στα 11 πλωτά νοσοκομεία, ενώ τοποθετήθηκαν 12 αξιωματικοί στους μεταφορικούς κόμβους ώστε να βοηθήσουν στην κίνηση των στρατιωτών του Οχάιο.[33]
Η Χριστιανική Επιτροπή αποτελούνταν από 6.000 βοηθούς οι οποίοι βοήθησαν τους ιερείς με πολλούς τρόπους.[34] Για παράδειγμα, οι πράκτορες της διένειμαν Βίβλους, πραγματοποιούσαν θρησκευτικές ομιλίες, ενώ βοηθούσαν στην αλληλογραφία. Επίσης, δίδαξαν στους στρατιώτες ανάγνωση και γραφή και έστησαν βιβλιοθήκες στα στρατόπεδα.[35]
Ο Στρατός πήρε πολλά μαθήματα και εκσυγχρόνισε τις διαδικασίες του,[36] ενώ η ιατρική επιστήμη—ειδικά η χειρουργική—πραγματοποίησε αρκετά βήματα προόδου.[37] Μακροπρόθεσμα, οι εμπειρίες του πολέμου από τις πολυάριθμες επιτροπές της Ένωσης εκσυγχρόνισαν τη δημόσια αγαθοεργία, και έθεσαν τις βάσεις για μεγάλης κλίμακας φιλανθρωπίες στην Αμερική, η οποία βασιζόταν σε εκστρατείες συγκέντρωσης χρημάτων και ιδιωτικές δωρεές.[38]
Επιπλέον, οι γυναίκες ανέλαβαν νέους δημόσιους ρόλους. Για παράδειγμα, η Μαίρη Λίβερμορ (1820–1905), διευθύντρια της Υγειονομικής Επιτροπής των ΗΠΑ στο Σικάγο, χρησιμοποίησε τις νέες οργανωτικές ικανότητες της για να κινητοποιήσει υποστήριξη για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών μετά τον πόλεμο. Υποστήριξε πως οι γυναίκες χρειαζόταν περισσότερη εκπαίδευση και ευκαιρίες εργασίας ώστε να εκπληρώσουν τον ρόλο τους υπηρετώντας τους άλλους.[39]
Η Υγειονομική Επιτροπή συγκέντρωσε τεράστιες ποσότητες στατιστικών δεδομένων, δημιουργώντας έτσι προβλήματα για την αποθήκευση πληροφοριών, τη γρήγορη πρόσβαση σε αυτά και τη μηχανική αναζήτησή τους.[40] Πρωτοπόρος στον τομέα αυτό ήταν ο Τζον Σω Μπίλινγκς (1838–1913). Ο Μπίλινγκς, χειρούργος στον πόλεμο, κατασκεύασε δύο από τις πιο σημαντικές βιβλιοθήκες στον κόσμο, τη Βιβλιοθήκη του Γενικού Χειρουργικού Γραφείου και τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης. Επίσης ανέλυσε τον τρόπο μηχανικής ανάλυσης των δεδομένων μέσω μετατροπής τους σε αριθμούς δημιουργώντας διατρητή κάρτα που ανέπτυξε ο μαθητής του Χέρμαν Χόλεριθ, ο οποίος το 1911 άνοιξε την εταιρεία International Business Machines (IBM).[41]
Αιχμάλωτοι πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Και οι δύο πλευρές διέθεταν φυλακές αιχμαλώτων. Χειρίστηκαν περίπου 400.000 αιχμαλώτους, αλλά πολλοί από αυτούς αποφυλακίστηκαν τάχιστα και δεν αιχμαλωτίστηκαν ποτέ ξανά. Το Γραφείο Καταγραφών και Συντάξεων καταμέτρησε το 1901, 211.000 βόρειους που αιχμαλωτίστηκαν. Την περίοδο 1861–63 οι περισσότεροι αποδεσμεύτηκαν λόγω τιμής. Μετά την κατάρρευση του συστήματος απελευθέρωσης λόγω τιμής ο 1863, περίπου 195.000 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των Συνομόσπονδων. Αντιθέτως 464.000 Συνομόσπονδοι αιχμαλωτίστηκαν (αρκετοί κατά τις τελευταίες μέρες) και 215.000 φυλακίστηκαν. Πάνω από 30.000 αιχμάλωτοι της Ένωσης και σχεδόν 26.000 Συνομόσπονδοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Λίγο περισσότερο από το 12% των αιχμαλώτων πέθαναν σε φυλακές των Βορείων, σε σύγκριση με το 15,5% των φυλακών των Νοτίων.[42][43]
Διαδηλώσεις κατά της στρατολόγησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δυσαρέσκεια για τον νόμο περί στρατολόγησης του 1863 οδήγησε σε διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις και αγροτικές περιοχές. Οι πιο σημαντικές έλαβαν χώρα στη Νέα Υόρκη μεταξύ 13 και 16 Ιουλίου 1863.[44] Ιρλανδοί Καθολικοί και άλλοι εργάτες ήρθαν αντιμέτωποι με αστυνομικούς, πολιτοφύλακες και μονάδες τακτικού στρατού μέχρι τη στιγμή που το πυροβολικό του Στρατού βγήκε στους δρόμους. Οι διαδηλώσεις είχαν στόχο αρχικά τη στρατολόγηση, αλλά στη συνέχεια απέκτησαν βίαια μορφή κατά μαύρων στην πόλη της Νέας Υόρκης, σκοτώνοντας πολλούς εξ αυτών στους δρόμους.[45]
Μικρής κλίμακας διαδηλώσεις έλαβαν χώρα σε συνοικίες Γερμανών και Ιρλανδών, αλλά και σε περιοχές κατά μήκος του ποταμού Οχάιο με τη συμμετοχή πολλών μελών της αντιπολίτευσης των Copperheads. Πολλές από τις διαδηλώσεις αυτές καταστάλθηκαν μετά από επέμβαση του Στρατού.[46][47][48]
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οικονομία της ένωσης αυξήθηκε και άκμασε την περίοδο του πολέμου ενώ τροφοδοτούσε έναν πολύ μεγάλο στρατό και ναυτικό.[49] Οι Ρεπουμπλικάνοι στην Ουάσινγκτον είχαν μια φιλελεύθερη άποψη για ένα βιομηχανικό έθνος, με μεγάλες πόλεις, αποτελεσματικά εργοστάσια, παραγωγικά αγροκτήματα, πλήρως εθνικές τράπεζες, και ένα πλήρως σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο, το οποίο θα κινητοποιούνταν από τον Στρατιωτικό Σιδηρόδρομο των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Νότιοι διέθεταν ανθεκτικές πολιτικές όπως δασμούς για την προώθηση της βιομηχανίας και νόμους τόνωσης της γεωργίας μιας και η δουλεία δεν θα είχε αποτέλεσμα. Με τους Νότιους να έχουν απομακρυνθεί και τους Βόρειους Δημοκράτες αδύναμους, οι Ρεπουμπλικάνοι μπόρεσαν να περάσουν τις νομοθεσίες τους. Την ίδια στιγμή ενέκριναν νέους φόρους για να αποπληρώσουν μέρος του πολέμου και εξέδωσαν μεγάλα ποσά ομολόγων για να πληρώσουν το μεγαλύτερο εναπομείναν μέρος. Οι ιστορικοί της οικονομίας αποδίδουν το υπόλοιπο κόστος του πολέμου στον πληθωρισμό. Το Κογκρέσο σχεδίασε ένα περίπλοκο πρόγραμμα οικονομικού εκσυγχρονισμού που είχε τον διπλό σκοπό να κερδίσει τον πόλεμο και να μεταμορφώσει μόνιμα την οικονομία.[50]
Χρηματοδότηση του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1860 το Υπουργείο Οικονομίας είχε ελάχιστα καθήκοντα και χρηματοδοτούσε τις μικρής κλίμακας επιχειρήσεις της κυβέρνησης μέσω πώλησης γαιών και δασμών.[51] Τα έσοδα από την περίοδο της ειρήνης ήταν ελάχιστα σε σχέση με το κόστος που απαιτούσε ένας πόλεμος αλλά το Υπουργείο Οικονομίας υπό τον Σάλμον Π. Τσέις είχε δείγματα ασυνήθιστης ευρηματικότητας στη χρηματοδότηση του πολέμου δίχως να καταστρέψει την οικονομία.[52] Επιβλήθηκαν πολλοί νέοι φόροι έχοντας πάντοτε ένα πατριωτικό υπόβαθρο συγκρίνοντας την οικονομική θυσία με τις θυσίες της ζωής και των άκρων. Η κυβέρνηση πλήρωσε για προμήθειες χρησιμοποιώντας πραγματικό χρήμα, γεγονός που ενθάρρυνε τους πολίτες να πουλήσουν στην κυβέρνηση ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους. Αντίθετα, η Συνομοσπονδία εξέδωσε χρεωστικά γραμμάτια κατά την κατάσχεση της περιουσίας, έτσι ώστε ακόμη και οι πιο πιστοί Συνομόσπονδοι να κρύψουν τα άλογα και τα μουλάρια τους αντί να τα πουλήσουν για ένα αμφισβητήσιμο χαρτί. Γενικά, το χρηματοπιστωτικό σύστημα των Βορείων είχε μεγάλη επιτυχία στην άντληση χρημάτων και τη μετατροπή του πατριωτισμού σε κέρδος, ενώ το σύστημα της Συνομοσπονδίας εξαντλούσε τους πατριώτες της.[53]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειαζόταν 3,1 δισεκατομμύρια δολάρια για την πληρωμή των τεράστιων στρατών και στόλων για τον Εμφύλιο Πόλεμο—πάνω από 400 εκατομμύρια μόνο το 1862.[54] Πέρα από τους δασμούς, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων προερχόταν από τους νέους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που επιβλήθηκαν σε οποιοδήποτε βιομηχανοποιημένο αντικείμενο. Στη συνέχεια οι δασμοί αυξήθηκαν, μέσω διάφορων νόμων περί δασμών του Μόριλ. Τρίτον ήρθε ο πρώτος φόρος εισοδήματος του έθνους. Μόνον οι πλούσιοι πλήρωσαν και το ποσό τους επιστράφηκε στο τέλος του πολέμου.
Εκτός από τους φόρους, η δεύτερη σημαντική πηγή εισοδήματος ήταν τα κρατικά ομόλογα. Για πρώτη φορά τα ομόλογα που είχαν μικρές ονομαστικές αξίες πωλήθηκαν απευθείας στους πολίτες, έχοντας ως βασικούς παράγοντες τη δημοσιότητα και τον πατριωτισμό, σύμφωνα με το σχέδιο του τραπεζίτη Τζέι Κουκ. Οι πολιτειακές τράπεζες έχασαν τη δυνατότητα τους να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια. Μόνο οι εθνικές τράπεζες θα μπορούσαν να το πράξουν, και ο Τσέις διευκόλυνε τη διαδικασία δημιουργίας τέτοιων τραπεζών. Η διαδικασία περιλάμβανε την αγορά και κατοχή ομοσπονδιακών ομολόγων και οι κεφαλαιούχοι έσπευσαν να ανοίξουν αυτές τις τράπεζες. Ο Τσέις τις αρίθμησε, και έτσι η πρώτη κάθε πόλης ήταν η «Πρώτη Εθνική Τράπεζα».[55] Τρίτον η κυβέρνηση εξέδωσε χαρτονομίσματα, τα "greenbacks", τα οποία οδήγησαν σε διαμάχες μιας και προκάλεσαν πληθωρισμό.[56]
Το σημαντικότερο μέτρο των Βορείων ήταν ίσως η δημιουργία ενός συστήματος εθνικών τραπεζών που παρείχε ένα υγιές νόμισμα για την επέκταση της βιομηχανίας. Ακόμη πιο σημαντικό, οι εκατοντάδες νέες τράπεζες που ανοίχτηκαν έπρεπε να αγοράσουν κρατικά ομόλογα. Έτσι, το έθνος αποκόμισε έσοδα από τον δυνητικό πλούτο που αντιπροσωπεύουν οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τα αστικά κτίρια, τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις και αμέσως μεταβίβασε αυτά τα χρήματα στο υπουργείο Οικονομίας για τις ανάγκες του πολέμου.[57]
Δασμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο υπουργός Τσέις, αν και ήταν ελεύθερος έμπορος για πολλά χρόνια, συνεργάστηκε με τον Μόριλ για να εγκρίνει ένα δεύτερο νομοσχέδιο το καλοκαίρι του 1861, αυξάνοντας τα ποσοστά των δασμών κατά 10 μονάδες ώστε να δημιουργήσει περισσότερα έσοδα.[58] Τα μεταγενέστερα αυτά χαράτσια αποτελούσαν κατά κύριο λόγο έσοδα για την κάλυψη των αναγκών του πολέμου, αν και απολάμβαναν την υποστήριξη προστατευτιστών όπως ο Κάρεϊ, ο οποίος βοήθησε και πάλι τον Μόριλ στη σύνταξη του νομοσχεδίου. Ο Δασμός Μόριλ του 1861 σχεδιάστηκε ώστε να οδηγήσει στην αύξηση των εσόδων. Η δασμολογική πράξη του 1862 δεν είχε μοναδικό σκοπό την αύξηση των εσόδων, αλλά και την ενθάρρυνση εγκατάστασης εργοστασίων απαλλαγμένων από τον βρετανικό ανταγωνισμό, μέσω της φορολόγησης των βρετανικών εισαγωγών. Επιπλέον, προστάτευε τους Αμερικανούς εργάτες από τους χαμηλόμισθους Ευρωπαίους εργαζόμενους και, όντας σημαντικό επίδομα, προσέλκυσε δεκάδες χιλιάδες Ευρωπαίων να μεταναστεύσουν στην Αμερική ώστε να εργαστούν με υψηλούς μισθούς σε εργοστάσια και βιοτεχνίες.[59]
Τα τελωνειακά έσοδα από δασμούς υπολογίστηκαν στα 345 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ 1861 και 1865 ή το 43% των εισοδημάτων της ομοσπονδίας.
Επιχορηγήσεις γαιών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέθετε τεράστιες εκτάσεις προσοδοφόρων γαιών. Η πρόκληση ήταν να γίνει η γη αυτή χρήσιμη για τους πολίτες και να παρασχεθεί η οικονομική βάση για τον πλούτο που θα απέδιδε το χρέος του πολέμου. Οι επιχορηγούμενες γαίες χορηγήθηκαν στις εταιρείες κατασκευής σιδηροδρόμων ώστε να πραγματοποιήσουν συνδέσεις με την Καλιφόρνια. Μαζί με τις ελεύθερες εκτάσεις που αποδόθηκαν στους αγρότες από τον νόμο Homestead, τα αγροτεμάχια χαμηλού κόστους που δόθηκαν μέσω των επιχορηγήσεων επιτάχυναν την επέκταση της εμπορικής γεωργίας στη Δύση.
Η Πράξη Homestead του 1862 αποδέσμευσε τις δημόσιες γαίες. Οι επιχορηγήσεις γης στους σιδηρόδρομους σήμαιναν ότι μπορούσαν να πουλήσουν εκτάσεις για οικογενειακά αγροκτήματα (80 έως 200 στρέμματα) σε χαμηλές τιμές με εκτεταμένη πίστωση. Επιπλέον, η κυβέρνηση προωθούσε νέες πληροφορίες, επιστημονικές μεθόδους και τις πλέον πρόσφατες τεχνικές μέσω του νεοσυσταθέντος Υπουργείου Γεωργίας.[60][61]
Γεωργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γεωργία ήταν η μεγαλύτερη ενιαία βιομηχανία που κατάφερε να ακμάσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.[62][63] Οι τιμές ήταν υψηλές, και αυξανόταν από τη μεγάλη ζήτηση από τον στρατό και από τη Βρετανία (που εξαρτιόταν από το αμερικανικό σιτάρι για το ένα τέταρτο των εισαγωγών τροφίμων της). Ο πόλεμος ενήργησε ως καταλύτης που ενθάρρυνε την ταχεία υιοθέτηση μηχανών με άλογο και άλλων εργαλείων. Η ταχεία εξάπλωση των πρόσφατων εφευρέσεων, όπως η θεριστική μηχανή, έκαναν την εργατική δύναμη αποδοτική, ακόμη και όταν εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες ήταν στον στρατό. Πολλές σύζυγοι πήραν τη θέση τους και συχνά λάμβαναν συμβουλές μέσω ταχυδρομείου για το τι πρέπει να κάνουν. Όλο και περισσότερο βασίζονταν στην κοινότητα και την ευρύτερη οικογένεια για συμβουλές και βοήθεια.[64]
Η Ένωση χρησιμοποίησε εκατοντάδες ζώα. Ο στρατός είχε πολλά χρήματα για να τα αγοράσει από αγρότες και κτηνοτρόφους, αλλά ειδικά κατά τους πρώτους μήνες η ποιότητα τους ήταν ανάμεικτη.[65] Τα άλογα ήταν αναγκαία για το ιππικό και το πυροβολικό.[66] Τα μουλάρια έλκυαν τις άμαξες. Η προμήθεια συνεχίστηκε, παρά την άνευ προηγουμένου επιδημία βλέννας των αλόγων, μια θανατηφόρα ασθένεια που μπέρδεψε τους κτηνιάτρους.[67] Στον Νότο, ο στρατός της Ένωσης σκότωσε όλα τα άλογα που δεν χρειαζόταν για να τα κρατήσει μακριά από τα χέρια της Συνομοσπονδίας.
Εμπόριο βαμβακιού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το υπουργείο Οικονομίας άρχισε να αγοράζει βαμβάκι κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να το στείλει στην Ευρώπη και σε μύλους του βορρά. Οι πωλητές ήταν καλλιεργητές του Νότου που χρειάζονταν τα μετρητά, ανεξάρτητα από τον πατριωτισμό τους. Οι Βόρειοι αγοραστές θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλα κέρδη, ενοχλώντας έτσι στρατιωτικούς όπως ο Οδυσσέας Γκραντ. Κατηγόρησε τους Εβραίους εμπόρους και τους απομάκρυνε από τις γραμμές του το 1862, αλλά ο Λίνκολν γρήγορα απέρριψε αυτή την επίδειξη αντισημιτισμού. Οι επικριτές ανέφεραν ότι το εμπόριο βαμβακιού βοήθησε τον Νότο, παρατείνοντας τον πόλεμο και προωθώντας τη διαφθορά. Ο Λίνκολν αποφάσισε να συνεχίσει το εμπόριο επειδή φοβόταν πως η Βρετανία θα μπορούσε να παρέμβει εάν οι κατασκευαστές κλωστοϋφαντουργικών του αρνούνταν την πρώτη ύλη. Ένας άλλος στόχος ήταν να προωθηθεί ο Ενωτισμός στα νότια σύνορα. Οι κατασκευαστές κλωστοϋφαντουργικών του Βορρά χρειαζόταν βαμβάκι για να συνεχίσουν να παράγουν στολές, ενώ οι εξαγωγές βαμβακιού στην Ευρώπη παρείχαν σημαντική πηγή χρυσού για τη χρηματοδότηση του πολέμου.[68]
Κοινωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θρησκεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η προτεσταντική θρησκεία ήταν αρκετά ισχυρή στον Βορρά τη δεκαετία του 1860. Η Χριστιανική Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών έστειλε πράκτορες στα στρατόπεδα στρατού για να παρέχουν ψυχολογική στήριξη καθώς και βιβλία, εφημερίδες, φαγητό και ρουχισμό. Μέσα από προσευχές, κηρύγματα και λειτουργίες, οι πράκτορες υπηρέτησαν τις πνευματικές και κοσμικές ανάγκες των στρατιωτών καθώς προσπάθησαν να τους εντάξουν σε έναν χριστιανικό τρόπο ζωής.[69] Οι περισσότερες εκκλησίες προσπάθησαν να στηρίξουν τους στρατιώτες της ενορίας του και ιδιαίτερα τις οικογένειές τους στην πατρίδα τους. Μεγάλο μέρος της πολιτικής ρητορικής της εποχής είχε έναν ξεχωριστό θρησκευτικό τόνο.[70]
Ο προτεσταντικός κλήρος στην Αμερική πήρε διάφορες θέσεις. Σε γενικές γραμμές, τα διάφορα δόγματα όπως οι Μεθοδιστές, οι Βόρειοι Βαπτιστές και οι Συναθροιστές υποστήριζαν έντονα την πολεμική προσπάθεια. Οι Καθολικοί, οι Επισκοπιανοί, οι Λουθηρανοί και οι συντηρητικοί Πρεσβυτεριανοί γενικά απέφυγαν κάθε συζήτηση για τον πόλεμο, ώστε να μην απομακρύνουν τους πιστούς τους. Οι Κουάκεροι, ενώ υποστήριζαν ισχυρά το κίνημα κατά της δουλείας σε προσωπικό επίπεδο, αρνήθηκαν να πάρουν ενιαία θρησκευτική θέση. Κάποιοι κληρικοί που υποστήριξαν τη Συνομοσπονδία καταγγέλθηκαν ως Copperheads, ειδικά στις παραμεθόριες περιοχές.[71][72]
Μεθοδιστές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλοί Βόρειοι είχαν μόλις πρόσφατα γίνει θρησκευόμενοι (μετά τη Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση) και η θρησκεία αποτελούσε πλέον ισχυρή δύναμη στη ζωή τους. Κανένα δόγμα δεν ήταν πιο ενεργό στην υποστήριξη της Ένωσης από την Μεθοδιστική Επισκοπική Εκκλησία. Ο Καργουαρντάιν[73] υποστηρίζει ότι για πολλούς Μεθοδιστές, η νίκη του Λίνκολν το 1860 προκάλεσε την άφιξη της βασιλείας του Θεού στην Αμερική. Ενεργοποιήθηκαν από ένα όραμα για την ελευθερία για των δούλων, την απελευθέρωση από τις διώξεις των υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας, την απελευθέρωση από την κακή λαβή της Δουλοκρατίας στην αμερικανική κυβέρνηση και την υπόσχεση για μια νέα κατεύθυνση στην Ένωση.[73] Οι Μεθοδιστές αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο της λαϊκής υποστήριξης προς τους Ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνους με τη σκληρή τους γραμμή προς τον λευκό Νότο. Οι διαφωνούντες Μεθοδιστές αποχώρησαν από την εκκλησία.[74] Κατά την Ανασυγκρότηση, οι Μεθοδιστές ανέλαβαν πρωτοβουλία ώστε να βοηθήσουν στον σχηματισμό Μεθοδιστικών εκκλησιών για τους Ελεύθερους και μετακινήθηκαν στις νότιες πόλεις, για να αναλάβουν, με τη βοήθεια του στρατού, κτίρια που ανήκαν στον νότιο κλάδο της εκκλησίας.[75][76]
Το οικογενειακό περιοδικό των Μεθοδιστών, Ladies' Repository προώθησε τον χριστιανικό οικογενειακό ακτιβισμό. Τα άρθρα του παρείχαν ηθική ανύψωση στις γυναίκες και τα παιδιά. Παρουσίαζε τον πόλεμο ως μια μεγάλη ηθική σταυροφορία εναντίον ενός παρακμιακού νότιου πολιτισμού διεφθαρμένου από τη δουλεία. Πρότεινε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να εκτελέσουν τα μέλη της οικογένειας προκειμένου να βοηθήσουν τον σκοπό της Ένωσης.[77]
Υποστηρικτές της Ένωσης στον Νότο και στις Συνοριακές πολιτείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι άνθρωποι που ήταν πιστοί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ και αντιτάχθηκαν στην απόσχιση και ζούσαν στα σύνορα (όπου η δουλεία ήταν νόμιμη το 1861) ονομάστηκαν Ενωτιστές. Οι Συνομόσπονδοι μερικές φορές τους χαρακτήριζαν ως «Γιάνκηδες της πατρίδας». Ωστόσο, οι νότιοι Ενωτιστές δεν ήταν αναγκαστικά υποστηρικτές των Βορείων και πολλοί από αυτούς, μολονότι αντιτιθέμενοι στην απόσχιση, υποστήριζαν τη Συνομοσπονδία σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της. Το Ανατολικό Τενεσί δεν υποστήριξε ποτέ τη Συνομοσπονδία και οι Ενωτιστές εκεί έγιναν ισχυροί ηγέτες της πολιτείας, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητών Άντριου Τζόνσον και Ουίλιαμ Γκ. Μπράουνλοου. Ομοίως, μεγάλα τμήματα του ανατολικού Κεντάκι αποτελούνταν από Ενωτιστές που βοήθησαν στη διατήρηση της πολιτείας από την απόσχιση.[78] Η Δυτική Βιρτζίνια, με λίγους δούλους και κάποια βιομηχανία, ήταν τόσο έντονα Ενωτιστική που αποσχίστηκε και δημιούργησε την ομώνυμη νέα πολιτεία.[79]
Ακόμη, περίπου 120.000 Ενωτιστές από τον Νότο υπηρέτησαν στον Στρατό της Ένωσης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και Ενωτιστικά συντάγματα δημιουργήθηκαν σε κάθε συνομοσπονδιακή πολιτεία εκτός της Νότιας Καρολίνα. Μεταξύ αυτών των μονάδων ήταν το 1ο Σύνταγμα Ιππικού της Αλαμπάμα, το οποίο χρησίμευσε ως προσωπική συνοδεία του Ουίλιαμ Σέρμαν στην πορεία του προς τη θάλασσα. Οι Ενωτιστές του Νότου χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς ως παραστρατιωτικές δυνάμεις κατά των ανταρτών.[80] Κατά την Ανασυγκρότηση, πολλοί από αυτούς τους Ενωτιστές έγιναν "Scalawags", το οποίο ήταν ένας υποτιμητικός όρος για τους υποστηρικτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στον Νότο.[81]
Αντάρτες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από την οργανωμένη στρατιωτική σύγκρουση, οι συνοριακές πολιτείες έπεσαν θύματα του ανταρτοπόλεμου. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι γείτονες χρησιμοποίησαν συχνά τη δικαιολογία του πολέμου ώστε να διευθετήσουν τις προσωπικές διαφορές τους και σήκωσαν όπλα κατά γειτόνων.
Μιζούρι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Μιζούρι ήταν ο χώρος διεξαγωγής πάνω από 1000 εμπλοκών μεταξύ των δυνάμεων της Ένωσης και της Συνομοσπονδίας, καθώς και αγνώστου αριθμού επιθέσεων ανταρτών και επιδρομών ομίλους κείμενους προς τη Συνομοσπονδία.[82] Το Δυτικό Μισσούρι ήταν ο χώρος διεξαγωγής βίαιου ανταρτοπόλεμου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Περιπλανώμενες ομάδες ανταρτών όπως οι επιδρομείς του Κουαντρίλ και οι άνδρες του Μπλάντυ Μπιλ Άντερσον τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο, χτυπώντας τόσο κατά στρατιωτικών εγκαταστάσεων όσο και οικισμών. Λόγω των εκτεταμένων επιθέσεων και της προστασίας που προσέφεραν οι υποστηρικτές της Συνομοσπονδίας, οι ομοσπονδιακοί ηγέτες εξέδωσαν τη Γενική Διαταγή Αρ. 11 το 1863 και εκκένωσαν τις περιοχές του Τζάκσον, του Κας και του Μπέιτς. Ανάγκασαν τους κατοίκους της περιοχής να μειώσουν την υποστήριξη τους στους αντάρτες. Το ιππικό της Ένωσης θα μπορούσε να εντοπίσει τους αντάρτες της Συνομοσπονδίας, οι οποίοι δεν είχαν πλέον σημεία να κρύβονται και ανθρώπους και υποδομές για να τους υποστηρίξουν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο στρατός ανάγκασε σχεδόν 20.000 ανθρώπους, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Πολλοί δεν επέστρεψαν ποτέ και οι πληγείσες κομητείες καταστράφηκαν οικονομικά για πολλά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.[83]
Ορισμένες μονάδες λεηλασίας έγιναν οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες μετά τον πόλεμο. Το 1882, ο ληστής τραπεζών και πρώην αντάρτης της Συνομοσπονδίας, Τζέσε Τζέιμς σκοτώθηκε στο Σεντ Τζόζεφ. Ομάδες εθελοντών εμφανίστηκαν σε απομακρυσμένες περιοχές όπου η επιβολή του νόμου ήταν δύσκολη, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανομία που παρέμεινε μετά το τέλος του πολέμου.[84]
Κεντάκι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως απάντηση στο αυξανόμενο πρόβλημα των τοπικά οργανωμένων ανταρσιών καθ' όλη τη διάρκεια του 1863 και του 1864, τον Ιούνιο του 1864, ο στρατηγός Στίβεν Γκ. Μπέρμπριτζ ορίστηκε διοικητής της πολιτείας του Κεντάκι. Το γεγονός αυτό άρχισε μια μακρά περίοδο στρατιωτικού ελέγχου που διήρκεσε έως τις αρχές του 1865, ξεκινώντας με τον στρατιωτικό νόμο που εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν. Για να επιβάλει την ειρήνη στο Κεντάκι, ο Μπέρμπριτζ κατέστειλε την απιστία και χρησιμοποίησε την οικονομική πίεση ως μέσο εξαναγκασμού. Η πολιτική του για τους αντάρτες, η οποία περιλάμβανε δημόσια εκτέλεση τεσσάρων ανταρτών για τον θάνατο κάθε άοπλου πολίτη της Ένωσης, προκάλεσε τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση. Μετά από διαφωνίες με τον κυβερνήτη Τόμας Ε. Μπράμλετ, ο Μπέρμπριτζ απομακρύνθηκε τον Φεβρουάριο του 1865. Οι Συνομόσπονδοι τον μνημονεύουν ως «Χασάπη του Κεντάκι».[85]
Πολιτείες της Ένωσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αϊόβα
- Βερμόντ
- Βιρτζίνια†*
- Δυτική Βιρτζίνια*
- Ιλινόι
- Ιντιάνα
- Καλιφόρνια
- Κάνσας
- Κεντάκι†*
- Κονέκτικατ
- Μασαχουσέτη
- Μέιν
- Μέριλαντ
- Μιζούρι†*
- Μινεσότα
- Μίσιγκαν
- Νέα Υόρκη
- Νεβάδα
- Νιου Τζέρσεϊ
- Νιου Χάμσαϊρ
- Ντέλαγουερ*
- Όρεγκον
- Ουάσινγκτον
- Ουισκόνσιν
- Οχάιο
- Πενσυλβάνια
- Ρόουντ Άιλαντ
* Συνοριακές πολιτείες με δουλεία το 1861.
†Είχε δύο κυβερνήσεις, μια φιλοενωτική και μια φιλοσυνομοσπονδιακή, με αμφότερες να κηρύσσονται νόμιμες κυβερνήσεις της πολιτείας. Οι Συνομοσπονδιακές κυβερνήσεις του Κεντάκι και του Μιζούρι δεν απέκτησαν ποτέ σημαντικό έλεγχο της πολιτείας τους.
Η Δυτική Βιρτζίνια αποσχίστηκε από τη Βιρτζίνια και έγινε μέλος της Ένωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου, στις 20 Ιουνίου 1863. Η Νεβάδα επίσης προσχώρησε στην Ένωση κατά τη διάρκεια του πολέμου, στις 31 Οκτωβρίου 1864.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Stampp, Kenneth M. (1980). «The Concept of a Perpetual Union». The Imperiled Union: Essays on the Background of the Civil War: σελ. 30.
- ↑ The war of the rebellion: a compilation of the official records of the Union and Confederate armies. 1. 14. σελίδες 185–1,015. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2016.
- ↑ Donald, David Herbert & Randall, J. G. (1961). The Civil War and Reconstruction (2nd έκδοση). σελίδες 3–13.
- ↑ Gallagher, Gary W. (2001). The American Civil War: The War in the East 1861 – May 1863. New York: Osprey Publishing. σελ. 22.
- ↑ Boyer, Paul S.· Clark, Clifford E. (2016). The Enduring Vision: A History of the American People. Boston: Cengage Learning. σελ. 407. ISBN 9781305861664.
- ↑ Nevins, Allan (1959). The War for the Union: The Improvised War 1861–1862. σελίδες 74–75.
- ↑ McClintock, Russell (2008). Lincoln and the Decision for War: The Northern Response to Secession. σελ. 255.
- ↑ Smith, Michael Thomas (2011). The Enemy Within: Fears of Corruption in the Civil War North.
- ↑ Goodwin, Doris Kearns (2005). Team of Rivals: The Political Genius of Abraham Lincoln.
- ↑ Paludsn, Phillip Shaw (1994). The Presidency of Abraham Lincoln. σελίδες 21–48.
- ↑ Leonard P. Curry, Blueprint for Modern America: Nonmilitary Legislation of the First Civil War Congress (1968)
- ↑ Robert Cook, "Stiffening Abe: William Pitt Fessenden and the Role of the Broker Politician in the Civil War Congress," American Nineteenth Century History, June 2007, Τόμ. 8 τχ. 2, σσ. 145–167
- ↑ Bruce Tap, "Inevitability, masculinity, and the American military tradition: the committee on the conduct of the war investigates the American Civil War," American Nineteenth Century History, (2004) 5#2 σσ. 19–46
- ↑ Kenneth M. Stampp, https://www.questia.com/library/book/indiana-politics-during-the-civil-war-by-kenneth-m-stampp.jsp Αρχειοθετήθηκε 2012-05-25 στο Wayback Machine. Indiana Politics during the Civil War] (1949)
- ↑ Steven E. Woodworth (2011). This Great Struggle: America's Civil War. Rowman & Littlefield. σελ. 311.
- ↑ Jonathan W. White (2014). Emancipation, the Union Army, and the Reelection of Abraham Lincoln. LSU Press. σελ. 116.
- ↑ Arnold Shankman, "Draft Resistance in Civil War Pennsylvania." Pennsylvania Magazine of History and Biography (1977) σσ. 190-204.
- ↑ Robert M. Sandow, Deserter Country:Civil War Opposition in the Pennsylvania Appalachians (2009)
- ↑ Adrian Cook, (1974). The Armies of the Streets: The New York City Draft Riots of 1863. University Press of Kentucky.
- ↑ A. Hunter Dupree and Leslie H. Fishel, Jr. "An Eyewitness Account of the New York Draft Riots, July, 1863", Mississippi Valley Historical Review (1960) 47#3 σσ. 472–479
- ↑ Joel Silbey, A respectable minority: the Democratic Party in the Civil War era Αρχειοθετήθηκε 2017-09-20 στο Wayback Machine., 1860–1868 (1977)
- ↑ 22,0 22,1 Joanna D. Cowden "The Politics of Dissent: Civil War Democrats in Connecticut," The New England Quarterly, Vol. 56, No. 4 (December 1983), σσ. 538–554
- ↑ Lewis J. Wertheim, "The Indianapolis Treason Trials, the Elections of 1864 and the Power of the Partisan Press." Indiana Magazine of History 1989 85(3): 236–250.
- ↑ Jennifer L. Weber, Copperheads: The Rise and Fall of Lincoln's Opponents in the North (2006)
- ↑ Frank L. Klement, Lincoln's Critics: The Copperheads of the North (1999)
- ↑ Nevins, Allan (1959). War for the Union: Vol 5. The Improvised War, 1861–1862. σελ. 235.
- ↑ Gallman, J. Matthew (1994). The North Fights the Civil War. σελ. 56–73.
- ↑ Richard F. Miller, επιμ., States at war: a reference guide for Connecticut, Maine, Massachusetts, New Hampshire, Rhode Island, and Vermont in the Civil War (2013) 1: 366-67
- ↑ Kenneth Link, "Potomac Fever: The Hazards of Camp Life," Vermont History, April 1983, Τόμ. 51 τχ. 2, σσ. 69–88
- ↑ Mary C. Gillett, The Army Medical Department, 1818–1865 (1987)
- ↑ William Quentin Maxwell, Lincoln's Fifth Wheel: The Political History of the U.S. Sanitary Commission (1956)
- ↑ Justin Martin, Genius of Place: The Life of Frederick Law Olmsted (2011) σσ. 178–230
- ↑ Eugene E. Roseboom, The Civil War Era, 1850–1873 (1944) σελ. 396
- ↑ M. Hamlin Cannon, "The United States Christian Commission," Mississippi Valley Historical Review Τόμ. 38, τχ. 1 (June, 1951), σσ. 61–80
- ↑ David M. Hovde, "The U.S. Christian Commission's Library and Literacy Programs for the Union Military Forces in the Civil War," Libraries & Culture Τόμ. 24, τχ. 3 (Summer, 1989), σσ. 295–316
- ↑ Frank R. Freemon, "Lincoln finds a surgeon general: William A. Hammond and the transformation of the Union Army Medical Bureau." Civil War History (1987) 33#1 σσ. 5–21.
- ↑ Shauna Devine, Learning from the Wounded: The Civil War and the Rise of American Medical Science (2014).
- ↑ Robert H. Bremner, "The Impact of the Civil War on Philanthropy and Social Welfare," Civil War History, December 1966, Τόμ. 12 τχ. 4, σσ. 293–303
- ↑ Wendy Hamand Venet, "The Emergence of a Suffragist: Mary Livermore, Civil War activism, and the Moral Power of Women," Civil War History, June 2002, Τόμ. 48 τχ. 2, σσ. 143–64
- ↑ James H. Cassedy, "Numbering the North's Medical Events: Humanitarianism and Science in Civil War Statistics," Bulletin of the History of Medicine, Summer 1992, Τόμ. 66 τχ. 2, σσ. 210–233
- ↑ Carleton B. Chapman, Order out of chaos: John Shaw Billings and America's coming of age (1994)
- ↑ James Ford Rhodes (1904). History of the United States from the Compromise of 1850: 1864–1866. Harper & Brothers. σελίδες 507–8.
- ↑ Michael B. Chesson, "Prison Camps and Prisoners of War Αρχειοθετήθηκε 2018-06-18 στο Wayback Machine.," in Steven E. Woodworth, επιμ. The American Civil War (1996), σσ. 466–78
- ↑ Barnet Schecter, The Devil's Own Work: The Civil War Draft Riots and the Fight to Reconstruct America (2005)
- ↑ The New York City Draft Riots In the Shadow of Slavery: African Americans in New York City, 1626–1863, by Leslie M. Harris
- ↑ Kenneth H. Wheeler, "Local Autonomy and Civil War Draft Resistance: Holmes County, Ohio," Civil War History, (1999) 45@2 σσ. 147–58
- ↑ Shannon Smith Bennett, "Draft Resistance and Rioting." in by Maggi M. Morehouse and Zoe Trodd, επιμ., Civil War America: A Social and Cultural History with Primary Sources (2013) κεφ. 1
- ↑ Shannon M. Smith, "Teaching Civil War Union Politics: Draft Riots in the Midwest." OAH Magazine of History (2013) 27#2 σσ. 33-36.
- ↑ Emerson David Fite, Social and industrial conditions in the North during the Civil War (1910)
- ↑ Heather Cox Richardson, The Greatest Nation of the Earth: Republican Economic Policies during the Civil War (1997)
- ↑ Jane Flaherty, "'The Exhausted Condition of the Treasury' on the Eve of the Civil War," Civil War History, (2009) 55#2 σσ. 244–277
- ↑ John Niven, Salmon P. Chase: a biography (1995) σελ. 331
- ↑ Jane Flaherty, The revenue imperative (2009)
- ↑ Jerry W. Markham, A financial history of the United States (2001) τόμ. 3, σελ. 220
- ↑ Bray Hammond, Sovereignty and the Empty Purse: Banks and Politics in the Civil War (1970).
- ↑ Wesley C. Mitchell, A history of the greenbacks: with special reference to the economic consequences of their issue: 1862–65 (1903)
- ↑ Hammond, Sovereignty and the Empty Purse: Banks and Politics in the Civil War (1970).
- ↑ Richardson, 100, 113
- ↑ James L. Huston, "A Political Response to Industrialism: The Republican Embrace of Protectionist Labor Doctrines," Journal of American History, (1983) 70#1 σσ. 35–57
- ↑ Harold M. Hyman, American Singularity: The 1787 Northwest Ordinance, the 1862 Homestead and Morrill Acts, and the 1944 GI Bill (U of Georgia Press, 2008)
- ↑ Sarah T. Phillips et al. "Reflections on One Hundred and Fifty Years of the United States Department of Agriculture," Agricultural History (2013) 87#3 σσ. 314–367.
- ↑ Fite, Social and industrial conditions in the North during the Civil War, (1910) σσ. 1–23; Paludan, A People's Contest" σσ. 159–69
- ↑ Paul W. Gates, Agriculture and the Civil War (1965)
- ↑ J.L. Anderson, "The Vacant Chair on the Farm: Soldier Husbands, Farm Wives, and the Iowa Home Front, 1861–1865," Annals of Iowa, Summer/Fall 2007, Τόμ. 66 τχ. 3/4, σσ. 241–265
- ↑ Gervase Phillips, "Warhorses of the U.S. Civil War," History Today, (December 2005) 55#12
- ↑ Spencer Jones, "The Influence of Horse Supply Upon Field Artillery in the American Civil War," Journal of Military History, (April 2010), 74#2 σσ. 357–377,
- ↑ G. Terry Sharrer, "The great glanders epizootic, 1861–1866," Agricultural History, (Win 1995) 69#1 σσ. 79–97
- ↑ David S. Surdam, "Traders or traitors: Northern cotton trading during the Civil War," Business & Economic History, Winter 1999, τόμ. 28 τχ. 2, σσ. 299–310
- ↑ M. Hamlin Cannon, "The United States Christian Commission", Mississippi Valley Historical Review, (1951) 38#1 σσ. 61–80.
- ↑ Randall M. Miller, Harry S. Stout and Charles Reagan Wilson, επιμ. Religion and the American Civil War (Oxford University Press, 1998) σελ. 4
- ↑ Timothy L. Wesley. The Politics of Faith during the Civil War (Louisiana State University Press, 2013)
- ↑ George C. Rable, God's Almost Chosen Peoples: A Religious History of the American Civil War (University of North Carolina Press, 2010).
- ↑ 73,0 73,1 Richard Carwardine, "Methodists, Politics, and the Coming of the American Civil War," Church History, September 2000, Τόμ. 69, τχ. 3, σσ. 578–609
- ↑ Ralph E. Morrow, "Methodists and 'Butternuts' in the Old Northwest," Journal of the Illinois State Historical Society Τόμ. 49, τχ. 1 (Spring, 1956), σσ. 34–47
- ↑ William W. Sweet, "Methodist Church Influence in Southern Politics," Mississippi Valley Historical Review, Τόμ. 1, τχ. 4 (March 1915), σσ. 546–560
- ↑ Ralph E. Morrow, "Northern Methodism in the South during Reconstruction," Mississippi Valley Historical Review Τόμ. 41, τχ. 2 (September 1954), σσ. 197–218
- ↑ Kathleen L. Endres, "A Voice for the Christian Family: The Methodist Episcopal 'Ladies' Repository' in the Civil War," Methodist History, January 1995, Τόμ. 33 τχ. 2, σσ. 84-97,
- ↑ Kent Dollar et al. επιμ. Sister States, Enemy States: The Civil War in Kentucky and Tennessee (2009)
- ↑ William A. Link, "'This Bastard New Virginia': Slavery, West Virginia Exceptionalism, and the Secession Crisis," West Virginia History, Spring 2009, τόμ. 3 τχ. 1, σσ. 37–56
- ↑ Richard N. Current, Lincoln's Loyalists: Union Soldiers from the Confederacy (1994)
- ↑ James Alex Baggett, The Scalawags: Southern Dissenters in the Civil War and Reconstruction (2003)
- ↑ Michael Fellman, Inside War: The Guerrilla Conflict in Missouri during the Civil War (1989)
- ↑ Sarah Bohl, "A War on Civilians: Order Number 11 and the Evacuation of Western Missouri," Prologue, April 2004, Τόμ. 36, τχ. 1, σσ. 44–51
- ↑ Elmo Ingenthron and Hartman, Bald Knobbers: Vigilantes on the Ozarks Frontier (1988)
- ↑ Louis De Falaise, "General Stephen Gano Burbridge's Command in Kentucky," Register of the Kentucky Historical Society, April 1971, Τόμ. 69 τχ. 2, σσ. 101–127