Έπαυλη Μοδιάνο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Συντεταγμένες: 40°36′36.616″N 22°57′7.744″E / 40.61017111°N 22.95215111°E
Έπαυλη Μοδιάνο | |
---|---|
Είδος | κτήριο |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 40°36′37″N 22°57′8″E |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Θεσσαλονίκης |
Τοποθεσία | Θεσσαλονίκη |
Χώρα | Ελλάδα |
Έναρξη κατασκευής | 1905 |
Χρήση | μουσείο και σχολείο |
Ένοικοι | Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης |
Διαχειριστής | Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης |
Όροφοι | 4 |
Αρχιτέκτονας | Ελί Μοδιάνο |
Προστασία | διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το κτήριο που στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης (ΛΕΜΜ-Θ) είναι γνωστό ως «Έπαυλη Μοδιάνο» ή «Παλαιό Κυβερνείο».[1] Βρίσκεται στην ανατολική Θεσσαλονίκη, στη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, στην περιοχή που ονομαζόταν συνοικία των «Πύργων» ή «Εξοχών» από τις παραθαλάσσιες πυργόσχημες επαύλεις με τις μεγάλες κατάφυτες αυλές που κτίστηκαν από εύπορους Θεσσαλονικείς διαφόρων εθνοτήτων από τα τέλη του 19ου αι. Το οίκημα είναι γνωστό ως «Έπαυλη Μοδιάνο», καθώς κτίσθηκε για κατοικία της οικογένειας του Ισραηλίτη τραπεζίτη Γιακό Μοδιάνο, αλλά και ως «Παλαιό Κυβερνείο», επειδή υπήρξε έδρα του εκάστοτε Διοικητή Μακεδονίας και αργότερα του Υπουργού Βορείου Ελλάδος.
Αρχιτεκτονική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η έπαυλη αποτελεί ένα από τα εναπομείναντα δείγματα μεγαλοαστικής κατοικίας σε εκλεκτικιστικό ύφος. Η κατασκευή της πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1905-1906 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο, ο οποίος πρόσθεσε στο εκλεκτικιστικό της ύφος -κυρίως στα κιγκλιδώματα και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής εισόδου- στοιχεία Art Nouveau, του νέου καλλιτεχνικού ρεύματος που γνώρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η διαμόρφωση των όψεων ακολουθεί την τυπική τριμερή διαίρεση: βάση-κορμός-στέψη, με βαριά λίθινη ακανόνιστη τοιχοποιία στο ημιυπόγειο, ελαφρότερη επεξεργασία με επιχρισμένες επιφάνειες, εμφανείς πλίνθους και μεγάλα ανοίγματα στον κορμό, δηλαδή στους δύο κύριους ορόφους και στέγη με φολιδωτά κεραμίδια και παράθυρα στη στέψη. Αυτά είναι και τα τέσσερα επίπεδα του κτηρίου, συνολικής έκτασης 1200 τ.μ. Κάθε επίπεδο περιέχει έναν μεγάλο κεντρικό οκταγωνικό χώρο, γύρω από τον οποίο αναπτύσσονται ασύμμετρα τα δωμάτια της έπαυλης.
Η ασυμμετρία αυτή, που προβάλλεται και στις όψεις, είναι χαρακτηριστική της εκλεκτικιστικής διάθεσης αλλά και της γραφικότητας (pittoresque) του συνολικού ύφους αυτών των επαύλεων. Ένας βαθύς, διώροφος εξώστης καμπυλώνει τη νοτιοδυτική γωνία του κτηρίου με κίονες και ελλειψοειδή τόξα στην περίμετρο. Η διώροφη αυτή «loggia» (στοά), με θέα τη θάλασσα δυτικά και την κορυφογραμμή του Ολύμπου στα νότια, καθιστούσε ξεχωριστή την έπαυλη Μοδιάνο από τις άλλες της περιοχής.
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως κατοικία των Μοδιάνο, το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα. Το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αγοράστηκε από το ελληνικό δημόσιο και παραχωρήθηκε στη βασιλική οικογένεια. Κατόπιν δόθηκε στον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, για να ξαναγίνει ανάκτορο για τον Γεώργιο Β΄, ο οποίος πρόσθεσε το 1937 το φυλάκιο στην ανατολική όψη. Το 1947 εγκαθίσταται στο κτήριο η νεοϊδρυθείσα Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και στις αρχές του 1960 η Ιερατική Σχολή. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το κτήριο παραχωρείται ως κατοικία του Υπουργού Βορείου Ελλάδος και το 1970 στεγάζει το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας (βλ. σήμερα Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας - Θράκης, ΛΕΜΜ-Θ).
Όλες αυτές οι χρήσεις επέφεραν στο κτήριο αλλαγές και προσαρμογές, ενώ ο διάκοσμος υπέστη σημαντική φθορά (οροφογραφίες της διώροφης στοάς). Με την πρώτη προσεκτική αποκατάσταση που πραγματοποίησε το 1970-1972 η Τεχνική Υπηρεσία Ν. Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με μελέτη που συντάχθηκε από ειδικούς με επικεφαλής τον καθηγητή αρχιτεκτονικής Νικόλαο Μουτσόπουλο, διαμορφώθηκε το κτήριο σε μουσείο. Με τη δεύτερη σημαντική αποκατάσταση και ανάπλαση την περίοδο 1995-2000, σύμφωνα με μελέτη της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και του ΛΕΜΜ-Θ, επιστεγάστηκε το αίθριο του 3ου ορόφου και κατασκευάστηκε ο πύργος με το κλιμακοστάσιο διαφυγής στον ακάλυπτο, ενώ το 2008 αποκαταστάθηκαν και οι φθορές στις ορογραφίες.
Σήμερα, το κτήριο του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας - Θράκης, κηρυγμένο ήδη από το 1980 ως διατηρητέο μνημείο μαζί με τον αύλειο χώρο του, στεγάζει τις μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις του ιδρύματος.
Από το 2008 ο αύλειος χώρος, έκτασης 2500 τ.μ., ο μισός σχεδόν της αρχικής ιδιοκτησίας της έπαυλης και ένας από τους λίγους πλέον μεγάλους χώρους της περιαστικής Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ου αι., φιλοξενεί και νέο κτήριο, όπου γίνονται εκπαιδευτικά προγράμματα και περιοδικές εκθέσεις.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Καζαντζίδου, Νένα (7 Δεκεμβρίου 2012). «Ο Χάρτης της πόλης: Βίλλα Μοδιάνο». Parallaxi Magazine (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2020.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νεώτερα Μνημεία της Θεσσαλονίκης, 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, Υπουργείο Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη 1985-86.
- Κολώνας Βασίλης, Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών: Εικονογραφία της Συνοικίας των Εξοχών (1885-1912), University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2014.