Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγαρικό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγαρικό
Αγαρικό το πεδινό (Agaricus campestris)
Αγαρικό το πεδινό (Agaricus campestris)
Συστηματική ταξινόμηση
Επικράτεια: Ευκάρυα
(Eukarya)

Βασίλειο: Μύκητες
(Fungi)

Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες
(Basidiomycota)

Υποσυνομοταξία: Αγαρικομυκοτίνες
(Agaricomycotina)

Ομοταξία: Αγαρικομύκητες
(Agaricomycetes)

Τάξη: Αγαρικώδη
(Agaricales)

Οικογένεια: Αγαρικίδες
(Agaricaceae)

Διώνυμο
Agaricus
Λινναίος (1753)

Συνώνυμα
  • Amanita Dill.ex Boehm. (1760)
  • Araneosa
  • Fungus Tourn. ex Adans. (1763)
  • Hypophyllum Paulet (1808)
  • Longula Zeller (1945)
  • Myces Paulet (1808)
  • Agaricus trib. Psalliota Fr. (1821)
  • Pratella (Pers.) Samuel Frederick Gray (1821)
  • Psalliota (Fr.) P.Kumm. (1871)

Το Αγαρικό είναι ένα γενός βασιδιομυκήτων που σχηματίζουν μανιτάρια και συμπεριλαμβάνει τόσο εδώδιμα όσο και δηλητηριώδη είδη, με πάνω από 500 μέλη σε όλο τον κόσμο[1]. Ο αριθμός αλλάζει συνεχώς καθώς πολλά είδη ταξινομούνται αλλού ή ανακαλύπτονται μόλις. Το γένος περιλαμβάνει το κοινό "λευκό μανιτάρι" Αγαρικό το δίσπορο (Agaricus bisporus) και το Αγαρικό το πεδινό (Agaricus Campestris), τα περισσότερο καλλιεργημένα μανιτάρια στη Δύση.

Τα μέλη του Αγαρικού χαρακτηρίζονται από σαρκώδες πιλίδιο, από την κάτω μεριά του οποίου αναπτύσσονται ακτινωτά ελάσματα, πάνω στα οποία παράγονται τα γυμνά σπόρια. Διακρίνονται από τα άλλα μέλη της οικογένειας των Αγαρικίδων, γιατί τα σπόρια τους έχουν χρώμα σκούρο καφετί. Τα μέλη του Αγαρικού επίσης διαθέτουν στύπο, ο οποίος τα εξυψώνει από το υπόστρωμα στο οποίο μεγαλώνουν και μερικό (εσωτερικό) πέπλο, ο οποίος προστατεύει τα αναπτυσσόμενα ελάσματα, και αργότερα αφού ανοίξει το πιλίδιο τα υπολείμματα του απομένουν ως ένα δαχτυλίδι στο στύπο.

Σημειώσεις πεδίου του 1855 όπου παρουσιάζεται το Αγαρικό

Η λέξη Αγαρικό προέρχεται από την ελληνική μεσαιωνική λέξη ἀγαρικόν, η οποία αναφερόταν σε είδος μανιταριού πάνω σε δέντρο, πιθανά από την περιοχή Αγαρία στη Σαρματία.[2]

Για πολλά χρόνια, τα μέλη του γένους Αγαρικό έπαιρναν το γενικό όνομα Ψαλιότα (Psalliota), το οποίο μπορεί κανείς να βρει σε παλιότερα βιβλία για μανιτάρια. Το όνομα Ψαλιότα προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ψάλιον ("κρίκος").[3]

Η χρήση της φυλογενετικής ανάλυσης για τον προσδιορισμό των εξελικτικών σχέσεων μεταξύ των ειδών του Αγαρικού έχει αυξήσει την κατανόηση αυτού του ταξινομικά δύσκολου γένους, αν και χρειάζεται ακόμη πολλή έρευνα για να ξεχωρίσουν οι γενετικές σχέσεις μεταξύ των ειδών. Πριν από αυτές τις αναλύσεις, το γένος Αγαρικό, όπως το περιέγραφε ο Ρολφ Ζίνγκερ, χωριζόταν σε 42 είδη, τα οποία χωρίζονται σε 5 ομάδες ανάλογα με την αντίδραση του μανιταριού στην οξείδωση του αέρα ή σε διάφορα χημικά αντιδραστήρια, όπως και από τις λεπτές διαφορές στην μορφολογία του μανιταριού. [4] Η τεχνική της ανάλυσης πολυµορφισµού µήκους θραυσµάτων περιορισµού (RFLP) κατέδειξε ότι αυτό το σύστημα ταξινόμησης χρειαζόταν αναθεώρηση. [5]

Από το 2018, το γένος αυτό χωρίζεται σε 6 υπογένη και 23 τμήματα.

Το γένος των Αγαρικών μέχρι και το 2008 πιστεύετο ότι συμπεριλαμβάνει περίπου 200 είδη σε όλο τον κόσμο [6] αλλά από τότε, μοριακές μελέτες φυλογενετικής έχουν αναταξινομήσει πολλά αμφισβητούμενα είδη, και επιπλέον βοήθησαν στην ανακάλυψη και περιγραφή ενός ευρέος φάσματος κυρίως τροπικών ειδών που ήταν παλαιότερα άγνωστα στην επιστήμη. Από το 2019, το γένος πιστεύεται ότι περιέχει όχι λιγότερα από 500 είδη.[1]

Πολλά αγγειόμορφα είδη μυκήτων έχουν αναγνωριστεί πρόσφατα σαν εξαιρετικά αποκλείοντα μέλη των Αγαρικών και πλέον συμπεριλαμβάνονται στο γένoς. Τυπικά εντοπίζονται στις ερήμους, όπου επιβιώνουν λίγα είδη μυκήτων - και ακόμη λιγότερο τα τυπικά μανιτάρια με πηλίδιο και στύπο.

Παραδοσιακά τα επιστημονικά ονόματα Αγαρικό και Ψαλιότα χαρακτήριζαν αδιευκρίνιστα όλα τα παρόμοια μανιτάρια, ασχέτως των πραγματικών τους σχέσεων μεταξύ τους.

Η λευκή μορφή του Αμανίτη του Φαλλοειδή συχνά συγχέεται με τα εδώδιμα αγαρικά, με θανάσιμα αποτελέσματα

Μια σημαντική ομάδα αγαρικών, που είναι δηλητηριώδη, είναι ο κλάδος γύρω από το Αγαρικό το ξανθόδερμο (Agaricus anthodermus).[7]

Πολύ πιο επικίνδυνο ακόμη είναι ότι όταν τα αγαρικά είναι νεαρά και πιο βρώσιμα, μπερδεύονται συχνά με πολλά θανατηφόρα είδη των αμανιτών (με πιο χαρακτηριστικό τον Αμανίτη τον Φαλλοειδή), καθώς και άλλα δηλητηριώδη είδη μυκήτων. Ένας απλός τρόπος για να αναγνωριστούν οι αμανίτες είναι τα ελάσματα, τα οποία στους αμανίτες παραμένουν πάντα υπόλευκα. Αντίθετα στα αγαρικά τα ελάσματα είναι λευκά μόνο στα νεαρά άτομα, και γίνονται σκούρα ροζ κατά την ωρίμανση, και τελικά το τυπικό βαθύ καφέ, από όπου απελευθερώνονται τα σπόρια.

Ακόμη και έτσι, οι άπειροι μανιταροσυλλέκτες θα πρέπει καλύτερα να αποφεύγουν τα Αγαρικά, καθώς είναι εύκολο να μπερδευτούν με άλλα επιζήμια είδη όταν είναι νεαρά, και ταυτόχρονα τα ώριμα Αγαρικά συνήθως δεν είναι κατάλληλα για κατανάλωση καθώς έχουν μαλακώσει πολύ και φαγωθεί από παράσιτα. Όταν συλλέγει κάποιος Αγαρικά προς κατανάλωση, πρέπει να είναι σίγουρος ως προς το κάθε δείγμα ξεχωριστά, καθώς ακόμη και ένα δείγμα των Αμανιτών μπορεί να σκοτώσει έναν ενήλικα. Η σύγχυση ανάμεσα στους δηλητηριώδεις Αμανίτες και τα εδώδιμα Αγαρικά είναι η πιο συχνή αιτία θανάτων από δηλητηριώδη μανιτάρια στον κόσμο.

Το γένος περιέχει το πιο ευρέως εμπορικά διαθέσιμο και καλλιεργούμενο προς βρώση μανιτάρι σήμερα, το Αγαρικό το δίσπορο (Agaricus bisporus) - στην Ελλάδα είναι γνωστό εμπορικά ως "λευκό μανιτάρι". Επίσης τα είδη Αγαρικό το πεδινό ή "πρόβειο" (Agaricus campestris), Αγαρικό των αγρών (Agaricus avrensis), Αγαρικό το υποκόκκινο ή "μανιτάρι αμυγδάλου" (Agaricus subrufescens) είναι πολύ γνωστά και αγαπητά.

  1. 1,0 1,1 He et al (15 Ιουνίου 2019). «Notes, outline and divergence times of Basidiomycota». Fungal Divercity. doi:10.1007/s13225-019-00435-4. https://link.springer.com/article/10.1007/s13225-019-00435-4. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2025. 
  2. «ἀγαρικόν». Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ). Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2025. 
  3. «Ψάλιον». Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ). Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2025. 
  4. Singer, Rolf (1987). Agaricales in Modern Taxonomy. Lubrecht & Cramer Ltd. ISBN 978-3-7682-0143-8. 
  5. «Phylogeny of the genus Agaricus inferred from restriction analysis of enzymatically amplified ribosomal DNA». Fungal Genet Biol 20 (4): 243–53. December 1996. doi:10.1006/fgbi.1996.0039. PMID 9045755. 
  6. Dictionary of the Fungi (10th έκδοση). Wallingford, UK: CAB International. 2008. σελ. 13. ISBN 978-0-85199-826-8. 
  7. Buczacki, Stefan· Shields, Chris (2012). Collins Fungi Guide: The most complete field guide to the mushrooms and toadstools of Britain & Ireland. HarperCollins UK. σελ. 49. ISBN 9780007242900. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Agaricus στο Wikimedia Commons