Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγαρικό το δίσπορο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγαρικό το δίσπορο
Αγαρικό το δίσπορο
Αγαρικό το δίσπορο
Συστηματική ταξινόμηση
Επικράτεια: Μύκητες (Fungi)
Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες (Basidiomycota)
Υποσυνομοταξία: Αγαρικομυκοτίνες (Agaricomycotina)
Ομοταξία: Αγαρικομύκητες (Agaricomycetes)
Τάξη: Αγαρικώδη (Agaricales)
Οικογένεια: Αγαρικίδες (Agaricaceae)
Διώνυμο
Agaricus bisporus

Το Αγαρικό το δίσπορο, κοινώς "λευκό μανιτάρι", είναι από τα πιο συνηθισμένα καλλιεργούμενα μανιτάρια, και είναι ιθαγενές στα λιβάδια της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής. Καλλιεργείται σε περισσότερες από 70 χώρες και είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα και ευρέως καταναλώσιμα μανιτάρια στον κόσμο. Έχει δύο χρωματικές παραλλαγές όσο είναι ανώριμο - λευκό και καφέ . Και οι δύο παραλλαγές έχουν διάφορες ονομασίες, με επιπλέον ονομασίες για την ώριμη κατάσταση, όπως chestnut, πορτομπέλο και champignon.

Το Αγαρικό το δίσπορο έχει μερικούς θανατηφόρους σωσίες στη φύση, όπως το Εντόλομα το κολπωτό (Entoloma sinuatum).

Το πιλίδιο του αρχικού άγριου είδους έχει ένα απαλό γκριζοκαφετί χρώμα. Στην αρχή είναι ημισφαιρικό και με την ωριμότητα επιπεδώνεται, με διάμετρο 5-10 εκατοστά. Τα στενά, πυκνά ελάσματα είναι ελεύθερα και αρχικά ροζ, στη συνέχεια κοκκινοκαφετιά, και τελικά σκούρα καφετιά με λευκωπή άκρη από τα χειλοκυστίδια. Ο κυλινδρικός στύπος φτάνει μέχρι τα 6 εκατοστά ύψος και 1 - 2 εκατοστά πάχος και φέρει ένα χοντρό και στενό δακτύλιο, ο οποίος μπορεί να είναι ριγωτός στην πάνω πλευρά. Η σφικτή σάρκα είναι λευκή, εάν και αν χτυπηθεί μπορεί να οξειδωθεί σε απαλό ροζ.[1][2] Το αποτύπωμα των σπορίων είναι σκούρο καφετί. Τα σπόρια είναι οβάλ με στρογγυλά έχουν διαστάσεις περίπου 4,5 - 5,5 μm x 5 - 7,5 μm, και τα βασίδια φέρουν συνήθως δύο σπόρια, αν και δύο ποικιλίες με τέσσερα σπόρια έχουν περιγραφεί στην έρημο Μοχάβι και στη Μεσόγειο.[3][4]

Το λευκό μανιτάρι μπορεί στη φύση να μπερδευτεί με νεαρά δείγματα από μια ομάδα θανατηφόρων μανιταριών του γένους των Αμανιτών, αλλά τα τελευταία μπορούν να ξεχωρίσουν από τη βόλβα τους (θήκη στη βάση του μανιταριού) και τα κατάλευκα ελάσματα τους (σε αντίθεση με τα ελαφρά ροζ ή καφετιά του Αγαρικού του δίσπορου).

Ένα πιο συχνό και λιγότερο επικίνδυνο λάθος είναι το μπέρδεμα του Αγαρικού του δίσπορου με το ''Αγαρικό το ξανθόδερμο'', ένα μη εδώδιμο μανιτάρι, το οποίο είναι διαδεδομένο παγκοσμίως σε περιοχές με λειβάδια. Το Αγαρικό το ξανθόδερμο αποδίδει μια μυρωδιά που θυμίζει φαινόλη, η σάρκα του γίνεται κίτρινη όταν καταπονηθεί. Το συγκεκριμένο μανιτάρι προκαλεί ναυτία και εμετό σε κάποια άτομα.

Το δηλητηριώδες ευρωπαϊκό είδος Εντόλομα το κολπωτό μοιάζει ελαφρώς με το Αγαρικό το Δίσπορο, αλλά έχει κιτρινωπά ελάσματα προς ροζ, και δεν έχει δακτύλιο.

Το κοινό μανιτάρι έχει μία περίπλοκη ταξινομικά ιστορία. Πρώτα περιγράφηκε από τον Άγγλο βοτανολόγο Μορδεκάι Κιούμπιτ Κουκ στον Οδηγό για τους Βρετανικούς Μύκητες του 1871, ως ποικιλία του Αγαρικού του πεδινού.[5][6] Ο Δανός μυκητιολόγος Τζέικομπ Εμανουέλ Λάνγκε αργότερα το 1926 εξετάζοντας μια καλλιεργητική ποικιλία, το ονόμασε Psalliota hortensis var. bispora.[7] Το 1938 αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος και ονομάστηκε Psalliota bispora.[8] Ο Εμίλ Ιμπάχ (1897 - 1970) ονόμασε το είδος με το σημερινό του όνομα Agaricus bisporus αφότου το γένος Ψαλιότα μετανομάστηκε σε Αγαρικό το 1946.[9] Το επίθετο του είδους "δίσπορο" χρησιμεύει για να ξεχωρίζει τα βασίδια δύο σπορίων από τις ποικιλίες με τέσσερα σπόρια.

Μανιτάρια πορτομπέλο
Τομή ενός πορτομπέλο

Όταν είναι ανώριμο και λευκό, αυτό το μανιτάρι μπορεί να είναι γνωστό ως :

  • λευκό μανιτάρι
  • champignon (η γαλλική λέξη για το μανιτάρι)

Όταν είναι ανώριμο και καφέ, αυτό το μανιτάρι μπορεί να είναι γνωστό ως :

  • καφέ μανιτάρι
  • μανιτάρι chestnut (να μην συγχέεται με τα Pholiota Adiposa - "μανιτάρια καστάνου")

Όταν πωλείται μετά την ωρίμανση του, το μανιτάρι αυτό είναι καφέ με πιλίδιο το οποίο έχει διάμετρο 10 - 15 εκατοστά.[10] Αυτή η μορφή έχει εμπορική ονομασία πορτομπέλο (portobello)..[10][11]

Διάδοση και οικοσύστημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα εμφανίζεται άνοιξη - φθινόπωρο, κάτω από το αειθαλές κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens), σε κήπους και πάρκα με κοπρισμένο έδαφος. Σχετικά σπάνιο είδος στη φύση αλλά καλλιεργείται ευρέως σε πολλές χώρες της υφηλίου.[12] Λαϊκά αναφέρεται ως κοπρομανίτης ή πουρούδι.[12]

Παραγωγή Μανιταριών και τρούφας – 2023
Χώρα Eκατομμύρια τόνοι
Κίνα Κίνα 47
Ιαπωνία Ιαπωνία 0,46
Ινδία 0,31
 ΗΠΑ 0,30
Πολωνία 0,24
Ολλανδία 0,20
World 50
Πηγή: Οργάνωση για την Διατροφή και τη Γεωργία του ΟΗΕ [13]

Το 2023 η παγκόσμια παραγωγή μανιταριών και τρούφας ήταν 50 εκατομμύρια τόνοι, με την Κίνα να ηγείται με το 94% της παγκόσμιας παραγωγής. Η Ιαπωνία ακολουθεί και η Ινδία ξεπέρασε τις ΗΠΑ το 2023, ανεβαίνοντας στην 3η από την 4η θέση.[13]

To Αγαρικό το δίσπορο συγκεκριμένα υπολογίζεται περίπου στο 61,8% της παγκόσμιας παραγωγής μανιταριών, με αξία που φτάνει τα 28,5 δις δολλάρια ΗΠΑ σύμφωνα με στοιχεία του 2020. [14]

Η πρώτη επιστημονική περιγραφή του εμπορικού καλλιεργητικού στελέχους του Αγαρικού του δίσπορου έγινε από τον Γάλλο βοτανολόγο Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρτ το 1707.[15] Ο Γάλλος γεωπόνος Ολιβιέ ντε Σερρέ παρατήρησε ότι η μεταφύτευση μυκηλίων οδηγούσε στη περαιτέρω ανάπτυξη μανιταριών.

Αρχικά, η καλλιέργεια ήταν αναξιόπιστη, καθώς οι καλλιεργητές μανιταριών έψαχναν για ικανοποιητικές συγκεντρώσεις μανιταριών στους αγρούς πριν να ξεθάψουν το μυκήλιο και να το μεταφυτέψουν σε στρώματα χωνεμένης κοπριάς ή για να εμβολιάσουν κύβους από συμπιεσμένα απορρίματα, αμμώδες έδαφος και κοπριά. Το προϊόν που εκβλάστανε με αυτό τον τρόπο περιείχε παθογόνα, και οι σοδιές ασθενούσαν και δεν αναπτύσσονταν. [16] Το 1893 αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι το αποστειρωμένο στέλεχος για καλλιέργεια σε χωνεμένη κοπριά.[17]

Αγαρικό το Δίσπορο (λευκό μανιτάρι)
(Διατροφική δήλωση ανά 100 γραμμάρια)
Ενέργεια 22 kcal kcal
Νερό 92.45 g.
Μακροθρεπτικά Συστατικά
Λιπαρά 0.34 g.
Κορεσμένα {{{κορεσμένα}}} g
Μονοακόρεστα {{{μονοακόρεστα}}} g
Πολυακόρεστα {{{πολυακόρεστα}}} g
ω-3 {{{ω-3}}} g
ω-6 {{{ω-6}}} g
Υδατάνθρακες {{{υδατάνθρακες}}} g.
Σάκχαρα 1.98 g
Πρωτεΐνες 3.09 g.
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α ~ I.U.
Βιταμίνη D 0.2 mg I.U.
Βιταμίνη Ε ~ mg.
Βιταμίνη Κ ~ mg.
Βιταμίνη Β1 0.081 mg.
Βιταμίνη Β2 0.402 mg.
Βιταμίνη Β3 3.607 mg.
Bιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) 1.497 mg.
Bιταμίνη Β6 0.104 mg.
Bιταμίνη Β7 (βιοτίνη) ~ mg.
Φυλλικό οξύ 17 mg.
Βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) 0.04 mg.
Βιταμίνη C 2.1 mg.
Ιχνοστοιχεία: Μέταλλα
Ασβέστιο ~ mg.
Σίδηρος 0.5 mg.
Μαγνήσιο 9 mg.
Κάλιο 318 mg.
Νάτριο 3 mg.
Ψευδάργυρος 0.52 mg.
Χαλκός ~ mg.
Μαγγάνιο ~ mg.
Φώσφορος 86 mg.
Άλλα
Καφεΐνη ~ mg.
Θεοβρωμίνη ~ mg.
Τέφρα ~ g.
*με το σύμβολο ~ δηλώνεται έλλειψη στοιχείων στην εγκυκλοπαίδεια
πηγή άντλησης πληροφοριών: Link to USDA Database entry

Οι σύγχρονες εμπορικές ποικιλίες είχαν αρχικά ανοιχτό καφέ χρώμα. Το λευκό μανιτάρι ανακαλύφθηκε το 1925 από τυχαία μετάλλαξη σε ένα υπόστρωμα καφέ μανιταριών στη Φάρμα Μανιταριών Keystone, στο Coatesville της πολιτείας Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Ο Λούις Φέρντιναντ Λάμπερτ, ο ιδιοκτήτης της φάρμας και ερασιτέχνης μυκητιολόγος, έφερε το λευκό μανιτάρι πίσω στο εργαστήριο του. Όπως με το λευκό ψωμί, το λευκό μανιτάρι θεωρήθηκε πιο ελκυστικό από το κοινό και έτσι διαδόθηκε η καλλιέργεια και η διανομή του.[18] Τα περισσότερα υπόλευκα μανιτάρια, τα οποία πωλούνται μέχρι σήμερα, είναι παράγωγα αυτής της φυσικής τυχαίας μετάλλαξης του 1925.

Σήμερα το Αγαρικό το δίσπορο καλλιεργείται σε τουλάχιστον εβδομήντα χώρες παγκοσμίως.[9]

Μια μερίδα 100 g ωμών λευκών μανιταριών προσφέρουν 93 kJ (22 χιλιοθερμίδες) ενέργειας και είναι εξαιρετική πηγή (20% της ημερήσιας συνιστώμενης πρόσληψης) των βιταμινών του συμπλέγματος Β ριβοφλαβίνη (Β2), νιασίνη (Β3) και παντοθενικό οξύ (Β5). Τα φρέσκα μανιτάρια είναι επίσης μια καλή πηγή (10-19% της ημερήσιας συνιστώμενης πρόσληψης) των ιχνοστοιχείων του φωσφόρου και του καλίου.

Ενώ το φρέσκο Αγαρικό το δίσπορο περιέχει μόνο 0,8 mg (8 IU) βιταμίνης D στα 100 g, το περιεχόμενο της εργοκαλσιφερόλης (D2) αυξάνεται σημαντικά σε 11,2 μικρογραμμάρια (446 IU) [19] έπειτα από την έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία.[20][21]

  1. Zeitlmayr L (1976). Wild Mushrooms:An Illustrated Handbook. Garden City Press, Hertfordshire. σελίδες 82–83. ISBN 0-584-10324-7. 
  2. Carluccio A. (2003). The Complete Mushroom Book. Quadrille. ISBN 1-84400-040-0. 
  3. «Morphological, genetic, and interfertility analyses reveal a novel, tetrasporic variety of Agaricus bisporus from the Sonoran Desert of California». Mycologia 85 (5): 835–851. 1993. doi:10.2307/3760617. 
  4. «Discovery of a wild Mediterranean population of Agaricus bisporus, and its usefulness for breeding work». Mushroom Science 15: 245–252. 2000. 
  5. Cooke MC (1871). Handbook of British Fungi. 1. London: Macmillan and Co. σελ. 138. 
  6. «Species Fungorum – Species synonymy». Index Fungorum. CAB International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2010. 
  7. Lange JE (1926). «Studies in the agarics of Denmark. Part VI. Psalliota, Russula». Dansk Botanisk Arkiv 4 (12): 1–52. 
  8. «Beitrag zur Psalliota Forschung» (στα γερμανικά). Annales Mycologici 36 (1): 64–82. 1939. 
  9. 9,0 9,1 Cappelli A. (1984). Fungi Europaei:Agaricus (στα Ιταλικά). Saronno, Italy: Giovanna Biella. σελίδες 123–25. 
  10. 10,0 10,1 GourmetSleuth (11 Νοεμβρίου 2013). «Portobello (Portobella) Mushrooms». Gourmet Sleuth. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2019. CS1 maint: Unfit url (link)
  11. «portobello | Definition of portobello by Lexico». Lexico Dictionaries | English (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2019. 
  12. 12,0 12,1 Αθανασίου, Ζαχαρίας Θ. Οδηγός αναγνώρισης : Άγρια Μανιτάρια. Αθήνα: Ψυχάλου. σελ. 28. ISBN 978-960-8455-92-4. 
  13. 13,0 13,1 «Crops and livestock products». Food and Agriculture Organisation of the United Nations. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2025. 
  14. Ming-Zhe· και άλλοι. (5 Απριλίου 2023). «Insight into the evolutionary and domesticated history of the most widely cultivated mushroom Agaricus bisporus via mitogenome sequences of 361 global strains». BMC Genomics. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2025. CS1 maint: Explicit use of et al. (link)
  15. Spencer DM (1985). «The mushroom–its history and importance». The Biology and Technology of the Cultivated Mushroom. New York: John Wiley and Sons. σελίδες 1–8. ISBN 0-471-90435-X. 
  16. Genders 1969, σελ. 19
  17. Genders 1969, σελ. 18
  18. Genders 1969, σελ. 121
  19. Haytowitz DB (2009). «Vitamin D in mushrooms» (PDF). Nutrient Data Laboratory, US Department of Agriculture. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2018. 
  20. «Mushrooms and vitamin D». Los Angeles Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 September 2011. https://web.archive.org/web/20110904135924/http://articles.latimes.com/2008/mar/31/health/he-eat31. Ανακτήθηκε στις 23 August 2003. 
  21. «Vitamin D2 formation and bioavailability from Agaricus bisporus button mushrooms treated with ultraviolet irradiation». Journal of Agricultural and Food Chemistry 57 (8): 3351–5. April 2009. doi:10.1021/jf803908q. PMID 19281276. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Agaricus bisporus στο Wikimedia Commons