Αιλουρίδες
Αιλουρίδες[1] Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: Ολιγόκαινο - Ολόκαινο, 25–0Ma | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
[[εικόνα:|300px|]] | ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Type genus | ||||||||||||
Φέλις Λιναίος, 1758 | ||||||||||||
Η αυτοφυής κατανομή και η πυκνότητα των υφιστάμενων ειδών αιλουροειδών.
| ||||||||||||
Υποοικογένειες | ||||||||||||
|
Οι Αιλουρίδες είναι η βιολογική οικογένεια των γατών· κάθε μέλος της οικογένειας ονομάζεται αιλουρίδας. Αποτελούν οικογένεια των αιλουρόμορφων Σαρκοφάγων. Το πιο οικείο είδος της οικογένειας είναι η κατοικίδια γάτα, η οποία για πρώτη φορά συνδέθηκε με τον άνθρωπο πριν από περίπου 10.000 χρόνια, αλλά η οικογένεια περιλαμβάνει και όλες τις άγριες "γάτες", συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων γατών.
Οι σωζόμενες Αιλουρίδες ανήκουν σε μία από τις δύο υποοικογένειες: Πανθηρίνες (μεγάλοι αιλουρίδες· περιλαμβάνονται οι τίγρεις, τα λιοντάρια, οι ιαγουάροι και οι λεοπαρδάλεις), και Αιλουρίνες (μικροί αιλουρίδες· περιλαμβάνονται τα πούμα, οι γατόπαρδοι, οι λύγκες, οι οσελότοι και οι γάτες).
Οι πρώτοι Αιλουρίδες εμφανίστηκαν κατά το Ολιγόκαινο, περίπου 25 εκατομμύρια χρόνια πριν. Στους προϊστορικούς χρόνους, μία τρίτη υποοικογένεια, οι Μαχαιροδοντίνες, περιελάμβανε τους "μαχαιρόδοντες", όπως ο γνωστός Σμιλόδους. Άλλα εκ πρώτης όψεως γατόμορφα θηλαστικά, όπως ο Θυλακόσμιλος ή οι Νιμραβίδες δεν συμπεριλαμβάνονται στους Αιλουρίδες, καθώς θεωρείται ότι εμφανίζουν μόνο επιφανειακές ομοιότητες.
Οι αιλουρίδες είναι τα αυστηρότερα σαρκοφάγα των 13 χερσαίων οικογενειών που ανήκουν στην τάξη των Σαρκοφάγων, αν και οι τρεις οικογένειες των θαλάσσιων θηλαστικών, που συνιστούν την υπεροικογένεια Πτερυγιόποδα είναι όσο σαρκοβόροι είναι και οι αιλουρίδες. Οι αιλουρίδες μερικές φορές αναφέρονται ως υπερσαρκοφάγα λόγω της πολύ υψηλότερης αναλογίας πρωτεΐνης που χρειάζονται στη διατροφή τους, πολύ υψηλότερη από τα περισσότερα άλλα θηλαστικά.[2]
Εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα 41 γνωστά είδη αιλουριδών σήμερα στον κόσμο κατάγονται από τον ίδιο κοινό πρόγονο.[1] Οι γάτες εμφανίστηκαν στην Ασία και εξαπλώθηκαν σε όλες τις άλλες ηπείρους διασχίζοντας γέφυρες γης. Ελέγχοντας το μιτοχονδριακό και το πυρηνικό DNA αποκαλύφθηκε ότι οι αρχαίες γάτες εξελίχθηκαν σε οκτώ κυρίους κλάδους που απέκλιναν κατά τη διάρκεια τουλάχιστον 10 μεταναστεύσεων (προς όλες τις κατευθύνσεις) από ήπειρο σε ήπειρο μέσω της Βεριγγείας γέφυρας και του Ισθμού του Παναμά, με το γένος Πάνθηρ να είναι το πρεσβύτερο και το γένος Φέλις να είναι το νεώτερο. Περίπου το 60% των σύγχρονων ειδών αιλουριδών εκτιμάται ότι έχει εξελιχθεί μέσα στα τελευταία εκατομμύρια χρόνια.[3]
Οι στενότεροι συγγενείς των Αιλουριδών θεωρούνται τα Ασιατικά λινσάνγκ.[4] μαζί με τις Μοσχογαλίδες, τις ύαινες, τις μαγκούστες και τους Ευπλερίδες, σχηματίζουν την υποτάξη των Αιλουροειδών.[5]
Τα περισσότερα είδη αιλουριδών μοιράζονται μια γενετική ανωμαλία που τα εμποδίζει να γευτούν το γλυκό.[6]
Τα περισσότερα είδη αιλουριδών έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων 18 ή 19. Οι γάτες του Νέου Κόσμου (αυτές στην Κεντρική και Νότια Αμερική) έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων 18, πιθανώς λόγω του συνδυασμού δύο μικρότερων χρωμοσωμάτων σε ένα μεγαλύτερο.[7] Πριν από αυτή την ανακάλυψη, οι βιολόγοι δεν ήταν σε θέση να συνθέσουν ένα οικογενειακό δέντρο των αιλουριδών μόνο από τα ευρήματα των απολιθωμάτων, επειδή πολλά απολιθώματα διαφορετικών ειδών αιλουριδών φαίνονται όμοια, διαφέροντας κυρίως στο μέγεθος.[εκκρεμεί παραπομπή]
Χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αιλουρίδες είναι εξειδικευμένοι στην αποκλειστική κρεοφαγία, απαιτώντας διατροφή κρέατος και οργάνων για να επιβιώσουν. Εκτός του λιονταριού, οι άγριοι αιλουρίδες είναι γενικώς μοναχικοί· οι άγριες κατοικίδιες γάτες, ωστόσο, σχηματίζουν αποικίες. Οι γατόπαρδοι είναι επίσης γνωστοί να ζουν και να κυνηγούν σε ομάδες. Οι αιλουρίδες είναι γενικά μυστικοπαθή ζώα, συχνά νυκτόβια, και ζουν σε σχετικά απρόσιτα ενδιαιτήματα. περίπου τα τρία τέταρτα ειδών αιλουριδών σε δάση και γενικά είναι ευκίνητοι αναρριχητές. Ωστόσο, οι αιλουρίδες μπορεί να βρεθούν σχεδόν σε οποιοδήποτε περιβάλλον ενώ μερικά είδη ζουν σε ορεινές περιοχές ή ερήμους.
Οι άγριοι αιλουρίδες απαντούν σε κάθε ήπειρο πλην της Αυστραλασίας και της Ανταρκτικής.
Φυσική εμφάνιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αιλουρίδες έχουν γενικώς ευκίνητα και ευλύγιστα σώματα με μυώδη άκρα. Η μεγάλη πλειονότητα των ειδών έχει μακριά ουρά με μήκος ανάμεσα στο ένα τρίτο και στο μισό του σώματος, αν και με ορισμένες εξαιρέσεις (παραδείγματος χάριν, ο ερυθρός λύγκας και το μάργκεϊ). Βαδίζουν στα δάκτυλα (είναι δακτυλοβάμονα ζώα) τα οποία είναι εξοπλισμένα με νύχια γαμψά, πιεσμένα στα πλάγια, μεγάλα και οξύληκτα, ισχυρά και συσταλτά και οι πατούσες τους διαθέτουν μαλακά μαξιλαράκια. Σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα θηλαστικά, το κεφάλι είναι ιδιαίτερα θολωτό με κοντό ρύγχος. Το κρανίο διαθέτει πλατιά ζυγωματικά τόξα και μεγάλη οβελιαία ακρολοφία, χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την πρόσδεση των ισχυρών μυών της γνάθου.[8]
Τα διάφορα είδη αιλουριδών ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό στο μέγεθος. Ένας από τους μικρότερους αιλουρίδες είναι η μαυροπόδαρη αγριόγατα, με μήκος 35 με 40 εκατοστόμετρα, ενώ ο μεγαλύτερος στην άγρια φύση είναι η τίγρη, που μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 3,5 μέτρα[9] και σε βάρος τα 300 χιλιόγραμμα.
Η γούνα των αιλουριδών παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές, όντας πολύ παχύτερη σε εκείνα τα είδη που ζουν σε ψυχρά περιβάλλοντα, όπως η λεοπάρδαλη του χιονιού. Το χρώμα των αιλουριδών ποικίλει επίσης ιδιαιτέρως—μολονότι στα περισσότερα είδη η γούνα είναι καστανή προς χρυσή—συνήθως με σημάδια όπως κηλίδες, ρίγες ή ροζέτες. Οι μόνοι αιλουρίδες που στερούνται σημαδιών είναι το λιοντάρι, το πούμα, το καρακάλ, και το ιαγουαρόντι. Πολλά είδη παρουσιάζουν μελανισμό, στον οποίο κάποια άτομα κατάμαυρο τρίχωμα.[8]
Η γλώσσα των αιλουριδών καλύπτεται από κερατώδεις θηλές, οι οποίες τρίβουν το κρέας της λείας και βοηθούν στην περιποίηση.
Όλοι οι αιλουρίδες έχουν συσταλτά νύχια. Με άλλα λόγια, έχουν την ικανότητα να μαζεύουν τα νύχια τους μέσα στα δάκτυλά τους. Ωστόσο, σε μερικά είδη, όπως ο γατόπαρδος, τα νύχια παραμένουν ορατά (εξού και η επιστημονική του ονομασία Ακινόνυξ). Τα νύχια μαζεύονται όταν το ζώο είναι χαλαρωμένο και τεντώνονται όταν είναι σε χρήση. Συνδέονται με το τερματικό οστό του δακτύλου με έναν σκληρό και ελαστικό σύνδεσμο· όταν το ζώο συστέλλει τους μύες του δακτύλου για να τα τεντώσει, ο σύνδεσμος ωθεί το νύχι προς τα έξω.[8] Οι αιλουρίδες έχουν πέντε δάχτυλα στα μπροστινά πόδια και τέσσερα στα πίσω πόδια τους, αντανακλώντας την εξάρτησή τους στο πιάσιμο και την συγκράτηση της λείας τους με τα νύχια τους.[εκκρεμεί παραπομπή] Στους Αιλουρίδες, το βάκλον είναι μικρότερο από ότι στους Κυνίδες.[10]
Αισθήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αιλουρίδες σχετικά μεγάλα μάτια, τοποθετημένα για την παροχή διοφθάλμιας οράσεως. Η νυκτερινή όρασή τους είναι ιδιαιτέρως καλή λόγω της παρουσίας ενός tapetum lucidum, το οποίο αντανακλά το φως πίσω στο εσωτερικό του οφθαλμικού βολβού, και δίνει στα μάτια των αιλουριδών την χαρακτηριστική τους λάμψη. Ως αποτέλεσμα, τα μάτια των γατών είναι περίπου έξι φορές πιο ευαίσθητα στο φως από ό, τι εκείνα των ανθρώπων, και πολλά είδη είναι, εν μέρει τουλάχιστον, νυκτόβια. Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας των αιλουριδών περιέχει επίσης ένα σχετικά υψηλή αναλογία ραβδίων, προσαρμοσμένα για να διακρίνουν κινούμενα αντικείμενα σε συνθήκες αμυδρού φωτός, τα οποία συμπληρώνονται από την παρουσία κωνίων για την αίσθηση των χρωμάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ωστόσο, οι αιλουρίδες φαίνεται να έχουν σχετικά χαμηλή χρωματική όραση σε σύγκριση με τον άνθρωπο.[8] Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι αιλουρίδες βλέπουν αντικείμενα που κινούνται πιο "πολύχρωμα" από ό, τι σταθερά αντικείμενα, αλλά σε ένα άθικτο περιβάλλον, αδυνατούν να διακρίνουν μόνο τους τόνους των χρωμάτων (όπως το τιρκουάζ σε σύγκριση με το βαθυκύανο, για παράδειγμα).[εκκρεμεί παραπομπή]
Τα εξωτερικά αυτιά των αιλουριδών είναι επίσης μεγάλα και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε υψηλής συχνότητας ήχους στους μικρούς αιλουρίδες. Αυτή η ευαισθησία τους επιτρέπει να εντοπίζουν τα μικρά τρωκτικά θηράματα· οι αιλουρίδες προφανώς δεν παράγουν τέτοιους ήχους.[8]
Οι αιλουρίδες έχουν επίσης πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση της όσφρησης, αν και όχι στο βαθμό που με τους κυνίδες· αυτό συμπληρώνεται περαιτέρω με την παρουσία ενός υνιδορρινικού οργάνου στην οροφή του στόματος, επιτρέποντας στο ζώο να «γεύεται» τον αέρα. Η χρήση αυτού του οργάνου συνδέεται με την αντίδραση φλέμεν, κατά την οποία το άνω χείλος κυρτώνει προς τα πάνω. Οι περισσότεροι αιλουρίδες αδυνατούν να γευθούν το γλυκό λόγω μίας μεταλλάξεως των γευστικών θηλών. Εξαιρέσεις παρουσιάζονται σε μέλη των γενών Λεόπαρδος και Ωτοκολοβός.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι αιλουρίδες διαθέτουν εξαιρετικά ευαίσθητα μουστάκια τοποθετημένα βαθιά στο δέρμα, τα οποία παρέχουν στον αιλουρίδα αισθητηριακές πληροφορίες για την παραμικρή κίνηση του αέρα γύρω από αυτόν. Τα μουστάκια είναι πολύ χρήσιμα στους νυκτόβιους κυνηγούς.
Οι περισσότεροι αιλουρίδες μπορούν να προσγειώνονται στα πόδια τους μετά από μια πτώση, ικανότητα που βασίζεται στην όραση και την αίσθηση της ισορροπίας που ενεργούν μαζί.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οδόντωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οδοντικός τύπος | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
άνω γνάθος | |||||||
1 | 3 | 1 | 3 | 3 | 1 | 3 | 1 |
1 | 2 | 1 | 3 | 3 | 1 | 2 | 1 |
κάτω γνάθος | |||||||
Σύνολο : 30 | |||||||
Κοινή οδόντωση των Αιλουριδών |
Οι αιλουρίδες έχουν σχετικά μικρό αριθμό δοντιών σε σχέση με άλλα σαρκοφάγα, χαρακτηριστικό που συνδέεται με το μικρό μέγεθος των ρυγχών τους. Με λίγες εξαιρέσεις, όπως ο λύγκας, έχουν οδοντικό τύπο: 3.1.3.13.1.2.1. Οι κυνόδοντες είναι μεγάλοι, φθάνοντας εξαιρετικά μεγέθη στα εξαφανισμένα είδη μαχαιροδόντων. Ο άνω τρίτος προγομφίος και κάτω γομφίος προσαρμόζονται ως σελινόδοντες, κατάλληλοι για το σχίσιμο και την κοπή του κρέατος.[8]
Οι σιαγόνες των αιλουριδών μπορούν να κινηθούν μόνο κατακόρυφα, έτσι που δεν έχουν την δυνατότητα να μασήσουν αποτελεσματικά, αλλά καθίσταται ευκολότερο για τους ισχυρούς μασητήρες μύες τους να κρατήσουν το αγωνιζόμενο θήραμα.
Συστηματική ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραδοσιακώς, διακρίνονται πέντε υποοικογένειες Αιλουριδών βάσει φαινοτυπικών χαρακτηριστικών: οι Αιλουρίνες, οι Πανθηρίνες, οι Ακινονυχίνες (γατόπαρδοι), οι εξαφανισμένοι Μαχαιροδοντίνες και οι εξαφανισμένοι Προαιλουρίνες.[11]
Γενετική ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενετική έρευνα έχει δώσει την βάση για μια πιο συνοπτική ταξινόμηση των ζωντανών μελών της οικογένειας των αιλουριδών βάσει γονοτυπικών ομαδοποιήσεων.[1][3][12] Συγκεκριμένα, οκτώ γενετικές καταγωγές έχουν αναγνωριστεί:[13]
- Καταγωγή 1 Πανθηρίνες: Πάνθηρ, Λεοπάρδαλη του χιονιού, Νεοφέλις
- Καταγωγή 2: Παρδοφέλις, Γατόπουμα
- Καταγωγή 3: Λεπταίλουρος, Καρακάλ, Προφέλις
- Καταγωγή 4: Λεόπαρδος
- Καταγωγή 5: Λυγξ
- Καταγωγή 6: Πούμα, Ακινόνυξ
- Καταγωγή 7: Πριοναίλουρος, Ωτοκολοβός
- Καταγωγή 8: Φέλις
Οι τέσσερις τελευταίες καταγωγές σχετίζονται περισσότερο με μεταξύ τους παρά με οποιαδήποτε από τις τέσσερις πρώτες, οπότε σχηματίζουν έναν κλάδο, εντός της υποοικογένειας Αιλουρίνες της οικογένειας Αιλουρίδες.
Σωζόμενα είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο παρακάτω είναι ο πλήρης κατάλογος των γενών μέσα της οικογένειας των Αιλουριδών, ομαδοποιημένων σύμφωνα με την παραδοσιακή φαινοτυπική ταξινόμηση με τις αντίστοιχες γονοτυπικής καταγωγές να αναφέρονται. Περιλαμβάνει όλα τα είδη αιλουριδών που ζουν σήμερα.[1]
- Υποοικογένεια Πανθηρίνες
- Γένος Πάνθηρ [Καταγωγή 1]
- Λιοντάρι (Panthera leo)
- Ιαγουάρος (Panthera onca)
- Λεοπάρδαλη (Panthera pardus)
- Τίγρη (Panthera tigris)
- Λεοπάρδαλη του χιονιού (Panthera uncia)
- Γένος Νεοφέλις [Καταγωγή 1]
- Νεφελώδης λεοπάρδαλη (Neofelis nebulosa)
- Νεφελώδης λεοπάρδαλη της Σούνδας (Neofelis diardi)
- Γένος Πάνθηρ [Καταγωγή 1]
- Υποοικογένεια Αιλουρίνες
- Γένος Παρδοφέλις [Καταγωγή 2] — από το 2006, αυτό το γένος ορίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης τον ερυθροκαστανό αγριόγατο και τον ασιατικό χρυσότριχο αγριόγατο·[3]
- Μαρμαροειδής αγριόγατος (Pardofelis marmorata)
- Γένος Γατόπουμα [Καταγωγή 2]
- Ερυθροκαστανός αγριόγατος (Catopuma badia) — syn. Pardofelis badia;[3]
- Ασιατικός χρυσότριχος αγριόγατος (Catopuma temminckii) — syn. Pardofelis temminckii;[3]
- Γένος Λεπταίλουρος [Καταγωγή 3]
- Σερβάλ (Leptailurus serval)
- Γένος Καρακάλ [Καταγωγή 3]
- Καρακάλ (Caracal caracal)
- Γένος Προφέλις [Καταγωγή 3]
- Αφρικανικός χρυσότριχος αγριόγατος (Profelis aurata)
- Γένος Λεόπαρδος [Καταγωγή 4]
- Αγριόγατος του Παντανάλ (Leopardus braccatus)
- Κολοκόλο (Leopardus colocolo)
- Αγριόγατος του Ζοφρουά (Leopardus geoffroyi)
- Κοντκόντ (Leopardus guigna)
- Αγριόγατα των Άνδεων (Leopardus jacobitus)
- Αγριόγατα της Πάμπας (Leopardus pajeros)
- Οσελότος (Leopardus pardalis)
- Τιγρογαλή (Leopardus tigrinus)
- Νότια Τιγρογαλή (Leopardus guttulus)
- Μάργκεϊ (Leopardus wiedii)
- Γένος Λυγξ [Καταγωγή 5]
- Καναδικός λύγκας (Lynx canadensis)
- Ευρασιατικός λύγκας (Lynx lynx)
- Ισπανικός λύγκας (Lynx pardinus)
- Ερυθρός λύγκας (Lynx rufus)
- Γένος Πούμα [Καταγωγή 6]
- Πούμα (Puma concolor)
- Ιαγουαρόντι (Puma yagouaroundi)
- Γένος Ακινόνυξ[14][Καταγωγή 6]
- Γατόπαρδος (Acinonyx jubatus)
- Γένος Πριοναίλουρος [Καταγωγή 7]
- Λεοπαρδογαλή (Prionailurus bengalensis)
- Αγριόγατος του Ιριομότε (Prionailurus bengalensis iriomotensis)
- Πλατυκέφαλος αγριόγατος (Prionailurus planiceps)
- Ερυθρόστικτος αγριόγατος (Prionailurus rubiginosus)
- Αγριόγατος ψαράς (Prionailurus viverrinus)
- Λεοπαρδογαλή (Prionailurus bengalensis)
- Γένος Ωτοκολοβός [Καταγωγή 7]
- Μανούλ (Otocolobus manul)
- Γένος Φέλις [Καταγωγή 8]
- Κινεζική αγριόγατα των βουνών (Felis bieti)
- Γάτα (Felis catus)
- Αγριόγατα της ζούγκλας (Felis chaus)
- Αγριόγατα της άμμου (Felis margarita)
- Μαυροπόδαρη Αγριόγατα (Felis nigripes)
- Κοινός αγριόγατος (Felis silvestris)
- Γένος Παρδοφέλις [Καταγωγή 2] — από το 2006, αυτό το γένος ορίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης τον ερυθροκαστανό αγριόγατο και τον ασιατικό χρυσότριχο αγριόγατο·[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Wozencraft, W. C. (2005). «Felidae». Στο: Wilson, D. E.· Reeder, D. M. Mammal Species of the World (3rd έκδοση). Johns Hopkins University Press. σελίδες 532–548. ISBN 978-0-8018-8221-0. OCLC 62265494.
- ↑ http://eol.org/pages/7674/overview
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Johnson, W. E., Eizirik, E., Pecon-Slattery, J., Murphy, W. J., Antunes, A., Teeling, E., O'Brien, S. J. (2006). «The late miocene radiation of modern Felidae: a genetic assessment». Science 311 (5757): 73–77. doi: . PMID 16400146.
- ↑ Eizirik E., Murphy W. J., Koepfli K. P., Johnson W. E., Dragoo J. W., O'Brien S. J. (2010). «Pattern and timing of the diversification of the mammalian order Carnivora inferred from multiple nuclear gene sequences». Molecular Phylogenetics and Evolution 56 (1): 49–63. doi: . PMID 20138220.
- ↑ Gaubert P., Veron G. (2003). «Exhaustive sample set among Viverridae reveals the sister-group of felids: the linsangs as a case of extreme morphological convergence within Feliformia». Proceedings of the Royal Society B 270 (1532): 2523–30. doi: . PMID 14667345.
- ↑ Xia, Li; Weihua Li, Hong Wang, Jie Cao, Kenji Maehashi, Liquan Huang, Alexander A. Bachmanov, Danielle R. Reed, Véronique Legrand-Defretin, Gary K. Beauchamp and Joseph G. Brand (July 2005). «Pseudogenization of a Sweet-Receptor Gene Accounts for Cats' Indifference toward Sugar». Public Library of Science 1 (1): 27–35. doi: . PMID 16103917. PMC 1183522. http://www.plosgenetics.org/article/info:doi/10.1371/journal.pgen.0010003. Ανακτήθηκε στις 2008-06-30.
- ↑ Vella, Carolyn· Lorraine M. Shelton· John J. McGonagle· Terry W. Stanglein (2002). Robinson's Genetics for Cat Breeders and Veterinarians, 4th ed. Oxford: Butterworh-Heinemann. ISBN 0-7506-4069-3.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Sunquist, Mel· Sunquist, Fiona (2002). Wild cats of the World. Chicago: University of Chicago Press. σελίδες 5–16. ISBN 0-226-77999-8.
- ↑ Vratislav Mazak: Der Tiger. Nachdruck der 3. Auflage von 1983. Westarp Wissenschaften Hohenwarsleben, 2004 ISBN 3-89432-759-6
- ↑ R. F. Ewer (1973). The Carnivores. Cornell University Press. ISBN 978-0-8014-8493-3. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2013.
- ↑ Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομαMcKenna & Bell
. - ↑ O'Brien, S. J., Johnson, W. E. (2005). «Big cat genomics». Annual Review of Genomics and Human Genetics 6: 407–429. doi: . PMID 16124868.
- ↑ Johnson, WE; O'Brien, SJ (1997). «Phylogenetic reconstruction of the Felidae using 16S rRNA and NADH-5 mitochondrial genes». Journal of molecular evolution 44 Suppl 1: S98–116. PMID 9071018.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2014.
Γενικές παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Shoemaker, Alan (1996). «1996 Taxonomic and Legal Status of the Felidae». Felid Taxonomic Advisory Group of the American Zoo and Aquarium Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2006.
- Turner, A. (1997). The big cats and their fossil relatives. Columbia University Press. ISBN 0-231-10229-1.
- Kirby, G. (1984). «Cat family». Στο: Macdonald, D. The Encyclopedia of Mammals. Facts on File. ISBN 0-87196-871-1.