Αλκίνια
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/0f/Acetylene-3D-vdW.png/220px-Acetylene-3D-vdW.png)
Τα αλκύνια είναι ομόλογη σειρά ακόρεστων υδρογονανθράκων, που φέρουν ένα τριπλό δεσμό στο μόριό τους. Παραδοσιακά ονομάζονται μερικές φορές και «ακετυλένια», αφού όλα τους μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα του ακετυλενίου. Ο γενικός χημικός τύπος τους είναι CnH2n-2 (n>2). Έχουν βαθμό ακορεστότητας 2 και είναι ισομερή με τα αλκαδιένια, τα κυκλοαλκένια και τα δικυκλοαλκάνια. Με βάση την ονοματολογία κατά IUPAC, λαμβάνουν το χαρακτηριστικό ενδιάμεσο «-υν-», π.χ. αιθύνιο. Όπως και οι υπόλοιποι υδρογονάνθρακες είναι γενικά υδρόφοβες ενώσεις αλλά είναι από τους πιο δραστικούς σε χημική συμπεριφορά. Διακρίνονται σε δυο κύριες υπομόλογες σειρές: τα «εξωτερικά αλκύνια», που έχουν τον τριπλό δεσμό τους στην άκρη του μορίου τους (οπότε περιέχουν τη δομή H-C≡C...) και τα «εσωτερικά αλκύνια», που έχουν τον τριπλό δεσμό τους ενδιάμεσα στο μόριό τους (οπότε περιέχουν τη δομή ...C-C≡C-C...).
Δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα αιθίνια, ο δεσμός C≡C είναι ευθύγραμμος και οι γωνίες δεσμών του είναι 180°. Γι' αυτό, κυκλικές ενώσεις με τριπλό δεσμό είναι σπάνιες. Π.χ. το βενζίνιο είναι εξαιρετικά ασταθές. Το μήκος του δεσμού C≡C είναι 120 pm, δηλαδή πολύ βραχύτερος από τον δεσμό C=C (π.χ. στα αλκένια), που έχει μήκος 134 pm και ακόμη περισσότερο από τον δεσμό C-C που έχει (συνήθως) μήκος 154 pm. Ο τριπλός δεσμός είναι ακόμη πολύ ισχυρός με συνολική ισχύ 839 kJ/mol. Πιο συγκεκριμένα, περιέχει ένα σ (2sp-2sp) δεσμό με ισχύ 369 kJ/mol, και δύο π (2py-2py και 2pz-2pz) δεσμούς με ισχύ 268 kJ/mol και 202 kJ/mol, αντίστοιχα, σύμφωνα με τη θεωρία των μοριακών τροχιακών, της Κβαντομηχανικήσ. Οι σ δεσμοί με τα άτομα που συνορεύουν με τον τριπλό δεσμό είναι επίσης βραχύτεροι από τους συνηθισμένους, γιατί είναι τύπου (1s - 2sp), οι δεσμοί C-Η (106 pm), και (2sp3-2sp), οι C-C (147 pm)«Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.34, §2.6.-§2.7.».
Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με απόσπαση υδραλογόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με απόσπαση δύο μορίων υδραλογόνου από κατάλληλο διαλαλκάνιο, με χρήση υδροξειδίου του νατρίου (NaOH), παράγεται αλκίνιο[1]:
Με απόσπαση αλογόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με απόσπαση δύο μορίων αλογόνου από τετρααλαλκάνιο, με χρήση ψευδαργύρου (Zn), παράγεται αλκίνιο[2]:
- Αναφέρονται οι γενικές μέθοδοι. Για ορισμένα αλκίνια, όπως το αιθίνιο, υπάρχουν και μερικές ειδικές μέθοδοι.
- Όπου R αλκύλιο ή υδρογόνο. Τα R δεν είναι αναγκαίο να είναι ίδια μεταξύ τους.
Χημικές ιδιότητες και παράγωγα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Εμφανίζουν όλες τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των ακόρεστων υδρογονανθράκων:
- Όπου R αλκύλιο ή υδρογόνο. Τα R δεν είναι αναγκαίο να είναι ίδια μεταξύ τους.
- Όπου X αλογόνο, δηλαδή φθόριο, χλώριο, βρώμιο ή ιώδιο, εκτός αν εξαιρείται κάποιο, όπως σημειώνεται παρακάτω.
Καύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Με το οξυγόνο του αέρα καίγονται παρέχοντας κυανή φλόγα υψηλότατης θερμοκρασίας (οξυακετυλενική φλόγα)[3]:
- Η καύση αναπτύσσει θερμοκρασίες περίπου 3000οC και χρησιμοποιείται στην κοπή και την τήξη μετάλλων και μεταλλικών κατασκευών. Μίγματα αλκινίων με αέρα είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα και εκρηκτικά.
Ενυδάτωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση θειικού οξέος και στη συνέχεια νερού (ενυδάτωση) σε αλκίνιο, παρουσία ιόντων υδραργύρου (Hg), παράγεται αιθανάλη (από αιθίνιο) ή κετόνη (από τα άλλα αλκίνια)[4]:
ή
- Ενδιάμεσα παράγεται ασταθής αλκενόλη που ισομερειώνεται σε αιθανάλη ή κετόνη.
- Σε ακραία αλκίνια, δηλ. τύπου RC ≡ CH, παράγεται μεθυλοκετόνη, δηλ. του τύπου RCOCH3. Δηλαδή η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ+H-OHδ-.
Προσθήκη υπαλογονώδους οξέος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση (προσθήκη) υποαλογονώδους οξέος (HOX) σε αλκίνιο παράγεται αλαιθανάλη (από αιθίνιο) ή αλοκετόνη (από τα άλλα αλκίνια)[5]:
ή
- Το HOX παράγεται συνήθως επιτόπου με την αντίδραση:
- Ενδιάμεσα παράγεται ασταθής αλαλκενόλη που ισομερειώνεται σε αλαιθανάλη ή αλοκετόνη.
- Σε ακραία αλκίνια, δηλ. τύπου RC ≡ CH, παράγεται (αλομεθυλο)κετόνη, δηλ. του τύπου RCOCH2X, εκτός αν το αλογόνο είναι το φθόριο, οπότε σχηματίζεται φθοραλδεΰδη του τύπου RCHFCHO. Αυτό συμβαίνει γιατί η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ+X-OHδ-, για τα εκτός φθορίου αλογόνα και δ-F-OHδ+.
Καταλυτική υδρογόνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με καταλυτική υδρογόνωση αλκινίου σχηματίζεται αρχικά αλκένιο και στη συνέχεια (με περίσσεια υδρογόνου) αλκάνιο.[6]:
Αλογόνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση αλογόνου (X2) (αλογόνωση) σε αλκίνιο έχουμε προσθήκη στον τριπλό δεσμό. Παράγεται αρχικά διαλαλκένιο και στη συνέχεια (με περίσσεια αλογόνου) τετρααλαλκάνιο.[7]:
Υδραλογόνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με προσθήκη υδραλογόνων (HX) (υδραλογόνωση) σε αλκίνιο παράγεται αρχικά αλαλκένιο και στη συνέχεια (με περίσσεια υδραλογόνου) διαλαλκάνιο.[8]:
- Σε ακραία αλκίνια, δηλ. τύπου RC ≡ CH, παράγεται αρχικά αλαλκένιο του τύπου RCX=CH2 και τελικά διαλαλκάνιο του τύπου RCX2CH3. Δηλαδή η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ+H-Xδ-.
Υδροκυάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με προσθήκη υδροκυανίου (HCN) (υδροκυάνωση) σε αλκίνιο παράγεται αλκενονιτρίλιο:
- Η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ+H-CNδ-.
Προσθήκη μονοξειδίου του άνθρακα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
1. Με προσθήκη μονοξειδίου του άνθρακα (CO) και νερού (H2O), παράγεται αλκενικό οξύ:
- Η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ+H-COOHδ-.
2. Με προσθήκη μονοξειδίου του άνθρακα (CO) και αλκοόλης (ROH), παράγεται αλκενικός αλκυλεστέρας:
Διυδροξυλίωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η διυδροξυλίωση αλκινίου, αντιστοιχεί σε προσθήκη H2O2 και παράγει υδροξυαλδεΰδη ή υδροξυκετόνη[9]:
1. Επίδραση αραιού διαλύματος υπερμαγγανικού καλίου (KMnO4). Π.χ.:
2. Επίδραση καρβονικού οξέος και υπεροξείδιου του υδρογόνου:
- Ενδιάμεσα παράγεται ασταθής ταυτομερής αλκενοδιόλη που ισομερειώνεται σε υδροξυαλδεΰδη ή υδροξυκετόνη.
Προσθήκη αλκοολών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση αλκοόλης (ROH) σε αλκίνιο παράγεται αλκενυλαλκυλαιθέρας[10]:
- Η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ-RO-Hδ+.
Προσθήκη καρβονικών οξέων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση καρβονικών οξέων (RCOOH) σε αλκίνιο παράγεται καρβονικός αλκενυλεστέρας[11]:
- Η προσθήκη γίνεται κατά την έννοια δ-RCOO-Hδ+.
Οζονόλυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση όζοντος (οζονόλυση) σε αλκίνιο, παράγεται αρχικά ασταθές οζονίδιο που τελικά διασπάται σε αιθανοδιάλη (αιθίνιο), κεταλδεΰδη (άλλα εξωτερικά αλκίνια) ή δικετόνη (εσωτερικά αλκίνια)[12]:
Επίδραση πυκνού υπερμαγγανικού καλίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Με επίδραση πυκνού διαλύματος υπερμαγγανικού καλίου (KMnO4) παράγεται οξαλικό οξύ (αιθίνιο), κετοξύ ή δικετόνη(εσωτερικά αλκίνια) (άλλα εξωτερικά αλκίνια) [13]:
ή
ή
Παρατηρήσεις, υποσημειώσεις και αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.153, §6.4.3.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ.153, §6.3.1β.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 155, §6.7.1.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.3.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 156, §6.8.4.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.4α.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.2.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.1.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 157, §6.8.9.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.5.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.6.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.7α.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, σελ. 158, §6.9.8.
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Speight J. G., “Chemical and Process Design Handbook”, McGraw-Hill, 2002.
- Γ. Βάρβογλη, Ν. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Αθήνα 1972
- Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
- SCHAUM'S OUTLINE SERIES, ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ, Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
- Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982
- University College of Cork| Δικτυακός τόπος Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Κορκ
|