Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί
Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί The Producers | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Μελ Μπρουκς |
Παραγωγή | Σίντνεϊ Γκλέιζερ |
Σενάριο | Μελ Μπρουκς |
Πρωταγωνιστές | Ζίρο Μόστελ Τζιν Γουάιλντερ Ντικ Σον Κένεθ Μαρς |
Μουσική | Τζον Μόρις |
Μοντάζ | Ραλφ Ρόζενμπλουμ |
Διανομή | Embassy Pictures |
Πρώτη προβολή | 22 Νοεμβρίου 1967 (Πίτσμπεργκ)[1], 18 Μαρτίου 1968 (Νέα Υόρκη)[2], 10 Νοεμβρίου 1968 (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)[2], 9 Οκτωβρίου 1969 (Λονδίνο)[2], 20 Φεβρουαρίου 1970 (Ιρλανδία)[2], 4 Μαΐου 1970 (Σουηδία)[2], 27 Αυγούστου 1970 (Ολλανδία)[2], 2 Ιανουαρίου 1971 (Ιταλία)[2], 2 Απριλίου 1971 (Δανία)[2], 29 Σεπτεμβρίου 1971 (Γαλλία)[2], 26 Νοεμβρίου 1971 (Ουρουγουάη)[2], 26 Ιουλίου 1973 (Βρετανικό Χονγκ Κονγκ)[2], 19 Μαρτίου 1976 (Γερμανία)[2], 16 Απριλίου 1976 (Φινλανδία)[2], 17 Ιανουαρίου 1977 (Μαδρίτη)[2] και 1 Ιανουαρίου 2001 (Ιαπωνία)[2] |
Διάρκεια | 88 λεπτά |
Προέλευση | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Γλώσσα | Αγγλικά[3] |
δεδομένα ( ) |
Το Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί (αγγλικά: The Producers) είναι μια αμερικανική σατιρική μαύρη κωμωδία του 1967 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μελ Μπρουκς στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο και με πρωταγωνιστές τους Ζίρο Μόστελ, Τζιν Γουάιλντερ, Ντικ Σον και Κένεθ Μαρς. Η ταινία μιλά για έναν θεατρικό παραγωγό και τον λογιστή του που, ως μέρος μιας απάτης, πρέπει να ανεβάσουν το χειρότερο μιούζικαλ που μπορούν να δημιουργήσουν. Τελικά βρίσκουν ένα που επικεντρώνεται γύρω από τον Αδόλφο Χίτλερ και τους ναζί. Εξαιτίας αυτού του θέματος, το Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί ήταν εξαρχής αμφιλεγόμενη ταινία [4][5] και έλαβε μεικτές κριτικές. Εν τέλει, έγινε καλτ ταινία [6] και έτυχε πιο θετικής κριτικής αποδοχής αργότερα.
Το Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί ήταν το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπρουκς,[7] ο οποίος κέρδισε για την ταινία Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Το 1996, η ταινία επιλέχθηκε για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου.[8] Αργότερα διασκευάστηκε από τους Μπρουκς και Τόμας Μίχαν ως θεατρικό μιούζικαλ, το οποίο ξανάγινε ταινία.
Πλοκή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαξ Μπιάλιστοκ (Ζίρο Μόστελ) ήταν κάποτε το καμάρι του Μπρόντγουεϊ, αλλά τώρα είναι ένας ηλικιωμένος, παρηκμασμένος και άπληστος θεατρικός παραγωγός, ο οποίος ζει μεροδούλι-μεροφάι, προσεγγίζοντας εύπορες ηλικιωμένες γυναίκες με αντάλλαγμα χρήματα για ένα "επόμενο έργο" που μπορεί να μην ανέβει ποτέ. Ο λογιστής Λίοπολντ "Λίο" Μπλουμ (Τζιν Γουάιλντερ), ένας αγχώδης νεαρός που είναι επιρρεπής στο άκρατο γέλιο, πηγαίνει στο γραφείο του Μαξ για να ελέγξει τα βιβλία του και ανακαλύπτει μια διαφορά 2.000 δολαρίων στους λογαριασμούς του τελευταίου έργου του Μαξ. Ο Μαξ πείθει τον Λίο να κρύψει τη σχετικά μικρή απάτη και, την ώρα που κάνει τη συγκάλυψη, ο Λίο συνειδητοποιεί ότι ένας παραγωγός μπορεί να βγάλει πολύ περισσότερα χρήματα από μια αποτυχία παρά από μια επιτυχία πουλώντας δικαιώματα στην παραγωγή, επειδή κανείς δεν πρόκειται να κάνει έλεγχο σε ένα έργο που θεωρείται ότι έχει χάσει χρήματα. Για τον ίδιο λόγο, κανένας εξαπατημένος επενδυτής δεν θα γνωρίζει τους πολλούς άλλους. Ο Μαξ θέτει αμέσως σε εφαρμογή αυτό το σχέδιο. Θα υπερπουλήσουν δικαιώματα σε τεράστια κλίμακα και θα ανεβάσουν ένα έργο που θα κατέβει το βράδυ της πρεμιέρας, αποφεύγοντας έτσι να πληρώσουν και φεύγοντας, στη συνέχεια, στο Ρίο ντε Τζανέιρο με τα κέρδη. Ο Λίο φοβάται ότι ένα τέτοιο εγκληματικό εγχείρημα θα αποτύχει και θα καταλήξουν στη φυλακή, αλλά ο Μαξ τον πείθει τελικά ότι η σημερινή του άθλια ζωή δεν είναι καλύτερη από τη φυλακή.
Οι συνεργάτες βρίσκουν το ιδανικό έργο για το σχέδιό τους: Springtime for Hitler: A Gay Romp with Adolf and Eva στο Berchtesgaden. Πρόκειται για «ένα γράμμα αγάπης προς τον Χίτλερ» γραμμένο με απόλυτη ειλικρίνεια από τον διαταραγμένο πρώην ναζί Φραντς Λίμπκιντ (Κένεθ Μαρς). Ο Μαξ και ο Λέο πείθουν τον Λίμπκιντ να τους παραχωρήσει τα θεατρικά δικαιώματα, λέγοντάς του ότι θέλουν να δείξουν στον κόσμο «τον Χίτλερ που αγαπούσες, τον Χίτλερ που γνώριζες, τον Χίτλερ με ένα τραγούδι στην καρδιά». Για να διασφαλίσουν ότι η παράσταση θα αποτύχει, προσλαμβάνουν τον Ρόνζερ Ντε Μπρι (Κρίστοφερ Χιούιτ), έναν σκηνοθέτη του οποίου τα έργα «κατεβαίνουν την πρώτη μέρα της πρόβας». Ο ρόλος του Χίτλερ δίνεται σε έναν χαρισματικό, αλλά ανισόρροπο χίπι ονόματι Λορέντζο Σεντ Ντιμπουά, επίσης γνωστό ως LSD (Ντικ Σον), ο οποίος περιπλανιόταν τυχαία στο θέατρο κατά τη διάρκεια των ακροάσεων. Ο Μαξ πουλά το 25.000% του έργου στους συνηθισμένους του επενδυτές. Στο θέατρο, τη βραδιά της πρεμιέρας, ο Μαξ προσπαθεί να εξασφαλίσει μια πραγματικά απαίσια κριτική επιχειρώντας να δωροδοκήσει τον κριτικό που ήρθε να δει την παράσταση. Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτός εξοργίζεται και πετάει τα χρήματα στα πόδια του Μαξ. Ο Μαξ και ο Λίο πάνε κρυφά σε ένα μπαρ απέναντι από το δρόμο περιμένοντας το κοινό να βγει μετά την παράσταση.
Το έργο ξεκινά με το φαντασμαγορικό νούμερο του τραγουδιού "Άνοιξη για τον Χίτλερ", το οποίο τιμά τη ναζιστική Γερμανία που συντρίβει την Ευρώπη ("Άνοιξη για τον Χίτλερ και τη Γερμανία / Χειμώνας για την Πολωνία και τη Γαλλία"). Το κοινό τρομοκρατείται και φεύγει μαζικά μετά το νούμερο, αλλά σε αυτό το σημείο βγαίνει στη σκηνή ο LSD ως Χίτλερ και βρίσκουν την ερμηνεία του που μοιάζει με μπίτνικ και τις συνεχείς παρερμηνείες της ιστορίας ξεκαρδιστικές, ερμηνεύοντας την παραγωγή ως σάτιρα. Εντωμεταξύ, η απεικόνιση του Χίτλερ από τον LSD εξοργίζει και ταπεινώνει τον Φραντς, ο οποίος -αφού ρίξει την αυλαία και βγει ορμητικά στη σκηνή- έρχεται αντιμέτωπος με το κοινό και διαμαρτύρεται για την αντιμετώπιση του αγαπημένου του έργου. Όταν χτυπάει και πέφτει αναίσθητος, απομακρύνεται από τη σκηνή, ενώ το κοινό υποθέτει ότι η ατάκα του ήταν μέρος του έργου. Οι Μαξ και Λίο διαπιστώνουν έντρομοι και σοκαρισμένοι ότι η Άνοιξη για τον Χίτλερ γίνεται μεγάλη επιτυχία, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδυτές θα περιμένουν μεγαλύτερη οικονομική απόδοση από αυτή που μπορούν να πληρώσουν. Ο Μαξ θρηνεί «Ήμουν τόσο προσεκτικός. . . Διάλεξα λάθος έργο, λάθος σκηνοθέτη, λάθος καστ... τι έκανα σωστά;»
Ο ένοπλος Φραντς πηγαίνει να βρει τον Μαξ και τον Λίο, κατηγορώντας τους ότι παραβίασαν τον «όρκο του Ζίγκφριντ». Προσπαθεί να αυτοπυροβοληθεί, αλλά του τελειώνουν οι σφαίρες. Στη συνέχεια, οι τρεις τους αποφασίζουν να ανατινάξουν το θέατρο για να κατέβει η παράσταση, αλλά τραυματίζονται, συλλαμβάνονται, δικάζονται και κρίνονται «απίστευτα ένοχοι» από τους ενόρκους. Πριν από την καταδίκη, ο Λίο κάνει μια παθιασμένη δήλωση επαινώντας τον Μαξ επειδή άλλαξε τη ζωή του και ήταν φίλος του, ενώ παράλληλα αναφέρεται σε αυτόν ως «ο πιο εγωιστής άντρας που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου». Ο Μαξ λέει στον δικαστή ότι έχουν μάθει το μάθημά τους.
Ο Μαξ, ο Λίο και ο Φραντς οδηγούνται στο κρατικό σωφρονιστικό κατάστημα. Εκεί, ανεβάζουν ένα νέο έργο που ονομάζεται Prisoners of Love, μια παράσταση που αποδεικνύεται χειρότερη από την Άνοιξη για τον Χίτλερ, κυρίως επειδή ο Λίο και ο Μαξ προσπαθούν να ανεβάσουν ένα καλό και όχι ένα κακό έργο. Ενώ ο Μαξ και ο Φραντς επιβλέπουν με ζήλο τις πρόβες, ο Λίο συνεχίζει την παλιά τους απάτη — υπερπουλώντας τα δικαιώματα του έργου στους συγκρατούμενούς τους, ακόμη και στον φύλακα. Το τραγούδι "Prisoners of Love" παίζει ενώ πέφτουν οι τίτλοι τέλουν.
Διανομή ρόλων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ζίρο Μόστελ ως Μαξ Μπιάλιστοκ
- Τζιν Γουάιλντερ ως Λίοπολντ «Λίο» Μπλουμ
- Ντικ Σον ως Λορέντζο Σεντ Ντυμπουά (LSD)
- Εστέλ Γουίνγουντ ως "Hold Me! Touch Me!"
- Κρίστοφερ Χιούιτ ως Ρότζερ Ντε Μπρι
- Κένεθ Μαρς ως Φραντς Λίμπκιντ
- Λι Μέρεντιθ ως Ούλα
- Ανδρέας Βουτσινάς ως Κάρμεν Γκία
- Μελ Μπρουκς ως τραγουδιστής στο "Άνοιξη για τον Χίτλερ"
Ο Μπρουκς ήθελε τον Σάμιουελ "Ζίρο" Μόστελ ως Μαξ Μπιάλιστοκ, νιώθοντας ότι ήταν ένας ενεργητικός ηθοποιός που θα μπορούσε να ερμηνεύσει έναν τόσο εγωιστικό χαρακτήρα.[9] Ο Γκλέιζερ έστειλε το σενάριο στον δικηγόρο του Μόστελ, αλλά ο δικηγόρος το μίσησε και δεν το έδειξε ποτέ στον ηθοποιό. Τελικά, ο Μπρουκς αναγκάστηκε να στείλει το σενάριο μέσω της συζύγου του Μόστελ, Κάθριν Χάρκιν. Ενώ στον Μόστελ δεν άρεσε η προοπτική να υποδυθεί «έναν Εβραίο παραγωγό που κοιμάται με ηλικιωμένες γυναίκες με το ένα πόδι στον τάφο», στη γυναίκα του άρεσε τόσο πολύ το σενάριο, που τελικά τον έπεισε να δεχτεί τον ρόλο.[10][11]
Ο Τζιν Γουάιλντερ γνώρισε τον Μπρουκς το 1963, όταν ο Γουάιλντερ έπαιζε με την τότε κοπέλα του Μπρουκς, την Αν Μπάνκροφτ, σε μια θεατρική διασκευή του Μάνα κουράγιο. Ο Γουάιλντερ παραπονιόταν ότι το κοινό γελούσε με τη σοβαρή του ερμηνεία και ο Μπρουκς απάντησε ότι ο Γουάιλντερ ήταν «ένα φυσικό κόμικ, μοιάζεις με τον Χάρπο Μαρξ» και του είπε ότι θα τον έπαιρνε ως Λίο Μπλουμ μόλις τελείωνε τη συγγραφή του έργου, που τότε ονομαζόταν Άνοιξη για τον Χίτλερ. [11] Όταν έφτασε η ώρα της παραγωγής, ο Πίτερ Σέλερς δέχτηκε μια πρόταση να παίξει τον Λίο Μπλουμ, αλλά δεν απάντησε, κι έτσι ο Μπρουκς θυμήθηκε τον Γουάιλντερ, ο οποίος επρόκειτο να κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στο Μπόνι και Κλάιντ. [9] Ο Γουάιλντερ έλαβε το σενάριο των Παραγωγούς κατά την επίσκεψη του Μπρουκς στα παρασκήνια στη διάρκεια μιας παράστασης του έργου Luv.[10]
Ο Ντάστιν Χόφμαν είχε αρχικά επιλεγεί ως Λίμπκιντ. Σύμφωνα με τον Μπρουκς, αργά το βράδυ πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο Χόφμαν παρακάλεσε τον Μπρουκς να τον αποδεσμεύσει από τον ρόλο, ώστε να μπορέσει να περάσει από ακρόαση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Ο πρωτάρης (The Graduate). Ο Μπρουκς γνώριζε την ταινία, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε η πλέον σύζυγός του, Αν Μπάνκροφτ, και, αμφιβάλλοντας ότι ο Χόφμαν θα έπαιρνε τον ρόλο, συμφώνησε να τον αφήσει να περάσει από ακρόαση. Όταν ο Χόφμαν κέρδισε τον ρόλο του Μπεν Μπράντοκ, ο Μπρουκς κάλεσε τον Κένεθ Μαρς για τον ρόλο του Λίμπκινντ.[9] Αρχικά ο Μαρς προσκλήθηκε επειδή ο Μπρουκς τον οραματίστηκε στον ρόλο του Ρότζερ Ντε Μπρι, δεδομένου ότι έπαιζε έναν ομοφυλόφιλο ψυχίατρο στο Μπρόντγουεϊ. Αντ' αυτού, ο Μαρς ενδιαφέρθηκε για τον ρόλο Λίμπκιντ, που αποτέλεσε και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο.[10] Τον Ντε Μπρι υποδύθηκε ο Κρίστοφερ Χιούιτ, ο πρώτο ηθοποιό που πέρασε από ακρόαση για τον ρόλο.[9]
Μόλις η άρτι αποφοιτήσασα από την Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης Λι Μέρεντιθ προσκλήθηκε για ακρόαση, της δόθηκε η προϋπόθεση να μιλά με σουηδική προφορά. Δανείστηκε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας για να μάθει την προφορά και κέρδισε τον ρόλο της Ούλα με δοκιμαστικό όπου παρουσίαζε τη σκηνή του χορού της. Η Μπάνκροφτ πρότεινε τον φίλο της, Ανδρέα Βουτσινά, για τον ρόλο του Κάρμεν Γκία, νιώθοντας ότι θα ταίριαζε η παχιά ελληνική προφορά του.
Υποδοχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, η ταινία έλαβε ανάμεικτες αντιδράσεις και απέσπασε μερικές εξαιρετικά αρνητικές κριτικές, ενώ κάποιοι τη θεώρησαν μεγάλη επιτυχία. Μία από τις μεικτές κριτικές προήλθε από τη Ρενάτα Άντλερ, η οποία, γράφοντας στην εφημερίδα New York Times, δήλωσε: «Το Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί, που έκανε πρεμιέρα χθες στο Fine Arts Theatre, είναι μια βίαιη μείξη στοιχείων. Κάποια από αυτά είναι κακότεχνα, χυδαία και σκληρά, ενώ τα υπόλοιπα είναι αστεία με έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο».
Από την άλλη, κάποιοι θεώρησαν ότι η ταινία ήταν μεγάλη επιτυχία. Οι κριτικοί του περιοδικού Time έγραψαν ότι η ταινία ήταν "ξεκαρδιστικά αστεία", αλλά επεσήμαναν ότι "η ταινία είναι επιβαρυμένη με το είδος της πλοκής που απαιτεί ανάλυση", αλλά δυστυχώς "καταλήγει σε ένα κλαψούρισμα συναισθηματισμού" [12]
Με τα χρόνια, η ταινία απέκτησε καλή φήμη. Έχει κερδίσει αξιολόγηση 90% στο Rotten Tomatoes, με βάση 69 κριτικές και με μέση βαθμολογία 8,1/10. Η κριτική του ιστότοπου αναφέρει: "Μια ξεκαρδιστική σάτιρα της επιχειρηματικής πλευράς του Χόλιγουντ, το Αυτοί οι τρελοί τρελοί παραγωγοί είναι μια από τις καλύτερες, καθώς και πιο αστείες ταινίες του Μελ Μπρουκς, με ξεχωριστές ερμηνείες των Τζιν Γουάιλντερ και Ζίρο Μόστελ".[13] Στο Metacritic, η ταινία έχει μέσο όρο βαθμολογίας 97 στα 100, με βάση 6 κριτικές της επανέκδοσης της ταινίας το 2002, καθιστώντας την μία από τις ταινίες με την υψηλότερη βαθμολογία στον ιστότοπο, καθώς και τη δεύτερη με την υψηλότερη βαθμολογία κωμωδία (πίσω από τον Μάγο του Οζ).[14] Στην κριτική του, δεκαετίες αργότερα, ο Ρότζερ Ίμπερτ ισχυρίστηκε ότι «είναι μια από τις πιο αστείες ταινίες που έγιναν ποτέ».[15]
Διακρίσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1996, η ταινία κρίθηκε «πολιτιστικά, ιστορικά ή αισθητικά σημαντική» από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και επιλέχθηκε για διατήρηση στο Εθνικό Μητρώο Ταινιών.[11][16]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ www
.imdb .com /title /tt0063462 /releaseinfo. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2022. - ↑ 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 www
.imdb .com /title /tt0063462 /releaseinfo. - ↑ www
.dailymotion .com /video /x2e3wrd _the-producers-full-movie _shortfilms. - ↑ Gonshak, Henry (16 Οκτωβρίου 2015). Hollywood and the Holocaust. ISBN 9781442252240.
- ↑ Symons, Alex (6 Αυγούστου 2012). Mel Brooks in the Cultural Industries. ISBN 9780748664504.
- ↑ Wise, Damon (August 15, 2008). «Mel Brooks talks about the making of the Producers». The Guardian. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις December 12, 2016. https://web.archive.org/web/20161212195125/https://www.theguardian.com/film/2008/aug/16/comedy.theproducers. Ανακτήθηκε στις December 13, 2016.
- ↑ Champlin, Charles (8 Μαρτίου 1968). «Mel Brooks talks about 'The Producers' in 1968 interview». Los Angeles Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2021.
- ↑ «Complete National Film Registry Listing | Film Registry | National Film Preservation Board | Programs at the Library of Congress | Library of Congress». Library of Congress, Washington, D.C. 20540 USA. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2020.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 The Making of The Producers' στην IMDb
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Kashner, Sam (Ιανουαρίου 2004). «The Making of The Producers». Vanity Fair. Condé Nast. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2016.
- ↑ 11,0 11,1 11,2 White, Timothy (April 26, 1997). «'Producers' Producer: The Man Behind a Classic». Billboard: σελ. 87. https://books.google.com/books?id=DA8EAAAAMBAJ&pg=PA87. Ανακτήθηκε στις January 9, 2010.
- ↑ «The Producers (review)». Time. January 26, 1968. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-07-03. https://web.archive.org/web/20220703055433/http://content.time.com/time/magazine/article/0,9171,837773-1,00.html. Ανακτήθηκε στις February 2, 2007.
- ↑ «The Producers (1967)». Rotten Tomatoes. Fandango Media. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2018.
- ↑ «The Producers (re-release) Reviews». Metacritic. CBS Interactive. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2018.
- ↑ Ebert, Roger (July 23, 2000). «Great Movie: The Producers». RogerEbert.com (Ebert Digital LLC). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις April 27, 2013. https://web.archive.org/web/20130427000012/http://www.rogerebert.com/reviews/great-movie-the-producers-1968. Ανακτήθηκε στις February 21, 2011.
- ↑ Stern, Christopher (3 Δεκεμβρίου 1996). «National Film Registry taps 25 more pix». Variety (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Αυγούστου 2020.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ταινίες Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής
- Ταινίες γυρισμένες στη Νέα Υόρκη
- Ταινίες τοποθετημένες στη Νέα Υόρκη
- Αγγλόφωνες ταινίες
- Αμερικανικές σατιρικές ταινίες
- Αμερικανικές μουσικές κωμικές ταινίες
- Αμερικανικές ταινίες συσχετιζόμενες με ΛΟΑΤ
- Αμερικανικές ταινίες
- Αμερικανικές ταινίες μαύρης κωμωδίας
- Ταινίες του 1967
- Ταινίες των οποίων ο σεναριογράφος κέρδισε Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου