Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λάουρα (ταινία, 1944)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάουρα / Λώρα
(Laura)
ΣκηνοθεσίαΌτο Πρέμινγκερ[1][2][3]
ΠαραγωγήΌτο Πρέμινγκερ
ΣενάριοΤζέι Ντράτλερ
Σάμιουελ Χόφενσταϊν
Ελίζαμπεθ Ράινχαρντ
Βέρα Κάσπαρι(Μυθιστόρημα)
Βασισμένο σεLaura
ΠρωταγωνιστέςΤζιν Τίρνεϊ[2][3][4], Ντέινα Άντριους[2][4], Κλίφτον Γουέμπ[2][4], Βίνσεντ Πράις[2][4], Τζούντιθ Άντερσον[4], Aileen Pringle[4], Ντόροθι Άνταμς[4], Τζέιμς Φλέιβιν[4], Καθλίν Χάουαρντ[4], Lane Chandler[4], Κάρα Γουίλιαμς[5], Γράντ Μίτσελ[5], Μπες Φλάουερς[5], Χάρολντ Μίλερ[5], Σίριλ Ρινγκ[5], William Forrest[5] και Kay Linaker[5]
ΜουσικήΝτέιβιντ Ράξιν
ΦωτογραφίαΛουσιέν Μπαλάρντ και Τζόσεφ Λασέλ
ΜοντάζΛούις Ρ. Λέφλερ
Εταιρεία παραγωγής20th Century Fox
Διανομή20th Century Fox και Netflix
Πρώτη προβολήCountry flag 10/11/1944
Κυκλοφορία1944
Διάρκεια88 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Λάουρα (αγγλικά: Laura‎‎) γνωστή κι ως Λώρα είναι Αμερικανικό αστυνομικό φιλμ νουάρ του 1944, σε σκηνοθεσία Ότο Πρέμινγκερ βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Βέρα Κάσπαρι. Η διασκευή του σεναρίου έγινε από τους Τζέι Ντράτλερ, Σάμιουελ Χόφενσταϊν και Ελίζαμπεθ Ράινχαρντ. Πρωταγωνιστούν οι Τζιν Τίρνεϊ, Ντέινα Άντριους, Κλίφτον Γουέμπ και Βίνσεντ Πράις.

Η ταινία προτάθηκε για πέντε βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και βραβεύτηκε με Όσκαρ Ασπρόμαυρης Φωτογραφίας. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε στην 79η θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Το 1999 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.[6]

Τρέιλερ της "Λάουρα"

Ο ντετέκτιβ Μαρκ ΜακΦέρσον του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης ερευνά το θάνατο της Λώρα Χαντ, μιας πανέμορφης κοπέλας και επιτυχημένης διευθ'ύντριας διαφημίσεων που βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της. Ο ΜακΦέρσον πρώτα παίρνει κατάθεση από τον χαρισματικό κοσμικογράφο της εφημερίδας Γουάλντο Λίντεκερ, έναν ανυπόμονο, αλλά αποτελεσματικό, ο οποίος αναφέρει πώς συνάντησε τη Λώρα και έγινε μέντορά της. Είχε γίνει ο πλατωνικός φίλος και σταθερός σύντροφός της, και χρησιμοποίησε τη σημαντική φήμη, την επιρροή και τις σχέσεις του για να προωθήσει την καριέρα της. Ο ΜακΦέρσον αρχίζει να παίρνει την κατάθεση από τον παρασιτικό αρραβωνιαστικό της Λώρας, τον Σέλμπι Κάρπεντερ, έναν «κρατημένο άνδρα» και σύντροφο της πλούσιας θείας της, Ανν Τρέντγουελ, η οποία είναι ανεκτική για τον ενθουσιασμό της ανιψιάς της με τον Κάρπεντερ, προφανώς λόγω της πρακτικής αποδοχής της για την ανάγκη του Σέλμπι για την αγάπη μιας γυναίκας πιο κοντά στην ηλικία του. Ο ΜακΦέρσον αφήνει στο τέλος την πιστή της οικονόμο της Λώρα, Μπέσι Κλέαρι και μέσα από τις μαρτυρίες τους πλάθει στο μυαλό του το χαρακτήρα της όμορφης κοπέλας.

Μέσα από την κατάθεση των φίλων της Λώρας και διαβάζοντας τα γράμματα και το ημερολόγιό της, ο ΜακΦέρσον γίνεται εμμονικός με αυτήν - τόσο πολύ που ο Λίντεκερ τον κατηγορεί τελικά ότι έχει ερωτευτεί τη νεκρή γυναίκα. Μαθαίνει επίσης ότι οΛίντεκερ ζήλευε τους μνηστήρες της Λώρας, χρησιμοποιώντας τη στήλη της εφημερίδας και την επιρροή του για να τους κρατήσει μακριά. Ένα βράδυ, ενώ ο ντετέκτιβ ΜακΦέρσον κοιμάται στο διαμέρισμα της Λώρας, μπροστά από το πορτρέτο της, ξυπνά και αντικρίζει μια γυναίκα που μπαίνει στο διαμέρισμα και σοκαρισμένος διαπιστώνει ότι είναι η Λώρα. Βρίσκει ένα φόρεμα στην ντουλάπα της που ανήκε σε ένα από τα μοντέλα της, τη Νταϊάν Ρέντφερν. Ο ΜακΦέρσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το πτώμα που υποτίθεται ότι ήταν η Λώρα ήταν στην πραγματικότητα η Ρέντφερν, που έφερε εκεί ο Κάρπεντερ ενώ η Λώρα έλειπε στη χώρα. Τώρα, η εύρεση του δολοφόνου γίνεται ακόμη πιο επείγουσα.

Σε ένα πάρτι που γίνεται για να γιορτάσουν την επιστροφή της Λώρας, ο ΜακΦέρσον συλλαμβάνει την Λώρα για τη δολοφονία της Νταϊάν Ρέντφερν. Όταν την ανακρίνει, είναι πεπεισμένος ότι είναι αθώα και ότι δεν αγαπά τη Κάρπεντερ. Πηγαίνει να ψάξει στο διαμέρισμα του Λίντεκερ, όπου βλέπει ένα ρολόι που είναι πανομοιότυπο με αυτό του διαμερίσματος της Λώρας και υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει. Σε πιο προσεκτική εξέταση, διαπιστώνει ότι έχει μια μυστική κρύπτη. Ο ΜακΦέρσον επιστρέφει στο διαμέρισμα της Λώρας. Ο Λίντεκερ είναι εκεί και παρατηρεί έναν αυξανόμενο ερωτικό φλερτ μεταξύ της Λώρας, και του ντετέκτιβ. Ο Λίντεκερ προσβάλλει τον ΜακΦέρσον και απομακρύνεται από την Λώρα, αλλά σταματά στο κλιμακοστάσιο απ΄έξω. Ο ΜακΦέρσον εξετάζει το ρολόι της Λώρας, όπου ανακαλύπτει το όπλο που σκότωσε την Νταϊάν. Η Λώρα έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια: ο Λίντεκερ είναι ο δολοφόνος.

Ο ΜακΦέρσον κλειδώνει τη Λώρα, στο διαμέρισμά της, προειδοποιώντας την να μην ανοίξει σε κανέναν. Αφού φύγει, ο Λίντεκερ βγαίνει από ένα άλλο δωμάτιο και προσπαθεί να σκοτώσει τη Λώρα, λέγοντας ότι αν δεν μπορεί να την έχει αυτός, κανείς δεν θα την έχει. Εκεί πυροβολείται από τον βοηθό του ΜακΦέρσον, ο οποίος είχε πει στον ΜακΦέρσον ότι ο Λίντεκερ δεν είχε φύγει καθόλου από το κτίριο, με αποτέλεσμα ο ΜακΦέρσον και δύο άλλοι αστυνομικοί να επιστρέψουν στο διαμέρισμα. Τα τελευταία λόγια του Λίντεκερ είναι: «Αντίο, Λώρα. Αντίο, αγάπη μου».

Καλλιτεχνικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία Λάουρα του Ότο Πρέμινγκερ, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Βέρα Κάσπαρι, κέρδισε τους κριτικούς και το κοινό τόσο με την αισθητική της, όσο και με τη θεματολογία της. Ο Πρέμινγκερ, έψαχνε για το κατάλληλο θεατρικό έργο για να σκηνοθετήσει, όταν, μέσω του ατζέντη του, ενημερώθηκε ότι υπήρχε ήδη ένα ημιτελές σενάριο σε μορφή θεατρικού με τίτλο Ring Twice for Laura. Ο σκηνοθέτης είχε γοητευτεί από τις ασυνήθιστες εκπλήξεις που επιφύλασσε η πλοκή του σεναρίου, αλλά αισθανόταν ότι το σενάριο χρειαζόταν ακόμη πολλή δουλειά και προσφέρθηκε να το ξαναγράψει από την αρχή με τη βοήθεια της συγγραφέως του. Εκείνος και Κάσπαρι διαφώνησαν πάνω στη γραμμή που ήθελε να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης και εκείνη προσφέρθηκε να συνεργαστεί με το συγγραφέα Τζορτζ Σκλαρ για τη διασκευή του έργου της. Η Μαρλέν Ντίτριχ, εξέφρασε ενδιαφέρον για τον κεντρικό ρόλο, χωρίς τη συμμετοχή της ή οποιασδήποτε άλλης μεγάλης σταρ, η Κάσπαρι δεν μπορούσε να βρει τον κατάλληλο χρηματοδότη και εγκατέλειψε το εγχείρημα[7].

Η Κάσπαρι τότε έγραψε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο θεατρικό της Ring Twice for Laura και τη συνέχειά του, με τον τίτλο Laura, των οποίων τα δικαιώματα αποκτήθηκαν από την 20th Century Fox, έναντι 30.000 δολαρίων. Ο Γουίλιαμ Γκετς, που αντικαθιστούσε τον Ντάριλ Ζάνουκ, που βρισκόταν στο μέτωπο, στη διεύθυνση της εταιρίας ανέθεσε στον Πρέμινγκερ τη διασκευή του θεατρικού της Κάσπαρι για τη μεγάλη οθόνη. Ο σκηνοθέτης συνεργάστηκε με τους Τζέι Ντράτλερ, Σάμιουελ Χόφενσταϊν και Ελίζαμπεθ Ράινχαρντ για τη διασκευή. Εφόσον θυμόταν ακόμη τη διαφωνία του με την Κάσπαρι στην πρώτη τους απόπειρα για τη συγγραφή του σεναρίου, αποφάσισε να μην την αναμείξει στο εγχείρημα. Αισθανόταν ότι ο σημαντικότερος χαρακτήρας του σεναρίου ήταν ο Γουόλντο Λάιντεκερ και αποφάσισε να τον αναπτύξει δίνοντάς του μεγαλύτερο βάθος. Η Κάσπαρι έμεινε απογοητευμένη με τις αλλαγές στην πλοκή στις οποίες προέβη ο σκηνοθέτης[8].

Ο Ζάνουκ με τον Πρέμινγκερ είχαν διαπληκτιστεί στο παρελθόν και θύμωσε όταν, επιστρέφοντας από το μέτωπο, έμαθε ότι ο Γκετς είχε προσλάβει ξανά το σκηνοθέτη. Ανακοίνωσε στον Πρέμινγκερ ότι μπορούσε να αναλάβει την παραγωγή της ταινίας Λάουρα, αλλά του απαγόρεψε να τη σκηνοθετήσει. Ως συνέπεια τον ανάγκασε να σκηνοθετήσει την ταινία In the Meantime, Darling, η οποία έλαβε ανάμικτες κριτικές. Πολλοί σκηνοθέτες προσεγγίστηκαν για τη σκηνοθεσία της ταινίας, μεταξύ των οποίων και ο Λιούις Μάιλστοουν, αλλά όλοι τους την απέρριψαν. Στο τέλος ο Ρούμπεν Μαμούλιαν συμφώνησε να τη σκηνοθετήσει κι επιχείρησε να ξαναγράψει το σενάριο. Προσέλαβε επίσης τον Λερντ Κρέγκαρ, γνωστό για την ερμηνεία του Τζακ του Αντεροβγάλτη στην ταινία Ο Μυστηριώδης Δολοφόνος (The Lodger, 1944) για το ρόλο του Γουόλντο Λάιντεκερ. Ο Πρέμινγκερ έμεινε δυσαρεστημένος από τις αλλαγές στις οποίες προέβη ο Μαμούλιαν. Πίστευε ότι το κοινό θα υποψιαζόταν αμέσως τις κακές προθέσεις του ήρωα της ταινίας σε περίπτωση που τον υποδυόταν ηθοποιός γνωστός για την ερμηνεία κινηματογραφικών κακών. Πρώτη επιλογή του Πρέμινγκερ ήταν ο Κλίφτον Γουέμπ, ενός ηθοποιού που είχε εγκαταλείψει κατά τα τέλη της δεκαετίας του '30 τα κινηματογραφικά δρώμενα για να αφιερωθεί στο θέατρο. Ο Ζάνουκ θεωρούσε όμως τον Γουέμπ, που ήταν ομοφυλόφιλος, ιδιαίτερα θηλυπρεπή για το ρόλο, αλλά ο σκηνοθέτης υποστήριζε ότι ήταν αυτό που ο ρόλος χρειαζόταν. Ο Γουέμπ εμφανιζόταν στο Μπρόντγουεϊ σε θεατρικό του Νόελ Κάουαρντ και ο Πρέμινγκερ κατέγραψε με την κάμερά του τον ηθοποιό να ερμηνεύει το μονόλογό του στο θέατρο κι έπειτα παρουσίασε την ερμηνεία του στον Ζάνουκ, ο οποίος ήταν σύμφωνος με την πρόσληψή του[9]. Ο Ζάνουκ ήθελε τον Ρέτζιναλντ Γκάρντινερ, για το ρόλο του αρραβωνιαστικού της Λώρα, Σέλμπι Κάρπεντερ, αλλά στο τέλος προσέλαβε τον Βίνσεντ Πράις. Για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους της Λώρα και του ντετέκτιβ ΜακΦέρσον ο Ζάνουκ προσέλαβε τη Τζιν Τίρνεϊ και τον Ντέινα Άντριους (αρχική επιλογή για το ρόλο της Λώρα ήταν η Τζένιφερ Τζόουνς, ενώ για το ρόλο του ΜακΦέρσον ο Τζον Χόντιακ).

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1944 και από την αρχή ο Μαμούλιαν παρουσίασε προβλήματα με το καστ. Δεν παρείχε τις κατάλληλες οδηγίες στους σχετικά πρωτοεμφανιζόμενους Τζιν Τίρνεϊ και Ντέινα Άντριους και αγνόησε εντελώς τον Κλίφτον Γουέμπ, ο οποίος είχε ενημερωθεί ότι ο σκηνοθέτης δεν ήταν σύμφωνος με την πρόσληψή του. Οι ατελείωτοι καυγάδες του Μαμούλιαν με τον Πρέμινγκερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, οδήγησαν τον Ζάνουκ σε σύσκεψη με τους δυο άνδρες και στο τέλος, ο Μαμούλιαν αντικαταστάθηκε από τον Πρέμινγκερ, ο οποίος γύρισε την ταινία όπως εκείνος την είχε οραματιστεί. Η πρώτη αλλαγή του Πρέμινγκερ ήταν η πρόσληψη νέου διευθυντή φωτογραφίας και νέου σκηνογράφου. Αρχικά ο Πρέμινγκερ συνάντησε την αντίσταση των ηθοποιών της ταινίας που πίστευαν ότι ο λόγος της απόλυσης του Μαμούλιαν ήταν οι ερμηνείες τους.

Ο Ζάνουκ δεν ήταν αρχικά ικανοποιημένος με το τέλος που ο Πρέμινγκερ έδωσε στην ταινία του κι επέμεινε να αλλάξει η σεκάνς του τέλους και να αντικατασταθεί με μια σκηνή στην οποία ο Λάιντεκερ να διαπιστώνει ότι όλα όσα έγιναν ήταν όνειρο του Λάιντεκερ[10], αλλά μετά τη δοκιμαστική προβολή οι κριτικοί και οι δημοσιογράφοι υποδέχτηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα το τέλος της ταινίας. Τότε ο Ζάνουκ αποφάσισε να πει στον Πρέμινγκερ να επιστρέψει στο αρχικό μοντάζ της ταινίας, δίνοντάς της το αρχικό της κλείσιμο.

Υποδοχή και Βραβεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κριτικές της ταινίας ήταν διθυραμβικές[11] και η ακαδημία την αντάμειψε με πέντε υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ, κερδίζοντας στο τέλος μόνο ένα για την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Τζόζεφ ΛαΣελ. Ο Όττο Πρέμιγκερ βρέθηκε για πρώτη φορά υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά έχασε από τον Λίο ΜακΚάρεϊ για την ταινία Ο Δρόμος της Αγάπης (Going My Way), ενώ ο Κλίφτον Γουέμπ, υποψήφιος για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου, έχασε το βραβείο από τον Μπάρι Φιτζέραλντ για την ταινία Ο Δρόμος της Αγάπης[12].

Βραβεύσεις:

  • Φωτογραφίας σε ασπρόμαυρη ταινία - Τζόζεφ ΛαΣελ

Υποψηφιότητα:

  • Σκηνοθεσίας - Ότο Πρέμινγκερ
  • Β' Ανδρικού Ρόλου – Κλίφτον Γουέμπ
  • Διασκευής Σεναρίου – Τζέι Ντράφτερ, Σάμιουελ Χόφενσταϊν & Ελίζαμπεθ Ράινχαρντ
  • Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης σε ασπρόμαυρη ταινία - Λάιλ Ρ. Γουίλερ, Λίλαντ Φιούλερ & Τόμας Λιτλ

Το 1997 η ταινία έλαβε την 79η θέση από στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών στη λίστα που δημιουργήθηκε από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, ενώ έλαβε την 4η θέση στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες μυστηρίου όλων των εποχών.[13].

  1. www.imdb.com/title/tt0037008/. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2016.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 www.allocine.fr/film/fichefilm_gen_cfilm=393.html. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2016.
  3. 3,0 3,1 www.filmaffinity.com/en/film933523.html. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2016.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 www.imdb.com/title/tt0037008/fullcredits. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2016.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 (Τσεχικά) Česko-Slovenská filmová databáze. 2001.
  6. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2021. 
  7. Hirsch, Foster, Otto Preminger: The Man Who Would Be King. New York: Alfred A. Knopf 2007. ISBN 978-0-375-41373-5, pp. 94-96
  8. Hirsch, pp. 96-97
  9. Hirsch, pp. 102-103
  10. Hirsch, pp. 107
  11. New York Times review
  12. «The 17th Academy Awards (1945) Nominees and Winners». oscars.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2011. 
  13. American Film Institute website

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]