Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασιλική του Αγίου Μάρκου (Ηράκλειο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°20′21.048″N 25°8′1.424″E / 35.33918000°N 25.13372889°E / 35.33918000; 25.13372889

Βασιλική του Αγίου Μάρκου
Χάρτης
Είδοςεκκλησία και πινακοθήκη
Γεωγραφικές συντεταγμένες35°20′21″N 25°8′1″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Ηρακλείου
ΤοποθεσίαΗράκλειο
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1239
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η Βασιλική του Αγίου Μάρκου είναι εκκλησία η οποία βρίσκεται στο κέντρο του Ηρακλείου, στην πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου. Κτίστηκε τους πρώτους βενετικούς χρόνους, το 1239, και αποτέλεσε τον τόπο όπου γινόταν η επίσημη ανάληψη των καθηκόντων των αρχόντων και των αξιωματούχων. Μετά την τουρκική κατάκτηση το 1669, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί γνωστό και ως Δεφτερδάρ Αχμέτ Πασά τζαμί, μέχρι το 1915. Το κτίριο ανακαινίστηκε μετά το 1956 και λειτουργεί έκτοτε ως δημοτική πινακοθήκη.[1] Είναι ένα από τα ελάχιστα κτίρια της Καθολικής Εκκλησίας που σώζονται στις κρητικές πόλεις.[2] Από αρχιτεκτονικής άποψης, ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με υπερυψωμένο το κεντρικό κλίτος. Μπροστά από την είσοδο στη δυτική πρόσοψη μπροστά από την είσοδο υπάρχει στοά.

Ο ναός άρχισε να κατασκευάζεται το 1239, μετά την απόκτηση της Κρήτης από τη Βενετία μετά την Δ΄ Σταυροφορία, με τον θεμέλιο λίθο να τοποθετείται από τον Λατίνο επίσκοπο Ιεράπετρας.[3] Ο ναός κτίστηκε σε γοτθικό ρυθμό, απηχώντας τις μοναστικές εκκλησίες της δύσης και τονίζοντας τη διαφορετικότητα του λατινικού δόγματος.[4] Κτίστηκε στο κέντρο του Χάνδακα (παλαιό όνομα του Ηρακλείου), απέναντι από το δουκικό παλάτι και χρησιμοποιούταν από τον δούκα και τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους για τον εκκλησιασμό τους. Ο ναός δεν υπαγόταν στην λατινική αρχιεπισκοπή αλλά στον ίδιο τον δούκα, ο οποίος όριζε υπεύθυνο της εκκλησίας ένα «πριμικήριο» ή «καπελλάνο». Στην είσοδο του ναού ανακοινώνονταν τα δουκικά διατάγματα, ενώ ήταν ο τόπος όπου γινόταν η επίσημη ανάληψη των καθηκόντων των αρχόντων και των αξιωματούχων.[5] Τα μέλη της δουκικής οικογένειας ενταφιάζονταν στον ναό.[3]

Ο αρχικός ναός υπέστη σημαντικές καταστροφές από σεισμό το 1303, αλλά στη συνέχεια επισκευάστηκε. Ένας ακόμη ισχυρός σεισμός που συνέβη το 1508 προκάλεσε νέες ζημιές στον ναό. Στην αναφορά του 1552 αναφέρεται ότι ο βόρειος τοίχος του ναού ήταν ετοιμόρροπος και για αυτό το λόγο ενισχύθηκε με τέσσερις αντηρίδες, δύο από τις οποίες σώζονται μέχρι σήμερα. Σε έγγραφο του 1514 ο δούκας ζητάει να μεταφερθούν ξύλινοι δοκοί από τα Σφακιά για την επισκευή του ναού. Οι εργασίες επισκευής ολοκληρώθηκαν το 1557, αλλά ο ναός υπέστη ζημίες από σεισμούς το 1564 και το 1595. Στο ναό πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης το 1599 με επικεφαλής τον κτίστη Μιχελή Ραπτόπουλο και τον μαραγκό Γιάννη Κλαδά, όμως ο βόρειος τοίχος κρίθηκε μετά από αυτοψία το 1625 πάλι ετοιμόρροπος.[6]

Κατά τη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου, το κωδωνοστάσιο του ναού χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο, με τις καμπάνες να ηχούν συναγερμό όταν άρχιζαν οι βομβαρδισμοί.[7] Το κωδωνοστάσιο του Αγίου Μάρκου διέφερε από τα υπόλοιπα της πόλης καθώς η κορυφή του ήταν επίπεδη και με επάλξεις και είχε ρολόι.[8] Με την παράδοση του Χάνδακα μετά την πολυετή πολιορκία στους Οθωμανούς, οι Βενετοί απομάκρυναν τις καμπάνες και άλλα κειμήλια.[7]

Οθωμανικοί χρόνοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άποψη του ναού ως τζαμί στις αρχές του 20ού αιώνα, από τον Τζουζέπε Γκερόλα.

Μετά την κατάκτηση του Χάνδακα το 1669, το κτίριο δόθηκε στον Δεφτερδάρ Αχμέτ Πασά, ο οποίος διατελούσε οικονομικός έφορος από το 1661/2 μέχρι το 1675.[9] Μετέτρεψε τον ναό σε τζαμί και αγόρασε κτίρια στην πόλη, συμπεριλαμβανομένου του δουκικού ανάκτορου, ώστε να εξασφαλίσει έσοδα για το τζαμί. Οι Οθωμανοί γκρέμισαν το κωδωνοστάσιο και στη θέση του ανήγειραν μιναρέ, ενώ κατέστρεψαν τις τοιχογραφίες και τους τάφους του ναού, πετώντας έξω τα οστά, και κατασκεύασαν μιχράμπ και μινμπάρ. Το τζαμί έγινε γνωστό ως Δεφτερδάρ τζαμί. Συνέχισε να χρησιμοποιείται ως τζαμί μέχρι το 1915.[7]

Ο Εβλιγιά Τσελεμπή το επισκέφθηκε το 1669 και ανέφερε ότι βρισκόταν μέσα στην αγορά του Ηρακλείου, με πρόσοψη στην πλατεία δεξαμενής (από την κρήνη Μοροζίνι), ενώ αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τον σουλτάνο Μανσούρ του χαλίφη Ουμάρ, ώστε να εξισλαμίσει το κτίριο. Αναφέρει ότι βόρεια του κτιρίου βρισκόταν αυλή και στον βόρειο τοίχο είχαν εντοιχιστεί κρουνοί. Το τζαμί διέθετε συνολικά τρεις αυλές, στη βόρεια, νότια και ανατολική πλευρά του, με ένα πηγάδι και μια στέρνα. Ο μιναρές κτίστηκε στα νότια του κτιρίου, όπου ακόμη σώζονται τα ερείπιά του. Το συγκρότημα του τζαμιού (κουλιγιέ) περιελάμβανε επίσης τρία καταστήματα, ένα κελάρι και ένα διώροφο κτίριο.[9]

Για τη συντήρηση και λειτουργία του τζαμιού υπήρχε βακούφι το οποίο αποτελούταν από εννέα οικίες, δύο μοναστικά συγκροτήματα, 22 καταστήματα και δύο αγροκτήματα. Από αυτά στη συνοικία του Χριστού Κεφάλα βρίσκονταν έξι οικίες και ένα μοναστικό συγκρότημα, στη συνοικία του Αγρού Κεφάλα βρίσκονταν μία οικία και ένα αγρόκτημα, στη συνοικία της Αγίας Κυριακής κατείχε μία οικία και 17 καταστήματα, στη συνοικία του Αρχιστρατηγού είχε μία οικία, ένα μοναστικό συγκρότημα και ένα αγρόκτημα και στη συνοικία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου είχε πέντε καταστήματα. Στο κατάστιχο του καδή του Χάνδακα το 1688 αναφέρεται ότι το βακούφι του τζαμιού συντηρούσε επίσης έναν τουρμπέ εκτός των τειχών της πόλης.[9]

Το 1706 έλαβαν εργασίες αποκατάστασης του κτιρίου, οι οποίες κόστισαν 1.035 γρόσια. Το 1761 έγινε αίτηση για νέες εργασίες επιδιόρθωσης, των οποίων το κόστος υπολογίστηκε σε 18.287 παράδες.[9]

Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, η βασιλική πέρασε αρχικά στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια του δήμου Ηρακλείου[7] και χρησιμοποιήθηκε ως κινηματογράφος.[6] Ο μιναρές κατεδαφίστηκε το 1924.[10] Το 1949 η Τομή Επιτροπή Τουρισμού Ηρακλείου (ΤΕΤΥ) πρότεινε τη χρηματοδότηση της αναστύλωσης του ναού, μαζί με άλλα μνημεία της πόλης.[11] Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 προτάθηκε στο δημοτικό συμβούλιο ο ναός να κατεδαφιστεί και στη θέση του να κατασκευαστεί δημοτικό θέατρο και μέγαρο του ταχυδρομείου, πρόταση η οποία εγκαταλείφθηκε μετά την αδυναμία εξασφάλισης χρηματοδότησης.[12] Το 1954 το αρχαιολογικό συμβούλιο αποφάσισε τη διατήρηση του ναού και το 1956 άρχισε η αποκατάσταση της βασιλικής από την Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.[13] Αυτή ήταν η παλαιότερη αναστήλωση μνημείου δυτικής αρχιτεκτονικής η οποία έλαβε χώρα στην Κρήτη.[14] Η βασιλική είναι ένα από τα ελάχιστα κτίρια της Καθολικής Εκκλησίας που σώζονται στις κρητικές πόλεις.[2]

Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης έγινε ανύψωση του μεσαίου κλίτους ώστε να επανέλθει στην αρχική μορφή του, με την κατασκευή οξυκόρυφων παράθυρων στο πλάι του, 12 σε κάθε πλευρά, απόφραξη διαφόρων ανοιγμάτων που είχαν δημιουργηθεί στους πλάγιους τοίχους του ναού και δημιουργία πέντε οξυκόρυφων παράθυρων στο βόρειο τοίχο, κατά αντιστοιχία με το νότιο, ανακατασκευή του προστώου, επίστρωση του δαπέδου του ναού με νέες πλάκες, κατασκευή επιχρισμάτων, επιδιόρθωση των βάσεων της εσωτερικής κιονοστοιχίας, μεταλλικών υελοστάσιων στα παράθυρα, κατασκευή θυρών και ενίσχυση του κτιρίου με σκυρόδεμα.[15]

Μετά την ολοκλήρωση της αποκατάστασης το 1960,[16] ο ναός χρησιμοποιείται ως δημοτική πινακοθήκη.[1] Το 1961 φιλοξένησε το πρώτο διεθνές κρητολογικό συνέδριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών.[17] Φιλοξενεί εκθέσεις έργων τέχνης. Ανάμεσα στις εκθέσεις που έλαβαν χώρα στην βασιλική του Αγίου Μάρκου ξεχώρισαν οι εκθέσεις με έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (1990), με έργα της Κρητικής Σχολής (1993) και με πορτραίτα Φαγιούμ (1998), οι οποίες συνοδεύτηκαν από διεθνή συνέδρια. Επίσης πολλοί ζωγράφοι έχουν εκθέσει έργα τους στην βασιλική, όπως οι Μαρία Φιοράκη, Λευτέρης Κανακάκις και Θωμάς Φανουράκης, Γιώργος Θωμά Γεωργιάδης, Μανωλακάκη Λίλιαν μεταξύ άλλων.[18]

Το εσωτερικό της βασιλικής

Ο ναός είναι κτισμένος στο σχέδιο της τρίκλιτης βασιλικής. Οι εσωτερικές του διαστάσεις του είναι 32 επί 15,60 μέτρων στην νότια και δυτική πλευρά, ενώ η βόρεια και η ανατολική είναι 30 εκατοστά μεγαλύτερες. Ο Κώστας Λασσιθιωτάκης πρότεινε ότι αυτή η ασυμμετρία οφείλεται στις ανακατασκευές του βόρειου τοίχου.[19] Το κεντρικό κλίτος είναι το πλατύτερο, με πλάτος 6,6 μέτρα, ενώ το νότιο έχει πλάτος 4,6 μέτρα και το βόρειο 4,4 μέτρα.[20] Οι επιμήκεις αναλογίες των κλιτών τονίζουν ιδιαίτερα την επιμήκη διάσταση του κτιρίου.[21] O άξονας του ναού περικλείνει κατά 25 μοίρες προς το νότο σε σχέση με τον άξονα δύσης-ανατολής.[19] Ο ναός δεν διαθέτει κόγχη στον ανατολικό τοίχο.[22]

Η στέγη του ναού είναι από ξύλο και είναι τριμερής, με το κεντρικό τμήμα της να εξέχει πάνω από τα άλλα δύο, μορφή με την οποία απεικονίζεται από το Γεώργιο Κορνέρ το 1625. Κατά τη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων ο ναός μετασκευάστηκε, με τη στέγη να γίνεται δίρρηκτη. Κατά τις εργασίες αναστήλωσης στα μέσα του 20ού αιώνα η οροφή επανήλθε στον αρχικό σχεδιασμό της, με την ανύψωση του κεντρικού κλίτους με τη χρήση σκυροδέματος. Το δάπεδο αποτελείται από ορθογώνιες πλάκες από ντόπια πέτρα. Η κεντρική πύλη του ναού έχει ευθύ υπέρθυρο και ανακουφιστικό τόξο. Στο νότιο τοίχο σώζονται σε ύψος πέντε οξυκόρυφα παράθυρα, τα οποία χρονολογούνται από την κατασκευή του ναού.[23] Τα παράθυρα στο βόρειο τοίχο δημιουργήθηκαν κατά την αποκατάσταση του 1956, όπως και τα συνολικά 24 παράθυρα στους πλάγιους τοίχους του κεντρικού κλίτους.[24]

Στο εσωτερικό του ναού έχει μεταφερθεί το διακοσμημένο θύρωμα του βενετικού μεγάρου Ιττάρ, το οποίο έχει ενσωματωθεί στην εσωτερική πλευρά της βόρειας εισόδου του ναού.[25] Στο νότιο εσωτερικό τοίχο του ναού έχει εντοιχιστεί τρίλοβο παράθυρο γοτθικού ρυθμού το οποίο προέρχεται από άγνωστο κτίριο. Έχει τρία οξυκόρυφα ανοίγματα, με το κεντρικό να είναι ψηλότερο, και όλα βρίσκονται εντός οξυκόρυφου τόξου. Αποτελείται από καλά λαξευμένες λευκές πέτρες.[16] Στο παρελθόν υπήρχαν πολλαπλές θύρες τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο τοίχο αλλά φράχθηκαν.[24] Ο ναός στο εσωτερικό του έφερε τοιχογραφίες βυζαντινού τύπου, οι οποίες αποκαλύφθηκαν κατά την αποκατάσταση του ναού.[23]

Στη νοτιοδυτική γωνία της βασιλικής σώζεται η βάση του κωδωνοστασίου από τετράγωνους ξεστούς λίθους σε ύψος 4,2 μέτρων με υπολείμματα του κατεδαφισθέντος μιναρέ πάνω του.[10]

Τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με δύο κιονοστοιχίες αποτελούμενες έκαστη από πέντε κίονες από πράσινο γρανίτη οι οποίοι στηρίζουν έξι γοτθικά τόξα. Οι κίονες έχουν διαφορετικό ύψος ο ένας από τον άλλο. Επίσης έχουν διαφορετικά κιονόκρανα, αν και όλα είναι επίχρυσα. Στη βόρεια πλευρά τα τέσσερα είναι απλά καλαθοειδή ενώ το ανατολικότερο είναι βοστρυχοειδές γοτθικό,[20] όπως και το αντίστοιχο στον ανατολικότερο κίονα της νότιας κιονοστοιχίας. Τα βοστρυχοειδή κιονόκρανα χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα. Ένα βοστρυχοειδές κιονόκρανο χρησιμοποιείται ως βάση κίονα.[23] Επίσης διαφορετικές είναι και οι βάσεις των κιόνων οι οποίες είναι λίθινες και καλύπτονται εξωτερικά από κονίαμα στο οποίο έχει σχεδιαστεί διακοσμητικό φύλλο.[20]

Δεν είναι γνωστό γιατί οι κίονες έχουν διαφορετικό μέγεθος. Μια θεωρεία αναφέρει ότι οι κίονες προέρχονται από παλαιότερα κτίρια και ενσωματώθηκαν στη συνέχεια στο ναό. Ο Κώστας Λασσιθιωτάκης θεωρεί πιθανότερο οι διαφορετικοί κίονες να είναι αποτέλεσμα των επισκευών των ναών, με κάποιους κίονες να χρονολογούνται από την αρχική φάση του μνημείου και κάποιοι από τις ανακατασκευές, οι οποίες πιθανόν περιλάμβαναν την εσωτερική αναδιάρθρωση του ναού για λόγους στατικότητας. Σημειώνει ότι σε δουκική έκθεση του 1552 αναφέρεται ότι ο ναός είχε οχτώ τόξα, ενώ τώρα έχει δώδεκα.[20] Εικάζεται ότι οι κίονες προέρχονται από ελληνορωμαϊκά μνημεία του Ηρακλείου και της Κνωσού.[6]

Κιονόκρανο στο προστώο

Στη δυτική πρόσοψη ο ναός έχει μπροστά από την είσοδο στοά (προστώο) με κιονοστοιχία, γνωστή ως Λότζια του Αγίου Μάρκου. Οι κίονες στήριζαν πέντε τόξα τα οποία με τη σειρά τους στήριζαν επίπεδη οροφή.[8] Το κεντρικό τόξο είναι το μεγαλύτερο, με άνοιγμα 3,83 μέτρα. Είναι ένα μέτρο πλατύτερο από τα τόξα εκατέρωθέν του.[22] Το προστώο προβάλλει κατά 6,15 μέτρα.[26]

Ο Κώστας Λασσιθιωτάκης παρατηρεί ότι οι μεσαιωνικές ιταλικές εκκλησίες σπάνια διέθεταν προστώα και με βάση τον αναγεννησιακό ρυθμό του προστώου υποθέτει ότι δεν χρονολογείται από την αρχική φάση του ναού, αλλά προστέθηκε αργότερα.[22] Η λότζια χρησιμοποιούταν από εμπόρους οι οποίοι πωλούσαν σιτάρι από πάγκους. Κατά τους οθωμανικούς χρόνους αφαιρέθηκε η επίπεδη οροφή και προστέθηκε επικλινής στέγη η οποία εδραζόταν απευθείας στους κίονες. Από τους αρχικούς κίονες σώζονται οι τρεις, με κιονόκρανα του 14ου αιώνα.[8]

Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης του ναού έγινε προσπάθεια να αποκατασταθεί το προστώο στην αρχική του κατάσταση. Χρησιμοποιήθηκε πλάκα από οπλισμένο σκυρόδεμα για την οροφή. Η οροφή επενδύθηκε εσωτερικά από ξύλινες δοκούς οι οποίες σχηματίζουν ορθογώνια φατνώματα. Στο γείσο και στα τόξα τοποθετήθηκαν ανάγλυφα διακοσμητικά αναγεννησιακού ρυθμού.[24]

  1. 1,0 1,1 «Ναός του Αγίου Μάρκου». www.heraklion.gr. Δήμος Ηρακλείου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2019. 
  2. 2,0 2,1 Γκράτζιου 2010, σελ. 27
  3. 3,0 3,1 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 11
  4. Γεωργοπούλου 2001, σελ. 171-172
  5. Γκερόλα 1908, σελ. 17
  6. 6,0 6,1 6,2 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 13
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 12
  8. 8,0 8,1 8,2 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 15
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 «Τζαμί του ντεφτερντάρ Αχμέτ Πασά στο Χάνδακα». digitalcrete.ims.forth.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2019. 
  10. 10,0 10,1 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 21
  11. Δημανόπουλος 2015, σελ. 115
  12. Δημανόπουλος 2015, σελ. 119-120
  13. Δημανόπουλος 2015, σελ. 121
  14. Γκράτζιου 2010, σελ. 15
  15. Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 21-23
  16. 16,0 16,1 Γκράτζιου 2010, σελ. 55
  17. «Το Β' Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο». www.kathimerini.gr. Η Καθημερινή. 30 Σεπτεμβρίου 2001. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2019. 
  18. «Δημοτική Πινακοθήκη». www.heraklion.gr. Δήμος Ηρακλείου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2019. 
  19. 19,0 19,1 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 18
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 19
  21. Γκράτζιου 2010, σελ. 186
  22. 22,0 22,1 22,2 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 20
  23. 23,0 23,1 23,2 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 14
  24. 24,0 24,1 24,2 Αλεξίου & Λασσιθιωτάκης 1958, σελ. 22
  25. Γκράτζιου 2010, σελ. 73
  26. Panagopoulos 1979, σελ. 140