Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γερμανική κατοχή της Αλβανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο της Αλβανίας
Mbretëria Shqiptare
Königreich Albanien

1943 – 1944
 

Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
"Shqipëria Shqiptarëve, Vdekje Tradhëtarëvet"
«Αλβανία για τους Αλβανούς, Θάνατος στους Προδότες»
Ύμνος
Himni i Flamurit
Ύμνος της Σημαίας
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Το Βασίλειο της Αλβανίας το 1943
Πρωτεύουσα Τίρανα
Γλώσσες αλβανικά
Θρησκεία Σουνισμός
Μπεκτασισμός
Ρωμαιοκαθολικισμός
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πολίτευμα Συνταγματική Μοναρχία με Αντιβασιλεία υπό μια ολοκληρωτική στρατιωτική δικτατορία
Αρχηγός του Κράτους
 -  1943 Ιμπραχίμ Μπιτσακτσίου
 -  1943–1944 Μέχντι Φράσερι
Πρωθυπουργός
 -  1943–1944 Ρετζέπ Μιτρόβιτσα
 -  1944 Φικρί Ντίνε
Νομοθετικό Σώμα Συμβούλιο Αντιβασιλείας
Ιστορική εποχή Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
 -  Εισβολή των Γερμανών στην Αλβανία 8 Σεπτεμβρίου 1943
 -  Ήττα των Γερμανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο 29 Νοεμβρίου 1944
Νόμισμα Φράνγκα (1943–1944)

Η γερμανική κατοχή της Αλβανίας έλαβε χώρα μεταξύ 1943 και 1944 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν από την ανακωχή μεταξύ της Ιταλίας και των Συμμαχικών δυνάμεων στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, η Αλβανία ήταν σε de jure προσωπική ένωση και de facto υπό τον έλεγχο του Βασιλείου της Ιταλίας. Μετά την ανακωχή και την έξοδο της Ιταλίας από τον Άξονα, οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισήλθαν στην Αλβανία η οποία βρέθηκε υπό γερμανική κατοχή, δημιουργώντας έτσι υπόδουλο κράτος, το Βασίλειο της Αλβανίας.[1][2]

Οι Γερμανοί τάχθηκαν υπέρ του κινήματος Μπάλι Κομπετάρ αντί των νομιμοφρόνων του Βασιλιά Ζογ Α΄ και ως εκ τούτου όρισαν το Μπάλι Κομπετάρ επικεφαλής της υπό γερμανική κατοχή Αλβανίας. Η Αλβανία τότε περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου, καθώς και το δυτικό τμήμα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, την πόλη Τούτιν στην κεντρική Σερβία και μια λωρίδα του ανατολικού Μαυροβουνίου. Ήταν πολιτική του Μπάλι Κομπετάρ να έχει όλα τα κατοικημένα από Αλβανούς εδάφη κάτω από ένα κράτος.

Γερμανική εισβολή και σύσταση της κατεχόμενης Αλβανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εν αναμονή μιας τέτοιας εισβολής, η Βέρμαχτ συνέταξε μια σειρά στρατιωτικών σχεδίων για δράση εναντίον των ιταλικών εδαφών στα Βαλκάνια με κωδική ονομασία Konstantin. Και για μεγαλύτερη αμεσότητα, οι μονάδες του τμήματος ΙΙ της γερμανικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Άμπβερ) απεστάλησαν στη Μιτρόβιτσα (στο σημερινό Κοσσυφοπέδιο) τον Απρίλιο του 1943 σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν επιρροή στον αυξανόμενο αριθμό των Αλβανών που δεν ήταν ικανοποιημένοι από τους Ιταλούς. Ακόμη πιο άμεσα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1943, ο γερμανικός στρατός κατέλαβε αλβανικά αεροδρόμια και λιμάνια, προφανώς για να προστατεύσει την ιταλική Αλβανία από την πιθανότητα μιας Συμμαχικής εισβολής. Μέχρι τα μέσα Αυγούστου υπήρχαν έξι χιλιάδες γερμανικά στρατεύματα στην Αλβανία.[1] Η πρώτη πολιτική κίνηση του Υπουργείου Εξωτερικών πριν από την εισβολή ήταν ο διορισμός του πρώην δημάρχου της Βιέννης Χέρμαν Νόιμπαχερ ως ειδικού αντιπροσώπου του Ρίμπεντροπ για τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Νόιμπαχερ, ο οποίος δραστηριοποιούνταν ήδη στα Βαλκάνια ως εκπρόσωπος του Χίτλερ για οικονομικά ζητήματα, έγινε η βασική προσωπικότητα των Γερμανών στα Βαλκάνια κατά το δεύτερο μισό του πολέμου. Αν και, παρόλα αυτά, δεν ανέλαβε επισήμως την Αλβανία ως μέρος της ευθύνης του μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου. Εκτός από το διορισμό του Νόιμπαχερ, ο στρατηγός Φραντς φον Σάιγκερ απεστάλη στη Μιτρόβιτσα. Ο Σάιγκερ, ο οποίος βρισκόταν στην Αλβανία ως αξιωματικός του αυστροουγγρικού στρατού, γνώρισε πολλούς Αλβανούς πολιτικούς του μεσοπολέμου με ισχυρή επιρροή σε προσωπικό επίπεδο.[1]

Οι Γερμανοί σχεδίαζαν να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη ουδέτερη Αλβανία ελεγχόμενη από μια κυβέρνηση φιλική προς τους Γερμανούς. Μετά τη διακοπή της Συμφωνίας του Μούκιε από τους Αλβανούς Παρτιζάνους, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Αλβανών Παρτιζάνων (οι οποίοι υποστηριζόταν από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους, οι οποίοι με τη σειρά τους λάμβαναν υποστήριξη από τους Συμμάχους[3] και του Μπάλι Κομπετάρ.

Μετά τη συνθηκολόγηση των ιταλικών δυνάμεων στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τάχιστα την Αλβανία με δύο μεραρχίες. Οι Γερμανοί σχημάτισαν μια «ουδέτερη κυβέρνηση» στα Τίρανα με το κίνημα του Μπάλι Κομπετάρ.[4][5][6][7]

Η κατοχή της Αλβανίας ήταν απαραίτητη. Ερχόμαστε στην Αλβανία όχι ως εχθροί αλλά σαν φίλοι και δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε. Θα φύγουμε από την Αλβανία μόλις το κρίνουμε απαραίτητο. Θα σας αφήσουμε ελεύθερους σε όλες τις εσωτερικές υποθέσεις σας και δεν θα σας ενοχλήσουμε. Ζητούμε την υπακοή σας και εκείνοι που δεν υπακούν θα τιμωρηθούν

Ένα ανεξάρτητο κράτος της Αλβανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γερμανοί είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν μια αυτόνομη διοίκηση και προσπάθησαν να πείσουν τους Αλβανούς ηγέτες να σχηματίσουν κυβέρνηση για να αναλάβουν οι ίδιοι τη διοίκηση της χώρας. Πολλοί δίσταζαν, ιδίως όταν εξαπλώθηκαν οι φήμες ότι οι βρετανικές δυνάμεις προετοιμαζόταν να εισβάλλουν στην Αλβανία. Ωστόσο, οι Αλβανοί ηγέτες του Κοσσυφοπεδίου, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι μια γερμανική ήττα θα σήμαινε επιστροφή στη γιουγκοσλαβική κυριαρχία, ήταν πιο πρόθυμοι να συνεργαστούν. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, δημιουργήθηκε μια αλβανική κυβέρνηση υπό τους Ιμπραχίμ Μπιτσάκου από το Ελμπασάν, Κάφο Μπεγκ Ουλκίνι[9][10], Μπέντρι Πεγιάνι και Τζαφέρ Ντέβα από το Κοσσυφοπεδίου.[1] Η εθνοσυνέλευση, αποτελούμενη από 243 μέλη, άρχισε τις συνεδριάσεις της στις 16 Οκτωβρίου 1943, εκλέγοντας ένα τετραμελές Υψηλό Συμβούλιο Αντιβασιλείας (αλβανικά: Këshilli i Lartë i Regjencës‎‎) για να κυβερνήσει τη χώρα.[1]

Οι γερμανικές υποσχέσεις για τη διατήρηση των συνόρων της Αλβανίας το 1941, οι διαβεβαιώσεις για «μη παρέμβαση» στη νέα αλβανική διοίκηση και μια γενική φιλογερμανική προοπτική των περισσότερων Αλβανών (που χρονολογείται από τα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου όπου οι Αυστροούγγροι υποστήριξαν ένα ανεξάρτητο αλβανικό κράτος),[11] εξασφάλισαν ότι η νέα κυβέρνηση αρχικά απολάμβανε μεγάλη υποστήριξη από τον λαό.[12] Η νέα κυβέρνηση, η οποία υποσχέθηκε να παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο, κατάφερε να αποκαταστήσει την σταθερότητα.[1] Τα συστήματα διοίκησης και δικαιοσύνης λειτουργούσαν για άλλη μια φορά και τα σχολεία της Αλβανίας άνοιξαν και πάλι σε ολόκληρη τη βόρεια και κεντρική Αλβανία. Ελήφθησαν επίσης μέτρα για την εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης της γης.[1]

Οι Γερμανοί έκαναν μια ειλικρινή προσπάθεια, συχνά προς δικό τους μειονέκτημα, να αφήσουν στον αλβανικό λαό την εντύπωση ότι διέθεταν τουλάχιστον κάποιο βαθμό αυτονομίας. Δεν υπήρξε καμία προσπάθεια βίαιας στρατολόγησης εργασίας από την Αλβανία για το Ράιχ, καθώς ήταν ασυμβίβαστη με την έννοια της ανεξαρτησίας της Αλβανίας. Ο αντιβασιλέας Φράσερι κατέληξε επίσης σε συμφωνία με τους Γερμανούς τον Φεβρουάριο του 1944, σύμφωνα με τον οποίο οι Αλβανοί κρατούμενοι δεν θα μεταφέρονταν έξω από τη χώρα, ωστόσο οι Γερμανοί δεν το εφάρμοσαν πάντοτε ιδιαίτερα προς τα τέλη του 1944. Σύμφωνα με τις πολιτικές του Νόιμπαχερ για την Αλβανία, τα αντίποινα για τον άμαχο πληθυσμό για επιθέσεις εναντίον του γερμανικού στρατού ήταν σπάνια και σίγουρα όχι τόσο βάρβαρα όσο σε άλλα κατεχόμενα εδάφη.[13]

Ο Φράσερι διαπραγματεύτηκε την ανεξαρτησία που μπορούσε να αντλήσει από τους Γερμανούς και κατάφερε να πείσει τον Νόιμπαχερ να αναγνωρίσει τη «σχετική» ουδετερότητα και τη «σχετική» κυριαρχία της Αλβανίας. Η Αλβανία είχε καθεστώς παρόμοιο με εκείνο της Κροατίας και της Σλοβακίας, έχοντας σχετική κυριαρχία στα πλαίσια της ναζιστικής Γερμανίας.[14] Στα τέλη Νοεμβρίου του 1943 η αλβανική κυβέρνηση ζήτησε από τους Γερμανούς να τους βοηθήσουν να πείσουν το Βασίλειο της Βουλγαρίας να αναγνωρίσεσι το νέο κράτος, με τους Γερμανούς να συμφωνούν. Παράλληλα, ο Φράσερι άρχισε διαπραγματεύσεις για την καθιέρωση διπλωματικών σχέσεων με την Ελβετία και την Τουρκία. Αυτό προκάλεσε ανησυχία στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο υποστήριξε ότι δεν πρέπει να προσεγγιστούν αυτά τα ουδέτερα κράτη, αλλά ότι τα κράτη που βρίσκονται κάτω από τον γερμανικό έλεγχο ενδέχεται να κληθούν να επεκτείνουν την αναγνώριση τους.[14] Σύντομα το καθεστώς του Άντε Πάβελιτς της Ούστασε στην Κροατία επέκτεινε την αναγνώρισή του στους Αλβανούς.[15]

Παρτιζανική αντίσταση και εμφύλιος πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νέα κυβέρνηση και οι Γερμανοί έπρεπε να πολεμήσουν με το όλο και περισσότερο κυριαρχούμενο από κομμουνιστές Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης και στη συνέχεια να είναι σε θέση να καταπιέσουν ένα μεγάλο μέρος της εθνικιστικής αντίστασης στο στρατόπεδό τους.[16] Οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια σειρά από προσβολές εναντίον των Παρτιζάνων, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κυρίως στη Νότια Αλβανία και σε μικρότερο βαθμό στην Κεντρική Αλβανία. Η πρώτη επίθεση, η επιχείρηση «505», ξεκίνησε στις αρχές Νοεμβρίου του 1943 για να ξεκαθαρίσει τις παρτιζανικές μονάδες της περιοχής Πέζα και να απομακρύνει την απειλή στον δρόμο Δυρραχίου-Τιράνων. Μέσα σε οκτώ ημέρες οι Γερμανοί ανακοίνωσαν την επιτυχία της αποστολής, έχοντας σκοτώσει περίπου 100 «ληστές» και έχοντας πάρει πάνω από 1.650 αιχμαλώτους, οι οποίοι, με βάση προηγούμενη συμφωνία, παραδόθηκαν στις αλβανικές πολιτικές αρχές.[17] Το Μπάλι Κομπετάρ συμμετείχε επίσης στην καταπολέμηση των Παρτιζάνων κατά την χειμερινή επίθεση και μέχρι το τέλος του χειμώνα το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης βρέθηκε επικίνδυνα κοντά στην καταστροφή του από τις γερμανικές και εθνικιστικές δυνάμεις, με τις μονάδες που κατάφεραν να ξεφύγουν από την περικύκλωση να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων, ρουχισμού και πυρομαχικών (καθώς οι Σύμμαχοι δεν μπόρεσαν να τους τροφοδοτήσουν από αέρος).[18] Γερμανικά στοιχεία έφεραν τον αριθμό των απωλειών των Παρτιζάνων σε 2.239 μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, 401 νεκρούς τον Φεβρουάριο και 236 τον Μάρτιο. Μέχρι τότε, όλοι οι νομοί του νέου κράτους, εκτός από το Αργυρόκαστρο στα νότια, παρέμειναν στα χέρια της αλβανικής κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Ενβέρ Χότζα αναγνώρισε ότι «η κατάσταση είναι δύσκολη».[18]

Τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αρχή του Κομμουνισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιτυχία της χειμερινής εκστρατείας αποδείχθηκε βραχύβια και οι Παρτιζάνοι αποδείχθηκαν πολύ πιο ανθεκτικοί από ότι πολλοί Γερμανοί, Βρετανοί και Αλβανοί είχαν προβλέψει.[19] Με την ίδρυση της Μεγάλης Συμμαχίας, οι Γερμανοί άρχισαν να χάνουν τον πόλεμο. Με την τρέχουσα κατάσταση που ευνοούσε τους κομμουνιστές, οι Παρτιζάνοι άρχισαν μια πλήρους κλίμακας επίθεση στους Γερμανούς και το Μπάλι Κομπετάρ. Οι Βρετανοί Συμμαχικοί αξιωματικοί στην Αλβανία σημείωσαν ότι οι κομμουνιστές χρησιμοποιούσαν τα όπλα που έλαβαν για να πολεμήσουν τους συμπατριώτες τους Αλβανούς πολύ περισσότερο από το να παρενοχλούν τους Γερμανούς.[20] Η δύση σημείωσε ότι οι κομμουνιστές δε θα μπορούσαν να έχουν κερδίσει χωρίς τις προμήθειες και τα όπλα από τη Βρετανία, την Αμερική και τη Γιουγκοσλαβία[20] και ότι δεν φοβούνταν να δολοφονήσουν τους συμπατριώτες τους.[21]

Μέλη του Συμβουλίου Αντιβασιλείας - Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Φουάτ Ντίμπρα, Μιχάλ Ζαλάρι, Μέχντι Φράσερι, Πατέρας Αντόν Χαράπι, Ρετζέπ Μιτρόβιτσα και Βεχμπί Φράσερι

Μετά την επίσημη διάλυση της Ένωσης με την Ιταλία, πολλοί από τους νόμους που ψηφίστηκαν μετά την ιταλική εισβολή ακυρώθηκαν, και η Αλβανία κηρύχθηκε ελεύθερη, ουδέτερη και ανεξάρτητη.[1] Ταυτόχρονα, η συνέλευση ανακάλεσε το νομοσχέδιο του Ιουνίου 1940 το οποίο δήλωνε πως η Αλβανία ήταν συστρατευμένη με την Ιταλία. Η συνέλευση ανακοίνωσε ότι η Αλβανία θα διοικείται από μία αντιβασιλεία τεσσάρων ατόμων, δηλαδή έναν εκπρόσωπο από κάθε μία από τις τέσσερις μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας[1], για το υπόλοιπο του πολέμου. Οι Γερμανοί δημιούργησαν μια κυβέρνηση παρόμοια με εκείνη που είχε επιβληθεί μετά την υποχώρηση του πρίγκιπα του Βιντ τον Σεπτέμβριο του 1914, παρουσιάζοντας μια εικόνα όχι μόνο για την αλβανική ιστορία αλλά και για τη θρησκευτική μεταρρύθμιση της Αλβανίας.[1]

Ο Λεφ Νόσι επιλέχθηκε ως εκπρόσωπος των Ορθοδόξων.[1] Ως εκπρόσωπο των Σουνιτών Μουσουλμάνων, οι Γερμανοί κατάφεραν να προσελκύσουν τον Φουάτ Ντίμπρα,[1] έναν γαιοκτήμονα από τη νέα Αλβανία ο οποίος, όπως ο Νόσι, είχε μακρά και διακεκριμένα επιτεύγματα. Σε αντίθεση με τους άλλους, ο Ντίμπρα είχε υπηρετήσει στη συνεργατική κυβέρνηση του Μουσταφά Μερλίκα-Κρούγια, αλλά τον Νοέμβριο του 1942 είχε εκλεγεί στην κεντρική επιτροπή του Μπάλι Κομπετάρ και ως εκ τούτου αποτελούσε παγίδα για τους Γερμανούς. Έτσι αντικαταστάθηκε από τον Κάφο Μπεγκ Ουλκίνι.[1] Οι Αλβανοί Καθολικοί εκπροσωπούνταν από τον ηγούμενο των Φραγκισκανών στην Σκόδρα, τον πατέρα Αντόν Χαράπι,[1] ο οποίος διατήρησε διασυνδέσεις τόσο με τους Κοσοβάρους όσο και με τους Αλβανούς Παρτιζάνους. Μαθαίνοντας για τον διορισμό του, οι απεσταλμένοι των Παρτιζάνων προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποτρέψουν την αποδοχή της θέσης εκ μέρους του. Ο Χέρμαν Νόιμπαχερ φάνηκε πως έχει αναπτύξει μια θερμή προσωπική σχέση με τον Χαράπι, εν μέρει επειδή ο Χαράπι είχε παρακολουθήσει τμήμα της εκπαίδευσής του στη μοναστηριακή σχολή του Μεράνο και του Χαλλ στο Τιρόλο. Ο Μέχντι Φράσερι,[1] Μπεκτασής Μουσουλμάνος, ήταν ένας από τους πλέον σεβαστούς Αλβανούς. Συμφώνησε να διευθύνει το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας.

Η ηγεσία του Συμβουλίου σχεδιάστηκε αρχικά να περιστρέφεται, αλλά ο Λεφ Νόσι αρνήθηκε για λόγους υγείας και ο Αντόν Χαράπι ισχυρίστηκε ότι ως Καθολικός μοναχός δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί καμία θέση στην οποία θα αναγκαζόταν να επιβάλει τη θανατική ποινή.[1]

Μετά την παρουσίαση της, η Αντιβασιλέα μετατράπηκε σε μια μόνιμη κυβέρνηση, η οποία θα ξεκινούσε τη διαδικασία τερματισμού του χάους και σταθεροποίησης της Αλβανίας. Μετά από βιαστικές διαπραγματεύσεις, στις 5 Νοεμβρίου, εισήχθη κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κοσοβάρο Ρετζέπ Μιτρόβιτσα[1]. Στο υπουργικό συμβούλιο του Μιτρόβιτσα, του οποίου τα περισσότερα μέλη είχαν διαπιστευτήρια ως εθνικιστές καθώς και ορισμένη γερμανική ή αυστριακή διασύνδεση, περιελαμβανόταν ο Τζαφέρ Ντέβα, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στη Βιέννη, ως Υπουργός Εσωτερικών και ο Ροκ Κολάι, Καθολικός από την Σκόδρα ο οποίος είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, ως Υπουργός Δικαιοσύνης.[1] Ο εκπαιδευμένος στην Αυστρία Βέχμπι Φράσερι διορίστηκε Υπουργός Εξωτερικών. Ο Ορθόδοξος από το Ελμπασάν, Σοκράτ Ντοντμπίβα, ανιψιός του Λεφ Νόσι, έγινε Υπουργός Οικονομικών.[1]

Αλβανοί και Γερμανοί στρατιώτες δίπλα σε ιταλικό τεθωρακισμένο

Σύμφωνα με τη γερμανική πολιτική της «μη παρέμβασης» και την επιθυμία να κρατηθούν τα στρατεύματά τους για την ανάπτυξή τους αλλού[22], σχηματίσθηκε σύντομα μετά την ίδρυση της νέας κυβέρνησης αλβανικός στρατός υπό τις διαταγές του στρατηγού Πρενκ Περβίζι.[23][24] Γερμανοί προστέθηκαν στη δύναμη αρκετών μονάδων του τακτικού αλβανικού στρατού και αύξησαν επίσης την αποτελεσματικότητα της χωροφυλακής.[22] Πολλές μονάδες που είχαν συνεργαστεί με τους Ιταλούς διατηρήθηκαν και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς σε αντιπαρτιζανικές επιχειρήσεις, επιχειρώντας επίσης μαζί με το αυστηρά αντικομμουνιστικό Μπάλι Κομπετάρ (Εθνικό Μέτωπο).[22] Λίγο αργότερα οι δυνάμεις του Μπάλι και των Γερμανών πίεσαν σκληρά εναντίον των κομμουνιστών.[25] Οι δυνάμεις του Μπάλι κατέστρεψαν μια αρκετά μεγάλη κομμουνιστική παρτιζάνικη ομάδα νοτιοδυτικά των Τιράνων.[25] Η παρτιζανική δύναμη περίπου 2.000 ατόμων είχε εξολοθρευτεί. Με την απώλεια άλλων σημαντικών κομμουνιστικών δυνάμεων, οι Αλβανοί κομμουνιστές υποχώρησαν τακτικά, εισερχόμενοι σε ανταρτοπόλεμο για την καταπολέμηση του Μπάλι Κομπετάρ. Οι δυνάμεις του Μπάλι, μαζί με τους Γερμανούς, κατέλαβαν την περιοχή της Τσαμουριάς. Οι δυνάμεις του Μπάλι Κομπετάρ στη συνέχεια δηλώθηκαν ως «συνεργαζόμενες με τους Γερμανούς, οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται με όπλα σε μεγάλες ποσότητες», σύμφωνα με μια βρετανική έκθεση των Επιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών από τον Δεκέμβριο του 1943.[26]

Στο Κοσσυφοπέδιο και το δυτικό τμήμα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, όταν ήταν μέρος του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας, οι δυνάμεις του Μπάλι και των Γερμανών είχαν περιστασιακές αψιμαχίες με Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους. Όταν το Μακελλάρα, μεταξύ της Δίβρης και της Επισκοπής, ανακτήθηκε από την Πέμπτη Ταξιαρχία των Παρτιζάνων, οι Γερμανοί με τη βοήθεια των δυνάμεων του Μπάλι υπό τον Τζεμ Χάσα ξεκίνησαν μια επίθεση από τη Δίβρη, νικώντας τους Παρτιζάνους.[27] Ο Φικρί Ντίνε, ο Τζεμ Χάσα και ο Χύσνι Ντέμα, καθώς και τρεις Γερμανοί στρατηγοί, διηύθυναν στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των Αλβανών και των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων.[28] Στις αρχές Νοεμβρίου, οι νεοσύστατες δυνάμεις ενεπλάκησαν με την καταπολέμηση των βορειομακεδονικών και αλβανικών παρτιζανικών μονάδων στην πόλη Κίτσεβο. Μετά από 7 ημέρες έντονης μάχης, οι Παρτιζάνοι νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την πόλη.[29] Μια εθελοντική πολιτοφυλακή γνωστή ως Βουλνετάρι χρησιμοποιήθηκε επίσης ως συνοριοφυλακή του αναδιοργανωμένου αλβανικού κράτους. Πολεμώντας στις δικές τους περιοχές (στο Κοσσυφοπέδιο και το δυτικό τμήμα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας), πολέμησαν εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικων, «εναντίον των οποίων παρέταξαν εξειδικευμένους και αποφασισμένους μαχητές».[30] Η μονάδα αυτή πραγματοποίησε συχνά διασυνοριακές επιδρομές στη Σερβία του Νέντις κατά πολιτικών και στρατιωτικών στόχων.[31]

Οι Αλβανοί και Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι ήταν η κύρια απειλή για την Αλβανία, αλλά όχι η μόνη δύναμη. Στις περιοχές Σαντζάκ που ανήκαν στο ανεξάρτητο αλβανικό κράτος, οι δυνάμεις του Τσέτνικ παρενοχλούσαν τον γηγενή πληθυσμό. Ο Ντζεμαΐλ Κονιτσάνιν και οι δυνάμεις του Μπάλι υπό τον Σαμπάν Πολούζα απέκρουσαν επιτυχώς τις δυνάμεις του Τσέτνικ από το Νόβι Πάζαρ και συνέτριψαν το οχυρό τους στη Μπάνια.[32]

Γερμανική φάλαγγα στα Τίρανα

Ο Τζαφέρ Ντέβα ήταν Υπουργός Εσωτερικών και επομένως επικεφαλής της αστυνομίας και της χωροφυλακής στη χώρα.[23] Γηγενής Αλβανός του Κοσσυφοπεδίου και θεωρούμενος από τους Γερμανούς ως ο «πιο αποτελεσματικός και αξιόπιστος», οι δυνάμεις του συμμετείχαν στην στοχοποίηση των εσωτερικών εχθρών του κράτους.[30] Στις 4 Φεβρουαρίου 1944, οι αστυνομικές μονάδες υπό την καθοδήγησή του ενεπλάκησαν στη σφαγή 86 κατοίκων των Τιράνων που ήταν ύποπτοι ως αντιφασίστες[33] και σε άλλες ακρότητες που διέπραξε η Γκεστάπο σε συνεργασία με την αλβανική χωροφυλακή.[34] Μεγάλος αριθμός Σέρβων σκοτώθηκαν σε ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο ή αποπέμφθηκαν σε στρατόπεδα στην Αλβανία από το 1942.[35] Οι γηγενείς Αλβανοί μαχητές (δυνάμεις του Μπάλι) βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Σέρβους γείτονές τους για τα βάσανα που υπέστησαν κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες (σφαγές Αλβανών στους Βαλκανικούς Πολέμους, Αποικιοκρατία του Κοσσυφοπεδίου).[35] Οι δυνάμεις του Μπάλι επιτέθηκαν στους Σέρβους αποίκους, καίγοντας περίπου 30.000 σπίτια που ανήκαν σε Σέρβους και Μαυροβούνιους εποίκους.[35] Οι ρομά (τσιγγάνοι) στοχοποιήθηκαν επίσης από τη χωροφυλακή και την αστυνομία.

Για να διατηρηθεί η στρατιωτική κατοχή στο νέο γερμανικό κράτος της Αλβανίας, οι Βέρμαχτ και Waffen-SS προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το γηγενές ανθρώπινο δυναμικό για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης και την καταπολέμηση της δραστηριότητας των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων και της κομμουνιστικής Αλβανικής Αντίστασης στην περιοχή. Από την πλευρά τους, οι Αλβανοί ηγέτες ήλπιζαν να σχηματίσουν έναν «στρατό, ο οποίος θα ήταν σε θέση να περισώσει τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου και να απελευθερώσει τις γύρω περιοχές».[36] Με επικεφαλής τους Γερμανούς αξιωματικούς, τον Μάιο του 1944, κάποια στρατεύματα από τη μεραρχία τοποθετήθηκαν στην περιοχή Γκιάκοβα για να φυλάξουν τα ορυχεία.

Δημογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρησιμοποιώντας ιταλικές εκτιμήσεις από τον Ιούλιο του 1941 ο πληθυσμός του Αλβανικού Βασιλείου υπολογίστηκε σε 1.850.000 κατοίκους. Ο συνολικός πληθυσμός της «παλαιάς Αλβανίας» (σύμφωνα με τα σύνορα πριν το 1941) ανερχόταν σε 1.100.000 κατοίκους, ενώ η «νέα Αλβανία» (αποτελούμενη από το Κοσσυφοπέδιο, τη Δίβρη και μέρη του Μαυροβουνίου) ήταν 750.000 κάτοικοι.[37] Το Βασίλειο αποτελούνταν από περίπου 1.190.000 Μουσουλμάνους (Σουνίτες και Μπεκτασήδες) και 660.000 Χριστιανούς (Καθολικούς και Ορθόδοξους).[37] Το νέο κράτος απαρτιζόταν από δύο κύριες μειονοτικές ομάδες, τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου και τους πρόσφατα εγκατεστημένους Ιταλούς αποικιοκράτες που βρισκόταν σε ολόκληρη την Αλβανία.[11]

Αλβανικό χαρτονόμισμα των 20 φράγκων.

Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στα Τίρανα, ήλπιζαν να βρουν αρκετά χρήματα στην Εθνική Τράπεζα της Αλβανίας για να πληρώσουν τα στρατεύματά τους. Αυτό θα έπρεπε να θεωρηθεί δάνειο. Αλλά βρήκαν μόνο 30.000.000 φράγκα ενώ τα συνολικά έξοδα για τον γερμανικό στρατό στην Αλβανία υπολογίστηκαν σε περίπου 40.000.000 φράγκα το μήνα.[1] Με κάποιο βαθμό επείγοντος, στράφηκαν προς τις γερμανικές αρχές στη Ρώμη, όπου μια επίθεση κομάντο των SS είχε πρόσφατα λάβει 120.000.000 φράγκα σε χαρτονομίσματα, πλάκες χρυσού, 23 σάκους χρυσών νομισμάτων και 29 κιβώτια με ράβδους χρυσού από τα κεντρικά της Εθνικής Τράπεζας της Αλβανίας.[1] Ο χρυσός στάλθηκε στο Βερολίνο και τα χαρτονομίσματα στάλθηκαν στα Τίρανα. Τα χρηματικά ποσά μεταφέρθηκαν άμεσα στην Εθνική Τράπεζα της Αλβανίας στα Τίρανα.[1]

Τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την πληρωμή των γερμανικών στρατευμάτων στην Αλβανία και το Μαυροβούνιο. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη χρηματοδότηση γερμανικών κατασκευαστικών έργων όπως κτίρια, οδοί, επισκευές δρόμων, αεροδρόμια και εγκαταστάσεις παράκτιων πυροβολείων.[1]

Κέρδη της ναζιστικής Γερμανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο αλβανικό βασίλειο, το οποίο η ναζιστική Γερμανία θεωρούνταν τυπικά ως κυρίαρχο κράτος, μεγάλο μέρος της βιομηχανικής και οικονομικής δραστηριότητας είτε μονοπωλήθηκε, είτε δόθηκε στη Γερμανία προτεραιότητα στην εκμετάλλευση της. Σχεδόν όλες οι εταιρείες εξαγωγής που λειτουργούσαν διοικούνταν από Γερμανούς, και κυρίως από τον γερμανικό στρατό.[11] Τα ορυχεία χαλκού, μαγνησίτη και λιγνίτη και τα κοιτάσματα πετρελαίου που υπάρχουν σε ολόκληρη την Αλβανία βρίσκονταν υπό άμεσο γερμανικό έλεγχο.[11]

Τα σημαντικότερα αποθέματα μεταλλευμάτων στην Αλβανία για τη Βέρμαχτ ήταν τα χαλυβουργεία. Χρώμιο βρέθηκε τόσο στην παλαιά Αλβανία όσο και στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Στην πρώτη, υπήρχαν αποθέματα χρωμίου στο Κούκεσι, στο Κλος και στο Πόγραδετς. Όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου, λειτουργούσαν ορυχεία χρωμίου στις περιοχές Γκιάκοβα και Λετάι. Από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι τα τέλη Αυγούστου 1944 εξήχθησαν 42.902 τόνοι χρωμίου από τα ορυχεία αυτά, εκ των οποίων 28.832 τόνοι μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Τα μεταλλεία μαγνησίτη στο Γκολές ήταν επίσης σημαντικά. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1943 έως τα τέλη Αυγούστου 1944 μεταφέρθηκαν στη Γερμανία 2.467 τόνοι επεξεργασμένου και ακατέργαστου μαγνησίτη.[11] Εκτός από τη Ρουμανία, η Αλβανία ήταν η μόνη χώρα στη νοτιοανατολική Ευρώπη που είχε σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου.[11] Στο Ντεβόλ περίπου 1 εκατομμύριο τόνοι αργού πετρελαίου κατεργάστηκαν μετά την έναρξη λειτουργίας των πετρελαιοπηγών τον Μάιο του 1944.[11]

Το νόμισμα που χρησιμοποιήθηκε στην Αλβανία ήταν τα αλβανικά χρυσά φράνγκα.[1]

Σύμφωνα με τον Μιδάτ Φράσερι, ιδρυτή του Μπάλι Κομπετάρ, οι αλβανικές επαρχίες που βρισκόταν Οθωμανική Αυτοκρατορία κατανεμήθηκαν άδικα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.[38]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 1,21 1,22 1,23 Fischer, Bernd Jürgen (1999). Albania at War, 1939–1945. Purdue University Press. ISBN 1-55753-141-2. 
  2. Pearson, Owen. Albania in the twentieth century: a history, Volume 3. 
  3. Roberts, Walter R. (1987). Tito, Mihailović, and the Allies, 1941-1945. Duke University Press. ISBN 9780822307730. 
  4. Morrock, Richard (2014). The Psychology of Genocide and Violent Oppression: A Study of Mass Cruelty from Nazi Germany to Rwanda. Jefferson: McFarland. ISBN 9780786456284. 
  5. Philip J. Cohen, David Riesman. Serbia's Secret War: Propaganda and the Deceit of History. Texas A&M University Press, 1996 (ISBN 978-0-89096-760-7), σελ. 100.
  6. Nigel Thomas, Peter Abbott. Partisan warfare 1941–45. Osprey Publishing, 1983, (ISBN 978-0-85045-513-7), σελ. 27
  7. Tom Winnifrith. Badlands, borderlands: a history of Northern Epirus/Southern Albania "Balle Kombetar, strongly Albanian nationalist, Muslim and at times pro-German". Duckworth, 2002, (ISBN 978-0-7156-3201-7), σελ. 26:
  8. Pearson 2006, σελ. 273.
  9. Buçinca, Fahri (2009). Cafo Beg Ulqini: jeta dhe veprimtaria politike. Art Club. ISBN 9788690873326. 
  10. «Albania: Heads of State: 1939-1944 - Archontology.org». www.archontology.org. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2019. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 Robert Elsie. «1945 Final Report of the German Wehrmacht in Albania». www.albanianhistory.net. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2019. 
  12. Vickers 2001, σελ. 152.
  13. Jürgen Fischer 1999, σελ. 187.
  14. 14,0 14,1 Jürgen Fischer 1999, σελ. 172.
  15. Jürgen Fischer 1999, σελ. 176.
  16. Jürgen Fischer 1999, σελ. 195.
  17. Jürgen Fischer 1999, σελ. 196.
  18. 18,0 18,1 Jürgen Fischer 1999, σελ. 198.
  19. Jürgen Fischer 1999, σελ. 199.
  20. 20,0 20,1 Trix, Frances (2009). The Sufi journey of Baba Rexheb. Pennsylvania. σελ. 72. ISBN 9781934536124. 
  21. Grünbaum, Irene· Morris, Katherine. Escape Through the Balkans: The Autobiography of Irene Grünbaum. 
  22. 22,0 22,1 22,2 Tomasevich 2002, σελ. 153.
  23. 23,0 23,1 Dorril 2002, σελ. 357.
  24. «Biography of Prenk Pervizi». www.zemrashqiptare.net. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2019. 
  25. 25,0 25,1 Pearson 2006.
  26. Dorril 2002, σελίδες 357-358.
  27. Pearson, Owen (2004). Albania in the twentieth century: a history, Volume 2. Tirana: Centre for Albanian Studies. σελ. 379. 
  28. Pearson, Owen (2006). Albania as dictatorship and democracy: from isolation to the Kosovo War. London: I.B.Tauris. σελ. 228. ISBN 9781845111052. 
  29. Bojić, Mehmedalija (1982). The National liberation war and revolution in Yugoslavia (1941–1945). Belgrade: Military History Institute of the Yugoslav People's Army. 
  30. 30,0 30,1 Tomasevich 2002, σελ. 152.
  31. Vickers, Miranda (1998). Between Serb and Albanian: a history of Kosovo. Hurst & Co. σελ. 134. 
  32. «Nezavisna revija Sandzak». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2019. 
  33. Pearson 2006, σελ. 326.
  34. Dorril 2002, σελ. 358.
  35. 35,0 35,1 35,2 Sabrina P. Ramet The three Yugoslavias: state-building and legitimation, 1918–2005
  36. Ailsby, Christopher J. 2004. "Hitler's Renegades: Foreign Nationals in the Service of the Third Reich," Brassey's Press. (ISBN 1-57488-838-2). σελ. 169
  37. 37,0 37,1 Rodogno, Davide (2006). Fascism's European Empire: Italian Occupation During the Second World War. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 426. ISBN 9780521845151. 
  38. Elsie, Robert. «Balli Kombëtar: The Ten-Point Programme». www.albanianhistory.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2019.