Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεώργιος Αρετάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Αρετάκης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1900
Σπήλι Ρεθύμνης
Θάνατος26  Απριλίου 1949
ΨευδώνυμοΣφακιανός
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
ΘρησκείαΧριστιανός Ορθόδοξος
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΑξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ.
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕΑΜ, Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Κίνημα του 1935

Ο Γεώργιος Αρετάκης (Καπετάν Σφακιανός, 1900- 1949) ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αντιστασιακός την περίοδο της Κατοχής μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΔΣΕ κατά τον Εμφύλιο.

Στον Ελληνικό Στρατό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρετάκης γεννήθηκε το 1900 στο Σπήλι Ρεθύμνης[1]. Το 1916, σε μικρή ηλικία κατετάγη στο στρατό ως εθελοντής και τα επόμενα χρόνια έλαβε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αργότερα συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα του 1935, μετά την αποτυχία του οποίου αποστρατεύτηκε, ενώ το 1940 ανακλήθηκε και συμμετείχε με την V Μεραρχία Κρητών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο[2] με το βαθμό του λοχαγού[3] ΠΖ[4].

Στην Εθνική Αντίσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Αρετάκης, όντας πια ταγματάρχης[5], βρέθηκε στην Πελοπόννησο όπου και παρέμεινε καθώς δεν μπόρεσε να μεταβεί στην Κρήτη. Στις αρχές του 1943 εγκαταλείπει την Πάτρα όπου βρισκόταν (σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας εργαζόταν ως υπάλληλος στο τοπικό κατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος[6]) και κατατάσσεται στις ένοπλες ομάδες του ΕΛΑΣ Αχαΐας. Ήταν μάλιστα ένας από τους πρώτους μόνιμους αξιωματικούς του στρατού που πλαισίωσαν την συγκεκριμένη αντιστασιακή οργάνωση[7].

Στα πλαίσια του ΕΛΑΣ πραγματοποίησε αρχικά περιοδείες στην ορεινή Αχαΐα παροτρύνοντας τους κατοίκους να ενταχθούν στο ΕΑΜ[7] και εν συνεχεία ανέλαβε μαζί με τον Γιάννη Κατσικόπουλο την διοίκηση του Ανεξάρτητου Τάγματος Καλαβρύτων που ήταν επανδρωμένο με ντόπιους αντάρτες και υπαγόταν στο 12ο Σύνταγμα ΕΛΑΣ Πελοποννήσου[8][9].

Στις 16 και 17 Οκτωβρίου του 1943, έπειτα από διαταγή του Κεντρικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, επιτίθεται με περίπου 400 αντάρτες στην Κερπινή κατά γερμανικού λόχου δύναμης 97 ανδρών που διεξήγαγε αναγνωριστική επιχείρηση στην ευρύτερη περιοχή με αποτέλεσμα τον θάνατο 4 Γερμανών και την αιχμαλωσία όλων των υπολοίπων εκτός από 11 που κατάφεραν να διαφύγουν. Αργότερα, 78 από τους αιχμάλωτους θα εκτελεστούν από τους αντάρτες[10][11].

Αργότερα, ο Αρετάκης ανέλαβε διοικητής του 2ου τάγματος στο 8ο Σύνταγμα που έδρευε στη Λακωνία. Κατά τα τέλη Ιουνίου του 1944 απέφυγε τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των δυνάμεων Κατοχής και των Ταγμάτων Ασφαλείας[12] ενώ την 10η Αυγούστου έλαβε μέρος στη μάχη της Σελλασίας κατά την οποία 24 Γερμανοί σκοτώθηκαν, 22 τραυματίστηκαν και άλλοι 12 κηρύχθηκαν αγνοούμενοι[13]. Επίσης συμμετείχε στη μάχη του Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας[14]. Από πολλές πηγές αναφέρεται ως ιδιαίτερα αιμοσταγής. Χαρακτηριστική έχει μείνει η συμπεριφορά του απέναντι στους αιχμαλώτους μετά τη μάχη της μηλιάς στις 9 Μαΐου 1944.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, αρνείται να παραδώσει τον οπλισμό του και καταφεύγει στους ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου. Κατά την Άνοιξη του 1945 δραστηριοποιείται μαζί με άλλους πρώην Ελασίτες στην περιοχή της Μάνης[15] ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους δρούσε μεταξύ Ταΰγετου και Πάρνωνα[16]. Παράλληλα, στις 20 Μαΐου 1946 καταδικάζεται ερήμην, από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Πατρών, σε ισόβια δεσμά για τη συμμετοχή του τον Σεπτέμβριο του 1943 στη διάλυση του, συνδεδεμένου με τον ΕΔΕΣ[17], εθνικιστικού αντάρτικου σώματος του λοχαγού Δροσόπουλου από τον ΕΛΑΣ καθώς και για τη συμμετοχή του στο ανταρτοδικείο που καταδίκασε σε θάνατο τρεις από τους πέντε αξιωματικούς του εν λόγω αντάρτικου σώματος[18][19].

Το 1947, με τη σταδιακή γενίκευση του Εμφυλίου Πολέμου, ο Αρετάκης δραστηριοποιείται αρχικά κυρίως στους νομούς Αχαΐας και Ηλείας και συγκρούεται επανειλημμένως με κυβερνητικές δυνάμεις στη Στρέζοβα[20], στο Μάζι[21], στο Καλολέτσι[22], στο Χάβαρι Ηλείας όπου πέτυχε τη διάλυση τμήματος Μ.Α.Υ.[23] κ.ά ενώ έλαβε μέρος και στις αποτυχημένες επιθέσεις του ΔΣΕ κατά της Αμαλιάδας την 24η Οκτωβρίου και της Ανδρίτσαινας στις 31 Δεκεμβρίου 1947[24].

Τον Ιανουάριο του 1948, ο Αρετάκης έλαβε από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση το βαθμό του αντισυνταγματάρχη[25] και αργότερα τοποθετείται επόπτης των Γραφείων του Επιτελείου 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Πελοποννήσου[26] ενώ στις 11 Απριλίου λαμβάνει μέρος στη, νικηφόρα για τους αντάρτες, μάχη των Καλαβρύτων [27].

Το 1949, η διεξαγωγή εκκαθαριστικών κυβερνητικών επιχειρήσεων οδήγησε σταδιακά στην αποδιάρθρωση και διάλυση των ανταρτικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Τον Ιανουάριο, ο Αρετάκης βρισκόταν, σύμφωνα με πληροφορίες , μεταξύ Αροανίων και Αφροδισίου όρους[28]. Με την οριστική ήττα των δυνάμεων του ΔΣΕ Πελοποννήσου, προσπάθησε να βρει τρόπο ώστε να καταφύγει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, Κρήτη[29].

Στην προσπάθειά του αυτή, αποφασίζει να κινηθεί προς το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου, έτσι στις αρχές Απριλίου του 1949 εντοπίζεται στην Αρκαδία[30] και λίγες ημέρες αργότερα βρίσκει καταφύγιο στην Μάνη, αρχικά στη θέση Διλάγγαδο της Έξω Μάνης και έπειτα λόγω των εκτεταμένων ερευνών των τοπικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων, στην ευρύτερη περιοχή της Αρεόπολης.

Εκεί, θα γίνει αντιληπτό το κρησφύγετό του, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν εναντίον του τοπικά αποσπάσματα χωροφυλακής και άλλων ενόπλων. Έτσι την 26η Απριλίου, έπειτα από συμπλοκή κοντά στο χωριό Δρυαλί τόσο ο Σφακιανός όσο και τέσσερις αντάρτες που τον ακολουθούσαν θα πέσουν νεκροί[31][32]. Μετά την εξόντωσή του, το κεφάλι του Αρετάκη αποκόπηκε και μεταφέρθηκε καρφωμένο σε κοντάρι, σε διάφορα χωριά της Μάνης ως τρόπαιο. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, με βασιλικό διάταγμα, ο Αρετάκης εξέπεσε του βαθμού του στον ελληνικό στρατό και υποβιβάστηκε στην τάξη του β΄ στρατιώτη[33].

Χαρακτήρας και κριτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακόμα και από την αντίπαλη πλευρά[5] ο Αρετάκης αναγνωρίζεται ως ορμητικός, γενναίος, απλός, σκληραγωγημένος και ακούραστος αξιωματικός, ωστόσο δεν λείπουν και αρνητικές αναφορές προς το πρόσωπό του. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη συμμετοχή του στη διάλυση του μικρού αντάρτικου σώματος του λοχαγού Δροσόπουλου στις 16 Σεπτεμβρίου του 1943 καθώς και στην παρουσία του ως πρόεδρος στο ανταρτοδικείο που καταδίκασε σε θάνατο τρεις από τους αξιωματικούς του εν λόγω σώματος[34][35][36]. Μάλιστα, για το γεγονός αυτό θα κατηγορηθεί το 1949 ως υπαίτιος και από τον, αιχμάλωτο των κυβερνητικών δυνάμεων και μετέπειτα εκτελεσθέντα, Νίκο Διένη (Παπούας)[37] όμως τόσο η μαρτυρία ενός από τους επιζήσαντες αξιωματικούς[38] σύμφωνα με την οποία ο Σφακιανός ήταν κατά της επιβολής της θανατικής καταδίκης όσο και το γεγονός πως δεν μετείχε στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες πάνω σε τέτοια ζητήματα[39] καταρρίπτουν τον ισχυρισμό αυτό.

Παράλληλα, διάφοροι επικριτές του εμφανίζονται να αμφισβητούν τις διοικητικές του ικανότητες[40][41] ενώ τονίζεται και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο απειλούσε όσους ο ίδιος θεωρούσε ως «αντιδραστικούς»[42]. Συν τοις άλλοις, δημοσιεύματα της εποχής, τον κατηγορούν για συμμετοχή σε επιδρομές ανταρτών σε διάφορα χωριά και κωμοπόλεις όπως το Βαλτεσινίκο[43], το Λεβίδι[44] κ.ά.

Οικογενειακή κατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν παντρεμένος με την Αντιγόνη Γιακουμογιαννάκη και είχε μια κόρη, την Αικατερίνη[45].

Φωτογραφία του Αρετάκη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Νίκου Μαν. Περακάκη, Οι δροσουλίτες, Αθήνα, 1976, σελ. 122.
  2. ό. π., 123
  3. Κώστα Θ. Καραλή, Ιστορία των δραματικών γεγονότων Πελοποννήσου 1943 – 1949, Αθήναι 1959, τόμος Α΄, σελ. 127.
  4. Γιάννης Πριόβολος, Μόνιμοι αξιωματικοί στον Ε.Λ.Α.Σ. - Οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, Νότια και Κεντρική Ελλάδα, Εκδόσεις Αλφειός, 2009, σελ. 132.
  5. 5,0 5,1 Καραλή, Α΄, σελ. 129.
  6. εφημερίδα Εμπρός, 28 Απριλίου 1949, σελ. 6.
  7. 7,0 7,1 Καραλή, Α΄, σελ. 127.
  8. Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιένη στα Καλάβρυτα, σελ. 251
  9. Πριόβολος, 308.
  10. Μάγερ, 245, 249 - 257, 274 - 276 και 366
  11. Νίκου Μαν. Περακάκη, Οι δροσουλίτες, Αθήνα 1976, σελ. 125.
  12. ΓΕΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης,εκδόσεις ΔΙΣ,1998, τόμος 8ος, σελ. 253. Οι επιθετικές ενέργειες των κατοχικών δυνάμεων διεξήχθησαν πιθανότατα στο πλαίσιο της εκκαθαριστικής επιχείρησης «Αετός» ( βλ. Μάγερ, 566 - 569 ).
  13. Μάγερ, σελ. 581.
  14. Καραλή, Α΄, σελ. 285.
  15. Εφημερίδα Εμπρός, 8 Απριλίου 1945, σελ. 1.
  16. Εφημερίδα Εμπρός, 10 Ιουλίου 1945, σελ 3.
  17. Κοσμά Εμμ. Αντωνοπούλου, Εθνική Αντίστασις 1941 - 1945, Αθήναι 1964, σελ. 701.
  18. Νικόλαος Χαραλ. Μουτούσης, «Και διηγώντας τα να κλαις...», Αθήναι 1959, σελ 18 -27.
  19. Εφημερίδα Εμπρός, 21 Μαΐου 1946, σελ. 4.
  20. Εφημερίδα Εμπρός, 14 Ιουνίου 1947.
  21. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 9 Ιουλίου 1947.
  22. Εφημερίδα Εμπρός, 25 Σεπτεμβρίου 1947.
  23. Οι αντάρτες προξένησαν στους αντιπάλους τους απώλειες 33 νεκρών ( βλ. Καραλή, Β΄, σελ. 119 - 122 ).
  24. Καραλή, Β΄, 125 - 133.
  25. Ηλεκτρονική έκδοση Ριζοσπάστη.
  26. Ριζοσπάστης: Η σύνθεση της ηρωικής 3ης Μεραρχίας.
  27. Καραλή, Β΄, 152 - 161.
  28. Εφημερίδα Εμπρός, 23 Ιανουαρίου 1949, σελ 6.
  29. Περακάκη, σελ 127.
  30. Εφημερίδα Εμπρός, 5 Απριλίου 1949, σελ 5.
  31. Καραλή, Β΄, σελ 283 - 284
  32. Εφημερίδα Εμπρός, 28 Απριλίου 1949, σελ. 6.
  33. Ιωάννης Καρακατσιάνης, Η Μάνη στον πόλεμο- Κατοχή, αντίσταση και εμφύλιος, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2010, σελ .439 - 440.
  34. Αντωνοπούλου, σελ 718
  35. Καραλή, Α', σελ 126
  36. Μουτούσης, σελ 15 - 27.
  37. Εφημερίδα Εμπρός, 19,21 και 22 Ιουνίου 1949.
  38. Μουτούσης, σελ. 24.
  39. Εφημερίδα Εμπρός, 21 Ιουνίου 1949, σελ. 4.
  40. Καραλή, Α΄, σελ. 127 - 129
  41. Μουτούσης, σελ 19.
  42. Συγκεκριμένα απειλούσε πως θα σκοτώσει τους «αντιδραστικούς» με δύο χατζάρες που έφερε πάνω του ( βλ. Καραλή, Α΄, σελ. 128 και Ιστορία Εικονογραφημένη ).
  43. Εφημερίδα Εμπρός, 8 Ιουλίου 1947.
  44. Εφημερίδα Εμπρός, 19 Αυγούστου 1948.
  45. Γιάννη Λεων. Λέφα, Ο Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου ( Δημιουργία -Ανάπτυξη - Ήττα ), εκδόσεις Αλφειός, Αθήνα 1998, τόμος Β΄, σελ. 184.