Η ηλικία ενηλικίωσης είναι το όριο ενηλικίωσης όπως αναγνωρίζεται ή κηρύσσεται από τον νόμο. Είναι η στιγμή που ένας άνθρωπος παύει να θεωρείται ανήλικος και αναλαμβάνει νομικό έλεγχο για το πρόσωπο, τις ενέργειες και αποφάσεις του, τερματίζοντας τον έλεγχο και νομική ευθύνη των γονέων ή του κηδεμόνα του. Οι περισσότερες χώρες ορίζουν την ηλικία ενηλικίωσης στα 18 έτη. Η λέξη ενηλικίωση εδώ αναφέρεται στην κατοχή μεγαλύτερης ηλικίας και πλήρους ηλικίας σε αντιδιαστολή με την ανηλικότητα, την κατάσταση του να είναι κάποιος ανήλικος. Ο νόμος σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία μπορεί να μην χρησιμοποιεί τον όρο «ενηλικότητα». Ο όρος συνήθως αναφέρεται σε μια συλλογή νόμων που προσδίδει το καθεστώς της ενηλικίωσης. Η ηλικία ενηλικίωσης δεν αντιστοιχεί κατ'ανάγκη με την ψυχική ή σωματική ωριμότητα ενός ατόμου.
Η ηλικία ενηλικίωσης δεν πρέπει να συγχέεται με την ηλικία ωριμότητας, την ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης, καθώς και την ηλικία γάμου, την ηλικία αποφοίτησης από το σχολείο, την ηλικία κατάποσης αλκοόλ, την ηλικία οδήγησης, την ηλικία ψήφου, την ηλικία καπνίσματος, την ηλικία τυχερών παιχνιδιών και άλλες σχετιζόμενες ηλικίες, οι οποίες μπορεί να είναι ανεξάρτητες και να είναι ορισμένες σε μια διαφορετική ηλικία από αυτή της ενηλικίωσης.
Παρόλο που ένα άτομο μπορεί να φθάσει στην ηλικία ενηλικίωσης σε μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία, μπορεί να εξακολουθεί να υπόκειται σε ηλικιακούς περιορισμούς που αφορούν σε θέματα όπως το δικαίωμα ψήφου ή τη συμμετοχή σε κάποιο εκλογικό αξίωμα, να ενεργήσει ως δικαστής και πολλά άλλα.
Η ηλικία ενηλικίωσης μπορεί να συγχέεται με την παρόμοια έννοια της ηλικίας της άδειας[1] η οποία επίσης αναφέρεται στο κατώφλι της ενηλικίωσης, αλλά σε ένα πολύ ευρύτερο και πιο αφηρημένο τρόπο. Ως νομικός όρος, η άδεια μπορεί να εμπλέκει ένα νομικά εκτελεστό δικαίωμα ή προνόμιο. Έτσι, η ηλικία της άδειας είναι μια ηλικία όπου ένα άτομο έχει τη νόμιμη άδεια από την κυβέρνηση να κάνει κάτι. Η ηλικία ενηλικίωσης από την άλλη πλευρά, είναι η νομική αναγνώριση ότι κάποιος έχει εξελιχθεί σε ενήλικο.[2]
Η ηλικία ενηλικίωσης αφορά αποκλειστικά και μόνο την απόκτηση του νομικού ελέγχου πάνω από το πρόσωπο ενός ατόμου, τις αποφάσεις και ενέργειές του, και τη συνεπακόλουθη λήξη της νομικής αρχής των γονέων (ή κηδεμόνα(-ων)) πάνω από το πρόσωπο και τις υποθέσεις του παιδιού γενικά.
Πολλές ηλικίες της άδειας συσχετίζονται με την ηλικία ενηλικίωσης, αλλά παρ'όλα αυτά είναι νομικά διακριτές έννοιες. Κάποιες ηλικίες άδειας είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερες από την ηλικία ενηλικίωσης. Για παράδειγμα, για την αγορά αλκοολούχων ποτών, η ηλικία της άδειας είναι τα 21 έτη σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ηλικία ψήφου, που πριν από τη δεκαετία του 1970 βρισκόταν στα 21 έτη στις ΗΠΑ, καθώς ήταν η ηλικία ενηλικίωσης σε όλες ή τις περισσότερες πολιτείες.[3] Στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η ηλικία ενηλικίωσης είναι τα 18 έτη, αλλά ένα άτομο πρέπει να είναι άνω των 21 ετών για να υποβάλει υποψηφιότητα στις εκλογές για τους Οίκους του Κοινοβουλίου (Οϊρέαχτας).[4] Επίσης, στην Πορτογαλία η ηλικία ενηλικίωσης είναι τα 18 έτη, αλλά ένας πρέπει να είναι τουλάχιστον 25 ετών για να θέσει υποψηφιότητα για δημόσια αξιώματα.[5] Ένα παιδί που χειραφετείται νομικά από ένα δικαστήριο της αρμόδιας δικαιοδοσίας αυτόματα συνδέεται με την ωριμότητά του με την υπογραφή της εντολής του δικαστηρίου. Η χειραφέτηση παρέχει την κατάσταση της ωριμότητας πριν την επίτευξη της ηλικίας ενηλικίωσης από ένα άτομο.
Σχεδόν σε όλες τις δικαιοδοσίες, οι ανήλικοι που παντρεύονται χειραφετούνται αυτόματα. Κάποια μέρη κάνουν επίσης το ίδιο και για τους ανηλίκους που βρίσκονται στις ένοπλες δυνάμεις ή που κατέχουν ένα συγκεκριμένο πτυχίο ή δίπλωμα.[6]
Σε πολλές χώρες, οι ανήλικοι μπορούν να χειραφετηθούν: ανάλογα με τη δικαιοδοσία, αυτό μπορεί να συμβεί μέσα από πράξεις όπως ο γάμος, η επίτευξης οικονομικής αυτάρκειας, η απόκτηση ενός εκπαιδευτικού πτυχίου ή διπλώματος, ή η συμμετοχή σε μια μορφή στρατιωτικής υπηρεσίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όλες οι πολιτείες έχουν κάποια μορφή χειραφέτησης ανηλίκων.[7]
Ο παρακάτω κατάλογος παραθέτει την ηλικία ενηλικίωσης σε χώρες (ή διοικητικές διαιρέσεις) από τη χαμηλότερη στην υψηλότερη:
Σαουδική Αραβία !Σαουδική Αραβία[8] - η ηλικία ενηλικίωσης βασίζεται σε φυσικά σημάδια της εφηβείας ("μπουλούγκ"), με την ηλικία των 15 ετών ως ανώτατο όριο.
Οι θρησκείες έχουν τους δικούς τους κανόνες όσον αφορά την ηλικία ωριμότητας όταν ένα παιδί θεωρείται ενήλικας, τουλάχιστον για τελετουργικούς σκοπούς:
Ισλάμ: Ένα άτομο που έχει φθάσει στην ηλικία των 15 ετών ή έχει εισέλθει στην εφηβεία πριν από αυτή την ηλικία θεωρείται μπουλούγκ (ενήλικας).
↑Έχουν προταθεί τροποποιήσεις στους υπάρχοντες νόμους για την αύξηση της ηλικίας στα 18.
↑Άρθρο 25. Ανήλικος και έφηβος:
ανήλικος είναι ο άνθρωπος που δεν έχει κλείσει τα δεκαοχτώ. Αυτός ο Κώδικας αναφέρει τον ανήλικο που έχει κλείσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του ως έφηβος.
↑Άρθρο 24. Η ηλικία ενηλικίωσης πρέπει να είναι τα 18.
↑Τα άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω μπορούν να χειραφετηθούν μέσω γάμου, έγκρισης για εργασία στη δημόσια υπηρεσία, αποφοίτησης από το κολέγιο ή αν γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι.
↑Εάν ένας ανήλικος γίνει πατέρας ή παντρευτεί – εκδίδεται δικαστική πράξη με προηγούμενη ακρόαση από τους γονείς του ανήλικου και την λήψη γνώμης του Κέντρου Κοινωνικής Φροντίδας
↑§30 Ενηλικίωση. Ένα άτομο αποκτά πλήρη νομική ικανότητα μόλις φθάσει στην ηλικία ενηλικίωσης. Η ηλικία ενηλικίωσης επιτυγχάνεται με την επίτευξη της ηλικίας των δεκαοκτώ ετών. Πριν φθάσει κάποιος στην ηλικία ενηλικίωσης, η απόκτηση πλήρης νομικής ικανότητας γίνεται με τη χορήγηση νομικής ικανότητας ή από γάμο. Η νομική ικανότητα που αποκτάται με τη σύναψη γάμου δεν τερματίζεται μετά τη λήξη ή την ακύρωση του γάμου.
↑Άρθρο 388. Ο ανήλικος είναι το άτομο κάθε φύλου που δεν είναι ακόμα δεκαοκτώ ετών.
↑Ο Αστικός Κώδικας του Ιράκ ορίζει την ηλικία ενηλικίωσης στα 18 έτη. Ωστόσο, λόγω του ιρακινού συντάγματος και της αστάθειας, η σημείωση 1 (ανωτέρω) μπορεί να εφαρμοστεί καθώς τα δικαστήρια που επιλέγουν μεταξύ του νόμου της Σαρίας και του Αστικού Κώδικα
↑Σύνταγμα της Κένυας. Άρθρο 260. Ως ενήλικος εννοείται το άτομο που έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Παιδί σημαίνει ένα άτομο που δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Νόμος περί Ενηλικίωσης του 1977. Τμήμα 2, Ηλικία ενηλικίωσης. Ένα άτομο πρέπει να είναι πλήρους ηλικίας και παύει να υφίσταται οποιαδήποτε ανικανότητα λόγω ηλικίας στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών.
↑(Πολωνία) Ή με γάμο όπου για τις γυναίκες μπορεί να συμβεί στα 16 το νωρίτερο, η ηλικία ψήφου είναι πάντα στα 18 έτη
↑Οι ανήλικοι χειραφετούνται κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε περίπτωση που εργάζονται σε εργασιακή σύμβαση ή ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες.
↑Νόμος Παιδιών, 2005 Άρθρο 1. “Παιδί” σημαίνει ένα άτομο με ηλικία κάτω των 18 ετών, άρθρο 17. Ηλικία ενηλικίωσης - Ένα παιδί, χωρίς να εξαρτάται εάν είναι άνδρας ή γυναίκα, γίνεται ενήλικας όταν φτάσει την ηλικία των 18 ετών.
↑«At what age can I?». Dublin: Citizens Information Board (Bord um Fhaisnéis do Shaoránaigh / BFS). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2011.