Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καταμήνιος κύκλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έμμηνος κύκλος

Ο έμμηνος κύκλος ή καταμήνιος κύκλος είναι ο επιστημονικός όρος που περιγράφει τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν σε μία γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας με σκοπό την σεξουαλική αναπαραγωγή και γονιμοποίηση. Το λήμμα αυτό επικεντρώνεται στον έμμηνο κύκλο της γυναίκας, έναν μηνιαίο κύκλο που διαρκεί περίπου 28 ημέρες. Ο καταμήνιος κύκλος ξεκινά από την πρώτη ημέρα της εμμήνου ρύσεως. Η ορμονική αντισύλληψη παρεμβαίνει στις φυσιολογικές ορμονικές αλλαγές με σκοπό την πρόληψη της γονιμοποίησης.

Ο έμμηνος κύκλος ρυθμίζεται από το σύστημα των ενδοκρινών αδένων, και είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή. Διαιρείται σε τέσσερις φάσεις:[1]

  1. την αιμορραγική φάση ή φάση της εμμηνορρυσίας, όταν το ενδομήτριο καταρρέει και αποβάλλεται με σκοπό να αντικατασταθεί από νέο
  2. την ωοθυλακική φάση, κατά την οποία το ωάριο ωριμάζει στις ωοθήκες
  3. τη φάση της ωορρηξίας, κατά την οποία το ωάριο απελευθερώνεται
  4. την ωχρινική φάση, που χαρακτηρίζεται από απελευθέρωση προγεστερόνης

Η βαθμιαία αύξηση των οιστρογόνων, κατά τη διάρκεια της ωοθυλακικής φάσης, δρα επάνω στο ενδομήτριο και διεγείρει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση του ενδομητρίου που έχει χαθεί κατά την εμμηνορρυσία. Ωοθυλάκια (θυλάκια στην ωοθήκη) αρχίζουν να δημιουργούνται από την πολύπλοκη αλληλεπίδραση των ορμονών και μετά από μερικές ημέρες ένα ή περιστασιακά δύο ωοθυλάκια αυξάνονται πολύ περισσότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα και γίνονται τα κυρίαρχα ωοθυλάκια (τα υπόλοιπα ωοθυλάκια ατροφούν και απομακρύνονται από τα φαγοκύτταρα). Κατά προσέγγιση στο μέσο του καταμήνιου κύκλου, 24-36 ώρες μετά την έκκριση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH), το κυρίαρχο ωοθυλάκιο απελευθερώνει ένα ωοκύτταρο ή ωάριο με μια διαδικασία, η οποία καλείται ωορρηξία. Το ωοκύτταρο μπορεί να επιβιώσει μόνο 24 ώρες ή και λιγότερο χωρίς να γονιμοποιηθεί, ενώ τα υπολείμματα του κυρίαρχου ωοθυλακίου αναδιοργανώνονται στην ωοθήκη, ώστε να σχηματίσουν έναν προσωρινό ενδοκρινή αδένα, ο οποίος ονομάζεται ωχρό σωμάτιο.[2] Τα κύτταρα του ωχρού σωματίου εκκρίνουν μεγάλες ποσότητες προγεστερόνης. Υπό την επίδραση της προγεστερόνης, το ενδομήτριο αλλάζει ώστε να προετοιμαστεί για μία ενδεχόμενη εμφύτευση εμβρύου που θα οδηγήσει σε κύηση. Αν το ωοκύτταρο δεν γονιμοποιηθεί σε διάστημα περίπου 2 εβδομάδων μετά την ωοθυλακιορρηξία παλινδρομεί, εκφυλίζεται και ονομάζεται εμμηνορρυσιακό ωχρό σωμάτιο.[3] Αυτό προκαλεί πτώση του επιπέδου των οιστρογόνων και της προγεστερόνης. Μία από τις συνέπειες της ελαττούμενης έκκρισης των ορμονών είναι μία διαδικασία που ονομάζεται έμμηνη ρύση, η οποία χαρακτηρίζεται από την απόπτωση μέρους του ενδομητρικού βλεννογόνου και ξεκινά τον κύκλο από την αρχή.

Κατά τη διάρκεια του εμμηνορρυσιακού κύκλου, συμβαίνουν αλλαγές τόσο στο αναπαραγωγικό σύστημα, όσο και σε άλλα συστήματα του θήλεος (αλλαγές οι οποίες για παράδειγμα,οδηγούν σε ευαισθησία στο στήθος και σε αλλαγές στην διάθεση). Η πρώτη έμμηνη ρύση του θήλεος καλείται εμμηναρχή και συμβαίνει συνήθως σε ηλικία 12-13 χρόνων. Ο μέσος όρος της ηλικίας της εμμηναρχής είναι 12.5 έτη στις Η.Π.Α,[4] 12.72 στον Καναδά[5] και 13.6+-0.10 έτη στην Ισλανδία.[6] Το τέλος της αναπαραγωγικής φάσης της γυναίκας καλείται εμμηνόπαυση (μόνιμη παύση της εμμήνου ρύσεως) και συνήθως επέρχεται στην ηλικία των 45 έως 55 ετών.

Τα δύο σημαντικά αποτελέσματα του εμμηνορρυσιακού κύκλου της γυναίκας είναι: Πρώτο, μόνο ένα ώριμο ωάριο εκβάλλεται φυσιολογικά από τις ωοθήκες κάθε μήνα, με αποτέλεσμα μόνο ένα έμβρυο να είναι δυνατό να αρχίσει να αναπτύσσεται σε κάθε κύηση. Δεύτερο, το ενδομήτριο προετοιμάζεται για την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου κατά τον κατάλληλο χρόνο του μηνιαίου κύκλου.[7]

Ο μέσος όρος ηλικίας έναρξης της εμμήνου ρύσης στο νεαρό κορίτσι είναι 12-13 ετών αλλά η εμφάνισή της είναι επίσης φυσιολογική μεταξύ 8 έως 16 ετών.[8] Η κληρονομικότητα, η διατροφή και η συνολική υγεία μπορούν να επιταχύνουν ή να καθυστερήσουν την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Το σταμάτημα της εμμήνου ρύσεως, στο τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου της γυναίκας ονομάζεται εμμηνόπαυση. Η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες είναι τα 52 έτη, αλλά θεωρείται φυσιολογικό να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή ανάμεσα στην ηλικία των 45 έως 55 ετών. Στις βιομηχανικές χώρες εμμηνόπαυση πριν την ηλικία των 45 ετών θεωρείται πρόωρη.[9] Όπως και η ηλικία έναρξης της εμμήνου ρύσεως, έτσι και η ηλικία της εμμηνόπαυσης είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα πολιτισμικών και βιολογικών παραγόντων.[10] Ωστόσο, ασθένειες, ορισμένες χειρουργικές επεμβάσεις ή ιατρικές θεραπείες μπορεί να προκαλέσουν εμμηνόπαυση νωρίτερα από ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες.[11]

Η διάρκεια του εμμήνου κύκλου μιας γυναίκας μπορεί τυπικά να διαφέρει, με ορισμένες γυναίκες να έχουν μικρότερους και άλλες μεγαλύτερους χρονικά καταμήνιους κύκλους. Μια γυναίκα που βιώνει παραλλαγές μικρότερες των οκτώ ημερών μεταξύ των μεγαλύτερων και μικρότερων κύκλων της θεωρείται ότι έχει τακτική έμμηνο ρύση. Είναι ασυνήθιστο για μια γυναίκα να βιώνει παραλλαγές του μήκους του κύκλου της λιγότερες των τεσσάρων ημερών. Παραλλαγές του μήκους μεταξύ οκτώ και είκοσι ημερών τον καθιστούν ως μέτρια ακανόνιστο-ανώμαλο κύκλο ενώ παραλλαγές με απόκλιση 21 ημέρες ή περισσότερο τον καθιστούν πολύ ακανόνιστο κύκλο.[12]

Φάσεις εμμήνου κύκλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εμμηνορρυσιακός κύκλος μπορεί να διαιρεθεί σε διάφορες επιμέρους φάσεις. Η διάρκεια, κατά μέσο όρο, της κάθε φάσης φαίνεται παρακάτω. Οι πρώτες τρεις σχετίζονται με αλλαγές στην επένδυση της μήτρας, ενώ οι τρεις τελευταίες σχετίζονται με διαδικασίες που συμβαίνουν στις ωοθήκες:

Ονομασία Φάσης Ημέρα του κύκλου που ξεκινά η φάση
κατά μέσο όρο, για κύκλο 28 ημερών
Ημέρα του κύκλου που τελειώνει η φάση Μέση διάρκεια φάσης
σε μέρες
Εμμηνορρυσιακή Φάση (Εμμηνορρυσία) 1 4 4
Παραγωγική Φάση (κάποιες πηγές συμπεριλαμβάνουν σε αυτή την φάση και την Εμμηνορρυσιακή) 5 13 9
Φάση Ωορρηξίας (Ωορρηξία) 13 16 4
Ωχρινική Φάση (γνωστή και ως Εκκριτική Φάση) 16 28 13
Ισχαιμική Φάση 27 28 2
Παραγωγική φάση 1 13 13

Ορμονική ρύθμιση του εμμηνορροϊκού κύκλου

Εμμηνορρυσιακή φάση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμμηνορρυσία ονομάζεται επίσης έμμηνη αιμορραγία, έμμηνος ρύση ή πιο κοινά περίοδος. Σε φυσιολογικές συνθήκες, η έμμηνος ρύση σηματοδοτεί ότι η γυναίκα δεν είναι έγκυος. (Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να το εκλάβουμε ως κάτι σίγουρο, αφού πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν αιμορραγία σε μια εγκυμοσύνη. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι δείγματα πρόωρης εγκυμοσύνης ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να προκαλέσουν έντονη εμμηνορρυσιακή ροή.)[13][14][15]

Τα επίπεδα της οιστραδιόλης (το κυρίως οιστρογόνο), της προγεστερόνης, της ωχρινοτρόπου ορμόνης(LH) και της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH), κατά τη διάρκεια του εμμήνου κύκλου, λαμβάνοντας υπόψη και τη μεταβλητότητα από τον έναν έμμηνο κύκλο σε έναν άλλο και από γυναίκα σε γυναίκα.[16]

Η εμμηνόρροια υποδηλώνει φυσιολογική, τακτική έμμηνη ρύση που διαρκεί για μερικές ημέρες (συνήθως 3 με 5 ημέρες, αλλά διάρκεια γενικά από 2 έως 7 ημέρες θεωρείται φυσιολογική).[17][18] Κατά μέσο όρο η απώλεια αίματος σε μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως είναι 35ml με 10–80 ml να θεωρούνται φυσιολογικά[19] Οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν μηνορραγία είναι περισσότερο ευαίσθητες στην έλλειψη σιδήρου σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο.[20] Ένα ένζυμο με την ονομασία πλασμίνη αναστέλλει την πήξη των έμμηνων υγρών.[21]

Συνήθη φαινόμενα τις πρώτες ημέρες της εμμηνορρυσίας είναι οι κράμπες στην κοιλιά, στην πλάτη, ή στο επάνω μέρος των μηρών που προκαλούν έντονο πόνο. Έντονος πόνος στη μήτρα κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου προκαλεί δυσμηνόρροια, και εμφανίζεται κυρίως σε έφηβες και νεαρές γυναίκες (επηρεάζει σε ποσοστό 67,2% έφηβες κοπέλες).[22] Στην αρχή της εμμηνορρυσίας μια γυναίκα μπορεί να εμφανίσει το Προεμμηνορροϊκό Σύνδρομο (PMS), με συμπτώματα όπως ευαισθησία στο στήθος και γενικά η μειωμένη ευερεθιστότητα.[18] Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά προϊόντα υγιεινής που μπορούν να τα χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά την έμμηνο ρύση τους, όπως οι σερβιέτες, τα ταμπόν κ.α. με σκοπό να μετριάζονται οι συνέπειες της αιμορραγίας, του πόνου και γενικότερα των δυσκολιών που συνοδεύουν την εμμηνορρυσία.

Η φάση αυτή καλείται επίσης και παραγωγική φάση, επειδή κατά τη διάρκεια αυτής, η αυξημένη έκκριση μιας οιστρογόνου ορμόνης, της οιστραδιόλης, προκαλεί την αναγέννηση του βλεννογόνου της μήτρας[23] με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός νέου ενδομητρίου.

Στο διάστημα αυτό, με τη δράση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του κύκλου, διεγείρεται η ανάπτυξη αρκετών ωοθυλακίων.[23] Δηλαδή, ένας μικρός αριθμός των ωοθυλακίων που ήταν παρόντα στη γέννηση (αρχέγονα ωοθυλάκια) αρχίζει μία ημερήσια διαδικασία που αποκαλείται ωοθυλακική άυξηση. Κατά τη διάρκεια κάθε εμμηνορρυσιακού κύκλου, από μια ομάδα επιλεγμένων ωοθυλακίων συνήθως ένα ωοθυλάκιο αυξάνεται πολύ περισσότερο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα και γίνεται το κυρίαρχο ωοθυλάκιο. Υπό την επίδραση ορισμένων ορμονών, τα υπόλοιπα ωοθυλάκια σταματούν να αναπτύσσονται, ατροφούν και εισέρχονται στη διεργασία της ατρησίας. Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο που φτάνει στο πιο εξελιγμένο στάδιο της αυξητικής τροχιάς καλείται ώριμο, τριτογενές ή γρααφιανό ωοθυλάκιο και σχηματίζει το ωάριο.[23]

Καθώς ωριμάζουν, τα ωοθυλάκια εκκρίνουν οιστραδιόλη, που είναι ένα οιστρογόνο. Τα οιστρογόνα δρουν πάνω στο ενδομήτριο και επάγουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση του ενδομητρίου που έχει χαθεί κατά την εμμηνορρυσία. Οι αδένες του ενδομητρίου αυξάνουν σε μήκος και γίνονται ελικοειδείς και αναπτύσσονται οι απολήξεις των ελικοειδών αρτηριών. Τέλος, τα οιστρογόνα διεγείρουν την ανάπτυξη κρυπτών στον τράχηλο της μήτρας, για την παραγωγή τραχηλικής βλέννης, η οποία γίνεται αντιληπτή κατά την σεξουαλική επαφή.[24]

Κατά το τέλος της ωοθυλακικής φάσης το ενδομήτριο έχει πάχος 2–3 mm.[25]

Ωοθήκη που πρόκειται να απελευθερώσει ένα ωάριο

Κατά την διάρκεια της παραγωγικής φάσης, η οιστραδιόλη καταστέλλει την παραγωγή της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH) από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Όταν το ωάριο έχει σχεδόν ωριμάσει, τα συνεχώς αυξανόμενα επίπεδα της οιστραδιόλης ξεπερνούν ένα όριο, πάνω από το οποίο το αποτέλεσμα αντιστρέφεται και το οιστρογόνο διεγείρει πραγματικά την παραγωγή μεγάλης ποσότητας της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH). Αυτή η διαδικασία, γνωστή ως "κύμα LH",[26] ξεκινά περίπου την 14η μέρα του ωοθηκικού κύκλου και μπορεί να διαρκέσει 48 ώρες.

Ο ακριβής μηχανισμός των αντίθετων απαντήσεων των επιπέδων της LH ως προς την οιστραδιόλη δεν είναι καλά κατανοητός.[27]:86 Στα ζώα μία απότομη αύξηση της Εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH) έχει αποδειχθεί ότι προηγείται του "κύματος LH", υποδηλώνοντας πως η κύρια επίδραση του εν λόγω οιστρογόνου είναι στον υποθάλαμο, που ελέγχει την έκκριση της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH)[27]:86 . Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί από την παρουσία δύο διαφορετικών υποδοχέων οιστρογόνων στον υποθάλαμο: του οιστρογόνου α-υποδοχέα, που είναι υπεύθυνος για την αρνητική ανάδραση οιστραδιόλης-LH και του οιστρογόνου β-υποδοχέα, που είναι υπεύθυνος για τη θετική σχέση οιστραδιόλης-LH.[28] Ωστόσο, στον άνθρωπο έχει αποδειχθεί ότι τα υψηλά επίπεδα της οιστραδιόλης μπορεί να προκαλέσουν απότομη αύξηση της LH, ακόμη και όταν τα επίπεδα της GnRH αλλά και ο παλμικός ρυθμός διατηρούνται σταθερά, γεγονός που υποδεικνύει ότι το οιστρογόνο δρα απευθείας στην υπόφυση για να προκαλέσει την απότομη αύξηση της LH.

Η απελευθέρωση της LH ωριμάζει το ωάριο και εξασθενεί το τοίχωμα του ωοθυλακίου στην ωοθήκη, με αποτέλεσμα το ώριμο ωοθυλάκιο να απελευθερώσει το δευτερογενές ωοκύτταρο του.[23] Το δευτερογενές αυτό ωοκύτταρο ωριμάζει γρήγορα και στη συνέχεια γίνεται ένα ώριμο ωάριο. Το ώριμο ωάριο έχει περίπου διάμετρο 0.2mm.[29]

Η ωορρηξία συμβαίνει είτε από την αριστερή είτε από την δεξιά ωοθήκη, και το ποια ωοθήκη θα απελευθερώσει ωάριο αποτελεί ζήτημα τύχης.[30] Δεν είναι γνωστός κάποιος συγχρονισμός μεταξύ δεξιάς και αριστερής ωοθήκης. Σπάνια, μπορεί και οι δύο ωοθήκες να απελευθερώσουν από ένα ωάριο. Εαν και τα δύο αυτά ωάρια γονιμοποιηθούν προκύπτουν οι διζυγωτικοί δίδυμοι.[31]

Μετά την απελευθέρωσή του από την ωοθήκη στον περιτοναϊκό χώρο, το ωάριο εισέρχεται στον ωαγωγό (σάλπιγγα) με τη βοήθεια των κροσσών που βρίσκονται στο ανοικτό άκρο του ωαγωγού. Ένα μη-γονιμοποιημένο ωάριο θα αποσυντεθεί μέσα στον ωαγωγό μετά από περίπου μία ημέρα.[23]

Η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο, συνήθως λαμβάνει χώρο στη λήκυθο του ωαγωγού, που είναι και το ευρύτερο τμήμα του. Ένα γονιμοποιημένο ωάριο αμέσως ξεκινά τη διαδικασία της εμβρυογένεσης ή αλλιώς της ανάπτυξής του. Το αναπτυσσόμενο έμβρυο χρειάζεται τρεις περίπου ημέρες να φτάσει στην μήτρα και άλλες τρεις περίπου ημέρες ώστε να εμφυτευθεί στο ενδομήτριο.[23] Έχει συνήθως φτάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης κατά την εμφύτευσή του.

Σε ορισμένες γυναίκες η ωορρηξία σηματοδοτείται από έναν χαρακτηριστικό πόνο που καλείται mittelschmerz (γερμανικός όρος που σημαίνει μέσος πόνος). Η ξαφνική αλλαγή των ορμονών κατά τη διάρκεια της ωορρηξίας, επίσης προκαλεί ελαφρά ροή αίματος στο μέσο του κύκλου.[32]

Η ωχρινική φάση ονομάζεται και εκκριτική φάση. Στη φάση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει το ωχρό σωμάτιο, το στερεό σώμα που σχηματίζεται στις ωοθήκες μετά την απελευθέρωση του ωαρίου από την ωοθήκη. Το ωχρό αυτό σωμάτιο συνεχίζει να αυξάνεται για αρκετό διάστημα μετά την ωορρηξία και παράγει αξιόλογες ποσότητες ορμονών και κυρίως προγεστερόνης.[23] Η προγεστερόνη παίζει ζωτικό ρόλο στη δημιουργία του ενδομητρίου ώστε να είναι δεκτικό στην εμφύτευση του βλαστοκυττάρου και παίζει υποστηρικτικό ρόλο στην πρόωρη εγκυμοσύνη. Επίσης προκαλεί παρενέργειες στην εγκυμονούσα αυξάνοντας τη βασική θερμοκρασία του σώματος.[33]

Μετά την ωορρηξία, οι ορμόνες της υπόφυσης FSH και LH είναι υπεύθυνες για την μετατροπή του κυρίαρχου ωοθυλακίου σε ωχρό σωμάτιο, το οποίο παράγει προγεστερόνη. Οι αυξημένες τιμές της προγεστερόνης στα επινεφρίδια επιφέρουν την παραγωγή οιστρογόνων. Οι ορμόνες που παράγονται από το ωχρό σωμάτιο καταστέλλουν επίσης την παραγωγή των ορμονών FSH και LH,τις οποίες χρειάζεται το ωχρό σωμάτιο για να παραμείνει ως έχει.[23] Συνεπώς, τα επίπεδα των ορμονών FSH και LH πέφτουν γρήγορα με τον καιρό, με αποτέλεσμα το ωχρό σωμάτιο εν συνεχεία να ατροφεί. Τα μειωμένα επίπεδα της προγεστερόνης σηματοδοτούν την έμμηνη ρύση και την αρχή του επόμενου κύκλου. Η διαδικασία από τη στιγμή της ωορρηξίας έως την ανάκληση της προγεστερόνης, που επιφέρει την εμμηνόρροια, τυπικά διαρκεί δύο εβδομάδες, όπου οι 14 μέρες θεωρούνται κατά συνθήκη φυσιολογικές. Για κάθε γυναίκα, ατομικά, η ωοθυλακική φάση ποικίλει σε διάρκεια από έμμηνο κύκλο σε έμμηνο κύκλο, σε αντίθεση με την διάρκεια της ωχρινικής φάσης της κάθε γυναίκας ατομικά, όπου είναι απόλυτα σταθερή από ένα έμμηνο κύκλο στον επόμενο.[34]

Η εκφύλιση του ωχρού σωματίου μπορεί να αποτραπεί με την γονιμοποίηση των ωαρίων• το έμβρυο που θα δημιουργηθεί παράγει χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), η οποία είναι παρόμοια με την LH και η οποία μπορεί να διατηρήσει το ωχρό σωμάτιο. Επειδή η ορμόνη αυτή είναι ξεχωριστή για το έμβρυο τα περισσότερα τεστ εγκυμοσύνης επιδιώκουν να αναγράφεται σε αυτά η hCG.[23]

Αλλαγές της συμπεριφοράς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ορμόνες που απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στη συμπεριφορά της γυναίκας όπου μπορούν να παρατηρηθούν ήπιες έως και σοβαρές εναλλαγές της διάθεσης.

Διάρκεια εμμήνου κύκλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο μέσος όρος διάρκειας ενός καταμήνιου κύκλου είναι 28 ημέρες, μια μεγάλη μελέτη που διεξήχθη σε περισσότερες από 2.300 γυναίκες με μελέτη πάνω από 30.000 κύκλων συνολικά έδειξε ότι η μέση διάρκεια του κύκλου ήταν 29,1 ημέρες με τυπική απόκλιση 7,5 ημερών και 95% του διαστήματος πρόβλεψης μεταξύ 15 και 45 ημερών.[35] Στην εν λόγω μελέτη, το υποσύνολο των δεδομένων με διάρκεια κύκλου μεταξύ 15 και 45 ημερών είχαν μέση διάρκεια κύκλου 28,1 ημέρες με μια τυπική απόκλιση των 4 ημερών. Σε μια μικρότερη μελέτη 140 γυναικών που πραγματοποιήθηκε το 2006 βρέθηκε μια μέση διάρκεια 28,9 ημερών του καταμήνιου κύκλου.[36]

Η μεταβλητότητα του μήκους του καταμήνιου κύκλου είναι υψηλότερη για τις γυναίκες κάτω των 25 ετών και χαμηλότερη για τις ηλικίες 35 έως 39 ετών.[35] Επιπροσθέτως, η μεταβλητότητα αυξάνεται ελαφρώς για τις γυναίκες ηλικίας 40 έως 44 ετών.[35] Συνήθως, η διακύμανση του μήκους του κύκλου μεταξύ 8 και 20 ημερών σε μια γυναίκα θεωρείται ως μέτρια ακανόνιστη έμμηνος ρύση[12] ενώ μεταβολή των 21 ημερών ή περισσότερο θεωρείται ως πολύ ακανόνιστη έμμηνος ρύση.[12]

Σε μια μελέτη του 1979 σε 305 γυναίκες, διαπιστώθηκε ότι περίπου το 1/3 αυτών είχαν κύκλους περιόδου όμοιους σε μήκος με αυτό ενός σεληνιακού κύκλου, δηλαδή ένα μέσο μήκος του κύκλου των 29,5 ημερών συν ή μείον 1 ημέρα. Επιπλέον, σχεδόν στα 2/3 των γυναικών αυτών παρατηρήθηκε έναρξη του καταμήνιου κύκλου στο φωτεινό μισό του σεληνιακού κύκλο ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από ό, τι θα αναμενόταν με τυχαία κατανομή.[37] Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι υπάρχει στατιστικά σημαντικός αριθμός γυναικών που βρίσκονται στο στάδιο της εμμηνορρυσίας γύρω από τη νέα σελήνη.[38]

Η πιο γόνιμη περίοδος (το διάστημα εκείνο με τις περισσότερες πιθανότητες εγκυμοσύνης ως αποτέλεσμα σεξουαλικής επαφής) είναι 5 ημέρες πριν μέχρι 1 με 2 ημέρες μετά τη φάση της ωορρηξίας.[39] Σε έναν κύκλο 28 ημερών με 14 ημέρες ωχρινικής φάσης, η γόνιμη περίοδος απαντά στην δεύτερη και στην αρχή της τρίτης εβδομάδας του καταμήνιου κύκλου. Έχει αναπτυχθεί μία ποικιλία μεθόδων που δίνει τη δυνατότητα σε κάθε γυναίκα να μπορεί να εκτιμήσει ποιες είναι οι σχετικά γόνιμες και ποιες οι σχετικά μη γόνιμες ημέρες του κύκλου της• αυτό το σύστημα μεθόδων καλείται ευαισθητοποίηση σε θέματα γονιμότητας.

Μία από τις παραπάνω μεθόδους στηρίζεται στην καταγραφή της διάρκειας του καταμήνιου κύκλου σε ημερολόγιο.[40] Μία άλλη μέθοδος απαιτεί την παρατήρηση ενός ή περισσότερων από τα τρία βασικά σημάδια γονιμότητας (η θερμοκρασία του σώματος, η τραχηλική βλέννη και η θέση του τραχήλου της μήτρας).[41] Επίσης είναι διαθέσιμα τεστ ούρων που ανιχνεύουν την απότομη αύξηση της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH)-"κύμα LH"- που συμβαίνει 24 με 36 ώρες πριν από την ωορρηξία. Τέλος μία άλλη μέθοδος περιλαμβάνει τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών που ερμηνεύουν τη βασική θερμοκρασία του σώματος, αναλύσεις ούρων και αλλαγές στο σίελο.

Βέβαια, η γονιμότητα της γυναίκας επηρεάζεται και από την ηλικία της.[42][43] Αν σκεφτούμε ότι τα πρωτογενή ωοκύτταρα της γυναίκας σχηματίζονται κατά την εμβρυϊκή ζωή[44] με σκοπό την ωορρηξία τους αρκετές δεκαετίες αργότερα, είναι κατανοητό πως αυτή η μεγάλη διάρκεια ζωής τους κάνει τη χρωματίνη των ωαρίων πιο ευάλωτη σε προβλήματα διαίρεσης, σε θραύση και σε πιθανές μεταλλάξεις, σε σχέση με τη χρωματίνη των σπερματοζωαρίων που παράγονται συνέχεια κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ζωής ενός άνδρα. Παρόλ' αυτά, έχει παρατηρηθεί μία παρόμοια επίδραση και όσον αφορά την ηλικία του άντρα.

Επίδραση σε άλλα συστήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές γυναίκες με νευρολογικά προβλήματα βιώνουν αυξημένη εκδήλωση νευρολογικών συμπτωμάτων κατά τη διάρκεια του εμμήνου κύκλου και συνήθως σε παρόμοιες χρονικές φάσεις αυτού. Για παράδειγμα,η πτώση των επιπέδων των οιστρογόνων είναι γνωστό ότι προκαλεί ημικρανίες,[45] ιδίως όταν η γυναίκα που πάσχει από αυτές λαμβάνει παράλληλα και αντισυλληπτικά. Επιπροσθέτως, πολλές γυναίκες με επιληψία έχουν συχνότητα εμφάνισης κρίσεων που επηρεάζεται σε αυξητικό βαθμό από τον εμμηνορροϊκό κύκλο. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «καταμήνια επιληψία.[46] Σε γενικές γραμμές φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικά πρότυπα (όπως επιληπτικές κρίσεις που συμπίπτουν με το χρόνο της εμμηνόρροιας ή με το χρόνο της ωορρηξίας) η συχνότητα εμφάνισης των οποίων δεν έχει πλήρως εδραιωθεί. Μία ομάδα επιστημόνων ανακάλυψε ότι περίπου το ένα τρίτο των γυναικών με μερική επιληψία έχουν καταμήνια επιληψία.[46][47][48] Μάλιστα διαπιστώθηκε ότι η αλλαγή των επιπέδων των ορμονών έχει επίδραση στο φαινόμενο αυτό. Συγκεκριμένα η μείωση της προγεστερόνης και η αύξηση των οιστρογόνων θα μπορούσε να προκαλέσει μια κρίση .[49] Πρόσφατα μελέτες έδειξαν ότι υψηλές δόσεις οιστρογόνων μπορούν να προκαλέσουν ή να χειροτερέψουν τις κρίσεις, ενώ υψηλές δόσεις προγεστερόνης μπορούν να λειτουργήσουν ως αντιεπιληπτικό φάρμακο.[50] Μελέτες από ιατρικά έντυπα ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως είναι 1.68 φορές πιθανότερο να διαπράξουν αυτοκτονία.[51]

Ποντίκια έχουν χρησιμοποιηθεί ως πειραματόζωα για την διερεύνηση πιθανών μηχανισμών με τους οποίους τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών του φύλου μπορούν να ρυθμίσουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια μέρους του καταμήνιου κύκλου του ποντικιού, όταν η προγεστερόνη είναι υψηλότερη, το επίπεδο των υποδοχέων GABA τύπου δέλτα των νευρικών κυττάρων είναι υψηλό. Δεδομένου ότι αυτοί οι υποδοχείς GABA είναι ανασταλτικοί, τα νευρικά κύτταρα με υψηλό αριθμό είναι λιγότερο πιθανό να διεγερθούν απ' ό,τι κύτταρα με χαμηλότερο αριθμό υποδοχέων δέλτα. Κατά τη διάρκεια μέρους του καταμήνιου κύκλου του ποντικιού, όταν τα επίπεδα των οιστρογόνων είναι υψηλότερα από αυτά της προγεστερόνης, ο αριθμός των υποδοχέων GABA τύπου δέλτα των νευρικών κυττάρων μειώνεται, γεγονός που πυροδοτεί αύξηση της δραστηριότητας-διεγερσιμότητας των νευρικών κυττάρων που με τη σειρά του προκαλεί αύξηση του άγχους και ευαισθησία στην εμφάνιση των επιληπτικών κρίσεων.[52]

Τα επίπεδα των οιστρογόνων μπορεί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του θυρεοειδούς αδένα.[53] Για παράδειγμα, κατά την ωχρινική φάση (όταν τα επίπεδα οιστρογόνων είναι χαμηλότερα), η ταχύτητα της ροής του αίματος στον θυρεοειδή είναι χαμηλότερη από την ταχύτητα της ωοθυλακικής φάσης (όταν τα επίπεδα οιστρογόνων είναι υψηλότερα).[54]

Μεταξύ των γυναικών που ζουν στενά μαζί, ήταν κάποτε αποδεκτό ότι οι ενάρξεις της εμμήνου ρύσεως έτειναν να συγχρονιστούν. To γεγονός αυτό περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1971, και πιθανώς εξηγήθηκε από την δράση των φερομονών το 1998.[55] Μετέπειτα έρευνες έχουν θέσει την υπόθεση αυτή υπό αμφισβήτηση.[56]

Ανωμαλίες και διαταραχές του εμμήνου κύκλου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μία γυναίκα μπορεί να συμβαίνει σπάνια ή ακανόνιστη ωορρηξία.[57] Η πλήρης απουσία ωορρηξίας ονομάζεται ανωορρηξία. Κανονική έμμηνη ρύση μπορεί να υπάρχει και χωρίς να προηγείται ωορρηξία, κάτι που ονομάζεται ανωορρηκτικός κύκλος. Σε ορισμένους κύκλους, η ωοθυλακική φάση μπορεί να αρχίσει, αλλά να μην ολοκληρωθεί• παρόλ' αυτά, τα οιστρογόνα θα σχηματίσουν και θα ενισχύσουν το τοίχωμα της μήτρας. Η υπέρμετρη και παρατεταμένη έκκριση οιστρογόνων μπορεί να προκαλέσει υπερτροφία του ενδομητρίου καθώς και παθολογική αιμορραγία από το ενδομήτριο σε συνδυασμό με έναν ανωορρηκτικό κύκλο. Οι ανωορρηκτικοί κύκλοι συμβαίνουν συνήθως πριν την εμμηνόπαυση και σε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Πολύ λίγη ροή αίματος (λιγότερο από 10ml) καλείται υπομηνόρροια. Τακτικοί κύκλοι με διαστήματα 21 ημερών ή λιγότερο καλούνται πολυμηνόρροια. Η συχνή αλλά ακανόνιστη έμμηνη ρύση ονομάζεται μητρορραγία. Η ξαφνική και πολύ μεγάλη ροή ή ποσότητα αίματος περισσότερο από 80ml ορίζεται ως μηνορραγία.[58] Βαριά εμμηνόρροια που συμβαίνει συχνά και ακανόνιστα αποκαλείται μηνομητρορραγία. Ο όρος που χρησιμοποιείται για εμμηνορρυσιακούς κύκλους με διαστήματα άνω των 35 ημερών είναι ολιγομηνόρροια.[59] Όταν μεσολαβούν τρεις ή και έξι μήνες[58] to six[59] χωρίς καθόλου εμμηνορρυσία (ενώ η γυναίκα δεν είναι έγκυος), τότε γίνεται λόγος για αμηνόρροια.

Ο George Preti, ένας χημικός που ασχολείται με την οργανική χημεία στο Monell Chemical Senses Center στην Φιλαδέλφεια και ο Winnefred Cutler του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, στο τμήμα της ψυχολογίας, ανακάλυψαν ότι γυναίκες με ακανόνιστους εμμηνορρυσιακούς κύκλους έγιναν φυσιολογικές ύστερα από την έκθεσή τους σε εκκρίσεις της ανδρικής μασχάλης.[60] Υπέθεσαν λοιπόν πως η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι εκκρισείς της ανδικής μασχάλης περιέχουν φερορμόνες, μιας που δεν υπήρχε άλλη εξήγηση για την επίδραση της φερορμόνης στα υπόλοιπα θηλαστικά.[60]

Καταστολή ωορρηξίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορμονική αντισύλληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αντισυλληπτικά χάπια

Ενώ κάποιες μορφές αντισύλληψης δεν επηρεάζουν τον εμμηνορροϊκό κύκλο, τα ορμονικά αντισυλληπτικά λειτουργούν με το να τον διαταράσσουν. Η αρνητική επανανατροφοδότηση(ανάδραση) της προγεστερόνης μειώνει τη συχνότητα των παλμών απελευθέρωσης της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπίνων (GnRH) από τον υποθάλαμο, η οποία με τη σειρά της μειώνει την απελευθέρωση της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Τα μειωμένα επίπεδα της FSH αναστέλλουν την ανάπτυξη των ωοθυλακίων, αποτρέποντας την αύξηση των επιπέδων της οιστραδιόλης. Η αρνητική ανάδραση της προγεστερόνης και η έλλειψη της θετικής επανατροφοδότησης για την απελευθέρωση της LH προλαμβάνουν την απότομη αύξηση της LH στη μέση του κύκλου. Έτσι, η αναστολή της ανάπτυξης των ωοθυλακίων παράλληλα με την απουσία ενός κύματος LH εμποδίζουν την ωορρηξία.[61][62][63]

Ο βαθμός καταστολής της ωορρηξίας με αντισυλληπτικά που περιέχουν μόνο προγεσταγόνα, εξαρτάται από τη δράση και τη δόση των προγεσταγόνων. Αντισυλληπτικά χαμηλής δόσης προγεσταγόνων - τα παραδοσιακά αντισυλληπτικά χάπια με προγεσταγόνα, υποδόρια εμφυτεύματα Norplant και Jadelle καθώς και η ενδομήτρια συσκευή Mirena - αναστέλλουν την ωορρηξία σε περίπου 50% των έμμηνων κύκλων και βασίζονται κυρίως στις άλλες επιδράσεις τους, όπως είναι η πάχυνση της τραχηλικής βλέννης, για την αντισυλληπτική αποτελεσματικότητά τους.[64] Αντισυλληπτικά μεσαίας δόσης προγεσταγόνων - χάπια Cerazette και το υποδόριο εμφύτευμα Nexplanon- επιτρέπουν κάποια ανάπτυξη του ωοθυλακίου, αλλά με μαγλύτερη συνέπεια αναστέλλουν την ωορρηξία στο 97-99% των έμμηνων κύκλων. Με αυτά τα αντισυλληπτικά συμβαίνουν οι ίδιες αλλαγές σε ό,τι αφορά την τραχηλική βλέννη , όπως και αντισυλληπτικά χαμηλής δόσης προγεσταγόνων. Αντισυλληπτικά υψηλής δόσης προγεσταγόνων - τα αντισυλληπτικά ενέσιμα Depo-Provera και Noristerat - αναστέλλουν εντελώς την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και την ωορρηξία.[64]

Τα ορμονικά αντισυλληπτικά συνδυασμού περιέχουν τόσο οιστρογόνα, όσο και προγεσταγόνα. Η αρνητική επανατροφοδότηση των οιστρογόνων στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης μειώνει την έκκριση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) , πράγμα το οποίο καθιστά τα ορμονικά αντισυλληπτικά συνδυασμού οιστρογόνων-προγεσταγόνων πιο αποτελεσματικά στην αναστολή της ανάπτυξης των ωοθυλακίων και στην πρόληψη της ωορρηξίας. Τα οιστρογόνα μειώνουν επίσης τις επίπτώσεις μιας ακανόνιστης αιμορραγίας.[61][62][63] Αρκετά ορμονικά αντισυλληπτικά συνδυασμού οιστρογόνων-προγρσταγόνων - το χάπι, ο κολπικός δακτύλιος NuvaRing και το αντισυλληπτικό έμπλαστρο - χρησιμοποιούνται συνήθως με έναν τρόπο που προκαλεί τακτικά αιμορραγία απόσυρσης. Σε έναν κανονικό έμμηνο κύκλο, η εμμηνορρυσία συμβαίνει όταν τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης πέσουν απότομα. Προσωρινή διακοπή της χρήσης των αντισυλληπτικών συνδυασμού (μία εβδομάδα με εικονικό φάρμακο ή μη χρήση αντισυλληπτικού έμπλαστρου ή κολπικού δακτυλίου για μια εβδομάδα) έχει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα ρήξης του τοιχώματος της μήτρας. Εαν η αιμορραγία απόσυρσης δεν είναι επιθυμητή, τα ορμονικά αντισυλληπτικά ανασυνδυασμού μπορούν να λαμβάνονται συνεχώς, αν και αυτό αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας εκ ρήξεως.

Αμηνόρροια κατά την γαλουχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θηλασμός επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην έκκρισης της εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH) και της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH). Ανάλογα με το βαθμό αναστολής της έκκρισης των ορμονών, οι γυναίκες που θηλάζουν μπορεί να αντιμετωπίσουν καταστολή της ανάπτυξης των ωοθυλακίων, αλλά όχι της ωορρηξίας ή την αναστολή του φυσιολογικού εμμηνορρυσιακού κύκλου.[65] Η καταστολή της ωορρηξίας είναι συνηθέστερη όταν ο θηλασμός γίνεται πιο συχνός.[66] Ως απάντηση στο θηλασμό έχουμε την παραγωγή προλακτίνης που είναι σημαντική για τη διατήρηση της αμηνόρροιας κατά τη γαλουχία. Κατά μέσο όρο, οι γυναίκες που θηλάζουν τα βρέφη τους, συχνά βιώνουν την εμπειρία της επιστροφής της εμμηνόρροιας κατά το 14ο μήνα μετά τον τοκετό.[67] Κάθε γυναίκα που θηλάζει αντιμετωπίζει διαφορετικά τη διαδικασία του θηλασμού, έτσι έχουμε περιπτώσεις γυναικών των οποίων η έμμηνος ρύση επανήλθε σε δύο μήνες, ενώ ορισμένες είχαν αμηνόρροια και για 42 μήνες μετά τον τοκετό.[68]

  1. Greenberg, Jerrold S.· Clint E. Bruess· Sarah C. Conklin (2007). Exploring the dimensions of human sexuality (3η έκδοση). Jones & Bartlett. σελίδες 136–137. 
  2. Βασική Ιστολογία ΙΙ, Luiz Carlos Junqueira, Jose Carneiro, 5η ελληνική έκδοση, 2004, σελ.593
  3. Η Ανθρώπινη Διάπλαση/ Εμβρυολογία Κλινικού Προσανατολισμού, Keith L. Moore, T.V.N Persaud, 1η Ελληνική Έκδοση, σελ.31
  4. Anderson SE; Dallal GE; Must A (Απρίλιος 2003). «Relative weight and race influence average age at menarche: results from two nationally representative surveys of US girls studied 25 years apart». Pediatrics 111 (4 Pt 1): 844–50. doi:10.1542/peds.111.4.844. PMID 12671122. 
  5. «Age at menarche in Canada: results from th... [BMC Public Health. 2010». Ncbi.nlm.nih.gov. 24 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2012. 
  6. Magnússon, T.E. (Μάιος 1978). «Age at menarche in Iceland.». American Journal of Physical Anthropology 48 (4): 511–4. doi:10.1002/ajpa.1330480410. ISSN 0002-9483. PMID 655271. 
  7. Ιατρική Φυσιολογία, Guyton & Hall, (11η ελληνική έκδοση). 2008. σελ. 1160. ISBN 978-960-394-513-0. 
  8. «At what age does a girl get her first period?». National Women's Health Information Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2011. 
  9. «Clinical topic - Menopause». NHS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2009. 
  10. Beyene, Yewoubdar (1989). From Menarche to Menopause: Reproductive Lives of Peasant Women in Two Cultures. Albany, NY: State University of New York Press. ISBN 0-88706-866-9. 
  11. Shuman, Tracy (Φεβρουάριος 2006). «Your Guide to Menopause». WebMD. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2006. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Kippley, John· Sheila Kippley (1996). The Art of Natural Family Planning (4η έκδοση). Cincinnati, OH: The Couple to Couple League. σελ. 92. ISBN 0-926412-13-2. 
  13. Greenfield, Marjorie (17 Σεπτεμβρίου 2001). «Subchorionic Hematoma in Early Pregnancy». Ask Our Experts. DrSpock.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2008. 
  14. Anderson-Berry, Ann L; Terence Zach (2007-12-10). «Vanishing Twin Syndrome». Emedicine.com (WebMD). http://www.emedicine.com/med/TOPIC3411.HTM. Ανακτήθηκε στις 2008-09-21. 
  15. Ko, Patrick; Young Yoon (2007-08-23). «Placenta Previa». Emedicine.com (WebMD). http://www.emedicine.com/emerg/topic427.htm. Ανακτήθηκε στις 2008-09-21. 
  16. References and further description of values are given in image page in Wikimedia Commons at Commons:File:Hormones estradiol, progesterone, LH and FSH during menstrual cycle.svg.
  17. «Menstruation and the Menstrual Cycle». Womenshealth.gov. Απρίλιος 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2012. 
  18. 18,0 18,1 John M Goldenring (1 Φεβρουαρίου 2007). «All About Menstruation». WebMD. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2008. 
  19. David L Healy (24 Νοεμβρίου 2004). «Menorrhagia Heavy Periods - Current Issues». Monash University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2012. 
  20. Harvey L. J.; Armah C. N.; Dainty J. R. (Οκτώβριος 2005). «Impact of menstrual blood loss and diet on iron deficiency among women in the UK». The British journal of nutrition 94 (4): 557–64. doi:10.1079/BJN20051493. PMID 16197581. http://journals.cambridge.org/abstract_S0007114505002175. Ανακτήθηκε στις 2008-10-05. 
  21. Shiraishi M (Αύγουστος 1962). «Studies on identification of menstrual blood stain by fibrin-plate method. I. A study on the incoagulability of menstrual blood». Acta Medica Okayama 16 (1): 192–200. PMID 13977381. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-08-09. https://web.archive.org/web/20140809133253/http://escholarship.lib.okayama-u.ac.jp/amo/vol16/iss4/2. Ανακτήθηκε στις 2008-10-05. 
  22. Sharma P.; Malhotra C.; Taneja D. K.; Saha R. (2008). «Problems related to menstruation amongst adolescent girls». Indian J Pediatr 75 (2): 125–9. doi:10.1007/s12098-008-0018-5. PMID 18334791. https://archive.org/details/sim_indian-journal-of-pediatrics_2008-02_75_2/page/125. 
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 23,7 23,8 Losos, Jonathan B.· Raven, Peter H.· Johnson, George B.· Singer, Susan R. (2002). BiologyΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: McGraw-Hill. σελίδες 1207–09. ISBN 0-07-303120-8. 
  24. Weschler, Toni (2002). Taking Charge of Your Fertility (Αναθεωρημένη έκδοση). New York: HarperCollins. σελίδες 359–361. ISBN 0-06-093764-5. 
  25. Βασική Ιστολογία ΙΙ, Luiz Carlos Junqueira, Jose Carneiro, 5η ελληνική έκδοση, 2004, σελ.600
  26. Ολυμπία Γκίμπα-Τζιαμπίρη (2001). Η Φυσιολογία του Ανθρώπου (3ος τόμος) - Οι Ενδοκρινείς Αδένες. σελ. 146. ISBN 960-8065-22-4. 
  27. 27,0 27,1 Lentz, Gretchen M· Rogerio A. Lobo· David M Gershenson· Vern L. Katz (2013). Comprehensive gynecology. St. Louis: Elsevier Mosby. ISBN 978-0-323-06986-1. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2012. 
  28. Hu L; Gustofson RL; Feng H (Οκτώβριος 2008). «Converse Regulatory Functions of Estrogen Receptor-α and -β Subtypes Expressed in Hypothalamic Gonadotropin-Releasing Hormone Neurons». Mol. Endocrinol. 22 (10): 2250–9. doi:10.1210/me.2008-0192. PMID 18701637. 
  29. Gray, Henry David (2000). «The Ovum». Anatomy of the human body. Philadelphia: Bartleby.com. ISBN 1-58734-102-6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2008. 
  30. Ecochard R; Gougeon A (Απρίλιος 2000). «Side of ovulation and cycle characteristics in normally fertile women». Human reproduction (Oxford, England) 15 (4): 752–5. doi:10.1093/humrep/15.4.752. PMID 10739814. http://humrep.oxfordjournals.org/cgi/pmidlookup?view=long&pmid=10739814. 
  31. «Multiple Pregnancy: Twins or More - Topic Overview». WebMD Medical Reference from Healthwise. 24 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2008. 
  32. Weschler (2002), p.65
  33. Weschler (2002), pp.361-2
  34. Weschler (2002), p.47
  35. 35,0 35,1 35,2 Leonard Chiazze Jr.; Franklin T. Brayer; John J. Macisco Jr.; Margaret P. Parker; Benedict J. Duffy (1968-02-05). «The Length and Variability of the Human Menstrual Cycle». JAMA 203 (6): 377-380. doi:10.1001/jama.1968.03140060001001. http://jama.ama-assn.org/content/203/6/377.abstract. 
  36. Richard J. Fehring; Mary Schneider; Kathleen Raviele (Μάιος–Ιούνιος 2006). «Variability in the Phases of the Menstrual Cycle». Journal of Obstetric, Gynecologic, & Neonatal Nursing 35 (3): 376-384. doi:10.1111/j.1552-6909.2006.00051.x. https://epublications.marquette.edu/cgi/viewcontent.cgi?referer=&httpsredir=1&article=1010&context=nursing_fac. 
  37. Friedmann, E (1981). «Menstrual and lunar cycles». American journal of obstetrics and gynecology 140 (3): 350. PMID 7246643. 
  38. Law, Sung Ping (1986). «The Regulation of Menstrual Cycle and its Relationship to the Moon». Acta Obstetricia et Gynecologica Scandinavica 65 (1): 45–8. doi:10.3109/00016348609158228. PMID 3716780. https://archive.org/details/sim_acta-obstetricia-et-gynecologica-scandinavica_1986_65_1/page/45. 
  39. Weschler (2002), pp.242,374
  40. Medical Eligibility Criteria for Contraceptive Use: Fertility awareness-based methods (3η έκδοση). World Health Organization. 2004. http://www.who.int/reproductive-health/publications/mec/fab.html. Ανακτήθηκε στις 2008-04-29. 
  41. Weschler (2002), p.52
  42. «ingentaconnect Can assisted reproduction technology compensate for the natural d». Ingentaconnect.com. 1 Ιουλίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2012. 
  43. Henri Leridon (17 Ιουνίου 2004). «Can assisted reproduction technology compensate for the natural decline in fertility with age? A model assessment». Humrep.oxfordjournals.org. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2012. 
  44. Krock, Lexi (Οκτώβριος 2001). «Fertility Throughout Life». 18 Ways to Make a Baby. NOVA Online. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2006.  Haines, Cynthiac (Ιανουάριος 2006). «Your Guide to the Female Reproductive System». The Cleveland Clinic Women's Health Center. WebMD. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2006. 
  45. «Migraine and Estrogen Officially Linked». The Daily Headache. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2012. 
  46. 46,0 46,1 Herzog AG (Μάρτιος 2008). «Catamenial epilepsy: definition, prevalence pathophysiology and treatment». Seizure : the journal of the British Epilepsy Association 17 (2): 151–9. doi:10.1016/j.seizure.2007.11.014. PMID 18164632. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S1059-1311(07)00233-6. 
  47. Herzog AG; Harden CL; Liporace J (Σεπτέμβριος 2004). «Frequency of catamenial seizure exacerbation in women with localization-related epilepsy». Annals of neurology 56 (3): 431–4. doi:10.1002/ana.20214. PMID 15349872. https://archive.org/details/sim_annals-of-neurology_2004-09_56_3/page/431. 
  48. Herzog AG; Klein P; Ransil BJ (Οκτώβριος 1997). «Three patterns of catamenial epilepsy». Epilepsia 38 (10): 1082–8. doi:10.1111/j.1528-1157.1997.tb01197.x. PMID 9579954. 
  49. Scharfman, Helen E.; MacLusky, Neil J. (2006). «The Influence of Gonadal Hormones on Neuronal Excitability, Seizures, and Epilepsy in the Female». Epilepsia 47 (9): 1423–1440. doi:10.1111/j.1528-1167.2006.00672.x. ISSN 0013-9580. 
  50. «Menstrual cycle». epilepsy.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2012. 
  51. Enrique Baca-García; Carmen Diaz-Sastre; Antonio Ceverino; Jeronimo Saiz-Ruiz; Francisco J. Diaz; Jose de Leon (Μάρτιος–Απρίλιος 2003). «Association Between the Menses and Suicide Attempts: A Replication Study». Psychosomatic Medicine 65 (2): 237–44. doi:10.1097/01.PSY.0000058375.50240.F6. PMID 12651991. 
  52. Maguire J. L.; Stell B. M.; Rafizadeh M.; Mody I. (June 2005). «Ovarian cycle-linked changes in GABAA receptors mediating tonic inhibition alter seizure susceptibility and anxiety». Nat. Neurosci. 8 (6): 797–804. doi:10.1038/nn1469. PMID 15895085. http://www.nature.com/neuro/journal/v8/n6/full/nn1469.html. 
  53. Doufas, Anthony G.; Mastorakos, George (2006). «The Hypothalamic-Pituitary-Thyroid Axis and the Female Reproductive System». Annals of the New York Academy of Sciences 900 (1): 65–76. doi:10.1111/j.1749-6632.2000.tb06217.x. ISSN 00778923. 
  54. Krejza J; Nowacka A; Szylak A; Bilello M; Melhem LY (Ιούλιος 2004). «Variability of thyroid blood flow Doppler parameters in healthy women». Ultrasound in medicine & biology 30 (7): 867–76. doi:10.1016/j.ultrasmedbio.2004.05.008. PMID 15313319. 
  55. Stern K; McClintock MK (1998). «Regulation of ovulation by human pheromones». Nature 392 (6672): 177–9. doi:10.1038/32408. PMID 9515961. 
  56. Adams, Cecil (20 Δεκεμβρίου 2002). «Does menstrual synchrony really exist?». The Straight Dope. The Chicao Reader. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2007. 
  57. Galan, Nicole (16 Απριλίου 2008). «Oligoovulation». about.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2008. 
  58. 58,0 58,1 Menstruation Disorders στο eMedicine
  59. 59,0 59,1 Oriel K. A.; Schrager S. (Οκτώβριος 1999). «Abnormal uterine bleeding». American Family Physician 60 (5): 1371–80; discussion 1381–2. PMID 10524483. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-11-10. https://web.archive.org/web/20111110064139/http://www.aafp.org/afp/991001ap/1371.html. Ανακτήθηκε στις 2008-10-12. 
  60. 60,0 60,1 Cathryn M. Delude (2 Σεπτεμβρίου 2003). «Looking for love potion number nine». Boston Globe. 
  61. 61,0 61,1 Trussell, James (2007). «Contraceptive Efficacy». Στο: Hatcher, Robert A., επιμ. Contraceptive TechnologyΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή (19η αναθεωρημένη έκδοση). New York: Ardent Media. ISBN 0-9664902-0-7. 
  62. 62,0 62,1 Speroff, Leon· Darney, Philip D. (2005). «Oral Contraception». A Clinical Guide for Contraception (4η έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. σελίδες 21–138. ISBN 0-7817-6488-2. 
  63. 63,0 63,1 Loose, Davis S.· Stancel, George M. (2006). «Estrogens and Progestins». Στο: Brunton, Laurence L.· Lazo, John S.· Parker, Keith L., επιμ. Goodman & Gilman's The Pharmacological Basis of Therapeutics (11η έκδοση). New York: McGraw-Hill. σελίδες 1541–71. ISBN 0-07-142280-3. 
  64. 64,0 64,1 Glasier, Anna (2006). «Contraception». Στο: DeGroot, Leslie J.· Jameson, J. Larry, επιμ. Endocrinology (5η έκδοση). Philadelphia: Elsevier Saunders. σελίδες 3000–1. ISBN 0-7216-0376-9. 
  65. McNeilly AS (2001). «Lactational control of reproduction». Reprod. Fertil. Dev. 13 (7–8): 583–90. doi:10.1071/RD01056. PMID 11999309. http://www.publish.csiro.au/journals/abstractHTML.cfm?J=RD&V=13&I=8&F=RD01056abs.XML. 
  66. Kippley, John· Sheila Kippley (1996). The Art of Natural Family Planning (4η έκδοση). Cincinnati, OH: The Couple to Couple League. σελ. 347. ISBN 0-926412-13-2. 
  67. Stallings JF; Worthman CM; Panter-Brick C; Coates RJ (Φεβρουάριος 1996). «Prolactin response to suckling and maintenance of postpartum amenorrhea among intensively breastfeeding Nepali women». Endocr. Res. 22 (1): 1–28. doi:10.3109/07435809609030495. PMID 8690004. 
  68. «Breastfeeding: Does It Really Space Babies?». The Couple to Couple League International. Internet Archive. 17 Ιανουαρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2008. , which cites:
    Sheila K. and John F. Kippley (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1972). «The relation between breastfeeding and amenorrhea». Journal of obstetric, gynecologic, and neonatal nursing 1 (4): 15–21. PMID 4485271. 
    Sheila Kippley (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1986). «Breastfeeding survey results similar to 1971 study». The CCL News 13 (3): 10.  και Ιανουάριος–Φεβρουάριος 1987 13(4): 5.