Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ματθίλδη, ηγουμένη του Έσσεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματθίλδη, ηγουμένη του Έσσεν
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση949[1][2]
Θάνατος5  Νοεμβρίου 1011[2]
Έσσεν
ΘρησκείαΡωμαιοκαθολική Εκκλησία
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα του Αγίου Βενέδικτου
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααββέσσα
Οικογένεια
ΓονείςΛιούντολφ της Σουαβίας
ΑδέλφιαΌθων Α΄ της Σουαβίας και Βαυαρίας
ΟικογένειαΔυναστεία των Οθωνιδών
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααββέσσα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Ματθίλδη, γερμ.: Mathilde / Mahthild / Μatilda (949 - 5 Νοεμβρίου 1011) από τον Οίκο των Οθωνιδών ήταν ηγουμένη του αβαείου του Έσσεν από το 973 έως το τέλος της. Ήταν μία από τις σημαντικότερες ηγούμενες στην ιστορία του Έσσεν. Ήταν υπεύθυνη για το μοναστήρι, για τα κτήρια, τα πολύτιμα λείψανα, τα λειτουργικά σκεύη και τα χειρόγραφα, τις πολιτικές επαφές του, την ανάθεση μεταφράσεων και την επίβλεψη της εκπαίδευσης. Στον -αναξιόπιστο- κατάλογο των ηγουμένων του Έσσεν από το 1672, αναφέρεται ως η δεύτερη ηγουμένη με το όνομα Ματθίλδη και έτσι μερικές φορές ονομάζεται "Mατθίλδη Β΄" για να την ξεχωρίσουμε από την προηγούμενη ομώνυμη ηγουμένη, που κυβέρνησε το αβαείο του Έσσεν από το 907 έως το 910, αλλά της οποίας η ύπαρξη αμφισβητείται. [3]

Οι γραπτές πηγές για τη ζωή της Mατθίλδης, και ειδικά για τα έργα της, είναι λίγες. Όσον αφορά την ιστορία του αβαείου του Έσσεν από το 845 έως το 1150, υπάρχουν μόνο περίπου είκοσι έγγραφα συνολικά, όμως κανένα από αυτά δεν είναι κείμενο (χρονικό ή βιογραφία) σύγχρονο με την εποχή εκείνη. Ενώ οι πληροφορίες σχετικά με τη ζωή της Mατθίλδης είναι γνωστές λόγω της συμμετοχής της στην οικογένεια των Οθωνιδών/Λιουντολφιδών, οι πράξεις της επιβεβαιώνονται μόνο από συνολικά δέκα αναφορές σε καταστατικά ή χρονικά από άλλα μέρη. Πρόσφατα οι μελετητές προσπάθησαν να εξάγουν συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα τής Mατθίλδης από έργα τέχνης και οικοδομήματα, που της αποδίδονται.

Καταγωγή και νεανική ζωή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ματθίλδη ανήκε στην πρώτη οικογένεια της Γερμανίας, ως κόρη του Λιούντολφ δούκα της Σουαβίας και της Ίντας των Κορραδιδών, κόρης του Χέρμαν Α΄ δούκα της Σουαβίας. Ο πατέρας της ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Όθωνα Α΄ και της Αγγλοσάξονος συζύγου του Ήντιθ. Ο αδελφός της Όθωνας έγινε δούκας της Σουαβίας το 973 και επίσης δούκας της Βαυαρίας το 976, μέχρι που απεβίωσε απροσδόκητα το 982. Η γέννησή της καταγράφηκε στο Χρονικό του Ρεγκίνου του Πρυμ από έναν συνεχιστή πριν από το 967, πιθανώς τον Aδαλβέρτο μοναχό του Τρηρ, κάτω από το έτος 949: «Την ίδια χρονιά, μία κόρη, η Ματθίλδη, γεννήθηκε στον Λιούντολφ, γιο του βασιλιά». [4] Ήταν εγγονή του Όθωνα Α΄ του Μεγάλου, βασιλιά της Γερμανίας.

Η Mατθίλδη πιθανότατα ασχολήθηκε με το αβαείο από τη νεανική της ηλικία, ίσως μορφώθηκε και εκπαιδεύτηκε εκεί από το 953 ή εναλλακτικά από το 957 (έτος τέλους του πατέρα της). Το αβαείο του Έσσεν, που ιδρύθηκε το 845 από τον Άλτφριντ επίσκοπο του Χίλντεσχαϊμ και τη Γκέρσβιντ, που έγινε η πρώτη ηγουμένη, συνδέθηκε με τους Οθωνίδες/Λιουντολφίδες από την ίδρυσή του. Μετά από πυρκαγιά το 947, η οποία κατέστρεψε όλα τα έγγραφα σχετικά με την πρώιμη ιστορία της μονής, η ηγουμένη Χάτβιχ επιβεβαίωσε τα παλαιά δικαιώματα και προνόμια του αβαείου από τον Όθωνα Α΄ της Γερμανίας και απέκτησε περαιτέρω ασυλία και φορολογική εξαίρεση, έτσι ώστε το αβαείο επέτυχε να υπάγεται απ' ευθείας στον βασιλιά και ήταν μόνο πνευματικά υποταγμένο στον πάπα. Η ανάθεση της εκπαίδευσης μίας πριγκίπισσας στο αβαείο θα ενίσχυε περαιτέρω το κύρος του, θέτοντάς το σε ισότιμη βάση με τις μονές του Γκάντερσχαϊμ και το Κβέντλινμπουργκ, ως Μονή του Οίκου των Λιουντολφιδών (δυναστική μονή). Πιθανώς εκείνη τη στιγμή αποφασίστηκε ότι η Ματθίλδη θα γινόταν μετά ηγουμένη. Αυτή η απόφαση ελήφθη μάλλον το 966 το αργότερο, όταν η Mατθίλδη πιστοποιείται για πρώτη φορά σε αποδεικτικά έγγραφα: ένα αρχείο της 1 Μαρτίου 966, στο οποίο ο παππούς της παραχωρεί ένα αγροτεμάχιο (curtis) στις μοναχές μετά από αίτημά τους. [5] Αυτή η δωρεά πιθανώς σηματοδοτεί την επίσημη είσοδο του Mατθίλδης στο τάγμα. [6]

Η Mατθίλδη έλαβε μία ολοκληρωμένη εκπαίδευση, κατάλληλη για την κοινωνική θέση της, πιθανώς από την ηγουμένη Χάτβιχ και την ηγουμένη Ίντα [7] Εκτός από τα Ευαγγέλια, τα βιβλία στο Έσσεν περιελάμβαναν τους θρησκευτικούς συγγραφείς Προυδέντιο, Bοήθιο και Aλκουίνο, καθώς και κοσμικά έργα όπως Tερέντιο και άλλους κλασικοί συγγραφείς, που δεν ήταν μόνο υλικό ανάγνωσης, αλλά και η βάση της εκπαίδευσης των κοριτσιών που ανατίθεντο στο αβαείο. [8] Μέσα από αυτά, η Mατθίλδη προετοιμάστηκε καλά για το αξίωμά της. Στην επιγραφή του ιερού του Μάρσου αναφέρεται ότι μπορούσε να γράψει στα λατινικά και είχε επίσης κυριαρχήσει στα ελληνικά.

Το Mατθίλδη ονομάστηκε για πρώτη φορά σε πηγή ως ηγουμένη του Έσσεν το 973. Αυτό το έγγραφο, που εκδόθηκε στο Άαχεν στις 23 Ιουλίου 973 έχει ως εξής: "Ο Όθων επικύρωσε στη μονή Έσσεν -που είχε ιδρυθεί από τον επίσκοπο Άλτφρηντ- μετά από αίτημα της ηγουμένης Ματθίλδης, σύμφωνα με τις συμβουλές του αρχιεπισκόπου Γκέρο και του συγγενούς του Όθωνα, όπως και οι προκάτοχοί του: την ελεύθερη βούληση της ηγουμένης, τις δωρεές που είχαν γίνει από προηγούμενους κυρίους και άλλους πιστούς που αναφέρονται ονομαστικά, τους τίτλους ιδιοκτησιών που χάθηκαν με την πυρκαγιά της μονής, φορολογική ασυλία και το δικαίωμα της ηγουμένης να επιλέγει επιμελητής (vogt) για να αποδίδει δίκαιο στους ανθρώπους της μονής όποτε χρειαστεί.

Τα άτομα που αναφέρονται σε αυτό το έγγραφο είναι ο Όθων Β΄ της Γερμανίας και ο Γκέρο, ο σημαντικός επίσκοπος της Κολωνίας, στον οποίο ο Σταυρός του Γκέρο οφείλει το όνομά του, ενώ ο "Όθων ο συγγενής του" είναι ο αδελφός της Mατθίλδης Όθων Α΄ δούκας της Σουαβίας. Σε αυτό το σημείο η Mατθίλδη ήταν περίπου 24 ετών και έτσι ήταν ακόμη κάτω από την ηλικία, στην οποία μπορούσε τεχνικά να λάβει διορισμό ως ηγουμένης.

Ο Ματθίλδη δεν ήταν ηγουμένη που έμεινε απομονωμένοη στη μοναστική σιωπή. Εκτός από το ταξίδι στο Άαχεν το 973, καταγράφονται και άλλα ταξίδια της: στο Ασάφενμπουργκ το 982, στο Χάιλιγκενστατ το 990 και στο 997, στο Ντόρτμουντ και στο Τορ. Υποτίθεται επίσης ότι έκανε ένα ταξίδι στο Μάιντς το 986 για την κηδεία της μητέρας της. Επιπλέον, πρέπει να διατηρούσε ένα ευρύ δίκτυο επαφών. Τα ιστορικέ παράλληλα έργα τέχνης δείχνουν επαφές με το Χίλντεσχαϊμ, το Τρηρ και την Κολωνία, ενώ απέκτησε λείψανα από το Κόμπλεντς (του Αγ. Φλωρίνου) και τη Λυών (του Αγ. Μάρσου) και έδωσε γη, που ανήκε στη μητέρα της, στο αβαείο του Άινσηντελν. Εκεί καταγράφτηκε ως ευεργέτρια και τιμήθηκε με τον τίτλο της δούκισσας. [9] Αλληλογραφούσε με τον Αγγλοσάξονα κόμη Έθελγουερντ, ο οποίος μετέφρασε το Χρονικό του στα Λατινικά γι' αυτήν (βλ. παρακάτω). Όλες αυτές οι δραστηριότητες της Mατθίλδας λειτουργούσαν, κυρίως, για να εκπληρώσουν τα συμφέροντα της μονής της και να διασφαλίσουν τη σωτηρία των αποθανόντων μελών της οικογένειάς της. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στο Χρονικό του Έθελγουέρντ, στο οποίο αυτός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις γενεαλογικές σχέσεις, σημειώνοντας στην εισαγωγή του την κοινή καταγωγή της Mατθίλδης και του εαυτού του από τον Έθελγουλφ βασιλιά του Ουέσσεξ. [10]

Το αβαείο Έσσεν ήταν μία αυτοκρατορική μονή, όπως το Γκάντερσχαϊμ και το Κβέντλινμπουργκ, και η ίδια η ηγουμένη προερχόταν από τη βασιλική οικογένεια. Λείπει η τεκμηρίωση ότι έλαβε μέρος στην ιταλική εκστρατεία του θείου της Όθωνα Β΄ της Γερμανίας, όπως έλαβε μέρος η ομώνυμη θεία της Mατθίλδη ηγουμένη του Κβέντλινμπουργκ και ο μικρότερος αδελφός της Όθων Α΄ δούκας της Σουαβίας. Ωστόσο η εμπλοκή της στην ταφή του αδελφού της στη Συλλογική εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Αλεξάνδρου -η οποία ιδρύθηκε στο Ασάφενμπουργκ από τον πατέρα της, αφού ο Όθων Α΄ απεβίωσε στην Ιταλία το 982- τεκμηριώνεται από μία καταχώρηση σε ένα χειρόγραφο στην εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Αλεξάνδρου. Ο θείος της Όθων Β΄ απεβίωσε στη Ρώμη ένα έτος αργότερα.

Η μοιραία Ιταλική εκστρατεία του Όθωνα Β΄ ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή της Ματθίλδης. Ως αποτέλεσμα του τέλους του αδελφού της, έγινε το τελευταίο μέλος του κύριου κλάδου (των δουκών της Σουαβίας) του Οίκου των Οθωνιδών και ως εκ τούτου η διαχειρίστρια των κτήσεων της οικογένειας. [11] Επιπλέον, το τέλος του αδελφού της και του θείου της βασιλιά Όθωνα Β΄ στην εκστρατεία, την έφερε στο κέντρο της βασιλικής πολιτικής, καθώς ο εξάδελφος τού πατέρα της Ερρίκος Β΄ ο Εριστικός, του πλάγιου κλάδου των Οθωνιδών (των δουκών της Βαυαρίας), ο οποίος είχε χάσει το δουκάτο της Βαυαρίας από τον αδελφό της Ματθίλδης Όθωνα Α΄ το 976, απήγαγε τον κληρονόμο τού Όθωνα Β΄, τον τρίχρονο Όθωνα Γ΄ και διεκδίκησε την αντιβασιλεία. Με βάση την απουσία γραπτών αποδεικτικών στοιχείων για τις δραστηριότητες της Mατθίλδης αυτή την περίοδο, θεωρείται παραδοσιακά ότι η Mατθίλδη δεν είχε περαιτέρω πολιτική επιρροή μετά το τέλος του αδελφού της. Ωστόσο, ο Τέζε ισχυρίζεται ότι ο Mατθίλδη σίγουρα δεν απολάμβανε την εύνοια του Ερρίκου Β΄ του Εριστικού, και ότι η νίκη του Ερρίκου Β΄ θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αυτοκρατορικής προστασίας στο αβαείο του Έσσεν και ως εκ τούτου απώλεια της σημασίας του αβαείου. Στο πορτρέτο των δωρητών επάνω στον Σταυρό του Όθωνα και της Mατθίλδης, που δημιουργήθηκε σύμφωνα με την παραγγελία της Ματθίλδης πιθανώς κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής, η Ματθίλδη απεικονίζεται να στέκεται όρθια με ενδύματα ενός μέλους της υψηλής αριστοκρατίας, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη απεικόνιση του δωρητή ως ταπεινού προσευχόμενου με μοναστική ενδυμασία. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Mατθίλδη διατηρούσε μία εμφανή αυτοπεποίθηση και δεν ήταν πρόθυμη να μείνει μακριά από κοσμικά θέματα. [12] Ο Mατθίλδη ήταν επίσης κηδεμόνας τής αδερφής τού Όθωνα Γ΄ Mατθίλδης της Σαξονίας αυτή την εποχή. Τι ακριβώς έκανε ο Mατθίλδη σε αυτή την κρίση -στην οποία η χήρα του Όθωνα Β΄, Θεοφανώ των Σκληρών, μαζί με τη χήρα του Όθωνα Α΄, Aδελαΐδα της Ιταλίας, αμφισβήτησαν την αντιβασιλεία του Ερρίκου Β΄- δεν τεκμηριώνεται. Ωστόσο η Χρυσή Μαντόνα ήρθε στο Έσσεν αυτή την περίοδο και θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως συμβολισμός του δικαιώματος της Θεοφανούς να φροντίζει τον γιο της Όθωνα Γ΄, καθώς η Μαρία φρόντιζε τον δικό της βασιλικό γιο. Το 993, όταν ο Όθων Γ΄ επισκέφθηκε το αβαείο του Έσσεν, δώρισε το στέμμα, με το οποίο είχε στεφθεί βασιλιάς ως μικρό παιδί το 983. Ο Όθωνας Γ΄ δώρισε επίσης ένα ξίφος από Αατσάλι της Δαμασκού με τη χρυσή θήκη του, το οποίο χρησίμευσε ως τελετουργικό ξίφος των ηγουμένων του Έσσεν και σε μεταγενέστερη παράδοση θεωρήθηκε ότι ήταν το ξίφος εκτέλεσης των μαρτύρων Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Αυτή η δωρεά βασιλικών διακριτικών, για την οποία δεν υπάρχει όμοια σε άλλες μονές, ενθαρρύνουν το συμπέρασμα ότι ο Όθων Γ΄ ευχαριστούσε έτσι τη Ματθίλδη για τη βοήθειά της στην εξασφάλιση της κυριαρχίας του. Η Ματθίλδη είχε ήδη συναντήσει τον βασιλιά το 990. Στις 20 Ιανουαρίου του ίδιου έτους στο Χάιλινγκστατ, ο Όθων Γ΄ ανανέωσε μία δωρεά τής Ίντας, μητέρας τής Mατθίλδης μετά από αίτημά της και με τη συμβουλή του καγκελάριου Βίλιγκις: "Με πρόταση του αρχιεπισκόπου Βίλιγκις και με αίτημα της ηγουμένης Ματθίλδης του Έσσεν, ο Όθων ανανέωσε τη δωρεά της Ρέντα, που η Ίντα, μία διακεκριμένη γυναίκα, είχε δώσει στο κανονικό τάγμα του Χίλβαρτχαουζ στο Έσσεν".

Οι επισκέψεις στο Έσσεν από τον Όθωνα Γ΄ επαναλήφθηκαν το 984 και 986, καθώς τα δύο αυτά έτη υπάρχουν κενά μεταξύ των εγγράφων του Όθωνα Γ΄ στο Ντόρτμουντ και στο Ντούισμπουργκ. Τον Απρίλιο του 997 η Ματθίλδη ταξίδεψε σε ένα Χόφταγκ του Όθωνα Γ΄ στο Ντόρτμουντ, όπου ο Όθων Γ΄ μεταβίβασε βασιλική ιδιοκτησία στο Άνω Λάινε στο αβαείο του Έσσεν. Είναι πιθανό ότι η Ματθίλδη πέρασε αρκετό χρόνο στην Αυλή του Όθωνα το έτος αυτό, καθώς αναφέρεται ως μάρτυρας σε ένα έγγραφο από το Τορ τον Σεπτέμβριο. Ο Όθων Γ΄ διευκόλυνε επίσης τη δωρεά λειψάνων, ιδίως εκείνων του Mάρσους, στο αβαείο του Έσσεν, το οποίο έγινε το κέντρο της μνήμης του πατέρα του στη Σαξονία. [13]

Προστάτης των τεχνών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σταυρός του Όθωνα Α΄ δούκα της Σουαβίας και της αδελφής του Ματθίλδης, μία από τις δωρεές της ηγουμένης.

Στοιχεία για την προσωπικότητα της Mατθίλδης προκύπτουν μόνο από τα υπολείμματα της καλλιτεχνικής της προστασίας. Η ανάληψη της διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς της, ιδίως της κληρονομιάς της γιαγιάς της Ήντιθ, και τής μητέρας της Ίντας (μετά το 986), έβαλε τη Ματθίλδη σε θέση να χρησιμοποιεί ελεύθερα μία σημαντική περιουσία. Με αυτή την περιουσία η Mατθίλδη χρηματοδότησε καλλιτεχνικούς θησαυρούς, για να διατηρήσει τη μνήμη των συγγενών της και της ίδιας. Το Χρονικό που αφιέρωσε ο Αγγλοσάξονας ιστορικός Έθελγουερντ στη Ματθίλδη χρησίμευσε ως ανάμνηση για τους αγγλοσάξονες προγόνους της μέσω της Ήντιθ. Ο Έθελγουερντ καταγράφει ότι μετά από αίτησή της μετέφρασε (ή είχε μεταφράσει) το Χρονικό των Αγγλικών Θεμάτων του, μία έκδοση του Αγγλοσαξονικού Χρονικού, συμπεριλαμβανομένου υλικού που δεν βρίσκεται σε παλαιότερες αγγλικές εκδόσεις, στα Λατινικά. Αυτό συνέβη μετά το 975 και πιθανώς πριν από το 983. [14] Το κείμενο σώζεται μόνο σε ένα αντίγραφο, τώρα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη [15], το οποίο υπέστη σοβαρές ζημιές στην πυρκαγιά της Βιβλιοθήκης Κότον το 1731, με αποτέλεσμα να χαθούν τα υστερότερα τμήματα. Η Ματθίλδη πιθανότατα αντάμοιψε τον Έθελγουερντ με ένα αντίγραφο του έργου του Βεγέτιο Περί των στρατιωτικών Πραγμάτων, το οποίο γράφτηκε στο σκριπτόριο του Έσσεν και είναι εδώ και πολύ καιρό στην Αγγλία. [16]

Αλλά η Mατθίλδη είναι ιδιαίτερα γνωστή για τα έργα χρυσοχοΐας, που έγιναν κατόπιν παραγγελίας της, ή απέκτησε το αβαείο του Έσσεν από αυτήν. Σε αυτά περιλαμβάνονται δύο λιθοκόλητοι σταυροί που είχε κάνει για το μοναστήρι, τώρα στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού του Έσσεν, και τα δύο σημαντικά έργα της Οθωνικής τέχνης: και οι δύο έχουν πορτρέτα της ως δωρήτριας σε σμάλτο/ Στον πρώτο, τον Σταυρό του Όθωνα και της Ματθίλδης, εμφανίζεται μαζί με τον αδελφό της Όθωνα Α΄ δούκα της Σουαβίας (απεβ. το 982) και στον «δεύτερο σταυρό της Ματθίλδης» εκπροσωπείται με την Παρθένο και το Παιδί. Ένας παρόμοιος τρίτος σταυρός του Έσσεν με μεγάλα σμάλτα μπορεί επίσης να ήταν προϊόν της προστασίας της. [17] Το παλαιότερο διασωθέν διακοσμητικό σπαθί και η Χρυσή Παναγία του Έσσεν (ένα εξαιρετικά σπάνιο άγαλμα καλυμμένο με φύλλο χρυσού), χρονολογούνται κατά την ηγουμενία της στο Έσσεν, και είτε ανατέθηκαν από αυτήν, είτε της δόθηκαν. [18] Ένα μεγάλο επτάφωτο κηροπήγιο από επιχρυσωμένο μπρούτζο, ύψους άνω των επτά ποδιών, φέρει επιγραφή ότι είναι ανάθημα της Ματθίλδης. [19] Όλα αυτά τα έργα παραμένουν στο Έσσεν.

Η Mατθίλδη είχε παραγγείλει μία ακριβή λειψανοθήκη, που φτιάχτηκε σε ανάμνηση της αυτοκράτειρας Θεοφανούς των Σκληρών για τον γιο της Όθωνα Γ΄, η οποία θα είχε ξεπεράσει το μεγαλείο των θησαυρών των εκκλησιών της Κολωνίας από μόνο του. [20] Αποδίδεται στη Ματθίλδη λόγω της αναγραφόμενης επιγραφής σε δακτυλικό εξάμετρο: "αυτό το έργο, πλούσιο σε λίθους και χρυσή διακόσμηση, το παράγγειλε η Ματθίλδη, η οποία επίσης ελευθέρωσε τη Θεοφανώ. Κ καλή ηγουμένη Ματθίλδη θα προσφέρει δώρα στον Κύριο των βασιλέων, όπως της ζήτησε ο βασιλιάς να κάνει αιώνια, για να ελευθερωθεί το πνεύμα του Όθωνα στο ουράνιο βασίλειο.

Αυτή η συλλογή λειψάνων έγινε αργότερα γνωστή ως η λειψανοθήκη του Μάρσους, από το σημαντικότερο λείψανο που ήταν αποθηκευμένο σε αυτή, του Αγ. Μάρσου. Ήταν η παλαιότερη λειψανοθήκη στο βασίλειο, η πρόδρομος των ιερών λειψανοθηκών του Ρήνου, από τις οποίες η πιο γνωστή είναι στο Ιερό των τριών βασιλέων (σοφών που προσκύνησαν τον Χριστό) στην Κολωνία. [21] Η λειψανοθήκη του Μάρσους ήταν φτιαγμένη από χρυσό και στολισμένη με πολλές επίχρυσες πλάκες σμάλτου και πολύτιμους λίθους. Η μεγαλύτερη πλάκα ήταν μία εικόνα του Όθωνα Β΄ στο πίσω μέρος της λειψανοθήκης, που από μία απεικόνιση της λειψανοθήκης σε μία εικόνα βωμού, παριστούσε τον Όθωνα να προσεύχεται. Αυτή η πρώτη μεγάλη λειψανοθήκη καταστράφηκε ως αποτέλεσμα της ανοησίας των υπαλλήλων του αβαείου, που ήταν υπεύθυνοι για την εκκένωση το 1794, όταν αυτή μεταφέρθηκε για ασφάλεια από τη Γαλλική λεηλασία. Τα απομεινάρια της λειώθηκαν και έτσι ένα αριστούργημα της Οθωνικής τέχνης χάθηκε ανεπανόρθωτα.

Η Ματθίλδη είναι κατά πάσα πιθανότητα και η δωρήτρια του υπερμεγέθους θριαμβικού σταυρού στο αβαείο Ασάφενμπουργκ, στην εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Αλεξάνδρου, του οποίου η ζωγραφική αντιστοιχεί στο διακοσμητικό πλαίσιο του Σταυρού του Όθωνα και της Mατθίλδης. Δεδομένου ότι ο αδελφός τής Mατθίλδης Όθωνας τάφηκε σε αυτή την εκκλησία, αυτός ο σταυρός ήταν πιθανώς μέρος του μνημείου του. [22]

Το οικοδομικό πρόγραμμα της Ματθίλδης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ανακατασκευασμένη πρόσοψη του εξωνάρθηκα (westwerk) του αβαείου του Έσσεν.

Ο Τζορτζ Χάμαν (απεβ. 1932), ο πρώτος ιστορικός τέχνης που ασχολήθηκε με τα κτήρια και τα τεχνουργήματα του αβαείου του Έσεν, είχε αποδώσει τον εξωνάρθηκα (westmerk) του ναού της μονής Έσσεν στη Mατθίλδη μέσω συγκρίσεων στην τεχνοτροπία. Μεταγενέστερη έρευνα επιβεβαίωσε αυτή την άποψη. Η Ματθίλδη θεωρείται ως η εμπνευστής του westwerk, ο οποίος όμως από την ανασκαφή ενός προγενέστερου κτηρίου το 1955 από τον Τσίμερμαν, θεωρήθηκε ως επί το πλείστον έργο της μετέπειτα ηγουμένης Θεοφανούς, που ηγουμένευσε το 1039-1058. [23] Η ανασκαφή έδειξε ότι η Mατθίλδη είναι επίσης υπεύθυνη για τις πρώτες εγκαταστάσεις ύδρευσης που βρέθηκαν στο Έσσεν, ενός σωλήνα μολύβδου που διέτρεχε εγκάρσια κάτω από το weswerk και περνούσε από όλα τα κτίρια του αβαείου. Τέτοιοι σωλήνες νερού ήταν ασυνήθιστοι στον Πρώιμο Μεσαίωνα και βρέθηκαν μόνο σε πολυτελή κτίρια. Επομένως, δείχνουν το κύρος του αναθέτη.

Το ερώτημα αν αυτός ήταν η Ματθίλδη ή η Θεοφανώ ήταν αναπάντητο, αλλά μία αλλαγή στην τεχνοτορπία του κτηρίου συνέβη τότε. Αν ο εξωνάρθηκας του Έσσεν -ένα αριστούργημα οθωνικής κατασκευής- κατασκευάστηκε αρχικά από τη Θεοφανώ, θα είχε κατασκευαστεί μετά από ένα από τα αριστουργήματα τού ρυθμού μετά τον ρωμανικό ρυθμό, τη Σανκτ Μαρία ιμ Κόπιτολ στην Κολωνία (που κτίστηκε από την αδελφή της Θεοφανούς, Ίντα). Από την άλλη πλευρά, η Θεοφανώ επαινείται για την ανοικοδόμηση του μοναστηριού του Έσσεν στο Χρονικό της οικογένειας Μπράουβαϊλερ του Οίκου των Eτσονιδών (της οποίας απόγονος ήταν η Θεοφανώ). Το έργο που πραγματοποίησε ο Τσίμερμαν υποστήριξε την τελευταία θέση, το οποία έδειξε επίσης ότι το προγενέστερο κτήριο ολοκληρώθηκε το 965. Σε αυτή την περίπτωση, ο Mατθίλδη θα είχε κατασκευάσει ένα νέο κτήριο, που αντικαταστάθηκε από τον σύγχρονο ναό της μονής. [24]

Ο Λάνγκε επέστησε την προσοχή στον συμβολισμό του αρχιτεκτονικού προγράμματος, που αναγνώρισε στο σχέδιο του westwerk. Το Οκτάγωνο έχει επιρροή σαφώς από τον καθεδρικό ναό του Άαχεν και την πολιτική του Όθωνα Γ΄ για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Στην εποχή της Θεοφανούς, αυτό το πράγμα δεν είχε πλέον νόημα. [25] Αυτή η άποψη ερμηνεύει το μέρος του Χρονικού Μπράουβαϊλερ, που λέει ότι ο Θεοφανώ είχε ανακαινίσει τα κτήρια του αβαείου, ως απλώς μία αναφορά στην πνευματική αποκατάσταση της κοινότητας από τη Θεοφανώ. Δεν υπάρχει ασφαλής ημερομηνία για την κατασκευή του westwerk του προγενέστερου κτηρίου. Οι υποστηρικτές μίας πρώιμης χρονολόγησης του σημερινού κτηρίου, επίσης χρονολογούν το προγενέστερο κτήριο νωρίτερα, επισημαίνοντας το γεγονός ότι ο εξωνάρθηκας δημιουργήθηκε κυρίως αμέσως μετά την επίτευξη της φορολογικής ασυλίας, την οποία το Έσσεν πιθανώς επέτυχε πριν από το 920. Σε αυτή την περίπτωση, ο προηγούμενος westwerk δεν θα ήταν πλέον ένα νέο κτήριο, όταν άρχισε η κατασκευή υπό τη Ματθίλδη.

Είναι επίσης πιθανό και οι δύο ηγούμενες να έκαναν οικοδομές στον ναό της μονής Έσσεν, καθώς υπάρχουν ενδείξεις μακροπρόθεσμου οικοδομικού σχεδιασμού. Σε αυτή την περίπτωση, η αναφορά στο Χρονικό Μπράουβαϊλερ θα μπορούσε να ερμηνευθεί πως αναφέρεται ότι ο Θεοφανώ ολοκλήρωσε ένα κατασκευαστικό έργο, που είχε ξεκινήσει από τη Mατθίλδη.

Θεωρίες για την ίδρυση του αβαείου Ρέλινγκχαουζεν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Mατθίλδη έχει επίσης αναγνωριστεί ως η ιδρυτής του αβαείου του Ρέλινγκχαουζεν (τώρα προάστιο του Έσσεν), καθώς υποτίθεται ότι βρέθηκε μία επιτύμβια επιγραφή στην εκκλησία του αβαείου, σύμφωνα με την οποία αυτή ίδρυσε το αβαείο το 998 και τάφηκε εκεί μετά από αίτημά της. Η ίδρυση του Ρέλινγκχαουζεν αμφισβητείται σε νεότερες έρευνες, καθώς λείπει η άμεση μαρτυρία και η επιτάφια επιγραφή χαρακτηρίστηκε ως πρώιμη σύγχρονη πλαστογραφία. [26] Ωστόσο για το αβαείο Ρέλινγκχαουζεν αναφέρεται στη διαθήκη της ηγουμένης Θεοφανούς το 1058, ότι θεμελιώθηκε από μία από τις προκατόχους της. Η ηγουμένη που θήτευσε μεταξύ της Ματθίλδης και της Θεοφανούς, η Σοφία, μία αδελφή του Όθωνα Γ΄, η οποία ταυτόχρονα ήταν ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ, είναι απίθανο να ήταν η ιδρυτής του Ρέλινγκχαουζεν. Η Σοφία κατοικούσε κυρίως στο Γκάντερσχαϊμ και άφησε πίσω της μόνο μικρή δράση στο Έσσεν. Το αδελφό-αβαείο του Γκάντερσχαϊμ ιδρύθηκε πιθανώς τη δεκαετία του 940 και το αδελφό-αβαείο του Γκάντερσχαϊμ ιδρύθηκε σίγουρα το 986 και φαίνεται απίθανο ότι το Έσσεν θα είχε ιδρύσει ένα αδελφό-αβαείο πριν από αυτά τα πλουσιότερα και πιο σημαντικά αβαεία, οπότε η ίδρυση του Ρέλινγκχαουζεν -πριν ξεκινήσει η Mατθίλδη τη θητεία της το 971- πιθανότατα μπορεί να αποκλειστεί. Έτσι η ίδρυση του Ρέλινγκχαουζεν από τη Ματθίλδη δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί αποδεδειγμένη, αλλά δεν είναι αδύνατη.

Η Mατθίλδη και η ομώνυμή της

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηγουμένη του Έσσεν δεν πρέπει να συγχέεται με τη νεότερη εξαδέλφη της Ματθίλδη της Γερμανίας, την παλατινή κόμισσα της Λοθαριγγίας (979-1025), κόρη του Όθωνα Β΄, η οποία είχε ανατεθεί στη φροντίδα της εξαδέλφης της στο αβαείο σε πολύ μικρή ηλικία. Η Ματθίλδη της Γερμανίας προτίθετο να μείνει στο αβαείο και να γίνει μοναχή, όπως η εξαδέλφη της και οι μεγαλύτερες αδελφές της Aδελαΐδα Α΄ ηγουμένη του Κβέντλινμπουργκ και Σοφία Α΄ ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ, αλλά τελικά παντρεύτηκε τον Έτσο παλατινό κόμη της Λοθαριγγίας περί το 1000. Αυτό έγινε παρά τις έντονες αντιρρήσεις της ηγουμένης Ματθίλδης, έτσι ώστε ο Έτσο έπρεπε να πάει στο Έσσεν για να αποσπάσει τη νύφη. Ο γάμος φαίνεται να σχεδιάστηκε για να διευθετήσει μία διαφωνία για τα Οθωνικά εδάφη που διεκδικούσε ο Έτσο, ωστόσο ήταν όπως φαίνεται πολύ ευτυχής. Έκανα δέκα παιδιά, συμπεριλαμβανομένου της Τheophanu (Θεοφανούς), που έγινε αργότερα ηγουμένη του Έσσεν (απεβ. 1056).

Τα τελευταία χρόνια, το τέλος και η ταφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η επτάφωτη λυχνία, που η Mατθίλδη δώρισε σε ανάμνησή της. Αυτή η φωτογραφία δείχνει το κηροπήγιο αναμμένο στη μνήμη της την 999η επέτειο του τέλους της το 2010.

Το τέλος του Όθωνα Γ΄, ο οποίος είχε υποστηρίξει σθεναρά το αβαείο του Έσσεν, ήταν πιθανώς μία λήξη των ευεργεσιών για τη Ματθίλδη. Διάδοχος του Όθωνα Γ΄ στη Γερμανία έγινε ο Ερρίκος Β΄, γιος του Ερρίκου του Εριστικού. Ο Ερρίκος Β΄ επιβεβαίωσε τα προνόμια του αβαείου Έσσεν σε ένα έγγραφο του 1003, αλλά πιθανότατα προέκυψαν διαφωνίες σχετικά με τα προσωπικά αντικείμενα της Mατθίλδης, που κληρονομήθηκαν από τον αδελφό και τη μητέρα της. Καμιά από τις δωρεές της Ματθίλδης στο Θησαυροφυλάκιο του Έσσεν δεν μπορεί να χρονολογηθεί από την περίοδο μετά το 1002. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η κατασκευές σταμάτησαν στο westwerk, οπότε εκτιμούμε ότι τα έσοδα της Ματθίλδης από τον κύριο κλάδο των Οθωνιδών μειώθηκαν ξαφνικά με τη στέψη του Ερρίκου Β΄. [27] Σε αυτήν την περίπτωση, ο Ερρίκος Β΄ είχε καταλάβει πρόωρα την κληρονομιά, η οποία θα του είχε έλθει ούτως ή άλλως μετά το τέλος της Ματθίλδης, καθώς αυτός ήταν το τελευταίο μέλος της δυναστείας των Οθωνιδών. Ως εκ τούτου, ο Mατθίλδη πιθανότατα είχε εμπλακεί στην αντίθεση για τη διαδοχή του, η οποία ήταν ιδιαίτερα δυνατή στον Κάτω Ρήνο. Οι αρχηγοί αυτής της αντιπολίτευσης ήταν ο Χέριμπερτ αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας και ιδιαίτερα ο Έτσο παλατινός κόμης της Λοθαριγγίας, σύζυγος της Ματθίλδης της Σαξονίας (αδελφής του Όθωνα Γ΄ και της Ματθίλδης του Έσσεν) η οποία είχε εκπαιδευτεί στο Έσσεν, ο οποίος πιθανώς υπέβαλε αξιώσεις στον θρόνο για λογαριασμό των παιδιών του. Ο Έτσο βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με τη Ματθίλδη, καθώς ισχυρίστηκε ότι η δυναστική ιδιοκτησία των Οθωνιδών έπεφτε σε εκείνον λόγω του γάμου του με μία αδερφή του άτεκνου Όθωνα Γ΄, μία αξίωση την οποία ο Ερρίκος Β΄ αρνήθηκε να αποδεχθεί. Αυτή η διαμάχη διαδοχής διήρκεσε μέχρι το 1011, όταν ο Ερρίκος Β΄ ενέδωσε. Εάν η Mατθίλδη πήρε και πάλι την περιουσία της, ήταν πολύ αργά για να ξαναρχίσει τα οικοδομικά έργα που είχε ξεκινήσει. Μία πέννα του Ερρίκου Β΄ (επιγρ.: HENRICVS REX) που βρέθηκε στη σύγχρονη Πολωνία το 1996 και ονομάζει τη Ματθίλδη στο πίσω μέρος (+ MATHILD ABBATISSA ASNIDENSIS), δείχνει ότι η Ματθίλδη βρήκε τόσο μεγάλη εύνοια στον Ερρίκο Β΄, τουλάχιστον για λίγο, που αναφερόταν στα νομίσματά του. Αυτό το νόμισμα θα μπορούσε επομένως να έχει δημιουργηθεί μετά το 1002, ίσως μία αναμνηστική σειρά που δημιουργήθηκε μετά το τέλος της Ματθίλδης, για να επιτευχθεί συμφιλίωση μεταξύ του Ερρικου Β΄ και της αντιπολίτευσης στον Ρήνο με επικεφαλής τους Ετσονίδες. [28]

Η Ματθίλδη, υπό την οποία το αβαείο του Έσσεν είχε μία μεγάλη περίοδο ευημερίας, απεβίωσε στο Έσσεν στις 5 Νοεμβρίου 1011. Στα Χρονικά του αβαείου του Κβέντλινμπουργκ, αναφέρεται ένα ίδρυμα του Όθωνα Α΄ του Μεγάλου, πάππου της Mατθίλδης: Abstulit [sc. mors] et de regali stemmate gemmam Machtildam abbatissam, Ludolfi filiam. ([Ο θάνατος] πήρε την ηγουμένη Ματθίλδη, την κόρη του Λιούντολφ, το κόσμημα του βασιλικού Οίκου).

Δεδομένου ότι ο τάφος της Ματθίλδης στο Ρέλινγκχαουζεν έχει αποδειχθεί πλαστός, πιθανότατα τάφηκε σε εξέχον μέρος στην κρύπτη του ναού της μονής Έσσεν. Κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην εκκλησία το 1952 ανακαλύφθηκε ένας τάφος στην κρύπτη μπροστά από τον υψηλό βωμό, μία θέση στην οποία θάπτοντο συχνά σημαντικοί άνθρωποι. Εκείνη την εποχή ο τάφος αυτός ταυτίστηκε ως εκείνος της ηγουμένης Ζούανχιλντ που απεβίωσε το 1085 και ήταν γνωστό ότι είχε ταφεί μπροστά από αυτόν τον βωμό. Ωστόσο, σύμφωνα με καταγραφές του ύστερου Μεσαίωνα, τα μέλη του αβαείου πίστευαν ότι δύο ηγούμενες είχαν ταφεί εκεί, εκ των οποίων το όνομα της μίας δεν αναφερόταν. Επομένως, έχει προταθεί ότι η Ζούαχιλντ τάφηκε επάνω από τον τάφο της Ματθίλδης και ότι μετά η θέση του τόπου ταφής της Ματθίλδης έπεσε σε αφάνεια. [29]

Διάδοχοι και μνήμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σταυρός της Ματθίλδης, τον οποίο είχε κάνει η ηγουμένη Θεοφανώ στη μνήμη της Ματθίλδης.

Άμεσος διάδοχος της Ματθίλδης ήταν η Σοφία, κόρη του Όθωνα Β΄. Ήταν πιθανώς αντικαταστάτρια της αδερφής της Mατθίλδης της Σαξονίας, που είχε εκπαιδευθεί στο Έσσεν, αλλά μετά είχε παντρευτεί τον Έτσο και ως εκ τούτου έπαυσε να είναι μαθητευόμενη. Ο διορισμός της ήταν πιθανώς και πολιτική απόφαση, καθώς η Σοφία είχε εκπαιδευτεί στο Γκάντερσχαϊμ από την αδερφή του Ερρίκου του Εριστικού και ήταν οπαδός του Ερρίκου Β', οπότε εξασφάλιζε στον Ερρίκο τον πολιτικό έλεγχο του αβαείο του Έσσεν και ήταν εναντίον της αντιπολίτευσης του Ρήνου. [30] Η Σοφία προτίμησε το αβαείο Γκάντερσχαϊμ, στο οποίο έγινε ηγουμένη το 1002. Ως αποτέλεσμα, τα έργα που είχε ξεκινήσει η Ματθίλδη έμειναν ημιτελή.

Η διάδοχος της Σοφίας, η Θεοφανώ, ήταν κόρη του Έτσο και της Ματθίλδης της Σαξονίας, που προοριζόταν ως διάδοχος της Ματθίλδης. Ολοκλήρωσεε τα σχέδια της Mατθίλδης. Ο λεγόμενος Σταυρός της Ματθίλδης στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού ναού του Έσσεν απεικονίζει τη Ματθίλδη με μοναστικό ένδυμα, στα πόδια της ενθρονισμένης Μαρίας, και ήταν μία δωρεά της Θεοφανούς στη μνήμη της Ματθίλδης. Η ανακαίνιση από τη Θεοφανώ της κρύπτης του ναού της μονής μετέφερε τον τάφο της Mατθίλδης στο κέντρο της κρύπτης και την περιέβαλε με τα λείψανα των αγίων, τα οποία είχε αποθησαυρίσει. Η ανέγερση αυτού του αναμνηστικού συγκροτήματος επεδίωκε την εκκλησιαστική αναβάθμιση της Ματθίλδης. [31]

Η μνήμη της Ματθίλδης εορτάστηκε ειδικά στο Έσσεν, με τέσσερις ακολουθίες και το φωτισμό του τάφου με δώδεκα κεριά. Στο Liber Ordinarius, ένα χειρόγραφο του Έσσεν που γράφτηκε γύρω στο 1300, η Ματιθίλδη ονομάζεται Mater ecclesiae nostrae (Μητέρα της εκκλησίας μας). Η ηγουμένη Ματθίλδη απεικονιζόταν στα χαμένα δυτικά παράθυρα του ναού της μονής, τα οποία δωρήθηκαν από ένα μέλος του Τάγματος του Έσσεν, της Μέχτιλντ φον Χάρντενμπουγκ μεταξύ 1275 και 1297. Εκεί απεκαλείτο: Mechthildis abbatissa huius Conventionus olim mater pia, δηλ.: ηγουμένη Ματθίλδη, η κάποτε ευσεβής μητέρα αυτού του μοναστηριού. [32] 

  • van Houts, Ελισάβετ. "Γυναίκες και η συγγραφή της ιστορίας στον Πρώιμο Μεσαίωνα: Η περίπτωση της Abbess Matilda του Έσσεν και του Aethelweard". Πρώιμη μεσαιωνική Ευρώπη, 1 (1992): 53–68.
  • Klaus Gereon Beuckers: Das Otto-Mathildenkreuz im Essener Münsterschatz. Überlegungen zu Charakter und Funktion des Stifterbildes. Σε: Herrschaft, Liturgie und Raum - Studien zur mittelalterlichen Geschichte des Frauenstift Essen. Klartext Verlag, Έσσεν 2002,(ISBN 3-89861-133-7), σελ. 51–80. (in German)
  • Birgitta Falk, Andrea von Hülsen-Esch (επιμ.): Mathilde - Glanzzeit des Essner Frauenstift. Klartext Verlag, Έσσεν 2011,(ISBN 978-3-8375-0584-9) . (in German)
  • Edgar Freise (1990), Mathilde II., 16, Berlin: Duncker & Humblot, σελ. 374–375 , (πλήρες κείμενο στο διαδίκτυο)
  • Lasko, Peter, Ars Sacra, 800-1200, Yale University Press, 1995 (2η έκδοση )(ISBN 978-0300060485)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές σε πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 130930571. Ανακτήθηκε στις 17  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά, Αγγλικά) FemBio database. 30967. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. Tobias Nüssel, Überlegungen zu den Essener Äbtissinnen zwischen Wicburg und Mathilde, in Das Münster am Hellweg 63, 2010, pp. 20–22.
  4. Van Houts, 60 n. 30: Eodem anno Liudolfo filio regis Mahthilidis filia nascitur.
  5. Van Houts, 60 n. 30: donavimus curtem quae sita est in villa Ericaeli, quam olim ob petitionem filii nostri Liutolfi filiae suae Mahthildi in proprium concessimus ("[to Essen] we have given a curtis that is situated in the village of Ericaeli, which on account of the petition of Mathilde, daughter of our son Liudolf, we have ceded"); the document is transcribed in full by Theodor Sickel, Urkunden Konrad I. Heinrich I. und Otto I., no. 325 "Otto schenkt den Nonnen zu Essen den Hof Erenzell" p 439f; Erenzell is better known as Eherenzell: John W. Bernhardt observes of this document "With this charter, Otto granted the canonesses at Essen a court at Ehrenzell that he had formerly given to his granddaughter Mathilda" (Bernhardt, Itinerant Kingship and Royal Monasteries in Early Medieval Germany, 2002, p. 115); The history of the hof at Ehrenzell is given in Wilhelm Grevel, Der Essendische Oberhof Ehrenzell (Philipsenburg), 1881.
  6. Bodarwé, Sanctimoniales literattae, p. 54.
  7. Tobias Nüssel, "Überlegungen zu den Essener Äbtissinnen zwischen Wicburg und Mathilde," in Das Münster am Hellweg 63, 2010, p. 30.
  8. For the Essen book catalogue: Bodarwé, Sanctimoniales litteratae, pp. 246–282
  9. Röckelein, Der Kult des heiligen Florinus in Essen, p. 84.
  10. Bodarwé, Sanctimoniales litteratae, p. 279-280; van Houts, "Woman and the writing of history in the early Middle Ages, the case of Abbess Mathilda of Essen and Aethelweard" in Early Medieval Europe 1992, 56ff.
  11. Beuckers, Das Otto-Mathilden-Kreuz im Essener Münsterschatz, p. 54.
  12. Körntgen, Zwischen Herrschern und Heiligem, p. 20; Beuckers, Das Otto-Mathilden-Kreuz im Essener Münsterschatz, p. 63.
  13. Beuckers, Marsusschrein, S. 47-48.
  14. Miller, Sean, "Æthelweard" in The Blackwell Encyclopaedia of Anglo-Saxon England, ed. Michael Lapidge, 2001
  15. Chronicon de Rebus Anglicis, BL Cotton MS, Otho A.x
  16. Bodarwé, Sanctimoniales litteratae, S. 441.
  17. Lasko, 99–104.
  18. Lasko, 104-105, 125; Van Houts, 60–61.
  19. Lasko, 115-117
  20. Beuckers, Marsusschrein, p. 1f. referencing Aegidius Gelenius, who described the chasse in 1639.
  21. Beuckers, Marsusschrein, p. 121.
  22. Beuckers, Das Otto-Mathilden-Kreuz im Essener Münsterschatz, p. 57.
  23. Lange, Westbau, pp.1ff.
  24. Zimmermann: Das Münster zu Essen. Die Kunstdenkmäler des Rheinlands; Supplement 3, p. 52.
  25. Lange, Westbau, p. 72.
  26. Lange, Die Krypta der Essener Stiftskirche, p. 171; Sonja Hermann, Die Essener Inschriften, pp. 69-70 holds that the inscription is genuine, but refers to a different individual.
  27. Beuckers, Das Otto-Mathilden-Kreuz im Essener Münsterschatz, p. 55.
  28. Heinz Josef Kramer, "Ein Mathilden-Denar aus Masowien - Chronik einer Entdeckung" in Das Münster am Hellweg 65, 2012, pp. 26-33.
  29. Lange, Die Krypta der Essener Stiftskirche, pp. 172ff.
  30. Beuckers, Marsusschrein, p. 46.
  31. Lange, Die Krypta der Essener Stiftskirche, p. 177.
  32. Sonja Hermann: Die Essener Inschriften S. 74-75 Nr. 45.