Μοχάμεντ Άλι
Μοχάμεντ Άλι | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1967 | |||||||||
Προσωπικές Πληροφορίες | |||||||||
Ονομασία γέννησης | Κάσιους Μαρσέλους Κλέι | ||||||||
Ψευδώνυμα | The Greatest, The People's Champion, The Louisville Lip | ||||||||
Γέννηση | 17 Ιανουαρίου 1942 Λούισβιλ (Κεντάκι), ΗΠΑ | ||||||||
Θάνατος | 3 Ιουνίου 2016 (74 ετών) Φοίνιξ (Αριζόνα), ΗΠΑ | ||||||||
Έτη δραστηριοποίησης | 1960 - 1980 | ||||||||
Ύψος | 1,90 μ. | ||||||||
Άθλημα | |||||||||
Χώρα | ΗΠΑ | ||||||||
Άθλημα | Πυγμαχία | ||||||||
Μετάλλια
|
Ο Μοχάμεντ Άλι (Muhammad Ali, όνομα γέννησης: Κάσιους Μαρσέλους Κλέι, Cassius Marcellus Clay, Jr, 17 Ιανουαρίου 1942 − 3 Ιουνίου 2016) ήταν Αμερικανός πυγμάχος. Αποχώρησε οριστικά από την ενεργό δράση το 1981, έχοντας φτάσει συνολικά στις 56 νίκες, με πέντε ήττες και κατακτώντας τρεις φορές τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών καθώς και ένα χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960.[1] Υπήρξε ο πρώτος πυγμάχος που κατέκτησε τρεις φορές τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, τον οποίο υπερασπίστηκε με επιτυχία συνολικά 19 φορές. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πυγμάχους στην ιστορία του αθλήματος και ένας από τους σπουδαιότερους αθλητές όλων των εποχών.[2][3][4][5][6]
Ο τρόπος που πυγμαχούσε διακρινόταν για την ταχύτητα των κινήσεών του, την αμυντικότητα και την ευελιξία του. Μέσα από τον συχνά προκλητικό, αλαζονικό και αυθάδη χαρακτήρα του απέναντι στους αντιπάλους του, απομακρύνθηκε από τα παραδοσιακά δεδομένα των αγώνων πυγμαχίας, ενώ ταυτόχρονα απασχόλησε την κοινή γνώμη για τις θέσεις του πάνω σε θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα, αποτελώντας σύμβολο διαμαρτυρίας. Στη δεκαετία του 1960 ασπάστηκε το Ισλάμ, προσχωρώντας στην οργάνωση των «Μαύρων Μουσουλμάνων» και μετονομάστηκε σε Μοχάμεντ Άλι, θεωρώντας πως μέχρι τότε κατείχε το «όνομα ενός δούλου». Τοποθετήθηκε ανοιχτά σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αρνήθηκε επίσης να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, στάση για την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά ο τίτλος του πρωταθλητή. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε λάβει πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις, όπως το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας»[7], ενώ το 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπεράσπισε.[8] Ψηφίστηκε δεύτερος καλύτερος αθλητής του 20ού αιώνα από τη ΔΟΕ πίσω από τον Πελέ.[9]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κάσιους Κλέι γεννήθηκε στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι στο νότο των ΗΠΑ. Ο πατέρας του, Κάσιους Μάρσελους Κλέι ο πρεσβύτερος, συντηρούσε την οικογένειά του εργαζόμενος ως σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του, Οντέσα Γκρέιντι Κλέι, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Η ενασχόλησή του με την πυγμαχία ξεκίνησε όταν ήταν στην ηλικία των δώδεκα ετών, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 87,5 κιλών[10], γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην πυγμαχία.
Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρωνύμιο «Μέγας» και χρησιμοποιώντας στίχους ή φράσεις με τις οποίες αυτοχαρακτηριζόταν, όπως η περίφημη ρήση του πως «πετά σαν πεταλούδα, τσιμπά σαν μέλισσα». Η συμπεριφορά του και ο τρόπος που αγωνιζόταν προκάλεσαν τόσο το θαυμασμό μέρους του κοινού και των ειδικών του αθλήματος όσο και την οργή άλλων. Στη διάρκεια των αγώνων, ο Κλέι διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964 διεκδίκησε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή, από τον Σόνι Λίστον, νικώντας στην αναμέτρησή τους μετά από έξι γύρους.[11] Δύο ημέρες αργότερα, ο Κλέι προκάλεσε την αντίδραση της αμερικανικής ομοσπονδίας της πυγμαχίας, ανακοινώνοντας πως είχε ασπαστεί το Ισλάμ και προσχωρήσει στην οργάνωση του Έθνους του Ισλάμ (γνωστή και ως «Μαύροι Μουσουλμάνοι»). Η θρησκευτική μεταστροφή του συνοδεύτηκε από αλλαγή του ονόματός του και στις 6 Μαρτίου 1964 υιοθέτησε το όνομα Μοχάμεντ Άλι που του δόθηκε από τον πνευματικό καθοδηγητή του, Ελάιτζα Μοχάμεντ. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις εξελίχθηκαν στη διάρκεια του χρόνου και τo 1975, μετά το θάνατο του Ε. Μοχάμεντ, στράφηκε προς το «ορθόδοξο» Ισλάμ[12].
Τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Άλι κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων.[13]
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1966, ο 24χρονος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, διάσημος όχι μόνο για τις αθλητικές του επιδόσεις αλλά και για τις ριζοσπαστικές πολιτικές του θέσεις, προκάλεσε σοκ στην αμερικανική και τη διεθνή κοινή γνώμη ανακοινώνοντας την απόφασή του να μην πολεμήσει στο Βιετνάμ.[14] Μυημένος στο κίνημα των "Μαύρων μουσουλμάνων" από τον μαύρο ριζοσπάστη ηγέτη Μάλκολμ Χ, που δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 1965, ο Μοχάμεντ Άλι αρνήθηκε τη στράτευση για λόγους συνείδησης, ως μουσουλμάνος ιερέας. "Δεν γνωρίζω τίποτα για το Βιετνάμ και δεν έχω τίποτα να χωρίσω με τους Βιετκόνγκ. Τουλάχιστον, αυτοί δεν με φωνάζουν βρωμονέγρο", δήλωσε το ίνδαλμα εκατομμυρίων μαύρων, διακινδυνεύοντας ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών για λιποταξία και απώλεια του τίτλου του. Για τη στάση αυτή, αντιμετώπισε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, σε μία περίοδο που η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών συνέχιζε να υποστηρίζει την αναγκαιότητα του πολέμου στο Βιετνάμ.
Στις 21 Μαΐου του 1966 έβγαλε νοκ άουτ τον Βρετανό διεκδικητή του τίτλου Χένρι Κούπερ και στις 6 Αυγούστου με τον ίδιο τρόπο τον Μπράιαν Λόντον. Αξιοσημείωτη υπήρξε και η αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, στις 14 Νοεμβρίου, όταν στη διάρκεια των τριών γύρων της, επέφερε στον αντίπαλό του περισσότερα από εκατό χτυπήματα, προκάλεσε τέσσερις πτώσεις του, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα[εκκρεμεί παραπομπή]. Στις 28 Δεκεμβρίου, κατάφερε ένα φοβερό "κροσέ" εναντίον ενός άλλου διεκδικητή του τίτλου, του Έρνι Τέρελ, όχι μέσα στο ριγκ αλλά σε μία συνέντευξη Τύπου, όπου ο αντίπαλός του έκανε το μοιραίο σφάλμα να τον αποκαλέσει με το όνομα Κάσιους Κλέι. "Αυτό είναι όνομα δούλου, όνομα λευκού, όνομα ενός μπαρμπα-Θωμά", φώναξε έξαλλος ο Μοχάμεντ Άλι μπροστά στους έκπληκτους δημοσιογράφους, δίνοντας ένα μέτρο της αφοσίωσής του στην καινούργια του πίστη[15].
Όμως, λόγω της άρνησής του να καταταχθεί στο στρατό, του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τρεισήμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που ωστόσο αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Μοχάμεντ Άλι ξεχώρισε γενικά για τη στάση του απέναντι σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση στην αμερικανική κοινωνία, με μηνύματα που βρίσκονταν στην αιχμή του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα.[16]
Επέστρεψε στην αγωνιστική δράση τον Οκτώβριο του 1970 και ενώ ο τίτλος του πρωταθλητή ανήκε πλέον στον Τζο Φρέιζερ. Οι εμφανίσεις του, μετά την πολυετή αποχή του, δεν υπήρξαν ανάλογες με αυτές που είχαν προηγηθεί. Στις 8 Μαρτίου του 1971 διεκδίκησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών από τον Τζο Φρέιζερ, ωστόσο ηττήθηκε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, στα σημεία, μετά από αγώνα 15 γύρων που χαρακτηρίστηκε ως «η αναμέτρηση του αιώνα». Οι δύο πυγμάχοι αναμετρήθηκαν για δεύτερη φορά το 1973 και ενώ ο Φρέιζερ είχε ήδη απολέσει τον τίτλο του πρωταθλητή, με τον Άλι να αναδεικνύεται νικητής μετά από αγώνα 12 γύρων. Στις 30 Οκτωβρίου 1974 διεκδίκησε εκ νέου τον τίτλο με αντίπαλο τον Τζορτζ Φόρμαν. Ο μεταξύ τους αγώνας διοργανώθηκε στο Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), χάρη σε χρηματοδότηση του προέδρου της χώρας, Μομπούτου και έμεινε γνωστός στην ιστορία της πυγμαχίας με τον τίτλο Rumble in the Jungle («Βροντή στη ζούγκλα»). Με ένθερμη υποστήριξη από το κοινό, που ενίσχυε τον Μοχάμεντ Άλι τραγουδώντας τη χαρακτηριστική φράση «Ali Boma Ye» («Άλι σκότωσέ τον») κατάφερε να νικήσει τον αντίπαλό του, πετυχαίνοντας νοκ άουτ στον όγδοο γύρο της αναμέτρησης και ακολουθώντας αυτή τη φορά μία διαφορετική στρατηγική, παλαιότερα σε χρήση από τον πυγμάχο Άρτσι Μουρ. Σε αντίθεση με την διαρκή κίνηση του παρελθόντος, επέλεξε να αγωνιστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα στηριζόμενος στα σκοινιά του ρινγκ, αποφεύγοντας τα χτυπήματα του Φόρμαν και εκμεταλλευόμενος στη διάρκεια του αγώνα την κούραση του αντιπάλου του[16].
Το επόμενο διάστημα, ο Άλι βρέθηκε στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του και από τους επόμενους αγώνες του ξεχώρισε η τρίτη αναμέτρησή του με τον Τζο Φρέιζερ στις Φιλιππίνες, κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας Μανίλα, η οποία θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγώνες πυγμαχίας στην ιστορία του αθλήματος[17]. Το 1978 απώλεσε τον τίτλο του πρωταθλητή από τον χρυσό ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ Λέον Σπινκς, τον οποίο απέκτησε ξανά, συνολικά για τρίτη φορά, επτά μήνες αργότερα. Αποχώρησε από την αγωνιστική δράση για τα επόμενα δύο χρόνια. Η επιστροφή του συνοδεύτηκε από μία ήττα από τον Λάρι Χολμς το 1980, ενώ τον επόμενο χρόνο έδωσε τον τελευταίο αγώνα του, χάνοντας με αντίπαλο τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Αν και η στατιστική των αγώνων του δεν είναι σήμερα μοναδική, η ποιότητα των αντιπάλων του και ο τρόπος με τον οποίο πέτυχε τις νίκες του στη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας του, τον κατατάσσουν μέχρι σήμερα στους κορυφαίους πυγμάχους της ιστορίας[16].
Το 1983 διαγνώστηκε πως πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί. Μετά την απόσυρσή του από την πυγμαχία, ο Μοχάμεντ Άλι έχει τιμηθεί αρκετές φορές για την αθλητική αλλά και κοινωνική προσφορά του. Το 1996 επιλέχθηκε για την αφή της ολυμπιακής φλόγας κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Ατλάντα των ΗΠΑ, ενώ το 2005 τιμήθηκε με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας»[18]. Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε επίσης με το χρυσό «Μετάλλιο Ειρήνης Otto Hahn» για την πολύχρονη συμμετοχή του στο αμερικανικό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των μαύρων παγκοσμίως, καθώς και για το έργο του ως πρεσβευτής καλής θέλεησης των Ηνωμένων Εθνών[19]. Στις 19 Δεκεμβρίου 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το μη κερδοσκοπικό «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπερασπίστηκε.
Πατέρας εννέα παιδιών, ο Μοχάμεντ Άλι απεβίωσε στις 3 Ιουνίου 2016 σε νοσοκομείο της Αριζόνα μετά από αναπνευστικό πρόβλημα.[20]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «IOC : MUHAMMAD ALI». Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Adeus Pelé: the king of the beautiful game, a titan of 20th century». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2023.
- ↑ «DIE 10 BESTEN SPORTLER ALLER ZEITEN: ZWEI STARS STEHEN VOR MICHAEL SCHUMACHER». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2023.
- ↑ «Los deportistas mundiales adelantados a su época». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2021.
- ↑ «G.O.A.T. Athletes: The Definitive List». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουνίου 2023. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2023.
- ↑ «Mike Rowbottom: Lomu a luminary in the company of Ali, Bolt, Nicklaus and Pele». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2015.
- ↑ William Plumber (3 Νοεμβρίου 2003). «Presidential Medal of Freedom Recipients». White House Press Secretary. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2008.
- ↑ «Ali Center». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2013.>
- ↑ «Pele named NOC's Top Athlete» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2020.
- ↑ Bill Mallon, Jeroen Heijmans, Historical Dictionary of the Olympic Movement, Scarecrow Press, 2011, σελ. 27
- ↑ ««Ο μέγιστος «θρύλος» της πυγμαχίας»». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2022.
- ↑ Ezra (2009), σελ. 158
- ↑ Mark Staniforth (12 Δεκεμβρίου 1999). «Muhammad Ali named BBC Sportsman of the Century». The Independent. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2015.
- ↑ «The Independent's 100 sportsmen and women of the 20th century: Ali bestrides the century: a colossus who transcended a sport to inspire the world». Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2020.
- ↑ Ο Κάσιους Κλέι αρνείται να πάει στο Βιετνάμ, Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 111, Καθημερινή (1997)
- ↑ 16,0 16,1 16,2 «Encyclopædia Britannica : Ali, Muhammad». Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2021.
- ↑ «Alan Hubbard: From Ali to a bugged hotel room, reflecting on 65 years in sports journalism». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2023.
- ↑ William Plumber (3 Νοεμβρίου 2003). «Presidential Medal of Freedom Recipients». Office of the Press Secretary - The Whitehouse. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2007.
- ↑ The Associated Press. «Ali receiving German peace prize». USA Today. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουνίου 2007.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ «Πέθανε ο θρυλικός πυγμάχος Μοχάμεντ Αλι». www.kathimerini.gr. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2016.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Thomas Hauser, Muhammad Ali: His Life and Times, Pan Books, 1992
- Mike Marqusee, Redemption Song: Muhammad Ali and the Spirit of the Sixties, Verso, 2005
- Elliot J. Gorn (ed.), Muhammad Ali: The People's Champ, University of Illinois Press, 1998
- Michael Ezra, Muhammad Ali: The Making of an icon, Temple University Press, 2009
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Επίσημη ιστοσελίδα
- Κέντρο Μοχάμεντ Άλι
- George Plimpton, "Muhammad Ali Αρχειοθετήθηκε 2007-05-27 στο Wayback Machine.", Time, 14 Ιουνίου 1999