Πάπυροι του Ηρακλείου Καμπανίας
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Οι πάπυροι του Ηρακλείου Καμπανίας ή πάπυροι του Ερκουλάνεουμ (Herculaneum scrolls) είναι μια συλλογή (corpus) παπύρων που αποκαλύφθηκαν στα μέσα του 18ου αιώνα στο Αρχαίο Ηράκλειο ή Ερκουλάνεουμ της Καμπανίας στην Ιταλία, στη λεγόμενη «Βίλα των Παπύρων».
Οι ευρεθέντες πάπυροι είναι απανθρακωμένοι, λόγω της θερμότητας του πυροκλαστικού υλικού που σκέπασε την αρχαία πόλη, στην έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., και εύθρυπτοι λόγω της υγρασίας στην οποία υποβλήθηκαν για πολλούς αιώνες στο υπέδαφος της περιοχής.[1]
Η αποκρυπτογράφηση των παπύρων διεξήχθη στην Ακαντέμια Ερκολανέζε (Accademia Ercolanese), η οποία ιδρύθηκε το 1755 από τον Κάρολο Γ΄ της Ισπανίας. Η μελέτη των παπύρων συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα.[2]
Έχουν καταλογογραφηθεί περισσότερα από 1.800 τεμάχια κύλινδροι παπύρων. Διατηρούν κείμενα της ελληνιστικής φιλοσοφίας, κυρίως επικούρειας αλλά και στωικής. Όλοι σχεδόν οι πάπυροι γράφηκαν στην ελληνική γλώσσα, εκτός από περίπου 100 παπύρους που γράφηκαν στη λατινική. Τα περισσότερα από τα σωζόμενα έργα αποδίδονται στον Φιλόδημο τον Γαδαρηνό.
Δεδομένου ότι αυτοί ήταν οι πρώτοι αρχαίοι πάπυροι που ανακαλύφθηκαν στην Ευρώπη,[3] η αρχική τους εμφάνιση προκάλεσε σημαντικό ενδιαφέρον και μελέτη. Η ανακάλυψη αυτή θεωρείται ότι αποτέλεσε την αρχή της παπυρολογίας.[4] Ήταν επίσης οι πρώτοι πάπυροι με ελληνική γραφή που είχαν βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές.[5]
Το 1969 ιδρύθηκε στη Νάπολη το διεθνές κέντρο για τη μελέτη των παπύρων του Ηρακλείου (CISPE), με πρωτοβουλία του Μαρτσέλο Τζιγκάντε (Marcello Gigante). Η πλειονότητα των παπυρικών κειμένων διατηρούνται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄, στο Βασιλικό Παλάτι της Νάπολης.[6]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πάπυροι ανευρέθηκαν το 1752, όταν διενεργήθηκε η πρώτη επίσημη ανασκαφή στον χώρο της «Βίλας των Παπύρων», στο αρχαίο Ηράκλειο (Ερκολάνεουμ) της Καμπανίας, κοντά στην Πομπηία. Η θερμότητα του πυροκλαστικού υλικού που σκέπασε την πόλη, στην έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., απανθράκωσε τους παπύρους. Στη συνέχεια, στο υπέδαφος της περιοχής, υποβλήθηκαν στην υγρασία για πολλούς αιώνες.
Είναι άγνωστο πόσοι πάπυροι διατηρήθηκαν, αφού πολλοί κύλινδροι καταστράφηκαν από εργάτες και μελετητές. Κατά την ανασκαφή της βίλας, λόγω της ημιτεφρωμένης κατάστασής τους θεωρήθηκαν ότι ήταν τεμάχια ανθράκων και πετάχτηκαν. Στη συνέχεια, όταν αποδείχθηκε ότι περιείχαν γραφή, πολλοί κύλινδροι καταστράφηκαν κατά τις προσπάθειες που έγιναν για να ξετυλιχθούν, ώστε να αποκρυπτογραφηθούν.
Στον επίσημο κατάλογο καταγράφηκαν 1.814 τεμάχια κύλινδροι παπύρων (ακέραια και θραύσματα), εκ των οποίων τα 1.756 ανακαλύφθηκαν το 1855. Από το 1986, καταγράφονται 1.826 τεμάχια κύλινδροι παπύρων.[8] Περισσότεροι από 340 κύλινδροι είναι σχεδόν ακέραιοι, περίπου 970 είναι εν μέρει κατεστραμμένοι και εν μέρει ευανάγνωστοι, περισσότερα από 500 τεμάχια είναι απλώς απανθρακωμένα θραύσματα.
Στα τέλη του 18ου αιώνα το πρόβλημα της επαρκούς εκτύλιξής τους τέθηκε δραματικά από την πρώτη στιγμή. Μετά από μερικές άκαρπες και επιβλαβείς προσπάθειες, η καταλληλότερη διαδικασία αναπτύχθηκε από έναν ιερέα και λόγιο, τον Αντόνιο Πιάτζιο (Antonio Piaggio), ο οποίος, κατόπιν αιτήματος του Καρόλου Γ΄, εστάλη από τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού στο Πόρτιτσι το 1753. Το ξετύλιγμα ήταν εν μέρει επιτυχές, αλλά αποδείχθηκε μάλλον καταστροφικό για τους εύθραυστους κυλίνδρους. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν άλλα πειράματα, τα οποία δεν απέφεραν αξιόλογα αποτελέσματα.
Όσα κείμενα μπόρεσαν να αποκρυπτογραφηθούν χαλκογραφήθηκαν και δημοσιεύθηκαν στην σειρά των τόμων Herculanensia Volumina που τυπώνονταν στην Νεάπολη. Το 1800 ο τότε πρίγκηπας της Ουαλίας, και έπειτα βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Δ' ανέλαβε τις δαπάνες της εκτύλιξης και αντιγραφής των παπύρων. Οι εργασίες διακόπηκαν το 1806 λόγω της εισβολής των Γάλλων στο βασίλειο της Νεαπόλεως. Τα σχεδιογραφήματα και οι χαλκογραφικές πλάκες, καθώς και λίγοι τυλιγμένοι πάπυροι, χαρίστηκαν στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1810. Άλλοι τέσσερις και τα ξετυλιγμένα αποσπάσματα ενός πέμπτου πάπυρου δωρίστηκαν το 1865 στο Βρετανικό Μουσείο. Το 1824 και 1825 εκδόθηκαν δύο τόμοι λιθογραφικών αντιγράφων των παπύρων. Το 1885 ακολούθησε άλλη μια έκδοση στα Fragmenta Herculanensia.
Για την ανάγνωση των παπύρων, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, μια νορβηγική ομάδα, με επικεφαλής τον φιλόλογο Κνουτ Κλέβε (Knut Kleve), επινόησε μια μέθοδο, η οποία αποδείχθηκε αποτελεσματική. Στις ημέρες μας, για την αποκρυπτογράφησή τους χρησιμοποιούνται διάφοροι μέθοδοι ψηφιακής τεχνολογίας.
Περιεχόμενο των παπύρων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τη βίλα καταλογογραφήθηκαν, συνολικά, περισσότερα από 1.800 τεμάχια κύλινδροι παπύρου. Όλοι σχεδόν οι πάπυροι γράφηκαν στην ελληνική γλώσσα, εκτός από περίπου 100 παπύρους που γράφηκαν στη λατινική. Σημειώνεται ότι, δεν βρέθηκαν πάπυροι γραμμένοι σε άλλες γλώσσες, όπως στην οσκική.[10]
Τα παπυρικά κείμενα συντάχθηκαν από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. Λίγοι κύλινδροι παπύρου φέρουν τίτλο και όνομα συγγραφέα, γιατί οι προσαρτημένες ετικέτες τους έχουν χαθεί. Oι εξωτερικές στρώσεις των κυλίνδρων συχνά καταστρέφονταν κατά το ξετύλιγμα, περιείχαν όμως τον σίλυβο (πίνακα περιεχομένων), ο οποίος και αυτός χάνονταν.
Οι ελληνικοί πάπυροι περιείχαν έργα φιλοσοφίας, σχεδόν αποκλειστικά της επικούρειας και μερικά της στωικής. Από το σύνολο των παπύρων, τα δύο τρίτα αποδίδονται στον Φιλόδημο τον Γαδαρηνό και το άλλο τρίτο διανέμεται μεταξύ άλλων συγγραφέων. Αναφέρονται ενδεικτικώς: Χρύσιππος του Απολλωνίου (Στωικός), Δημήτριος Λάκων, Επίκουρος, Έρμαρχος, Κολώτης, Πολύστρατος, Καρνείσκος, Ζήνων ο Σιδώνιος. Ορισμένα ελληνικά χειρόγραφα δεν έχουν ταυτοποιηθεί και οι συγγραφείς τους αναφέρονται ως «ανώνυμοι».
Επισημαίνεται ότι ο συνολικός αριθμός των έργων ήταν πολύ μικρότερος, αφενός επειδή ένα ολόκληρο έργο γραφόταν σε πολλούς κύλινδρους (τόμους) και αφετέρου ανευρέθηκαν πολλαπλά αντίτυπα. Για παράδειγμα, πολλοί πάπυροι του Επίκουρου ανήκαν όλοι στο Περί Φύσεως. Βρέθηκαν επίσης πολλαπλά αντίτυπα γραπτών του Φιλόδημου.
Οι λατινικοί πάπυροι πιθανώς προστέθηκαν αργότερα στη βιβλιοθήκη. Έχουν ταυτοποιηθεί αποσπάσματα των έργων «Χρονικά» (Annales) του Έννιου, «Οβολοστάτης» (ή «Τοκογλύφος») του Σεσίλιο Στάτιο (P.Herc. 78, Caecilius Statius, Usurarius)[11] και Περί της φύσεως των πραγμάτων, πιθανώς από το δεύτερο βιβλίο, του Λουκρητίου. Το καλύτερα διατηρημένο λατινικό κείμενο περιέχει περίπου 70 εξάμετρα για τη νίκη του Οκταβιανού Αυγούστου επί του Μάρκου Αντώνιου. Δύο κύλινδροι φαίνεται να διασώζουν δύο ρητορικές ομιλίες (Oratia in Senatu habita ante principem και Oratio iudicaria).[12]
Χρονική τοποθέτηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επειδή ανάμεσα στους παπύρους βρέθηκαν πολλά διπλά αντίγραφα, εκφράστηκε η εικασία ότι στη Βίλα των Παπύρων γινόταν αντιγραφή των έργων υπό την επίβλεψη του ίδιου του Φιλόδημου του Γαδαρηνού, στον οποίο αποδίδεται και η συγγραφή των περισσότερων παπυρικών κειμένων. Το έτος 79, κατά το οποίο συνέβη η καταστροφή του Ηρακλείου, σημαδεύει και το κατώτατο όριο της ηλικίας των παπύρων. Κατά προσέγγιση δε, η περίοδος στην οποία γράφτηκαν και αντιγράφηκαν μπορεί να αναβιβαστεί στο τέλος του πρώτου αιώνα π.Χ. ή στις αρχές του πρώτου αιώνα (μ.Χ.).
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Lo svolgimento dei papiri». CISPE Marcello Gigante (στα Ιταλικά). 30 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ «Il Centro Internazionale per lo Studio dei Papiri Ercolanesi - English». CISPE Marcello Gigante (στα Αγγλικά). 5 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ Αυτό οφείλεται κυρίως στην υφή του εδάφους και το κλίμα του ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου, διότι δεν συντελούν στη διατήρηση των θαμμένων παπύρων για χιλιάδες χρόνια. Οι αρχαίοι πάπυροι ανακαλύπτονται, κυρίως, στην Αίγυπτο και, σε μικρότερο ποσοστό, την Παλαιστίνη, τη Συρία και τη Μεσοποταμία.
- ↑ Μανδηλαράς 2007, σελ. 4.
- ↑ Μέχρι το 1962 που βρέθηκε ο Ορφικός πάπυρος του Δερβενίου, στο Δερβένι.
- ↑ «Il Centro Internazionale per lo Studio dei Papiri Ercolanesi». CISPE Marcello Gigante (στα Ιταλικά). 30 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ 7,0 7,1 Castrucci 1858, σελ. 43.
- ↑ «IV. THE HERCULANEUM PAPYRI» (στα αγγλικά). Bulletin of the Institute of Classical Studies 33 (Supplement_54): 36–45. 1986-02-01. doi: . ISSN 0076-0730. https://academic.oup.com/bics/article/33/Supplement_54/36/5696157.
- ↑ Castrucci 1858, σελ. 68.
- ↑ Capasso, Mario (2017). «La Biblioteca di Ercolano: cronologia, formazione, diffusione» (στα Ιταλικά) (PDF). Papyrologica Lupiensia (26): 41-68. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ «DCLP/Trismegistos 59360 = LDAB 459». papyri.info (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2023.
- ↑ «The Library». CISPE Marcello Gigante (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2022.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Έντουαρντ Μοντ Θόμπσον (1840-1929), Σπυρίδων Λάμπρου (1851-1919) (μετ.) (1903). Εγχειρίδιον ελληνικής και λατινικής παλαιογραφίας. Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου. σελίδες 203/204. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2011.
- Μανδηλαράς, Βασίλειος Γ. (2014). «Ιστορία των παπύρων». Πάπυροι και παπυρολογία. Εισαγωγή στην επιστήμη της παπυρολογίας (4η έκδοση). Αθήνα: [χ.ό.] ISBN 9789609003827.
- Μανδηλαράς, Βασίλειος (2007). «Ξαναζωντανεύουν οι πάπυροι». Τεκμήριον (Τμήμα Αρχειονομίας - Βιβλιοθηκονομίας Ιονίου Πανεπιστημίου) (7): 229-235. http://hdl.handle.net/10797/12877.
- Castrucci, Giacomo (1858). Tesoro letterario di Ercolano, ossia, La reale officina dei papiri ercolanesi (στα Ιταλικά, Λατινικά, και Αρχαία Ελληνικά) (Terza έκδοση). Napoli: Fibreno.
- Harvard University, Walter (1885). Fragmenta herculanensia; a descriptive catalogue of the Oxford copies of the Herculanean rolls together with the texts of several papyri accompanied by facsimiles;. Oxford, Clarendon Press.