Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παστούν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παστούν

Οι λεγόμενοι Παστούν (Pashtun), ανάλογα με τη διάλεκτό τους, αποτελούν μια εθνότητα Αφγανών, που αριθμεί περίπου 42 εκατομμύρια, εκ των οποίων 28 εκατομμύρια βρίσκονται στο Πακιστάν, 13 εκατομμύρια στο Αφγανιστάν και οι υπόλοιποι σε άλλες χώρες. Είναι εγκατεστημένοι κυρίως στο σημερινό νοτιοανατολικό Αφγανιστάν και το βορειοδυτικό Πακιστάν.

Προτού αρχίσει να χρησιμοποιείται ο όρος «Αφγανός» για τον κάθε κάτοικο του Αφγανιστάν, οι Παστούν λέγονταν Αφγανοί, σήμερα όμως ξεχωρίζουν των άλλων εθνοτήτων του Αφγανιστάν αυτοχαρακτηριζόμενοι ως Παστούν.

Παρά ταύτα, οι Παστούν αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού στο Αφγανιστάν και τη μεγαλύτερη εθνική μειονότητα στο Πακιστάν. Συγκροτούνται από 50 και ίσως περισσότερες φυλές, που διακρίνονται σε υποφυλές, κατά περιοχή μόνιμης εγκατάστασης, κάθε υποφυλή σε φατρίες (φατρία=σύνολο οικογενειών) και οι τελευταίες σε επιμέρους σόγια.

Οι ηγέτες των φυλών Παστούν είναι γνωστότεροι με τον τίτλο που φέρουν (Χάνοι), και οι διοικητικές τους περιφέρειες αναφέρονται ως επιμέρους χανάτα, που όμως η ισχύς τους σήμερα είναι πολύ περιορισμένη. Σημαντικά ζητήματά τους συνηθέστερα επιλύονται μέσα από κάθε φυλή από το φυλετικό συμβούλιο των αρχηγών των φατριών της φυλής, ή αν πρόκειται για ευρύτερο πολύ σημαντικό θέμα, από το γενικό συμβούλιο των αρχηγών των φυλών.

Σύμφωνα με τη δική τους παράδοση θεωρούν ότι είναι απόγονοι ενός κοινού προγόνου Βασιλέως που έφερε το όνομα Αφγάνα, από τον οποίο και ονομάσθηκε η χώρα τους.[1] Ο Αφγάνα θεωρείται κατά τη παράδοση ότι ήταν εγγονός του Βασιλέως Σολομώντα των Ισραηλιτών, ο οποίος και αρχικά εγκαταστάθηκε στη περιοχή αυτή. Κατά τον 9ο αιώνα φέρονται να εξισλαμίστηκαν και τότε αρχίζει η ιστορική τους παρουσία.

Σήμερα πολλά ζητήματα των Παστούν προσπαθούν να τα «προστατεύσουν» οι Σιίτες του Ισλάμ. Όμως η συντριπτική πλειοψηφία των Παστούν είναι Σουνίτες, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό του Ισλάμ. Ανήκουν στη σχολή σκέψης Χαναφί. Κοινότητες των Παστούν υπάρχουν στις Ομοσπονδιακά Διοικούμενες Φυλετικές Περιοχές του Πακιστάν και στις γειτονικές βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας Πακτιά του Αφγανιστάν. Οι Σιίτες ανήκουν στην φυλή Τούρι, ενώ η φυλή Μπανγκάς είναι 50% Σιίτες και οι υπόλοιποι Σουνίτες. Επιπλέον, μπορεί να υπάρχει μικρός αριθμός Αχμαντί στο Πακιστάν.

Μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ των Γκιλζί αποκαλύπτουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των φυλών της εγγραφής και συμμετοχής στο μεγαλύτερο ούμαχ (ισλαμική κοινότητα). Αφγανοί ιστορικοί πιστεύουν ότι οι περισσότεροι Παστούν είναι απόγονοι του Κουάις Αμπντούρ Ρασίντ, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν πρώιμο να ασπαστούν το Ισλάμ και έτσι κληροδότησε την πίστη στις αρχές του πληθυσμού Παστούν. Ο θρύλος λέει ότι ο Κουάις άκουσε για τη νέα θρησκεία του Ισλάμ, ταξίδεψε για την κάλυψη του Μωάμεθ στη Μεδίνα και επέστρεψε στο Αφγανιστάν ως μουσουλμάνος. Είχε υποτίθεται τέσσερα παιδιά, τους Σαρμπάν, Μπατάν, Γκουργκούστ και Καρλάν. Πριν εξισλαμισμού της επικράτειάς τους, οι Παστούν πιθανό ακολούθησαν διάφορες θρησκείες. Κάποιοι μπορεί να ήταν Βουδιστές, ενώ άλλοι Ζωροάστρες, λάτρεις του ήλιου, ή λάτρεις του Νανά, κάποιοι ίσως και ανιμιστές, σαμάνοι και Εβραίοι. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σε αυτές τις θεωρίες, εκτός από το γεγονός ότι αυτές ήταν οι θρησκείες που ασκούνται από το λαό σε αυτή την περιοχή πριν από την άφιξη του Ισλάμ τον 7ο αιώνα.

Κληρονομιά Σούφι δραστηριότητας μπορεί να βρεθεί σε ορισμένες περιοχές των Παστούν, ειδικά στην περιοχή Χίμπερ Παχτούνχβα, όπως είναι εμφανές στα τραγούδια και τους χορούς. Πολλοί Παστούν είναι εμφανώς ουλεμάδες, ισλαμιστές λόγιοι, όπως ο Μωάμεθ Μουχσίν Χαν, ο οποίος έχει βοηθήσει στη μετάφραση του Κορανίου, των Σαχίχ αλ-Μπουχάρι και πολλών άλλων βιβλίων στην αγγλική γλώσσα. Ο Τζαμάλ αλ-Ντιν αλ-Αφγάνι ήταν ισλαμιστής ιδεολόγος του 19ου αιώνα και ένας από τους ιδρυτές του ισλαμικου μοντερνισμού. Αν και η εθνικότητα του αμφισβητείται από ορισμένους, είναι ευρέως αποδεκτή στην περιοχή Αφγανιστάν-Πακιστάν, καθώς και στον αραβικό κόσμο, ως Παστούν από την επαρχία Κουνάρ του Αφγανιστάν.

Όπως και άλλοι μη αραβόφωνοι μουσουλμάνοι, πολλοί Παστούν είναι σε θέση να διαβάσουν το Κοράνι, αλλά δεν καταλαβαίνουν την αραβική γλώσσα στο ίδιο το ιερό κείμενο. Αυτό το παράδοξο συνέβαλε στην εξάπλωση των διαφορετικών εκδόσεων των θρησκευτικών πρακτικών και του ουαχαμπισμού, καθώς και πολιτικού ισλαμισμού (συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων όπως οι Ταλιμπάν). Για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης και του φονταμενταλισμού, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν μαθήματα αγγλικών στο Αφγανιστάν, έτσι ώστε οι Παστούν να είναι σε θέση να διαβάσουν την αγγλική μετάφραση του Κορανίου, αντί να εμπιστεύονται τοπικούς μουλάδες τους. Πολλοί Παστούν θέλουν να διεκδικήσουν την ταυτότητά τους ενάντια στους Ταλιμπάν και τους διεθνείς τρομοκρατες, που δεν συνδέονται άμεσα με τον πολιτισμό τον Παστούν και την ιστορία τους.

Τέλος, υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες διαθέσιμες σχετικά με μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, καθώς υπάρχει περιορισμένος αριθμός στοιχείων, ιδίως δεδομένου ότι πολλοί από τους ινδουιστές και Σιχ στην περιοχή των Παστούν μετανάστευσαν από την Χίμπερ Παχτούνχβα μετά τη διχοτόμηση της Ινδίας και αργότερα, μετά την άνοδο των Ταλιμπάν. Υπάρχει επιβεβαιωμένη κοινότητα των Σιχ που κατοικούν στην Πεσαβάρ, Παρασινάρ και Ορακζάι του Πακιστάν.

Οι Παστούν είναι ένας υπερήφανος λαός που πάντα αντιστεκόταν στις προσπάθειες οποιασδήποτε ξένης επιβολής ελέγχου της κοινωνίας τους. Παραδοσιακά, διατηρούν ένα δικό τους κοινωνικο-θρησκευτικό εθιμικό κώδικα γνωστό ως «Παστούνβαλι» ή «Παστουνβάλι» που ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ανδρών της κοινωνίας τους, και που βεβαίως αποκλείονται στοιχεία ισότητας των γυναικών. Οι βασικές αρχές του Παστούνβαλι και που προβάλλονται ιδιαίτερα είναι η τιμή, το θάρρος, και η φιλοξενία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κώδικας αυτός προστατεύει τυχόν εκδήλωση βεντέτας, ως νόμιμο έθιμο, με συνέπεια τέτοιο γεγονός να μην είναι καθόλου σπάνιο μεταξύ των φατριών τους. Εάν σε τέτοια περίπτωση δεν λυθεί η διαφορά από συγκέντρωση των Αρχηγών, έστω με υποχρεωτική επιβολή εκτοπισμών, τότε η βεντέτα κληροδοτείται στους απογόνους εκείνων που την ξεκίνησαν και που δεν αργεί να φθάσει σε «εμφύλια» σύρραξη.

Γενικά οι Παστούν είναι γεωργικός και λιγότερο κτηνοτροφικός λαός, ασχολούνται κυρίως με τη καλλιέργεια δημητριακών, και παραγωγή κάποιων κτηνοτροφικών προϊόντων. Οι γυναίκες των Παστούν φέρουν μόνιμα το κάλυμμα του προσώπου τη λεγόμενη «Μπούρκα», περιοριζόμενες σε αυστηρά οικιακές εργασίες.

Οι Παστούν ομιλούν δική τους γλώσσα που λέγεται επίσης παστούν ή πάστο, η οποία ανήκει στο ιρανικό κλάδο των Ινδοϊρανικών γλωσσών. Περιέχει δύο κύριες επιμέρους διαλέκτους, την Κανταχάρι Πάστο και την Πεσβάρι Πάστο, προσδιορίζονται έτσι από τις πόλεις της επαρχίας Κανταχάρ και Πεσαβάρ, αντίστοιχα. Η γλώσσα Πάστο γράφεται με αραβική γραφή, τροποποιημένη για να συμπεριλάβει ορισμένους ήχους που δεν υφίστανται στην αραβική ομιλία.

Πορτρέτο του Άχμαντ Σαχ

Από τον 13ο και μέχρι τον 16ο αιώνα, πολλές φυλές Παστούν είχαν μεταναστεύσει από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν, όπου ίδρυσαν πολλά βασίλεια. Στο Πακιστάν ο θάνατος του βασιλιά συχνά οδηγούσε σε συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών των διαφόρων δυναστικών κληρονόμων που όλοι μεταξύ τους ήταν συγγενείς.

Πρώτος αρχηγός όλης της φυλής των Παστούν ήταν ο Άχμαντ Σαχ, που κατάφερε για πρώτη φορά και συγκρότησε το βασίλειό του στη περιοχή Κανταχάρ, με ενωμένους όλους τους Παστούνς υπό μία κυβέρνηση το 1747. Σημειώνεται ότι από τότε το πολίτευμα της Βασιλείας ήταν το κυρίαρχο πολίτευμα των Παστούν του Αφγανιστάν μέχρι την κατάργησή του το 1973, που συνέβη μετά από ξένη επέμβαση και άναρχη πολιτική που αποδυνάμωσε τους διαδόχους του Άχμαντ Σαχ.

Τον 19ο αιώνα, το Αφγανιστάν μετατράπηκε σε μια ζώνη σύγκρουσης μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, για την προστασία των αποικιακών κτήσεων στο Πακιστάν και την Ινδία, προς τα νότια, και της ανάπτυξης της ρωσικής αυτοκρατορίας προς τα βόρεια. Η δημιουργία των συνόρων μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν (τότε τμήμα της βρετανικής ελεγχόμενης Ινδίας) το 1893, χώρισε κυριολεκτικά τους Παστούν στις δύο πλευρές των συνόρων του νεοσύστατου κράτους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Αφγανός πρωθυπουργός Μωχάμετ Νταούντ με την υποστήριξη της αυτοδιάθεσης των λαών για τους Παστούν που ζούσαν στο Πακιστάν δημιούργησε τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, με συνέπεια την πτώση του. Τελικά το 1973 ο Νταούντ με τη βοήθεια κυρίως εξωτερικών αλλά και εσωτερικών παραγόντων, προκαλώντας πραξικόπημα, κατέλυσε τη Βασιλεία και δημιούργησε μια δικτατορική κυβέρνηση, καλούμενη μεταρρυθμιστική. Πέντε χρόνια μετά, η στρατιωτική του κυβέρνηση ανατράπηκε από έτερους, μαρξιστές πραξικοπηματίες. Μετά από μια σειρά βάναυσων και πρωτόγνωρων πειθαρχικών μέτρων που επέβαλε η νέα κυβέρνηση στο Αφγανιστάν, ξέσπασε ένας μεγάλος εμφύλιος πόλεμος υπό την καθοδήγηση της λεγόμενης «Ισλαμικής παραδοσιοκρατίας» κατά της κυβέρνησης.

Τότε προς βοήθεια της κυβέρνησης έσπευσε η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), η οποία ως πιστός κληρονόμος των στρατηγικών συμφερόντων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, εισέβαλε στο Αφγανιστάν προκειμένου να αντικατασταθεί η εξτρεμιστική κυβέρνηση με ένα πιο συγκρατημένο αριστερό καθεστώς. Ωστόσο, αυτή η επιδερμική αλλαγή δεν έφερε το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Ειδικά οι Παστούν που ήταν εμφανώς αντίθετοι από τα μέλη των Μουτζαχεντίν, που αποτελούσαν μια χαλαρή συνομοσπονδία ομάδων των ισλαμιστών ανταρτών, αντιτίθονταν στην υποστήριξη της σοβιετικής κυβέρνησης, σε όλη τη δεκαετία του 1980.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, περίπου 2 έως 3 εκατομμύρια Παστούν διέφυγαν στο Πακιστάν ως πρόσφυγες. Το αποκορύφωμα της κυβέρνησης του προέδρου Μπουρχανουντίν Ραμπανί, η οποία ανέλαβε την εξουσία, όταν η φιλοσοβιετική κυβέρνηση κατέρρευσε το 1992, προσπάθησε να αποκλείσει τους Παστούν από τις πιο σημαντικές θέσεις που κατείχαν.

Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί ένα νέο ισλαμικό φοιτητικό κίνημα που δημιούργησαν οι λεγόμενοι Ταλιμπάν που κυριαρχείται από Παστούν οι οποίοι και κατέλαβαν το 1996 τη πρωτεύουσα της Χώρας την Καμπούλ. Αυτοί στη συνέχεια καταφέρνοντας να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλη τη Χώρα επέβαλαν μια σειρά από αυστηρούς νόμους που βασίζονται στην ισλαμική παράδοση.

Την κυριαρχία όμως αυτή των Ταλιμπάν – Παστούν αμφισβήτησαν οι άλλες αφγανικές φυλές που ανήκουν περισσότερο σε φυλές του Τατζικιστάν (Τατζίκοι) και του Ουζμπεκιστάν (Ουζμπέκοι) που βρίσκονται εγκατεστημένοι στα βορειοδυτικά και βόρεια με αποτέλεσμα η αναταραχή της χώρας να συνεχίζεται.

Σήμερα μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στρατοπεδεύουν σε διάφορες περιοχές της Χώρας εμποδίζοντας την επέκταση των συμπλοκών των εγχώριων φυλών.

Δημογραφία των Παστούν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη δημογραφική έρευνα του Αφγανιστάν, το έτος 2005, οι Παστούν αντιπροσώπευαν το 42% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (12.570.000 εκ των 29.928.987). Επίσης, κατά την αντίστοιχη δημογραφική έρευνα του Πακιστάν για το ίδιο έτος οι Παστούν αντιπροσώπευαν το 15,42% του συνολικού πληθυσμού της χώρας (25.042.080 εκ των 162.400.000 κατοίκων).

Έτσι ο συνολικός πληθυσμός των Παστούν που διέμενε μόνιμα στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν το 2005 υπολογίζεται σε 37.612.000 (12.570.000 + 25.042.000). Εξ αυτών υπολογίζεται πως 800.000 περίπου Παστούν του Αφγανιστάν, έχουν ήδη εγκατασταθεί σε άλλες χώρες της Ασίας, Αμερικής, και Ευρώπης.

  1. «Pashtun | Definition, People, Culture, & Religion | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2023. 

Βιβλιογραφία και εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]