Πολιορκία της Τραπεζούντας (1461)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Το τελευταίο προπύργιο του βυζαντινού ελληνισμού, που δεν είχε πέσει ακόμα στα χέρια των Οθωμανών μετά την κατάκτηση και της Πελοποννήσου από το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή το 1458, ήταν η Τραπεζούντα. Ο κίνδυνος για την απώλειά της ήταν άμεσος, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας της Δαβίδ αποφάσισε να έρθει σε συνεννοήσεις με Δυτικούς και Ανατολικούς ηγεμόνες, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν καρπούς. Η Τραπεζούντα πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς επί 32 ημέρες και παραδόθηκε στις 15 Αυγούστου 1461.
Ιστορικό πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν το 1458 πέθανε ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Ιωάννης Δ΄, ο γιος και διάδοχός του Αλέξιου Ε΄ ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Αυτό ήταν και το ιδανικό πρόσχημα για να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο αδελφός του Ιωάννη, ο Δαβίδ. Η ισχυρή οικογένεια των Καβασιτών του Μεσοχαλδίου τον στήριξε και ο λαός τον δέχτηκε χωρίς καμία αντίσταση, γιατί θεώρησε ότι ήταν εκείνος ο ώριμος πολιτικός άνδρας που απαιτούσαν οι περιστάσεις.
Ο μεγάλος κίνδυνος που απειλούσε την Τραπεζούντα στα χρόνια του Δαβίδ ήταν ο Μωάμεθ Β΄ Πορθητής. Μόλις πέντε χρόνια πριν (1453), είχε καταλάβει την πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, την Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό και η απειλή του τώρα ήταν περισσότερο από ορατή.
Αν και ο Δαβίδ έχει κατηγορηθεί για τον αδύναμο χαρακτήρα του και την έλλειψη πολιτικής βούλησης, ο τουρκικός κίνδυνος δεν τον άφησε αδιάφορο. Συνέχισε την πολιτική του Ιωάννη, αλλά μηχανιστικά, χωρίς την ικανότητα να προσαρμόζει την τακτική του προκατόχου του ανάλογα με τις περιστάσεις προς όφελος της αυτοκρατορίας του.[1]
Ο Δαβίδ, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης πολιτικής λύσης, κατέφυγε στην τακτική της σύναψης επιγαμιών, φέροντας εις πέρας την επιγαμία μεταξύ της ανιψιάς του Θεοδώρας (Δέσποινα Χατούν)[2] και του μουσουλμάνου εμίρη των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν, επιγαμία που είχε ξεκινήσει από τον πατέρα της Θεοδώρας, τον Ιωάννη Δ΄, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί πριν από το θάνατό του (1458).
Η στρατιωτική συμμαχία που συνεπαγόταν ο πολιτικός αυτός γάμος αναπτέρωνε τις ελπίδες του Δαβίδ, γιατί έτσι οι λαοί από τον Καύκασο και τον Τίγρη μέχρι τα Καρπάθια και από εκεί μέχρι τα νησιά της Μεσογείου θα μπορούσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του κοινού εχθρού.
Στόχος του Δαβίδ ήταν να οργανωθεί σταυροφορία τόσο στην Ασία όσο και στην Ευρώπη. Στην Ανατολή ανανέωσε τις συμμαχίες και τις συνθήκες με τους ηγεμόνες της Ιβηρίας, της Γεωργίας, της Μιγκρελίας,[3] της Κιλικικής Αρμενίας, με τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ, καθώς και με το σουλτάνο της Καραμανίας.
Στην προσπάθειά του να πείσει τη Δύση για την οργάνωση αντιπερισπασμού εναντίον των Οθωμανών στην Ουγγαρία, ο Δαβίδ απευθύνθηκε στην ισχυρή Δημοκρατία της Βενετίας, με την οποία οι Τραπεζούντιοι διατηρούσαν φιλικές σχέσεις από το 1416, στο δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππο Γ΄ τον Καλό, καθώς και στον πάπα Πίο Β΄, στο πρόσωπο του οποίου βρήκε ένα θερμό υποστηρικτή. Ο πάπας έστειλε προσωπική επιστολή προς τους περισσότερους χριστιανούς ηγεμόνες και οργάνωσε μία εκκλησιαστική σύνοδο στη Μάντουα με σκοπό την αποστολή βοήθειας στην Τραπεζούντα.
Ως παπικός απεσταλμένος στην Τραπεζούντα έφτασε ο πατήρ Λουδοβίκος, ο οποίος ταξίδεψε στην Ιβηρία, τη Γεωργία, τη Μικρή Αρμενία και την Καραμανία για να συνασπίσει τις δυνάμεις αυτές κατά των Οθωμανών, ενώ έφτασε μέχρι το Ντιαρμπέργκ με σκοπό να συναντήσει το Χασάν. Από όλες τις δυνάμεις της Ανατολίας ο Δαβίδ μπορούσε να υπολογίζει ουσιαστικά μόνο στον Ουζούν Χασάν, ο οποίος όμως, όπως θα δούμε, σύντομα τον εγκατέλειψε.
Το 1459 ο Δαβίδ οργάνωσε στρατό 20.000 ανδρών και ναυτική δύναμη 30 πλοίων, ενώ από τη Γένουα και τη Βενετία στάλθηκε πολεμικό υλικό.
Όμως, το μοναδικό αποτέλεσμα όλων αυτών των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών ήταν να αποκτήσει ο Μωάμεθ σαφή εικόνα σχετικά με το ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί του, για να εκδικηθεί τους τελευταίους μετά την τελική επικράτησή του.
Παρά την ισχυρή στρατιωτική του δύναμη ο Μωάμεθ ακολούθησε αρχικά το δρόμο των διπλωματικών ελιγμών. Η πρώτη του κίνηση ήταν να επιχειρήσει να αποσπάσει τον ηγεμόνα της Σινώπης Ισμαήλ από τη συμμαχία του με τους Τραπεζούντιους. Κι αυτό γιατί η Σινώπη διέθετε κατάλληλο λιμάνι για επιχείρηση εναντίον του εσωτερικού της Μικράς Ασίας κι επιπλέον η φρουρά της αποτελούνταν από 1.200 στρατιώτες και οι προμαχώνες της είχαν γύρω στα 300 τηλεβόλα. Ήταν δηλαδή η μόνη στρατιωτική βάση που θα μπορούσε να παραλύσει τις οθωμανικές δυνάμεις, γι’ αυτό και ο έλεγχός της ήταν μείζονος σημασίας για το Μωάμεθ.
Ο Ισμαήλ έστειλε πρέσβη το γιο του, ο οποίος υπέγραψε συμμαχία με το Μωάμεθ, για να καταλήξει τελικά αιχμάλωτος του και να αποτελέσει μέσο εκβιασμού προς τον ηγεμόνα της Σινώπης. Ο Ισμαήλ, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να παραδώσει στο σουλτάνο τη Σινώπη με αντάλλαγμα τη Φιλιππούπολη και να μεταφερθεί σ’ αυτήν με μεγάλη χρηματική αποζημίωση.
Και ενώ ο οθωμανικός στόλος κατευθυνόταν από το νέο ορμητήριο, τη Σινώπη, εναντίον της Τραπεζούντας, ο στρατός ξηράς, ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία και περνώντας από τη Σεβάστεια, συγκρούστηκε με τους Τουρκομάνους του Ουζούν Χασάν και τους συνέτριψε.
Ο Ουζούν Χασάν, πανικοβλημένος από τις πρώτες νίκες του Μωάμεθ, έστειλε πρεσβεία ζητώντας ειρήνη. Ο Μωάμεθ δέχτηκε το αίτημα με μοναδικό όρο να λύσει τη συμμαχία του με τους χριστιανούς της Τραπεζούντας, ο οποίος έγινε δεκτός.
Οι εξελίξεις ήταν τραγικές για το Δαβίδ, γιατί με τα νέα δεδομένα οι συμφωνίες που είχε πετύχει ο Ιωάννης Δ΄ ακυρώνονταν και ο ίδιος βρισκόταν τελείως εκτεθειμένος στον οθωμανικό κίνδυνο.
Πολιορκία και παράδοση της Τραπεζούντας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο οθωμανικός στόλος, αφού απέκλεισε κάθε δυνατότητα βοήθειας προς την Τραπεζούντα από τη Θεοδοσία και τη Γεωργία, ξεκίνησε από τη Σινώπη για να επιτεθεί στην πόλη. Όταν ο οθωμανικός στρατός αποβιβάστηκε από τα πλοία, άρχισε η λεηλασία των προαστίων της Τραπεζούντας.
Η Τραπεζούντα πολιορκούνταν επί 32 ημέρες χωρίς αποτέλεσμα. Την εξέλιξη των πραγμάτων καθόρισε η είδηση ότι τα στρατεύματα του Ουζούν Χασάν κατατροπώθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις και ότι ο εμίρης παραιτήθηκε από τη συμμαχία του με τους χριστιανούς ηγεμόνες.
Στο μεταξύ, η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού με στρατηγό το Μαχμούτ είχε ήδη καταλάβει τη Σκυλολίμνη, ενώ ο στρατός του Μωάμεθ όδευε προς την Τραπεζούντα προσπερνώντας τα οχυρωμένα στενά της περιοχής χωρίς καμία αντίσταση.
Υποστηρίζεται ότι ο Δαβίδ, όπως και ο λαός της Τραπεζούντας, παρά τον πανικό και την απόγνωση στην οποία βρίσκονταν, ιδίως μετά την εγκατάλειψή τους από τις συμμαχικές δυνάμεις, ήταν αποφασισμένοι να προβάλουν αντίσταση στην τουρκική απειλή. Αυτό εξάλλου φανερώνει και το γεγονός ότι υπέμεναν την πολιορκία επί 32 ημέρες.
Στο μεταξύ όμως είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη κάποιας συνθήκης. Μεσολαβητής των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν ο πρωτοβεστιάριος Έλληνας εξωμότης Γεώργιος Αμιρούτζης, πρώτος εξάδελφος του στρατηγού Μαχμούτ. Θεωρείται ότι ο Αμιρούτζης ήταν αυτός που διεκπεραίωσε τα ζητήματα των διαπραγματεύσεων υπέρ των Τούρκων και στην ουσία ανάγκασε το Δαβίδ να δεχτεί τους ταπεινωτικούς όρους των συνθηκών που επιτεύχθηκαν. Στον υποδαυλιστικό ρόλο του Αμιρούτζη υπέρ των Τούρκων συνηγορεί και το γεγονός ότι μετά τη σύναψη των ευμενών για το Μωάμεθ συμφωνιών, ο Αμιρούτζης εξασφαλίστηκε από το σουλτάνο με ισόβια διατροφή.[4]
Ο Δαβίδ πρότεινε στο Μωάμεθ να επιστρέψουν στις παλιές συνθήκες. Έδειξε μάλιστα προθυμία να του προσφέρει ως σύζυγο την κόρη του Άννα, καθώς και περιοχές της επικράτειάς του. Ο Μωάμεθ, βρισκόμενος σε θέση ισχύος ήδη έξω από τα τείχη της πόλης, επέμεινε στην πλήρη υποταγή.
Στις διαπραγματεύσεις με τον Αμιρούτζη επικαλούνταν την περίπτωση του Δημητρίου της Πελοποννήσου, ο οποίος του είχε παραδώσει την περιοχή του κατά τις υποδείξεις του και γι’ αυτό εξακολουθούσε να ζει ευτυχισμένος και ασφαλής. Απείλησε μάλιστα ότι σε περίπτωση αντίστασης οι Τραπεζούντιοι όχι μόνο θα αιχμαλωτίζονταν, αλλά και θα εκτελούνταν ταπεινωτικά.
Ο Δαβίδ, βλέποντας ότι ήταν ανώφελο να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση, απάντησε ότι ο ίδιος ήταν πρόθυμος να δεχτεί κάθε όρο του Τούρκου σουλτάνου, ζητώντας να μη λεηλατηθεί η χώρα του. Μπροστά στην ορατή και άμεση απειλή του οθωμανικού στρατού δέχτηκε να παραδώσει την πόλη του, κάτι που –βάσει της συμφωνίας– εγγυούνταν τόσο τη σωτηρία του ίδιου και των υπηκόων του όσο και την ασφάλεια της περιουσίας τους. Η παράδοση της πόλης έγινε στις 15 Αυγούστου 1461.
Έπαρχος της πόλης διορίστηκε ο Χιτήρ μπέης. Ωστόσο οι δηώσεις, οι αρπαγές, οι σφαγές και οι κάθε είδους βιαιότητες δεν αποφεύχθηκαν και η πραγματικότητα αυτή δικαίωσε τη στάση του λαού, που επιθυμούσε τη συνέχιση της αντίστασης αντί της άνευ όρων παράδοσης.
Ο Δαβίδ μαζί με την οικογένειά του και τους θησαυρούς του αναχώρησε με πλοίο για την Κωνσταντινούπολη και από εκεί κατέληξε στο Μαύρο Όρος κοντά στις Σέρρες. Τον τελευταίο αυτοκράτορα του Πόντου ακολούθησαν –κατ’ εντολή του Μωάμεθ– και πολλές οικογένειες ευγενών Τραπεζουντίων, όπως οι Δωρανίτες, οι Καβασίτες κ.ά.
Στο νέο τόπο εγκατάστασης τους παραχωρήθηκαν κάποιες περιοχές ως αντάλλαγμα για την παράδοση της Τραπεζούντας.
Το τέλος του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1461, ο Μωάμεθ ολοκλήρωσε την κατάκτηση των περιοχών γύρω από την Τραπεζούντα. Η Κερασούντα, το Μεσοχάλδιο, καθώς και τα υπόλοιπα ορεινά κάστρα, παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση.
Ο σουλτάνος, ωστόσο, παρά τα συμφωνημένα, εκδίωξε τους χριστιανούς από τα σπίτια τους με τη διαταγή να κατασκηνώσουν κοντά στο Τζυκανιστήριο, στον Άγιο Φίλιππο και στην Αγία Σοφία. Επίσης τους αφαίρεσε τις περιουσίες τους και τους απαγόρευσε την είσοδο εντός των τειχών. Μόνο στο ένα τρίτο των κατοίκων επετράπη να κατοικήσει γύρω από την Τραπεζούντα. Τόσο οι κόρες όσο και οι γιοι των ευγενών γέμισαν τα χαρέμια του Μωάμεθ και των άλλων Τούρκων ηγεμόνων, ενώ τουλάχιστον 800 αιχμάλωτοι Τραπεζούντιοι οδηγήθηκαν στα τάγματα των Γενιτσάρων.
Η μητρόπολη και οι γύρω από αυτή σχολές και βιβλιοθήκες έγιναν κατοικίες των Ουλεμάδων και αργότερα έδρα του εκάστοτε διοικητή. Όλες οι εκκλησίες της περιοχής, εντός και εκτός των τειχών, μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ ο προσωρινός αρχιερέας ορίστηκε να εδρεύει όχι μέσα στην πόλη, αλλά σε προάστιο, στην περιοχή όπου βρισκόταν η μονή του Αγίου Φιλίππου.
Η πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας σήμανε την κατάλυση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών και την απόλυτη επικράτηση των Οθωμανών στην περιοχή. Παρά το άδοξο τέλος της, η επί περίπου τρεις αιώνες παρουσία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας συνέβαλε στο να διασωθεί το εκεί ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο, κάτι που θα μπορούσε από πολύ νωρίς να είχε αλλοιωθεί από τις ισχυρές πιέσεις των γειτονικών λαών, αντίστοιχες με τον εξισλαμισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Finlay, G., The history of Greece (from its conquest by the crusaders to its conquest by the Turks) and of the Empire of Trebizond (1204-1461) (Edinburgh – London 1851), σελ. 480 κ.ε.
- ↑ Ο Charles Diehl απέδειξε, με βάση έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, ότι η κόρη του Ιωάννη Δ΄ Καλογιάννη ονομαζόταν Θεοδώρα και όχι Αικατερίνη. Βλ. Diehl, C., “Catherine où Théodora”, BZ 22 (1913), σελ. 88-89.
- ↑ Η Μιγκρελία είναι περιοχή στη βορειοδυτική Γεωργία.
- ↑ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, Ι. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (CSHB, Bonn 1843), σελ. 494-495.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Finlay, G., The history of Greece (from its conquest by the crusaders to its conquest by the Turks) and of the Empire of Trebizond (1204-1461) (Edinburgh – London 1851), σελ. 480 κ.ε.
- Ο Charles Diehl απέδειξε, με βάση έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, ότι η κόρη του Ιωάννη Δ΄ Καλογιάννη ονομαζόταν Θεοδώρα και όχι Αικατερίνη. Βλ. Diehl, C., “Catherine où Théodora”, BZ 22 (1913), σελ. 88-89.
- Η Μιγκρελία είναι περιοχή στη βορειοδυτική Γεωργία.
- Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών δέκα, Bekker, Ι. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae Atheinsis historiarum libri decem (CSHB, Bonn 1843), σελ. 494-495.