Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σπύρος Κυπριανού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπύρος Κυπριανού
Φωτογραφία του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού.
2ος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Περίοδος
3 Σεπτεμβρίου 1977 – 28 Φεβρουαρίου 1988
ΠροκάτοχοςΑρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΓιώργος Βασιλείου
3ος και 7ος Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
Περίοδος
20 Σεπτεμβρίου 1976 – 3 Αυγούστου 1977
ΔιάδοχοςΑλέκος Μιχαηλίδης
Περίοδος
6 Ιουνίου 1996 – 6 Ιουνίου 2001
ΠροκάτοχοςΑλέξης Γαλανός
ΔιάδοχοςΔημήτρης Χριστόφιας
1ος Πρόεδρος ΔΗΚΟ
Περίοδος
12 Μαΐου 1976 – 12 Μαΐου 1976
ΔιάδοχοςΤάσσος Παπαδόπουλος
Υπουργός Εξωτερικών
Περίοδος
16 Αυγούστου 1960 – 6 Μαΐου 1972
ΠρόεδροςΑρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΙωάννης Χριστοφίδης
Υπουργός Δικαιοσύνης
Περίοδος
16 Αυγούστου 1960 – 20 Αυγούστου 1960
ΠρόεδροςΑρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΣτέλλα Σουλιώτη
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λευκωσίας)
Περίοδος
20 Σεπτεμβρίου 1976 – 20 Σεπτεμβρίου 1976
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λευκωσίας)
Περίοδος
30 Μαΐου 1991 – 30 Μαΐου 1991
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού)
Περίοδος
6 Ιουνίου 1996 – 6 Ιουνίου 2001
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση28 Οκτωβρίου 1932, Λεμεσός, Βρετανική Κύπρος
Θάνατος12 Μαρτίου 2002 (69 ετών)
Στρόβολος, Κύπρος
Εθνότητα Ελληνική
Υπηκοότητα Κυπριακή
Πολιτικό κόμμαΔΗΚΟ
ΣύζυγοςΜιμή Κυπριανού (1956–2002)
Παιδιά2 υιούς
ΣπουδέςΟικονομικά
οικονομικές επιστήμες
Νομική
Συγκριτικό δίκαιο
ΕπάγγελμαΔικηγόρος
Νομικός σύμβουλος
ΒραβεύσειςΤάγμα της Ισαβέλλας της Καθολικής (1987)[1]
Εθνικό Τάγμα Χοσέ Μαρτίν (1987)
Collar of the Order of the White Lion (11  Ιουνίου 1980)[2]
κολάρο του Τάγματος της Ισαβέλλας της Καθολικής (1987)[1]
ΘρήσκευμαΧριστιανός Ορθόδοξος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Σπύρος Κυπριανού (Λεμεσός, 28 Οκτωβρίου 1932 - 12 Μαρτίου 2002) ήταν Ελληνοκύπριος πολιτικός και ο δεύτερος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, από το 1977 έως το 1988.

Γεννήθηκε στη Λεμεσό στις 28 Οκτωβρίου 1932. Σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στο City of London College και νομική στο Gray's Inn, απ΄ όπου έλαβε πτυχίο νομικής το 1954. Ως φοιτητής στο Λονδίνο υπήρξε εκ των ιδρυτών της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Κυπρίων Αγγλίας (ΕΦΕΚΑ), της οποίας υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος (1953-1954). Τον Φεβρουάριο του 1952 ο Μακάριος τον διόρισε γραμματέα του στο Λονδίνο και το 1954 ανέλαβε το Γραφείο της Κυπριακής Εθναρχίας στο Λονδίνο, με σκοπό κυρίως τη διαφώτιση της βρετανικής κοινής γνώμης για το κυπριακό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου το 1955-56, η δράση του εντάθηκε και τον Ιούνιο του 1956 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Λονδίνο και μετέβη στην Ελλάδα συνεχίζοντας τον αγώνα του σε συνεργασία με την Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιάθεσης Κύπρου (ΠΕΑΚ). Από τον Αύγουστο του 1956 ως το Μάρτιο του 1957 αντιπροσώπευσε την Εθναρχία Κύπρου στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Κατά το διάστημα αυτό είχε αναπτύξει πολλές και σημαντικές επαφές με αξιωματούχους του ΟΗΕ και ξένες αντιπροσωπείες. Στη συνέχεια ήλθε στην Αθήνα. Αργότερα, του επετράπη να επιστρέψει στο Λονδίνο, όπου και παρέμεινε μέχρι την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959. Κατά δε το διάστημα της μεταβατικής περιόδου επανήλθε στην Αθήνα όπου και ανέλαβε «λεπτές αποστολές».[3]

Πολιτική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο ημέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου (16-8-1960) στις 18 Αυγούστου του 1960 διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Υπουργός Δικαιοσύνης και λίγες μέρες αργότερα Υπουργός Εξωτερικών. Εκπροσώπησε επανειλημμένα την Κύπρο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στις συνόδους της Γενικής Συνέλευσης, συνοδεύοντας επίσης τον Μακάριο σε χώρες Ευρώπης, Αφρικής, Ασίας και Αμερικής. Το Σεπτέμβριο του 1964 υπέγραψε στη Μόσχα τη Συμφωνία για μεγάλη στρατιωτική βοήθεια προς την Κύπρο που προέβλεπε άρματα, πλοία και αεροπλάνα. Η προμήθεια αυτή που έγινε "εν αγνοία" της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε η κύρια αιτία της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε στην Ελλάδα. Στις 5 Μαΐου 1972, πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα των Απριλιανών, παραιτήθηκε από υπουργός, ύστερα από σοβαρή διαφωνία του με τη Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα επί του χειρισμού του κυπριακού ζητήματος, όπου και αποσύρθηκε από την πολιτική περιοριζόμενος στο επάγγελμα του δικηγόρου.

Μετά το πραξικόπημα του 1974 κατά του Μακαρίου και την πρώτη τουρκική εισβολή (Αττίλας Ι) που ακολούθησε ανέλαβε δράση και την 1η Αυγούστου ήλθε στην Αθήνα όπου και είχε συνομιλίες με τον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Κ. Καραμανλή, καθώς και με άλλα πολιτικά πρόσωπα και στη συνέχεια πηγαινοερχόταν μεταξύ Αθηνών και Λονδίνου, όπου διέμενε τότε ο Πρόεδρος Μακάριος. Στη συνέχεια και παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις περί στρατιωτικής βοήθειας του Έλληνα πρωθυπουργού ακολούθησε το δεύτερο στάδιο της τουρκικής εισβολής (Αττίλας ΙΙ) χωρίς καμία από την Ελλάδα βοήθεια συνέπεια της οποίας ήταν η γνωστή τραγωδία της Κύπρου. Το Σεπτέμβριο του 1974 ηγήθηκε της κυπριακής αντιπροσωπείας κατά τη συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενώ τον Φεβρουάριο του 1975 έλαβε μέρος στη συνεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Στις 12 Μαΐου 1976 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗ.ΚΟ. ), με κεντρώες φιλελεύθερες αρχές, το οποίο κέρδισε 21 από τις 35 έδρες της Βουλής των Αντιπροσώπων στις εκλογές της 5ης Σεπτεμβρίου 1976. Ο ίδιος εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής. Στις 3 Αυγούστου του 1977 με τον θάνατο του Μακαρίου ανέλαβε σύμφωνα με το σύνταγμα Προεδρεύων της Δημοκρατίας και ένα μήνα μετά στις 3 Σεπτεμβρίου 1977 εκλέχθηκε ομόφωνα Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τη συμπλήρωση του υπόλοιπου της προεδρικής θητείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που έληγε στις 27 Φεβρουαρίου του 1978. Στις προεδρικές εκλογές που ακολούθησαν την επομένη της 28ης Φεβρουαρίου 1978 επανεξελέγη αναγκαστικά αφού δεν υπήρχε άλλος ανθυποψήφιος, καθώς στη συνέχεια και στις προεδρικές εκλογές της 13ης Φεβρουαρίου 1983 με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ. Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1996 εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (Κύπρου).

Πολιτική επί Κυπριακού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Μακαρίου όπου στο μεταξύ είχε συνομολογηθεί η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς η οποία είχε ήδη ατονίσει, ο ΟΗΕ υπέβαλλε ένα "Σχέδιο" επανάληψης των συνομιλιών το οποίο φέρονταν τότε με την ονομασία "Δυτικό Σχέδιο". Ο Κυπριανού, ακολουθώντας μάλλον την μαξιμαλιστική γραμμή του προκατόχου του, το απέρριψε λίγες ημέρες μετά την υποβολή του, παρότι αυτό προέβλεπε μεταξύ άλλων και την επιστροφή των Βαρωσίων στους Ελληνοκυπρίους.
Τον επόμενο χρόνο, τον Μάιο του 1979 υπό την παρουσία του Γ.Γ. του ΟΗΕ ο Σπ.Κυπριανού συναντήθηκε με τον Ραούφ Ντενκτάς όπου και συνομολογήθηκε η Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς, καλούμενη και "Συμφωνία των δέκα σημείων". Παρότι και η συμφωνία αυτή τελικά δεν τηρήθηκε εξαιτίας της υπαναχώρησης αμφοτέρων των πλευρών, εντούτοις στη συνέχεια απετέλεσε τον άξονα των επομένων συνομιλιών.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1981, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ υποβάλλει και προς τις δύο κυπριακές κοινότητες νέο σχέδιο επίλυσης του κυπριακού το φερόμενο υπό τον τίτλο "αξιολόγηση των ιδεών Βαλντχάιμ", το σχετικό κείμενο της οποίας δημοσίευσε η εφημερίδα το ΒΗΜΑ φ. 8-11-1981. Και το σχέδιο αυτό που δεν έτυχε όμως καμιάς υποστήριξης ο Σπ. Κυπριανού το απέρριψε και κατ΄ επέκταση και ο Ραούφ Ντενκτάς.

Το 1983, μετά την επανεκλογή του, όπου και ακολούθησε η συμμετοχή του στην 7η Διάσκεψη κορυφής των Αδεσμεύτων χωρών στο Νέο Δελχί, κατόπιν επίσημης πρόσκλησης - παρέμβασης του τότε προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή, ο Σπ. Κυπριανού επισκέφθηκε την Αθήνα, (30-11-1983), όπου και είχε μακρές διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο(¹) αλλά και ανταλλαγές απόψεων επί του χειρισμού του κυπριακού με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και με άλλους ανώτερους κυβερνητικούς παράγοντες.

Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους όταν ο μέχρι τότε βοηθός του Κουρτ Βαλντχάιμ, Πέρες ντε Γκουεγιάρ ανέλαβε Γ.Γ. του ΟΗΕ, φιλοδοξώντας την επίλυση του κυπριακού, κάλεσε τους εκπροσώπους και των δύο κυπριακών κοινοτήτων να μελετήσουν ένα νέο σχέδιο που θα επέτρεπε την επανάληψη των συνομιλιών επί του κυπριακού που φέρονταν με την ονομασία "Δείκτες του Ντε Γκουεγιάρ". Δυστυχώς και το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον Κυπριανού, παρότι προνοούσε για εδαφικό της Τ/Κ πλευράς ποσοστά 26-27% και παρά τη σθεναρή θέση περί αποδοχής του από τον πρώην συνεργάτη του υπουργό εξωτερικών Ν. Ρολάνδη. Η δε αντίδραση τότε του Ντενκτάς μετά την άρνηση του Κυπριανού υπήρξε αρκετά έντονη, δρομολογώντας τα διχοτομικά του σχέδια. Έτσι στην επιμονή και αυτής της απόρριψης εκ μέρους του Κυπριανού, ο Ντενκτάς κεφαλαιοποιώντας τον ανενδοτισμό του συνομιλητή του προχώρησε αδίστακτα, με παράλληλη καταγγελία στον ΟΗΕ, στη μονομερή και αυθαίρετη ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, την οποία έσπευσε τότε και αναγνώρισε επίσημα μόνο η Τουρκία, ενώ αντίθετα η Ελλάδα το χαρακτήρισε "Ψευδοκράτος".

Στην αντιμετώπιση της νέας αυτής σοβαρής κρίσης που επήλθε στο Κυπριακό, ο Γ.Γ. Ντε Γκουεγιάρ κάλεσε στις 1 Οκτωβρίου του 1984 τον Κυπριανού και τον Ντενκτάς να προσέλθουν στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη για ξεχωριστές μετ΄ αυτόν συνομιλίες, οι λεγόμενες "εκ του σύνεγγυς συνομιλίες" (proximity talks), που πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1984, όπου και καθορίστηκε νέα συνάντηση Κυπριανού Ντενκτάς, σε "Διάσκεψη κορυφής", για τον αμέσως επόμενο μήνα, τον Ιανουάριο του 1985.[4]

Ήταν έγγαμος και είχε δύο γιους. Πέθανε στις 12 Μαρτίου 2002.

  1. 1,0 1,1 BOE-A-1987-16095.
  2. www.prazskyhradarchiv.cz/file/edee/vyznamenani/cs_rbl.pdf.
  3. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος
  4. «Οι συνομιλίες για το Κυπριακό κατά την πρώτη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου». npress.gr. 15 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2018. 
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.36ος, σελ.375-376.
  • Εφημερίδα "Σημερινή" φ.28-11-1983
  • Εφημερίδα "Αλήθεια" φ.21-12-1984 και φ.24-1-1985
  • Πολύβιος Πολυβίου "Το Κυπριακό πρόβλημα - Παραλογισμοί και προβληματισμοί" Εκδ. Καστανιώτη - Αθήνα 2010
Πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄
Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
3 Σεπτεμβρίου 1977 - 28 Φεβρουαρίου 1988
Διάδοχος
Γιώργος Βασιλείου
Προκάτοχος
Τάσσος Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
20 Σεπτεμβρίου 1976 - 3 Αυγούστου 1977
Διάδοχος
Αλέκος Μιχαηλίδης
Προκάτοχος
Αλέξης Γαλανός
Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
6 Ιουνίου 1996 - 6 Ιουνίου 2001
Διάδοχος
Δημήτρης Χριστόφιας
Προκάτοχος
-
Υπουργός Εξωτερικών
16 Αυγούστου 1960 - 6 Μαΐου 1972
Διάδοχος
Ιωάννης Χριστοφίδης
Προκάτοχος
-
Υπουργός Δικαιοσύνης
16 Αυγούστου 1960 - 20 Αυγούστου 1960
Διάδοχος
Στέλλα Σουλιώτη
Κομματικά πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
-
Πρόεδρος ΔΗΚΟ
12 Μαΐου 1976 – 6 Οκτωβρίου 2000
Διάδοχος
Τάσσος Παπαδόπουλος