Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσέζαρε Ρίπα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τσέζαρε Ρίπα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1555 (περίπου) ή 1560 (περίπου)
Περούτζα
Θάνατος22  Ιανουαρίου 1622
Ρώμη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
ιστορικός της τέχνης
theorist
επιστήμονας
μάγειρας
θεωρητικός της τέχνης
πολυμαθής
λογοτέχνης
πολυμαθής
φιλόσοφος
ακαδημαϊκός
Αξιοσημείωτο έργοIconologia overo Descrittione dell’imagini universali cavate dall’antichità et da altri luoghi (1593)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τσέζαρε Ρίπα (ιταλ.: Cesare Ripa, Περούτζια, περ. 1555/60 - Ρώμη, 22 Ιανουαρίου 1622), ήταν Ιταλός λόγιος της εποχής του μπαρόκ. Είναι γνωστός για το βιβλίο του Εικονολογία (Iconologia, 1593), εγκυκλοπαίδεια αλληγορικών μορφών που γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως εγχειρίδιο εικονογραφίας στους καλλιτεχνικούς κύκλους του 17ου και του 18ου αιώνα, τόσο στην Ιταλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη.[1]

Ο Τσέζαρε Ρίπα γεννήθηκε μεταξύ 1555 και 1560 στην Περούτζια, πανεπιστημιακή πόλη της Ούμπρια στην Ιταλία. To αρχικό του όνομα ήταν Τζιοβάνι Καμπάνι (ιταλ.: Giovanni Campani), ενώ Τσέζαρε Ρίπα ήταν το ψευδώνυμο που υιοθέτησε αργότερα.[2] Κανένα στοιχείο δεν είναι γνωστό σχετικά με την παιδική του ηλικία και την εκπαίδευση που δέχτηκε.[3]

Τα πρώτα του ίχνη εντοπίζονται στη Ρώμη, στην αυλή του καρδιναλίου Αντόνιο Μαρία Σαλβιάτι [en] (ιταλ.: Antonio Maria Salviati). Σύμφωνα με τις πηγές, ο καρδινάλιος τον απασχολούσε ως trinciante, δηλαδή ήταν επιφορτισμένος με το κόψιμο και το σερβίρισμα του κρέατος κατά τη διάρκεια σημαντικών γευμάτων.[3][4] Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και με ποιο τρόπο βρέθηκε στην υπηρεσία του καρδιναλίου, αλλά πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία πιθανολογείται ότι, με την ενθάρρυνση του καρδιναλίου και έχοντας πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του, συνέγραψε την Εικονολογία.[3]

Το 1593, έτος πρώτης έκδοσης της Εικονολογίας, ο Πάπας Κλήμης Η΄ παραχώρησε στον Ρίπα προνόμιο δεκαετούς προστασίας των πνευματικών του δικαιωμάτων επί του έργου του με στόχο την αποφυγή παράνομων εκδόσεών του.[5] Το γεγονός αυτό μαρτυρά το έντονο ενδιαφέρον για την ανθολογία αλληγοριών του Ρίπα και την στήριξη της οποίας έχαιρε. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1598, ο ίδιος πάπας του απένειμε τον τίτλο του ιππότη του τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου [en].[5][6]

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Ρίπα αποφάσισε να καταπιαστεί με αυτό το εγχείρημα παραμένει ανεξιχνίαστο. Ο καρδινάλιος Σαλβιάτι, στον οποίο είναι αφιερωμένη η πρώτη έκδοση της Εικονολογίας, έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο, όπως και διάφορες προσωπικότητες του στενού ή ευρύτερου κύκλου του, που αναφέρονται μέσα στο ίδιο το κείμενο.[5][7] Επίσης, αρχειακό υλικό μαρτυρεί τις σχέσεις του συγγραφέα με άλλους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Φούλβιο Μαριοτέλλι [it] ή ο Πρόσπερο Ποντιάνι [it], και οι δύο μέλη της Accademia degli Insensati της Περούτζια. Αυτή η λογοτεχνική ακαδημία, όπως και η Accademia degli Intronati της Σιέννας, φαίνεται να άσκησε επίδραση στην σύνταξη της Εικονολογίας.[5][8]

Ο Ρίπα έμεινε στην αυλή του καρδιναλίου Σλαβιάτι μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 1602.[3] Στη συνέχεια βρήκε άλλους χορηγούς, μεταξύ των οποίων ο Γκρεγκόριο Πετρόκινι [en] (ιταλ.: Gregorio Petrocchini), καρδινάλιος του Μοντελπάρο,[4] ωστόσο τα ακριβή χρονικά όρια της περιόδου αυτής παραμένουν άγνωστα.[3]

Γύρω στο 1611 επανήλθε στην υπηρεσία της οικογένειας Σλαβιάτι και συγκεκριμένα στον κύκλο του μαρκήσιου Λορέντσο Σαλβιάτι (ιταλ.: Lorenzo Salviati).[4] Από το 1611 ως το 1620, εκκλησιαστικά αρχεία μαρτυρούν την παραμονή του στη Ρώμη, βία Παολίνα,[9] όπου και πέθανε σε κατάσταση φτώχειας στις 22 Ιανουαρίου του 1622.[3] Τάφηκε στην εκκλησία Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο.[4]

Η Γεωργία, ξυλογραφία από την πέμπτη ιταλική έκδοση της Εικονολογίας (Cesare Ripa, Iconologia. Σιένα: Matteo Florimi, 1613, σελ. 17).

Το 1593, ο Τσέζαρε Ρίπα εξέδωσε για πρώτη φορά το βιβλίο του με τίτλο Εικονολογία, όπου παρουσιάζει ένα σύνολο αλληγοριών με τη μορφή λημμάτων σε αλφαβητική σειρά.[5] Στις αλληγορίες αυτές περιλαμβάνονται αφηρημένες έννοιες όπως η Φιλία, η Αρετή ή το Ωραίο καθώς και έννοιες που σχετίζονται με τον κόσμο και τη φύση, για παράδειγμα οι ήπειροι, τα τέσσερα Στοιχεία ή οι τέσσερις Εποχές. Στόχος του βιβλίου, σύμφωνα με τον υπότιτλό του, ήταν να χρησιμεύσει στους ποιητές, τους ζωγράφους και τους γλύπτες, για την απεικόνιση των ανθρώπινων αρετών, ελαττωμάτων, συναισθημάτων και παθών (ιταλ.: [Iconologia... Opera non meno utile che necessaria] a poeti, pittori et scultori, per rappresentare le virtù, vitii, affetti et passioni humane).

Οι αλληγορίες της Εικονολογίας εμφανίζονται με ανθρώπινη, συνήθως γυναικεία, μορφή συνοδευόμενη από τα διακριτικά της σύμβολα.[10] Σε κάθε λήμμα, ο Ρίπα εξηγεί την αντίστοιχη αφηρημένη έννοια και περιγράφει την αλληγορική της αναπαράσταση και τους κανόνες που τη διέπουν. Περιγράφει τη στάση και διάθεση που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την προσωποποιημένη μορφή, τα ρούχα που θα πρέπει να φορά διευκρινίζοντας το χρώμα τους, και τα διακριτικά σύμβολα που συνδέονται με την αλληγορία. Ως εκ τούτου, η Εικονολογία, πέρα από την χρησιμότητά της για τους δημιουργούς αλληγορικών εικόνων, παρέχει και τα κλειδιά ερμηνείας των παραστάσεων αυτών.[5]

Η Τελειότητα, χαλκογραφία του Κάρλο Γκράντι σύμφωνα με σχέδιο του Κάρλο Μαριέττι από την έκδοση σε 5 τόμους μεταξύ 1764-1767 (Cesare Ripa, Iconologia, Tomo Quarto. Περούτζια: Piergiovanni Constantini, 1766, σελ. 365).

Οι πηγές του Ρίπα κατά τη συγγραφή της Εικονολογίας μπορούν να ανιχνευτούν στο ίδιο το κείμενο. Συγγράμματα αρχαιολογίας, αρχαίας νομισματικής ή φυσιογνωμικής, κείμενα σχετικά με τα ιερογλυφικά, τα εμβλήματα, τον συμβολισμό των χρωμάτων ή ακόμα μεσαιωνικές εγκυκλοπαίδειες, φαίνεται να χρησίμευσαν στον συγγραφέα ως έργα αναφοράς από τα οποία άντλησε τις απαραίτητες πληροφορίες για τη σύνθεση του λεξικού αλληγοριών του.[5]

Μεταξύ των πηγών της Εικονολογίας, ιδιαίτερη θέση κατέχει η πραγματεία Hieroglyphica[11] του Πιέριο Βαλεριάνο (1477–1558) [en], που εκδόθηκε το 1556 στη Βασιλεία και περιλάμβανε κάποιες χιλιάδες αλληγορίες και διακριτικά σύμβολα, χωρίς εικονογράφηση αλλά με επεξηγηματικά σχόλια.[4] Ο Ρίπα χρησιμοποίησε πολλές αλληγορικές μορφές και διακριτικά σύμβολα, όπως αυτά είχαν περιγραφεί και σχολιαστεί από τον Βαλεριάνο, συνδυάζοντάς τα με στοιχεία από άλλες πηγές.[5] Άλλα κείμενα στα οποία βασίστηκε περιλαμβάνουν:

  • Ωραπόλλων, Ιερογλυφικά, Βενετία, 1505. Σύμφωνα με τον Κριστόφορο Μπουοντελμόντι, ιταλό μοναχό του 14ου-15ου αιώνα, πρόκειται για ένα αρχαίο χειρόγραφο το οποίο ανακάλυψε ο ίδιος σε κάποιο ελληνικό νησί γύρω στο 1420. Το κείμενο συγκεντρώνει πάνω από εκατό παραστατικά σχέδια με αλληγορικό περιεχόμενο και την ερμηνεία τους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1505 στη Βενετία από τον Άλδο Μανούτιο, ενώ η γερμανική έκδοση εικονογραφήθηκε από τον Άλμπρεχτ Ντύρερ. Το βιβλίο εκδόθηκε επίσης στη Γαλλία το 1543, καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, με ανατυπώσεις καθ' όλο τον 16ο αιώνα. Υπήρξε πηγή έμπνευσης για τα Ιερογλυφικά του Βαλεριάνο.[12]
  • Andrea Alciatο, Emblematum liber [en], Άουγκσμπουργκ, 1531. Βιβλίο αλληγοριών με ξυλογραφίες και επεξηγηματικά σχόλια για κάθε έννοια. Αρχικά εκδόθηκε στα λατινικά ενώ πέντε χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και στα γαλλικά (Παρίσι, 1536).[4] Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο εμβλημάτων. Η δομή του συντέλεσε στο να οριστεί στο εξής το έμβλημα ως ο συνδυασμός τριών στοιχείων: μιας σύντομης ρήσης, μιας εικόνας και ενός επεξηγηματικού σχολίου πάνω στη σχέση αυτών των δύο.[13]
  • Φραντσέσκο Κολόννα, Υπνερωτομαχία Πολύφιλου, Βενετία, 1499. Ίσως το πιο διάσημο από τα βιβλία που ενέπνευσαν τον Ρίπα. Μυθιστόρημα που εκδόθηκε επίσης από τον Άλδο Μανούτιο, και του οποίου ο κεντρικός ήρωας, βυθισμένος σε ένα αλληγορικό όνειρο, συναντά διάφορες μορφές, γρίφους και ιερογλυφικά, στην προσπάθειά του να φτάσει στην αγαπημένη του.[4][14]
  • Vincenzo Cartari, Le Imagini de i dei de gli antichi, Βενετία, 1556. Μυθολογικό λεξικό που απευθυνόταν, όπως και η Εικονολογία, στο καλλιτεχνικό κοινό ως εγχειρίδιο εικονογραφίας όπου οι δημιουργοί μπορούσαν να βρουν ιδέες για τα έργα τους.[15]

Η πρώτη έκδοση της Εικονολογίας περιλάμβανε μόνο το κείμενο του Ρίπα. Από την έκδοση του 1603 και εξής όμως, το βιβλίο εμπλουτίστηκε με ξυλογραφίες που αναπαριστάνουν τις διάφορες αλληγορίες, σύμφωνα με σχέδια γνωστών Ιταλών καλλιτεχνών.[3][16] Η εικονογράφηση, καθώς και η προσθήκη ευρετηρίου από το 1611 και εξής,[17] διευκόλυνε περαιτέρω τον αναγνώστη, ενώ ο γενικότερος διδακτικός χαρακτήρας του κειμένου συνέβαλε στην επιτυχία του βιβλίου, ιδίως ως εγχειριδίου εικονογραφίας για καλλιτέχνες.

Διάδοση και επίδραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αλήθεια, ξυλογραφία από την πρώτη εικονογραφημένη έκδοση της Εικονολογίας (Cesare Ripa, Iconologia. Ρώμη: Lepido Facij, 1603, σελ. 500).

Η Εικονολογία άσκησε μεγάλη επίδραση στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία των δύο αιώνων που ακολούθησαν την πρώτη έκδοση, τόσο στην Ιταλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επανεκδόθηκε επανειλημμένα, μεταφράστηκε, βελτιώθηκε και εμπλουτίστηκε, αρχικά από τον ίδιο τον Ρίπα, στη συνέχεια από άλλους, πριν και μετά τον θάνατο του συγγραφέα.[3]

Καθ' όλο τον 17ο και το 18ο αιώνα κυκλοφόρησαν συνολικά έντεκα ιταλικές εκδόσεις (1593, 1602, 1603, 1611, 1613, 1618, 1625, 1630, 1645, 1669, 1764-1767), στις οποίες πρέπει να προστεθούν πολυάριθμες ξενόγλωσσες εκδόσεις: στα γαλλικά (1636, 1643 ή 1644, 1698, 1766), στα ολλανδικά (1644, 1699), στα γερμανικά (1704, 1760) και στα αγγλικά (1709, 1799).[18] Ένα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από κανένα πραγματικό καλλιτέχνη, γράφει για την Εικονολογία ο Ζεράρ ντε Λαιρές, Ολλανδός ακαδημαϊκός ζωγράφος του 17ου αιώνα,[19] ενώ ο Γάλλος σύγχρονός του Σαρλ Αλφόνς Ντυφρενουά [en], επίσης ζωγράφος και συγγραφέας, τη συγκαταλέγει στα βιβλία που πρέπει να βρίσκονται στην βιβλιοθήκη κάθε λάτρη της τέχνης, δίπλα στη Βίβλο και τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου.[20]

Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, Η Αλήθεια, 1646–52, μαρμάρινο γλυπτό. Γκαλλερία Μποργκέζε.

Ιστορικές μελέτες βεβαιώνουν την επίδραση της Εικονολογίας στο έργο σημαντικών καλλιτεχνών της περιόδου σημειώνοντας ωστόσο και τα όρια της επίδρασης αυτής.[10][21] Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι Ιταλοί καλλιτέχνες Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, Ντομενικίνο, Φραντσέσκο Αλμπάνι, Γκουερτσίνο, Αννίμπαλε Καρράτσι, ή οι Γάλλοι Σεμπαστιάν Μπουρντόν [en], Σιμόν Βουέ, Εστάς Λε Συέρ, Σαρλ Λε Μπρεν.[10] Μεταξύ των έργων που επιβεβαιωμένα βασίστηκαν στις συμβουλές του Ρίπα για την προσωποποιημένη απεικόνιση εννοιών, μπορεί να αναφερθεί η διακόσμηση της Αίθουσας του Κλήμεντα στο Βατικανό, που φιλοτεχνήθηκε από τους αδερφούς Τζιοβάνι [en] και Κερουμπίνο Αλμπέρτι [en], φίλους τους συγγραφέα.[22][23]

Οι καλλιτέχνες βέβαια δεν ακολουθούσαν κατά γράμμα τους κανόνες της Εικονολογίας. Πολλές φορές τους ερμήνευαν ελεύθερα ή τους αγνοούσαν εντελώς.[24] Ιδίως προς τα τέλη του 17ου αιώνα, κάποιοι που είχαν εμβαθύνει στον τομέα της αλληγορίας και των συμβόλων, συνέθεσαν δικούς τους αλληγορικούς συνδυασμούς τους οποίους ένας θεατής εξίσου ειδήμων θα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει. Αυτή η πρακτική σύντομα έγινε αντικείμενο κριτικής από διανοητές όπως ο Ροζέρ ντε Πιλ [en][25] και αργότερα ο αββάς Ντυ Μπος [en], οδηγώντας σταδιακά στην παρακμή του είδους. Αν το 1668 ο Αντρέ Φελιμπιέν [en] τοποθετούσε την αλληγορία στην κορυφή της ιεραρχίας των καλλιτεχνικών ειδών,[26] κατά τον 18ο αιώνα, το είδος άρχισε πλέον να θεωρείται ξεπερασμένο, υπερβολικό και ελιτίστικο.[27] Με το πέρασμα στον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό, η αλληγορία δεν αποσκοπούσε πλέον στην έκφραση μιας ιδέας αλλά πιο πολύ στην ενσάρκωση μιας υπόκωφης νοσταλγίας, αυτής του μεγαλείου της αρχαιότητας ή μιας αρχέγονης ψυχής.[28] Το έργο καλλιτεχνών όπως ο Γκόγια ή ο Ουίλιαμ Μπλέικ εκφράζει αυτή τη μετατόπιση του συμβολικού προς τις πιο ονειρικές του προεκτάσεις.[28]

Η Εικονολογία και η ιστορία της τέχνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά την ευρεία της διάδοση την εποχή του μπαρόκ, η Εικονολογία κατά τον 19ο αιώνα έπεσε σε λήθη.[10] Με εξαίρεση κάποιες πολύ διαδεδομένες αλληγορίες όπως οι Μούσες, οι εποχές ή οι θεολογικές αρετές [en], η σημασία και η προέλευση των περισσότερων αλληγορικών μορφών αγνοούνταν ή αποδίδονταν στον εκάστοτε καλλιτέχνη, δεδομένου του μεγάλου τους αριθμού και της νέας αντίληψης για τον καλλιτέχνη ως αποκλειστικό υπεύθυνο τόσο για τη μορφή όσο και για το περιεχόμενο του έργου του.[29] Χάρη στην έρευνα του Εμίλ Μαλ [en], και συγκεκριμένα στο άρθρο του Το κλειδί των ζωγραφιστών και γλυπτών αλληγοριών του 17ου και 18ου αιώνα που δημοσιεύτηκε το 1927,[30] το έργο του Ρίπα επανέκτησε την θέση που του αναλογεί στην ιστορία της τέχνης, επιτρέποντας να δοθεί ακριβής και τεκμηριωμένη ερμηνεία σε πολλά έργα που περιλάμβαναν αλληγορικές παραστάσεις και μέχρι τότε θεωρούνταν αινιγματικά.[29]

H αποδοχή βέβαια της Εικονολογίας δεν συνέβη χωρίς ενδοιασμούς. Η εισήγηση του Εμίλ Μαλ επήλθε σε μια εποχή όπου επικρατούσε η ψυχαναλυτική προσέγγιση της ερμηνείας των συμβόλων.[29] Ταυτόχρονα, η ίδια η δομή του εγχειριδίου ως λεξικού των αλληγοριών και όχι των διακριτικών τους συμβόλων, είχε ως αποτέλεσμα, στις εκδόσεις που δεν περιλαμβάνουν ευρετήριο των συμβόλων, η χρήση του για την ερμηνεία των παραστάσεων να προϋποθέτει πολλές φορές την ταυτοποίηση της εκάστοτε αλληγορίας.[31] Ένας τρίτος λόγος που φαίνεται να καθυστέρησε την αποκατάσταση της Εικονολογίας ως έργου αναφοράς για την ιστορία της τέχνης είναι οι σημαντικές διαφορές μεταξύ των εκδόσεών της ως προς τον αριθμό των συμπεριλαμβανομένων αλληγοριών.[31] Τέλος, όπως σημειώθηκε, η ερμηνεία των αλληγοριών του Ρίπα από τους καλλιτέχνες υπήρξε, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, ελεύθερη.[31]

Σήμερα η Εικονολογία χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο, επιτρέποντας την αποκωδικοποίηση των αλληγορικών μορφών και παραστάσεων της μπαρόκ τέχνης. Θεωρείται επίσης σημαντική πρωτογενής πηγή ως προς τον τρόπο που νοούνταν ο συμβολισμός και η αλληγορία κατά τον 17ο αιώνα.[24]

  1. Le Luel (1999).
  2. Πρόκειται για την υπόθεση που υποστηρίζουν οι περισσότερες βιογραφίες του Ιταλού συγγραφέα (βλέπε για παράδειγμα Le Luel (1999), σελ. 745, Brême (1999), σελ. 11), παρότι η ιστορικός Chiara Stefani παρουσίασε στοιχεία που φαίνεται να την θέτουν υπό αμφισβήτηση (Stefani (1990), σελίδες 309-310, Le Luel (1999), σελ. 745).
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Le Luel (1999), σελ. 745.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Brême (1999), σελ. 11.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 Le Luel (1999), σελ. 746.
  6. Παλιότερα θεωρείτο ότι ο τίτλος του απονεμήθηκε από τον Κάρολο Εμμανουήλ Α΄ της Σαβοΐας (βλέπε π.χ. Brême (1999), σελ. 12), ωστόσο τεκμήρια από τα Μυστικά αρχεία του Βατικανού επιβεβαιώνουν ότι επρόκειτο για τον Πάπα Κλήμη Η΄ (Witcombe (1992), σελίδες 278-279).
  7. Stefani (1990), σελ. 308.
  8. Stefani (1990), σελ. 309.
  9. Πιθανώς η σημερινή βία ντελ Μπαμπουίνο [en].
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Le Luel (1999), σελ. 747.
  11. Valerianus Bolzanius, Ioannes Pierius (1556). Hieroglyphica, sive De sacris Aegyptiorum literis commentarii [Ιερογλυφικά, ή Σχόλια περί των ιερών γραμμάτων των Αιγυπτίων] (στα Λατινικά). Βασιλεία: [Michael Isengrin]. 
  12. Brême (1999), σελίδες 10-11.
  13. Becker (2003).
  14. Όπως σημειώνει ο Dominique Brême, για έναν άνθρωπο της Αναγέννησης, η λέξη ιερογλυφικό δηλώνει όχι μόνο τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά, αλλά γενικότερα τις αλληγορικές μορφές (Brême (1999), σελ. 10).
  15. Robertson (2003)
  16. Pierguidi (1998).
  17. Να σημειωθεί ότι από το 1611 και εξής, η Εικονολογία περιλάμβανε ευρετήριο όχι μόνο για τους συγγραφείς στους οποίους γίνεται αναφορά μέσα στο κείμενο, αλλά και για τα ζώα, τα φυτά και τα αντικείμενα που έχουν ρόλο διακριτικών συμβόλων, καθώς και για τις χειρονομίες των αλληγορικών μορφών (McGrath (2003)).
  18. Le Luel (1999), σελ. 746. Για τις γαλλικές εκδόσεις βλέπε επίσης τις αντίστοιχες εγγραφές στο Ψηφιακό αρχείο της Εθνικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας:
    • Ripa, Cesare (1636). Iconologie. Μτφρ. Baudoin, Jean. Παρίσι: Mathieu Guillemot. 
    • Ripa, Cesare (1644). Iconologie. Μτφρ. Baudoin, Jean. Παρίσι: Mathieu Guillemot. 
    • Ripa, Cesare (1698). Iconologie. Μτφρ. Baudoin, Jean. Άμστερνταμ: Adrian Braakman. 
  19. McGarth (1983), σελ. 363.
  20. Brême (1999), σελ. 14.
  21. Bar (2001).
  22. McGrath (2003).
  23. Witcombe (1992).
  24. 24,0 24,1 «Ripa, Cesare». Dictionary of Art Historians (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2025. 
  25. Roger de Piles (1708), σελ. 58.
  26. Félibien (1668).
  27. Brême (1999), σελίδες 9, 15, 17.
  28. 28,0 28,1 Brême (1999), σελ. 17.
  29. 29,0 29,1 29,2 Brême (1999), σελ. 8.
  30. Mâle (1927).
  31. 31,0 31,1 31,2 Brême (1999), σελ. 9.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Cesare Ripa στο Wikimedia Commons