Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσοπ στικς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τα τσοπ στικς (ξυλάκια φαγητού) είναι ζεύγη ράβδων ίσου μήκους που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία κουζίνας και σερβίτσιο φαγητού για πάνω από τρεις χιλιετίες στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ασίας. Τοποθετούνται στο κυρίαρχο χέρι κρατώντας τα με τα δάχτυλα, και χρησιμοποιούνται ως προεκτάσεις του χεριού για να συλλέγουν την τροφή.

Τα τσοπ στικς προέρχονται από την Κίνα, ενώ αργότερα εξαπλώθηκαν και σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ασίας. Στη Δύση, η χρήση τους έχει συνδεθεί με την ασιατική κουζίνα, ιδιαίτερα σε πόλεις με σημαντικές κοινότητες της ανατολικοασιατικής διασποράς. Στη Νοτιοανατολική Ασία, η χρήση τους διαδόθηκε είτε μέσω της κινεζικής διασποράς, είτε μέσα από συγκεκριμένα πιάτα, όπως τα νουντλ, που συνήθως τρώγονται με τσοπ στικς.

Παραδοσιακά κατασκευάζονται από ξύλο, μπαμπού, μέταλλο, ελεφαντόδοντο και κεραμικά υλικά, ενώ στις μέρες μας κατασκευάζονται όλο και περισσότερα από πλαστικό, ανοξείδωτο ατσάλι, και τιτάνιο.

Θεωρείται ότι απαιτείται αρκετή εξάσκηση για να κατακτηθεί η δεξιότητα χρήσης τους. Σε ορισμένες χώρες, η μη τήρηση του σωστού πρωτοκόλλου χρήσης θεωρείται αγένεια, αν και η αυστηρότητα αυτών των κανόνων έχει μειωθεί σε σύγκριση με το παρελθόν.

Τα τσοπ στικς χρησιμοποιούνται τουλάχιστον από τη Δυναστεία Σανγκ (1766–1122 π.Χ.). Ωστόσο, ο ιστορικός της Δυναστείας Χαν, Σίμα Τσιεν, έγραψε ότι είναι πιθανό να χρησιμοποιούνταν ήδη από τη Δυναστεία Χσιά και ακόμα νωρίτερα, στον πολιτισμό Ερλιτού, αν και τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της περιόδου είναι δύσκολο να βρεθούν[1].

Τα παλαιότερα τσοπ στικς που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα είναι έξι μπρούτζινα ξυλάκια, μήκους 26 εκατοστών και πλάτους 1,1 έως 1,3 εκατοστών, τα οποία βρέθηκαν στα Ερείπια του Γιν, κοντά στην πόλη Ανγιάνγκ (επαρχία Χενάν). Αυτά χρονολογούνται περίπου στο 1200 π.Χ., κατά τη Δυναστεία Σανγκ, και πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα. Η πρώτη γνωστή αναφορά στη χρήση των τσοπ στικς σε κείμενο προέρχεται από το έργο Χαν Φέι Τζι, ένα φιλοσοφικό κείμενο του Χαν Φέι (περ. 280–233 π.Χ.) που γράφτηκε τον 3ο αιώνα π.Χ.

Η ευρεία διάδοση των τσοπ στικς στην κινεζική κουλτούρα αποδίδεται συχνά στη Κομφουκιανή φιλοσοφία, η οποία θέτει την οικογενειακή αρμονία ως θεμέλιο της πολιτισμένης κοινωνίας. Ο Κομφούκιος φέρεται να είπε ότι «τα μαχαίρια είναι για τους πολεμιστές, αλλά τα τσοπ στικς είναι για τους λόγιους»[2], ενώ ο διάδοχός του, Μέγκιος, σχετίζεται με τη ρήση: «ο τίμιος και ενάρετος άνθρωπος αποφεύγει τόσο το σφαγείο όσο και την κουζίνα… και δεν επιτρέπει μαχαίρια στο τραπέζι του». Η αναφορά των τσοπ στικς από τον Κομφούκιο στο έργο του Βιβλίο των Τελετών υποδηλώνει ότι αυτά ήταν ευρέως διαδεδομένα κατά την Περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών (περ. 475–221 π.Χ.)

Εργαλεία κουζίνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα τσοπ στικς χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα, το σκάλισμα της φωτιάς, το σερβίρισμα ή το πιάσιμο κομματιών φαγητού και όχι ως σερβίτσιο. Ένας λόγος ήταν ότι πριν από τη δυναστεία Χαν, το κεχρί ήταν το κυρίαρχο σιτηρό στη Βόρεια Κίνα, την Κορέα και περιοχές της Ιαπωνίας. Ενώ τα τσοπ στικς χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική, ο χυλός κεχριού τρωγόταν με κουτάλια[3]. Η χρήση τους στην κουζίνα συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Τα Ryōribashi (料理箸) είναι ιαπωνικά μαγειρικά τσοπ στικς που χρησιμοποιούνται στην ιαπωνική κουζίνα για την προετοιμασία του φαγητού. Αυτά τα τσοπ στικς επιτρέπουν το χειρισμό ζεστού φαγητού με το ένα χέρι, και χρησιμοποιούνται όπως τα συμβατικά ξυλάκια. Έχουν μήκος 30 εκατοστά ή περισσότερο και μπορεί να είναι δεμένα μεταξύ τους με ένα κορδόνι στο επάνω μέρος. Συνήθως είναι κατασκευασμένα από μπαμπού, για το τηγάνισμα σε λάδι όμως, προτιμώνται μεταλλικά τσοπ στικς με λαβές από μπαμπού, καθώς το μπαμπού αποχρωματίζεται και γίνεται λιπαρό μετά από επανειλημμένη χρήση σε καυτό λάδι. Οι λαβές από μπαμπού προστατεύουν από τη θερμότητα.

Παρομοίως, στο Βιετνάμ χρησιμοποιούν τα Đũa cả (𥮊奇) ή «μεγάλα τσοπ στικς» στη μαγειρική και για το σερβίρισμα του ρυζιού από την κατσαρόλα.

Τα τσοπ στικς άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως σερβίτσιο κατά τη Δυναστεία Χαν, καθώς η κατανάλωση ρυζιού αυξήθηκε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα κουτάλια συνέχισαν να χρησιμοποιούνται μαζί με τα τσοπ στικς στα γεύματα. Από τη Δυναστεία Μινγκ και έπειτα, τα τσοπ στικς καθιερώθηκαν αποκλειστικά τόσο για το σερβίρισμα όσο και για το φαγητό, αποκτώντας το όνομα kuaizi και το τωρινό τους σχήμα[3].

Παγκόσμια διάδοση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση των τσοπ στικς ως εργαλεία κουζίνας και σερβίτσιο φαγητού εξαπλώθηκε στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία με την πάροδο του χρόνου. Μελετητές όπως ο Isshiki Hachiro και ο Lynn White έχουν παρατηρήσει πως ο κόσμος χωρίζεται σε τρεις γαστρονομικές συνήθειες ή πολιτιστικές σφαίρες διατροφής: εκείνους που τρώνε με τα δάχτυλα, εκείνους που χρησιμοποιούν πιρούνια και μαχαίρια, και τη «σφαίρα των τσοπ στικς», που περιλαμβάνει την Κίνα, την Ιαπωνία, την Κορέα και το Βιετνάμ[3].

Καθώς η μετανάστευση των Κινέζων Χαν αυξανόταν, εξάπλωσαν τη χρήση των τσοπ στικς ως σερβίτσιο σε χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως το Μπρουνέι, η Καμπότζη, το Λάος, το Νεπάλ, η Μαλαισία, η Μιανμάρ, η Σιγκαπούρη και η Ταϊλάνδη. Στη Σιγκαπούρη και τη Μαλαισία, οι Κινέζοι Χαν παραδοσιακά καταναλώνουν όλη την τροφή τους με τσοπ στικς, ενώ οι εθνοτικές ομάδες των Ινδών και των Μαλαισιανών (ειδικά στη Σιγκαπούρη) χρησιμοποιούν κυρίως τσοπ στικς για την κατανάλωση πιάτων με νουντλς. Η χρήση είτε τσοπ στικς, είτε κουταλιού, είτε πιρουνιού είναι εναλλάξιμη σε αυτές τις περιοχές[4]. Στο Λάος, τη Μιανμάρ, την Ταϊλάνδη και το Νεπάλ, τα τσοπ στικς χρησιμοποιούνται συνήθως αποκλειστικά για την κατανάλωση νουντλ[3].

Αντίστοιχα, τα τσοπ στικς έχουν γίνει πιο αποδεκτά σε σχέση με την ασιατική κουζίνα σε όλο τον κόσμο, στη Χαβάη[5], στη Δυτική Ακτή της Βόρειας Αμερικής και σε πόλεις με ασιατικές κοινότητες του εξωτερικού σε ολόκληρη την υφήλιο. Η πρώτη ευρωπαϊκή αναφορά στα τσοπ στικς προέρχεται από το πορτογαλικό έργο Suma Oriental του Tomé Pires, ο οποίος έγραψε το 1515 στη Μαλάκκα: «Αυτοί [οι Κινέζοι] τρώνε με δύο ραβδιά και κρατούν το πήλινο ή πορσελάνινο μπολ στο αριστερό τους χέρι, κοντά στο στόμα, με τα δύο ραβδιά για να ρουφήξουν. Αυτός είναι ο κινεζικός τρόπος.»[6].

  1. Needham, Joseph· Huang, Hsing-Tsung (2000). Science and civilisation in China. Cambridge: Cambridge university press. ISBN 978-0-521-65270-4. 
  2. Fam, Kim-Shyan; Yang, Zhilin; Hyman, Mike (2009-10). «Confucian/Chopsticks Marketing» (στα αγγλικά). Journal of Business Ethics 88 (S3): 393–397. doi:10.1007/s10551-009-0307-6. ISSN 0167-4544. http://link.springer.com/10.1007/s10551-009-0307-6. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Wang, Q. Edward (2015). Chopsticks: a cultural and culinary history. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-1-107-02396-3. 
  4. Suryadinata, Leo, επιμ. (1997). Ethnic Chinese as Southeast Asians. Singapore: ISEAS Publishing. ISBN 978-981-3055-50-6. 
  5. Why chopsticks? Their origin and original function. Cambridge University Press. 26 Ιανουαρίου 2015. σελίδες 16–40. 
  6. C., G. R.; Cortesao, Armando (1946-10). «The Suma Oriental of Tome Pires 1512-15; And the Book of Francisco Rodrigues». The Geographical Journal 108 (4/6): 252. doi:10.2307/1789849. ISSN 0016-7398. https://doi.org/10.2307/1789849.