Τύρναβος
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συντεταγμένες: 39°44′7″N 22°17′13″E / 39.73528°N 22.28694°E
Τύρναβος | |
---|---|
39°44′7″N 22°17′13″E | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Τυρνάβου |
Πληθυσμός | 11.210 (2021) |
Ταχ. κωδ. | 40100 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τύρναβος είναι η πέμπτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Θεσσαλίας και βρίσκεται στο Νομό Λάρισας. Είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου δήμου με πληθυσμό 11.210 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Είναι γνωστή για το τοπικό τσίπουρο και ούζο, καθώς και για το καρναβάλι του που έχει αρχαίες ρίζες,[1] το Μπουρανί.
Γεωγραφική θέση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεωμορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Δήμος Τυρνάβου υπάγεται διοικητικά στο Νομό Λάρισας και υπήρξε πρωτεύουσα της πρώην ομώνυμης επαρχίας. Αποτελείται από τις δημοτικές ενότητες Αμπελώνος (με έδρα τον Αμπελώνα) και Τυρνάβου. Ο συνολικός πληθυσμός του ανέρχεται στους 22.280 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021.
Ο δήμος βρίσκεται χωροθετημένος στο δυτικό τμήμα του Νομού Λάρισας. Ειδικότερα, συνορεύει:
- Βόρεια με τον δήμο Ελασσόνας
- Δυτικά με τους δήμους Φαρκαδόνας και Ελασσόνας
- Νότια με τον δήμο Λαρισαίων
- Ανατολικά με τον δήμο Τεμπών
Η έδρα του δήμου βρίσκεται σε υψόμετρο 90 μ. στους πρόποδες του όρους της Μελούνας και σε απόσταση 16 χλμ. ΒΔ από την πόλη της Λάρισας, στο σταυροδρόμι οδικών αρτηριών, που συνδέουν την πεδιάδα της Λάρισας με την Ελασσόνα. Επίσης, ένας άλλος οδικός άξονας, ακολουθώντας τους πρόποδες του κάτω Ολύμπου, συνδέει το δήμο με την κοιλάδα των Τεμπών.
Η σχετική θέση του δήμου στην ευρύτερη περιοχή του νομού και η άμεση γειτνίαση με το μεγάλο αστικό κέντρο της Λάρισας, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξή του. Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται ως πεδινή ενώ περικλείεται από λόφους ΒΑ και ΒΔ της.
Η περιοχή του δήμου διατρέχεται από τον παραπόταμο του Πηνειού, του Ευρώπου ή Τιταρήσιου (Ξηριά), του επονομαζόμενου παλαιότερα "Καρά ντερές". Η πόλη του Τυρνάβου είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού, ο οποίος φθάνει μέσα στην πόλη, αφού διαγράψει έναν πλήρη κύκλο, σχηματίζοντας την κοιλάδα της Ποταμιάς, καθώς κατεβαίνει από τις πηγές του στον Τίταρο. Από εκεί συνεχίζει προς τα στενά της Ροδιάς, παλαιότερα Μουσαλάρ και χύνεται στον Πηνειό.
Οικολογικά δεδομένα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τιταρήσιος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τιταρήσιος (Ξηριάς) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παραποτάμους του Πηνειού ποταμού στην κύρια ροή του ή πεδινό του τμήμα. Ο ποταμός Τιταρήσιος, όπως προαναφέρθηκε, πηγάζει από τις δυτικές κλιτύες του Ολύμπου και κατευθυνόμενου δυτικά, νοτιοδυτικά συμβάλλει με τον Πηνειό ποταμό. Βρίσκεται 70 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το συνολικό μήκος του ποταμού είναι 70 χιλιόμετρα και στο μεγαλύτερο μήκος του είναι μόνιμα κατακλυσμένος, θεωρούμενος ως συνεχούς ροής.
Οι κύριες φυσιογνωμικές μονάδες βλάστησης που συναντώνται είναι οι κοινωνίες καλαμώνων με κυρίαρχο είδος το αγριοκάλαμο (Phragmitis australis) και η παρυδάτια δενδρώδης βλάστηση, με κυρίαρχα φυτικά είδη τον πλάτανο, τις ιτιές και τις λεύκες. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης τύπων υγροτόπων της Συνθήκης Ραμσάρ, που εγκρίθηκε στην 4η Συνάντηση των Συμβαλλόμενων Μελών στο Μοντρέ το 1999, ο Τιταρήσιος ποταμός υπάγεται στην κατηγορία των εσωτερικών υγροτόπων και χαρακτηρίζεται ως ποταμός συνεχούς ροής, παρά το γεγονός ότι συχνά, μετά την έξοδό του από τη λεκάνη απορροής, δεν εμφανίζει διαρκή ροή. Οι σπουδαιότερες σημερινές αξίες του ποταμού είναι η αρδευτική του σημασία η οποία είναι μεγάλη, με πτωτική όμως αποτελεσματικότητα λόγω της μεγάλης πτώσης των υδάτινων αποθεμάτων του τα τελευταία χρόνια και η αναψυχή, η οποία είναι όμως μέσης αξίας. Στον υγρότοπο έχουν επέλθει δραστικές αλλοιώσεις όσον αφορά τα γνωρίσματά του (αβιοτικά και βιοτικά) με κύρια αίτια την κατασκευή έργων διευθέτησης της ροής των υδάτων καθώς και οι υπεραντλήσεις, τόσο του ποταμού όσο και του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, ο οποίος εμπλουτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τα ύδατα του ποταμού.
Ο υγρότοπος του Τιταρήσιου ποταμού υφίσταται μέση επιβάρυνση από τη ρίψη υγρών και στερεών αποβλήτων των παρόχθιων οικισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ύπαρξη ανεξέλεγκτων χώρων ρίψης στερεών αποβλήτων των δημοτικών διαμερισμάτων Ροδιάς, Βρυοτόπου, Δελερίων καθώς και μπάζων εντός της κοίτης του ποταμού μέχρι πρόσφατα. Χαμηλή επιβάρυνση δέχεται, επίσης, από τα υγρά απόβλητα βιοτεχνιών - μεταποιητικών επιχειρήσεων με κύριο παράδειγμα τη μονάδα παραγωγής τοματοπολτού ακριβώς στην περιοχή του οικισμού της Ροδιάς. Επίσης, 3 χλμ. έξω από το Αργυροπούλι βρίσκεται η λίμνη "Μάτι Τυρνάβου", η οποία, μαζί με τον Πηνειό, αποτελούν τους μοναδικούς υδροβιότοπους του νομού. Το Μάτι αποτελεί σήμερα τη μοναδική φυσική λίμνη της Θεσσαλίας και, παρά τη μικρή της έκταση (250 στρέμματα), αποτελεί τον πυρήνα ενός οικοσυστήματος με πλούσια χλωρίδα και πανίδα.
Οι διακριτές μονάδες οικοσυστημάτων που εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή του έργου είναι οι αγροτικές εκτάσεις με μονοετή φυτά και η κοινότητα των άγριων ζώων και των πτηνών. Οι αροτριαίες γεωργικές καλλιέργειες με μονοετή φυτά σαν οικοσυστήματα υφίστανται αρκετά έντονες επεμβάσεις, αφού εκτός της χρήσης χημικών ουσιών έχουμε και τη διατάραξη της δομής του εδάφους με βαθιές αρόσεις που επιτρέπουν αποπλύσεις και παρασύρσεις εδαφών σε επικλινή σημεία. Το ότι οι καλλιέργειες είναι κυρίως ξηρικές (σιτάρι, κριθάρι) μειώνει τις τάσεις υποβάθμισης των εδαφών. Η κατάσταση στις περιοχές με αυτού του είδους τις αγροτικές επεμβάσεις είναι μάλλον σταθερή, όμως απαιτούνται σημαντικές εισροές ενέργειας για να διατηρηθεί η αναπαραγωγική τους ικανότητα.
Η ζωική βιοκοινότητα των άγριων θηλαστικών είναι πολύ φτωχή σε είδη, αφού οι εχθροί της είναι πολλοί και οι βιότοποι συνεχώς κατακερματίζονται από δρόμους και μειώνονται από την επέκταση του αστικού χώρου. Εποχιακά παρατηρείται αύξηση κάποιων ειδών ή εξαφάνιση άλλων, γεγονότα που διαταράσσουν την τροφική αλυσίδα. Η πτηνοπανίδα και ιχθυοπανίδα είναι και αυτές σε κατάσταση ασταθή και με πορεία μάλλον φθίνουσα, αφού εμφανίζουν τα ίδια προβλήματα με τη ζωοκοινότητα. Η περιοχή μελέτης είναι φτωχή από σημαντικά ή σπάνια στοιχεία της φύσης, γι' αυτό και δεν υπάρχει καμία προστατευόμενη θέση ή στοιχείο.
Χλωρίδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην ευρύτερη περιοχή μελέτης η χλωρίδα που αναπτύσσεται στην παρόχθια περιοχή του Τιταρήσιου ποταμού, παράλληλα με το κράσπεδο του βραδέως ρέοντος ποταμού, μορφοποιείται στις εξής διαφορετικές φυσιογνωμικές μονάδες βλάστησης:
- Βλάστηση καλαμώνων: αποτελείται από υπερυδατικά μακρόφυτα που σχηματίζουν τους γνωστούς καλαμώνες με τα είδη καλάμι (Arundo domax) και αγριοκάλαμο (Phragmites communis).
- Αλοφυτική/ημιαλοφυτική βλάστηση: τη συνθέτουν είδη όπως: βούρλο (Jungus maritimus), αρμυρήθρα (Salicornia herbacea) και αγριοσπανάκι (Chenopodium heinricus).
- Βλάστηση αμμοθινών και αμμωδών ακτών: συναντώνται είδη όπως το τριβόλι (Salsola kali), το αγριόβλητο (Amaranthus retroflexuw) και η γλυστρίδα (Portulaca oleracea).
- Παρυδάτια δενδρώδης βλάστηση και θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων με τα είδη καβάκι (Populus nigra), πλάτανος (Platanus orientalis), λεύκη (Populus alba), φτελιά (Ulmus campestris) και ιτιά (Salix alba)
- Βλάστηση υγρών λιβαδιών: με κυριότερους αντιπροσώπους τα είδη αγριοδυόσμος (Mentha longifolia) και διάφορα είδη τριφυλλιών (Trifolium spp.).
- Φρυγανική βλάστηση: αντιπροσωπεύεται από τα ποικίλα είδη των γαλατσίδων (Euphorbia spp.).
Σε τμήματα της περιμετρικής ζώνης του υγροτόπου υπάρχουν δενδρώδεις καλλιέργειες αμυγδαλιών, ενώ μια σημαντική έκταση της περιοχής καλύπτεται από βιομηχανικές καλλιέργειες αμπελιών, ντομάτας, ζαχαρότευτλων (Beta vulgaris var. altissima), σιτηρών, καρπουζιών (Citrulus lanatus), σπαραγγιών (Asparagus officinalis), καθώς επίσης και από βοσκότοπους, χορτολιβαδικές εκτάσεις, κλπ.
Πανίδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες μελέτες για την πανίδα των θηλαστικών στην ευρύτερη περιοχή. Μετά από επιτόπιες επισκέψεις και συζητήσεις με τους κατοίκους της περιοχής, και σε συνδυασμό με τις γενικές αναφορές και τους υπάρχοντες καταλόγους που αφορούν και την ευρύτερη περιοχή του υγροβιότοπου (η οποία γειτνιάζει με την κοιλάδα των Τεμπών, απέχοντας μόλις 23 χλμ.), υπάρχουν 22 είδη θηλαστικών. Από αυτά έξι προστατεύονται από το Π.Δ.67/80 (ΦΕΚ 23/Α 30-1-1981), 11 από τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης και έξι από την Οδηγία 93/43/ΕΕ (ΕΕL206 της 22-7-1992).
Όσον αφορά την πανίδα των θηλαστικών, η σημαντικότητα της περιοχής έγκειται στο ότι η κοιλάδα των Τεμπών, με την οποία η περιοχή μελέτης βρίσκεται σε γειτνίαση, αποτελεί το φυσικό σύνδεσμο του Ολύμπου, της Όσσας και του Δέλτα του Πηνειού, ιδιαίτερα σημαντικών περιοχών για τα θηλαστικά.
Όπως παρατηρήθηκε, οι πληθυσμοί κάποιων ειδών υπέστησαν σοβαρή όχληση από τις εργασίες για τον αγωγό φυσικού αερίου στην κοιλάδα των Τεμπών.
Ειδική δημοσίευση ή έρευνα για τους πληθυσμούς των ειδών των αμφίβιων και των ερπετών της περιοχής δεν υπάρχει. Από γενικές βιβλιογραφικές αναφορές και αναφορές κατοίκων της περιοχής καθώς και από το πρόγραμμα CORINE-BIOTOPES της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αναφέρονται όμως στην ευρύτερη περιοχή των Κάτω Ολύμπου, Όσσας, Δέλτα Πηνειού και Κοιλάδας Τεμπών προκύπτουν τα εξής: Αναφέρονται συνολικά 30 είδη αμφίβιων και ερπετών (πιθανόν να υπάρχουν πολύ περισσότερα). Από αυτά 21 είδη προστατεύονται από το Π.Δ. 67/80, 17 από τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης και 6 από την οδηγία 92/73 ΕΟΚ. Από τα 30 είδη που αναφέρονται τα 8 είναι ενδημικά της χώρας μας.
Η κοιλάδα των Τεμπών αποτελεί από οικολογική άποψη μέρος ενός ευρύτερου οικοσυστήματος που συμπεριλαμβάνει το αισθητικό δάσος Όσσας, το δασικό συγκρότημα του Κάτω Ολύμπου και το Δέλτα και τον υδροχαρή βιότοπο του Πηνειού ποταμού. Ο συνολικός αριθμός των ειδών των πουλιών που έχουν καταγραφεί στην όλη περιοχή είναι 254. Από αυτά 123 αναπαράγονται στην περιοχή ενώ τα 131 επισκέπτονται την περιοχή για αναζήτηση τροφής ή περνούν από αυτή κατά τις μεταναστευτικές περιόδους. Η Κοιλάδα των Τεμπών, μαζί με το Δέλτα του, τους πρόποδες των βουνών Κάτω Όλυμπος και Όσσα (Κίσσαβος) έχουν ενταχθεί στο δίκτυο των σημαντικότερων, για τα πτηνά, περιοχών στην Ελλάδα. Στον υγροβιότοπο των Τεμπών έχουν καταγραφεί πολλά είδη πουλιών από τα οποία άλλα φωλιάζουν στην περιοχή και άλλα είδη την επισκέπτονται στο ταξίδι της αναζήτησης της τροφής τους ή περνούν κατά τις περιόδους μετανάστευσης.
Από τα παραπάνω είδη τα 118 απαντώνται στον υγροβιότοπο του Τιταρήσιου, λόγω της άμεσης γειτνίασής του με την κοιλάδα των Τεμπών όλη τη διάρκεια του έτους, 24 μόνο το καλοκαίρι και 6 είδη μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Ιδιαίτερες μελέτες για την ιχθυοπανίδα του Τιταρήσιου ποταμού δεν έχουν γίνει. Παρ' όλα αυτά από δημοσιεύσεις στο ΕΚΒΥ και αναφορές ψαράδων της περιοχής, συμπεραίνεται ότι: Στα γλυκά νερά του Τιταρήσιου έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχουν 37 είδη ψαριών, ενώ πιθανολογείται η παρουσία άλλων 11 ειδών. Ο Τιταρήσιος, με τις αποθέσεις του και την ιλύ που μεταφέρει μαζί με τον Πηνειό ποταμό στη θάλασσα, δημιουργεί ένα πολύ πλούσιο διατροφικό σύστημα το οποίο συντηρεί πολλά είδη ψαριών. Έτσι, εκτός από τα ποτάμια ψάρια, στη μεγάλη ιχθυοσυλλογή γλυκών νερών της περιοχής αυτής εμφανίστηκαν το αναδρομικό είδος Acipenser sturio (μουρούνα-οξύρρυγχος) το οποίο ωοτοκεί και αναπτύσσεται στα ποτάμια για να κατέβει αργότερα στις παράκτιες περιοχές της θάλασσας όπου και διαβιώνει, και το πελαγικό, μεταναστευτικό είδος Alosa fallax nilotica (σαρδελομάνα), που ανήκει επίσης στην κατηγορία των αναδρομικών, ποταμοτόκων ιχθύων. Έχουν παρατηρηθεί επίσης τα είδη Nemacheilus barbatulus (λαδούσα) και Sabanejewia aurata balcanica (χρυσοβελονίτσα) που χαρακτηρίζεται ως απειλούμενο είδος.
Πληθυσμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πληθυσμός ανά τους αιώνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τύρναβος ήταν από τα πολύ παλιά χρόνια αναπτυγμένη και πολυπληθής περιοχή. Στοιχεία ύπαρξης κατοίκησης στη θέση της σημερινής πόλης υπάρχουν από την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Κατά τον 14ο αιώνα πιθανόν ο οικισμός αυτός να συρρικνώθηκε πολύ ή και να εγκαταλείφθηκε για ένα διάστημα, εξαιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών Σέρβων, Αλβανών, Καταλανών και Τούρκων, που σταμάτησαν το 1423 με την οριστική κατάκτηση της Θεσσαλίας από τον Τούρκο στρατηγό Τουραχάν. Ο Τουραχάν επανίδρυσε την πόλη και εγκαταστάθηκε για μεγάλο διάστημα στην περιοχή, που του παραχώρησε ως δώρο ο Σουλτάνος.
Ακολούθησε η μεγάλη ακμή του Τυρνάβου που γύρω στον 17ο και 18ο αιώνα έφτασε τα 4.000 σπίτια, δηλαδή 20.000 κατοίκους περίπου. Οι περισσότεροι απ'αυτούς ήταν Έλληνες. Ο E. Brown, που επισκέφθηκε την πόλη στα 1666, σχηματισε την εντύπωση ότι ήταν πολύ σημαντική, καθόσον μάλιστα είχε δει 18 εκκλησίες και 3 τζαμιά.
Με τον ερχομό του 19ου αιώνα έφτασε και η τελική παρακμή του Τυρνάβου. Από το ημερολόγιο του Άγγλου περιηγητή W. Leake μαθαίνουμε ότι το 1806 ο Τύρναβος περιελάμβανε 1.500 οικογένειες, από τις οποίες οι 70 ήταν Τουρκικές. Οι αιτίες στις οποίες αποδίδεται η ερήμωση είναι: αρκετά διαδοχικά χρόνια πανώλης, ο 1ος Ρωσικός πόλεμος, που έφερε τους Αλβανούς μαζικά στη Θεσσαλία και τελευταία, η κυριαρχία του Αλή Πασά, που ανάγκασε τους Τούρκους να φύγουν μακριά. Τα έξι (6) τζαμιά που υπήρχαν μέχρι τότε στον Τύρναβο, δείχνουν το μέγεθος που είχε φτάσει ο Τουρκικός πληθυσμός και μετά ελαττώθηκε. Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Φ. Πουκεβίλ, το 1815 στην πόλη κατοικούσαν μόνο 3.000 Έλληνες και μερικοί Τούρκοι. Δυο χρόνια αργότερα, το 1817, ο Λαρισαίος Ιωάννης Οικονόμου αναφέρει ότι στον Τύρναβο υπήρχαν μόνο 1.000 σπίτια, 14-15 εκκλησίες, 2 μοναστήρια και 5-6 τζαμιά.
Το 1836 επισκέφθηκε τον Τύρναβο ο Ιωάννης Λεονάρδος, ο οποίος αναφέρει ότι παρά τα όσα υπέφερε η πόλη από τις εκστρατείες κατά των Ελλήνων, μένει πάντα ανθηρή με 3.000 Έλληνες κατοίκους. Οι Τούρκοι που είχαν απομείνει ήταν μόλις 100 και από τα 6 τζαμιά που υπήρχαν πριν 20 χρόνια, σωζόταν μόνο τα 2. Το 1860, σύμφωνα με την περιήγηση του Νικ. Μάγνη, ο Τύρναβος αριθμούσε 4.500-5.000 κατοίκους, από τους οποίους μόνο 100 ήταν Οθωμανοί και οι υπόλοιποι Έλληνες. Είκοσι χρόνια μετά ο Νικ. Γεωργιάδης αναφέρει ότι κατοικούσαν στην πόλη 1.000 Ελληνικές οικογένειες και 100 Οθωμανικές.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1881 απελευθερώθηκε ο Τύρναβος από τους Τούρκους. Ο δήμος Τυρνάβου σχηματίσθηκε με το Β.Δ. της 31ης Μαρτίου 1883. Κατατάχθηκε στη Β' τάξη με πληθυσμό 8113 κατοίκους και έδρα τον Τύρναβο. Με το Β.Δ. της 27ης Σεπτεμβρίου 1890, ο δήμος Τυρνάβου κατατάχθηκε στην Α' τάξη με πληθυσμό 11485 κατοίκους. Η αύξηση του πληθυσμού συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.
Ιστορική αναδρομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ονομασία της πόλης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη Τύρναβος αναφέρεται για πρώτη φορά ως Τέρνοβον στα μέσα του 10ου αιώνα σε μαρτυρολόγιο για τον άγιο Νικόλαο τον ἐν Βουναίνῃ. «Τοῦτο μετὰ τῶν σὺν αὐτῷ ἁγίων κρίνας ὁ ὄντως τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Νικόλαος ὄρος τι κατείληφεν, ὅ, Τέρναβον ἐγχωρίως ὀνομαζόμενον, ἀσκηταῖς ἀνδράσιν ἦν ἐνδιαίτημα· ἠρέμα πως ὑπανακεχωρημένον ὅν, δρυμοῖς καὶ δάσεσιν ἐναβρύνεται καὶ πνοιαῖς εὐκράτοις ἀέρων καταπνεόμενον ὑγείαν ἐκείνοις χαρίζεται· τὸ δὲ τοῦ ὕδατος πότιμον θέλγων οἶνος καὶ ἀγλαὸς τοῖς πίνουσι γίνεται· καὶ θέλγει μὲν τοὺς πίνοντας ὡς οἶνος, λευκότητι δὲ μερῶν καὶ στυφότητι διαφανῆ τὴν ἐπιφάνειαν κέκτηται. Τοιοῦτο τοίνυν ὑπάρχον τὸ Τέρναβον καὶ τοιαύταις καλλυνόμενον χάρισιν οἰκήτορας εἶχε τοὺς ἀσκητάς.»[2] Πρόκειται για όρος, στο οποίο κατέφυγε κυνηγημένος ο άγιος, το οποίο ο εκδότης του μαρτυρολογίου καθηγητής Δημήτριος Σοφιανός ταυτίζει με το όρος Μελούνα[3]. Από την ονομασία του όρους ονομάστηκε έτσι και η γειτονική πόλη.
Η λέξη ετυμολογείται από τη σλαβική λέξη трнова (ακανθώδης), από το трн (αγκάθι), που ανάγεται στην πρωτοσλαβική *tьrnъ με την ίδια σημασία. Ως εκ τούτου η σωστή ετυμολογικά γραφή είναι Τίρναβος. «Οὕτω δὲν εὐσταθεῖ ἡ διατυπωθεῖσα γνώμη τοῦ θεσσαλοῦ Διδασκάλου τοῦ Γένους Κωνσταντίνου Κούμα,[4] τὴν ὁποίαν ἐδέχθησαν καὶ μεταγενέστεροι μελετηταί,[5] ὅτι δηλαδὴ ὁ Τίρναβος (sic) ἰδρύθη παρὰ τοῦ Τούρκου Τουραχάν μπέη, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου, περὶ τὸ ἔτος 1423, ὡλοκληρώθη ἡ τουρκικὴ κατάκτησις τῆς Θεσσαλίας, καὶ ὅτι ἔλαβε τὴν ὀνομασίαν Τίρναβος (sic) ἐκ τῆς τουρκικῆς λέξεως «τούρνας», σημαινούσης τὸν ποτάμιον λάβρακα, τοῦ ὁποίου ἔβριθεν ὁ οὐχὶ μακρὰν τῆς πόλεως Τιταρήσιος ποταμός.»[6]
Η περιοχή πριν την ίδρυση της πόλης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περιοχή του Τυρνάβου, λόγω των πλεονεκτημάτων της, προσέλκυσε τον άνθρωπο από την αυγή ακόμα του πολιτισμού του. Πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως μια σπουδαία θέση της πρώιμης παλαιολιθικής εποχής (200-400 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα) στη δυτική είσοδο των στενών της Ροδιάς, λίγο μετά τη συμβολή του Τιταρήσιου στον Πηνειό ποταμό. Η σημερινή θέση της πόλης και η ευρύτερη της περιοχή επιλέγονται για πρώτη φορά ως τόπος μόνιμης εγκατάστασης στη νεολιθική και την εποχή του χαλκού (7η-4η και 3η-1η χιλιετία π.Χ.). Μια χαμηλή κυκλική "μαγούλα", 300 μ. περίπου νοτιοανατολικά του σύγχρονου νεκροταφείου και ανάμεσα σε νεοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούσε οικισμό της νεολιθικής εποχής. Λίγο βορειότερα, η μαγούλα Καραγάτς ή Μπαλαμπάνη, 600 μ. περίπου βορειοανατολικά της πόλης, είναι κάπως μεγαλύτερη και ψηλότερη από την προηγούμενη και χρονολογείται και αυτή στη νεολιθική - εποχή του χαλκού.
Στην τοποθεσία Βρύση ή Αγία Άννα, στην οποία υπάρχει πηγή, καλούμενη "Κρύα Βρύση", 2,5χιλ. περίπου βορειοανατολικά του Τυρνάβου, η κατοίκηση υπήρξε συνεχής γύρω από το βραχώδες ύψωμα στο οποίο χτίστηκε το εξωκλήσι της Αγίας Άννας, από τη νεολιθική εποχή. Πλούσια ευρήματα και κεραμική της νεολιθικής εποχής ήρθαν στο φως με ανασκαφές στη θέση αυτή.
Η πηγή Μάτι αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο στην επιλογή της τοποθεσίας για μόνιμη εγκατάσταση. Εντοπίστηκαν δυο νεολιθικοί οικισμοί, σε απόσταση 300 μ. ο ένας από τον άλλο. Ο πρώτος βρίσκεται στις χαμηλές πλαγιές λόφου, 300 μ. βόρεια της πηγής και κατοικείται επίσης στην αρχαϊκή και ελληνιστική εποχή, ενώ ο άλλος απέχει 400 μ. περίπου βορειοανατολικά της πηγής.
Η γνωστή μαγούλα Τσάλμα, 3,5 χλμ. περίπου νότια της πόλης, αποτελεί σπουδαίο οικισμό με συνεχή κατοίκηση στη νεολιθική, χαλκή και κλασική εποχή. Η μορφή του φαίνεται ότι αντιστοιχεί στο χαρακτηριστικό τύπο οικισμών της χαλκής εποχής.
Η Βακουφική μαγούλα, 800 μ. περίπου ανατολικά του Οινοποιείου, είναι ένας οικισμός της νεολιθικής και χαλκής εποχής. Στις ίδιες περιόδους χρονολογείται και ένας άλλος οικισμός, 4 χιλ. περίπου βορειοανατολικά του Τυρνάβου και δίπλα (νότια) στον Τιταρήσιο.
Ο λόφος Καστρί, 3 χλμ. περίπου νοτιοανατολικά του Τυρνάβου, κατοικήθηκε σ' όλη τη διάρκεια της χαλκής εποχής, στους κλασικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους και αποτέλεσε το κέντρο μιας σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Φάλαννας. Ο λόφος Καστρί δεν πέρασε απαρατήρητος από τους περιηγητές. Κατά την άποψη του Leake: Το Καστρί αναμφιβόλως είναι η θέσις κάποιας Ελληνιστικής πόλεως καίτοι δεν μένει τώρα τίποτε, εκτός των θεμελίων ενός τετραγώνου πύργου αρχαίων χρόνων, στην κορυφή του λόφου, πλησίον του οποίου φαίνονται αρκετές εκσκαφές προς εξαγωγή κατεργασμένων λίθων, μεταφερθέντων στον Τύρναβο. Ο λόφος και η γύρω περιφέρεια είναι κατεσπαρμένα με θραύσματα ειδών.
Άλλοι προϊστορικοί οικισμοί της ευρύτερης περιοχής του Τυρνάβου βρίσκονται στις θέσεις της Άργισσας Μαγούλας, Οτζάκι μαγούλα, Αγίας Σοφιάς και Αράπη μαγούλας, οι οποίες έχουν ανασκαφεί και είναι συνυφασμένες με τη μελέτη της Θεσσαλικής προϊστορίας.
Περραιβία-Φάλαννα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη θέση του Τυρνάβου δεν εντοπίστηκε κάποιος αρχαίος οικισμός των ιστορικών χρόνων. Η σημερινή πόλη όμως ανήκε στη «χώρα» της Φάλαννας, που τοποθετείται στο λόφο Καστρί. Το όνομα της οφείλει στην ομώνυμη Νύμφη, κόρη της Τυρούς και του Ενιππέα, η οποία απεικονίζεται στα νομίσματα της πόλης. Αρκετές από τις μαγούλες που αναφέρθηκαν γύρω από τον Τύρναβο, όπως η μαγούλα Τσάλμα ή η Αγία Άννα, αποτελούσαν μικρές κώμες της Φάλαννας.
Η Φάλαννα αποτελούσε πόλη της νότιας συνοριακής γραμμής της Περραιβίας, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας χοντρικά την έκταση του Κάτω Ολύμπου. Οι Περραιβοί ήταν «περίοικοι» των Θεσσαλών και βρίσκονταν το μεγαλύτερο διάστημα κάτω από τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της Πελασγικής Λάρισας. Ο Φίλιππος Β’ το 352 π.Χ. προσάρτησε την Περραιβία στο Μακεδονικό κράτος, αλλά με την πτώση της Μακεδονικής κυριαρχίας το 196 π.Χ. η Περραιβία βρέθηκε ξανά κάτω από τον έλεγχο των Θεσσαλών.
Μερικές από τις γνωστές και γειτονικές με τη Φάλαννα περραιβικές πόλεις ήταν οι Χυρετίες (Χυρετίαι), το σημερινό Δομένικο Ελασσόνας, η Λειμώνη που είναι η ίδια με την ομηρική Ηλώνη στο Καστρί Αργυροπουλίου, η Κονδαία στη δυτική είσοδο των στενών της Ροδιάς και οι Γόννοι στο δυτικό άκρο της κοιλάδας των Τεμπών. Στενές σχέσεις υπήρχαν και με τις Θεσσαλικές πόλεις, βεβαίως με τις Θεσσαλικές πόλεις Λάρισα, Άργισσα κ.α
Βυζαντινή περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πραγματοποιήθηκαν ανακατατάξεις στην πόλη του Τυρνάβου και στην ευρύτερη περιοχή. Διαλύθηκαν πολλές αρχαίες πόλεις και από τον 9ο αιώνα εμφανίστηκαν νέοι οικισμοί. Το 14ο αιώνα παρατηρήθηκαν επιδρομές Σέρβων, Αλβανών, Καταλανών και Τούρκων. Το 1423 ο στρατηγός Τουραχάν, που θεωρείται ιδρυτής της πόλης του Τυρνάβου, κατέλαβε τη Θεσσαλία και του παραχωρήθηκε η περιοχή του Τυρνάβου ως δώρο από τον Σουλτάνο, με κληρονομική μεταβίβαση στους εκάστοτε απογόνους. Ο Τουραχάν φρόντισε για τη συγκέντρωση των σκορπισμένων κατοίκων στην πόλη, την ανέγερση τζαμιού, χριστιανικού ναού, ιδρυμάτων και την παραχώρηση προνομίων. Γύρω στα 1480, ο γιος του Τουραχάν παραχώρησε το χωριό, που ανήκε μέχρι τότε στην προσωπική του ιδιοκτησία, στα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα, με σκοπό τη συντήρησή τους.
Τη θρησκευτικότητα των κατοίκων από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας αντικατοπτρίζει η ύπαρξη 16 ναών από τον 17ο αιώνα και εξής. Τότε σημειώνεται μεγάλη ακμή στον Τύρναβο λόγω των προνομίων, που παραχωρήθηκαν από τους Τούρκους, με κορύφωση το 18ο αιώνα, όταν η πόλη είχε πληθυσμό 35.000 κατοίκους.
Ακμή και παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά είναι τα στοιχεία που κατατάσσουν τον Τύρναβο ως ένα πνευματικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ήδη, από το τέλος του 17ου και σ' όλο το διάστημα του 18ου αιώνα η πόλη, που ήταν έδρα Καντονίου, αλλά και η γύρω περιοχή βρισκόταν στην ακμή της. Τότε αναπτύχθηκε μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Πρόκειται για την περίφημη Σχολή του Τυρνάβου, τη γνωστή ως "ελληνομουσείο" που ιδρύθηκε το 1702 και στην οποία δίδαξαν διαπρεπείς Τυρναβίτες και άλλοι δάσκαλοι του γένους.
Το θρησκευτικό αίσθημα ήταν πολύ υψηλό, αφού το 1770 υπήρχαν στη πόλη 16 εκκλησίες και 6 τζαμιά, κι έτσι ο μητροπολίτης μετέφερε την έδρα του από τη Λάρισα στον Τύρναβο. Τον καιρό εκείνο μητρόπολη ήταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και κοντά της το μητροπολιτικό κτίριο και η Σχολή του Τυρνάβου.
Οικονομική ακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο ίδιο διάστημα ο Τύρναβος είχε αναπτυχθεί οικονομικά. Σ' αυτό συνέβαλε η άνθηση του εμπορίου, της βαφικής τέχνης και η παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών προϊόντων, όπως τα περίφημα κόκκινα "μπουχάσια", οι "αλατζάδες", οι μακριές "πετσέτες", καθώς και τα "σάλια" για το κεφάλι και τη μέση. Υπήρχαν τρία εργοστάσια βαφής που για κόκκινη χρωστική ουσία χρησιμοποιούσαν το γνωστό φυτό ρουβία ή βαφική "ριζάρι" και για γαλάζια το λουλάκι, ενώ τα υφαντήρια λειτουργούσαν σε πολλά σπίτια. Αναφέρεται ότι βαμβακερά νήματα για βαφή εισάγονταν στον Τύρναβο μέχρι και από τη Σμύρνη.
Η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια. Τα υφάσματα αυτά (που τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή ναυτικών ρούχων) τα προωθούσαν σε μεγάλες ποσότητες στη Μάλτα, στο Λίβορνο, στην Τεργέστη και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου. Από όλες τις παραπάνω δραστηριότητες είχαν πλουτίσει πολλοί Τυρναβίτες και ολόκληρα η περιοχή βρισκόταν σε μεγάλη ακμή μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι φιλοξενήθηκε στον Τύρναβο μερικές φορές ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ' (1648-1687). Επίσης η πόλη έγινε τόπος κατοικίας των αντιπροσώπων των ευρωπαϊκών δυνάμεων Ρώσων, Ολλανδών, Σουηδών, Τρανσυλβανών κ.α. Την εποχή εκείνη οι εργάσιμες μέρες ανέρχοταν σε 200 το χρόνο, ενώ οι υπόλοιπες 165 ήταν γιορτές και αργίες.
Παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1812 ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλίας ο Βελή πασάς, γιος του Αλή Πασά, που επέβαλε δεινή τυραννία στους κατοίκους της. Ο ίδιος έκτισε ένα σαράι στη σημερινή Τούμπα, που παλαιότερα ήταν γνωστό με το όνομα "Σαράι", και το οποίο κάηκε το 1822 από τους Τούρκους του Σουλτάνου, όταν καταστράφηκε ο Αλή Πασάς και η οικογενειακή δυναστεία του. Εξάλλου, πλήγμα για την ανθηρή οικονομία του Τυρνάβου αποτέλεσε η επιστημονική πρόοδος της Ευρώπης που άρχισε να παράγει καλύτερης ποιότητας υφάσματα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να πωληθούν εκείνα του Τυρνάβου και να μειωθεί η παραγωγή τους. Σοβαρό πλήγμα και ίσως η χαριστική βολή για τον Τύρναβο ήταν και η πανώλη που το 1813 έπληξε την πόλη και τη γύρω περιοχή.
Η πανώλη του 1813
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βαρύτατη συμφορά για τον Τύρναβο υπήρξε η μεγάλη επιδημία πανώλης (πανούκλας) που έπληξε την Κωνσταντινούπολη (1812-1813), τη Σμύρνη (1812-1814) και από όπου μεταδόθηκε στα νησιά του Αιγαίου και στη Θεσσαλία (1813-1816). Αποτέλεσμα ήταν να ερημωθούν πολλές πόλεις και χωριά. Από μαρτυρία περιηγητή της εποχής εκείνης μαθαίνουμε ότι η μετάδοση της νόσου στην περιοχή έγινε από έναν άρρωστο Τάταρο, που ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη και πέθανε στον Τύρναβο, όπου έγινε το μεγαλύτερο κακό. Ο αριθμός των νεκρών στην πόλη έφτασε τις 8.600.
Τότε αφανίστηκαν οι υφαντουργοί και οι βυρσοδέψες και ερημώθηκαν οι βιοτεχνίες και τα βαφεία. Αρκετοί κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές κι έτσι ο πληθυσμός του Τυρνάβου μειώθηκε στις 4-5 χιλιάδες. Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, που βρέθηκε τον καιρό εκείνο στον Τύρναβο, δίνει την παρακάτω περιγραφή: Ο Τύρναβος ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο… τα περισσότερα χωριά του κάμπου φαίνονταν ερημωμένα ή θρηνούσαν τους νεκρούς τους, μονάχα μερικοί Τούρκοι μοιρολάτρες είχαν παραμείνει στη Λάρισα μαζί με τους Εβραίους που εμπορεύονταν τα πράγματα των πεθαμένων. Συγγραφείς της εποχής εκείνης επιρρίπτουν ευθύνες στις τουρκικές αρχές για την ίσως σκόπιμη αδιαφορία τους και την ανυπαρξία των ενδεδειγμένων προφυλακτικών ή απολυμαντικών μέσων.
Επανάσταση του 1821
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν το 1821 κηρύχθηκε η ελληνική επανάσταση ξεχάστηκαν τα προνόμια που η μεγάλη πύλη είχε παραχωρήσει στον Τύρναβο, η δε πόλη αποτέλεσε το κέντρο των διερχομένων από τη Μακεδονία τουρκικών στρατευμάτων προς καταστολή των διαφόρων επαναστατικών κινηματών. Τότε οι Λαρισαίοι και οι Τυρναβίτες υπέστησαν πολλά δεινά. Επήλθε τότε η παρακμή στη σιτοκαλλιέργεια, βιοτεχνία κ.α. Στον Τύρναβο στα τέλη του 19ου αιώνα εκδιδόταν η εβδομαδιαία πολιτική εφημερίδα «Πελέκυς», με εκδότη τον Δυτικομακεδόνα Θεοδ. Μπαφάλη. Ανήκε στις πρώτες θεσσαλικές εφημερίδες και πρωτοεκδόθηκε το Νοέμβριο του 1882 (η πόλη είχε ενωθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα ένα χρόνο πριν, το 1881).
Η απελευθέρωση του 1881
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η απελευθέρωση του Τυρνάβου έγινε την 1η Σεπτεμβρίου του 1881, όταν ολόκληρη η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα με απόφαση του συνεδρίου του Βερολίνου που συνήλθε το Μάρτιο του ίδιου χρόνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Την εποχή εκείνη της προσάρτησης, ο Τύρναβος παρουσίαζε όψη χωριού. Οι Τούρκοι κάτοικοί του έμειναν στο ανατολικό μέρος της πόλης, ενώ οι χριστιανοί, που ήταν περισσότεροι, στο δυτικό, όπου ήταν η μητρόπολη.
Τότε, αν και οι Τούρκοι είχαν εξαιρετικά προνόμια και απαλλάσσονταν από τη στράτευση, άρχισαν να πωλούν τα ακίνητα τους και να μεταναστεύουν στη γειτονική Ελασσόνα και τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Σ' ολόκληρη την περιοχή επικρατούσε αταξία και η ληστεία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Για την αποκατάσταση της τάξης ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης διόρισε αρχηγό του στρατού της Θεσσαλίας, τον στρατηγό Δημ. Γρίβα, γιο του Θεόδωρου Γρίβα, της ξακουστής οικογένειας των Γριβαίων, ο οποίος, σε σύντομο χρονικό διάστημα, επέβαλε τον νόμο του κράτους, με αποτέλεσμα να ηρεμήσει ολόκληρη η περιοχή.
Έτσι, η κατάσταση στον Τύρναβο άρχισε σιγά-σιγά να βελτιώνεται, ενώ αναπτύχθηκε πολύ ο κομματισμός. Στην αρχή υπήρξαν 5 κομματίδια με επικεφαλής τον Αθανάσιο Ζαφειριάδη, τον γιατρό Μανωλάκη Δημητριάδη, τον υφασματέμπορο Σταμουλάκη Μουλούλη, που στη συνέχεια έγινε δήμαρχος, τον Μανώλη Μουζά και τον Θεόδωρο Μπαφάλη. Μετά τον θάνατο του Σταμ. Μουλούλη τα 5 αυτά κομματίδια συμπτύχθηκαν σε δύο με αρχηγούς τον Ζαφειριάδη και τον Δημητριάδη. Εξαιτίας των κομματικών ερίδων, ο Τύρναβος δεν είχε τότε καμιά πολιτιστική πρόοδο.
Κατά τον πόλεμο του 1897
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897) άρχισε στις 5 Απριλίου 1897 και ήταν ατυχής για την Ελλάδα. Η περιοχή του Τυρνάβου επηρεάστηκε από την πρώτη κιόλας μέρα, καθώς οι πρώτες συγκρούσεις έλαβαν χώρα στη Μελούνα, στους πρόποδες της οποίας βρίσκεται ο Τύρναβος. Επικεφαλής της ελληνικής ταξιαρχίας, που είχε καταλάβει τη γραμμή Μπουγάζι- Λουσφάκι – Γκρίτζόβαλη - Μελούνα, ήταν ο ταξίαρχος Μαστραπάς και διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων ο Εντέμ Πασάς. Η μάχη άρχισε στις 6 το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, 5 Απριλίου 1897, στη Μελούνα. Μετά από σθεναρή αντίσταση τα ελληνικά στρατεύματα, που εν τω μεταξύ έχασαν τον ταξίαρχό τους, υποχώρησαν στη γραμμή Λουσφάκι - Δελέρια, όπου έγινε τρομερή μάχη. Ύστερα από ηρωική άμυνα μιας μέρας μπροστά στη μεγάλη αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς τη Λάρισα κι από εκεί στα Φάρσαλα.
Οι κάτοικοι του Τυρνάβου και των γύρω χωριών, βλέποντας τα ελληνικά στρατεύματα να συμπτύσσονται, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έφυγαν με κάθε μέσο (σούστες, κάρα κ.λ.π.) προς τη Λάρισα. Η ανάμειξη του άμαχου πληθυσμού με τα υποχωρούντα στρατεύματα επέφερε μεγάλη σύγχυση.
Ο τουρκικός στρατός κατέλαβε τον Τύρναβο στις 12 Απριλίου 1897. Οι Τυρναβίτες ακολούθησαν τα υποχωρούντα στρατεύματα και από τη Λάρισα, τα Φάρσαλα, το Δομοκό, τη Λαμία έφθασαν στη Χαλκίδα, στη Λειβαδιά και στην Αθήνα όπου έμειναν για έναν περίπου χρόνο ως πρόσφυγες.
Οι Τούρκοι στην προέλασή τους προέβησαν σε εμπρησμούς και λεηλασίες. Τότε κάηκε το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου και ο κώδικας του δήμου όπου φυλάσσονταν τα πρακτικά της παλιάς κοινότητας και πολλά έγγραφα (φιρμάνια) ιστορικής αξίας που αφορούσαν τη λειτουργία της μονής. Αργότερα, χάρη στον Τούρκο διοικητή Κόλαγαν, που ήταν καλός και φιλόθρησκος άνθρωπος, οι Τούρκοι ήταν επιεικέστεροι. Το Μάιο 1897 οι Τούρκοι υποχώρησαν στη παλιά οριοθετική γραμμή της Μελούνας κι έτσι ο Τύρναβος ξαναβρήκε την ελευθερία του. Τότε, και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, η πόλη άρχισε να συνέρχεται από την κακή όψη που παρουσίαζε κατά τα πρώτα χρόνια της προσάρτησής της.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι νικηφόροι αυτοί πόλεμοι βρήκαν τον Τύρναβο σε ανθηρή κατάσταση. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν τότε στην κορυφογραμμή Μελούνας – Λουσφακίου – Τρυπημένης. Τα ερείπια των μεθοριακών σταθμών υπάρχουν και σήμερα. Με την κήρυξη του πολέμου, η κύρια δύναμη του ελληνικού στρατού από 110.000 άνδρες σε 7 μεραρχίες συγκεντρώθηκε στη Θεσσαλία. Τη διοίκηση ανέλαβε ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος. Αρχηγός του επιτελείου του στρατού ήταν ο υποστράτηγος Π. Δαγκλής και υπαρχηγός ο Βίκτωρ Δούσμανης, με βοηθούς τον Ιωάννη Μεταξά, τον Κωνσταντίνο Πάλλη και τον Ξενοφώντα Στρατηγό.
Η δύναμη των Τούρκων με διοικητή τον Ταξίν Πασά ανερχόταν σε 50.000 άνδρες. Ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος πριν από τη γενική επίθεση συσκέφτηκε με τους επιτελείς του και κατέστρωσε τα επιτελικά σχέδια για τις επιχειρήσεις στο σπίτι του Μ. Τσολάκη που στη συνέχεια έγινε κοινοτικό κατάστημα, για λίγο καιρό ταχυδρομείο και το 1949 δημοτικό νοσοκομείο. Τελευταία το κτίριο χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση της μουσικής σχολής του Δήμου Τυρνάβου. Σήμερα καταβάλλονται προσπάθειες για την αναπαλαίωση του.
Πριν από την επίθεση είχε προηγηθεί δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Φανερωμένης όπου παρευρέθηκε όλο το επιτελείο και σύσσωμος ο λαός του Τυρνάβου. Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός πέρασε τα σύνορα χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση. Οι Τούρκοι, που αιφνιδιάστηκαν, προσπαθούσαν να καθυστερήσουν τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό που από το Κουτσόχερο, το Μπουγάζι μέχρι τη Μελούνα σφυροκοπούσε με τα πυροβόλα του αμείλικτα τις θέσεις του εχθρού. Έτσι, σε μια ημέρα μόνο, τα ελληνικά στρατεύματα κυρίευσαν την Ελασσόνα και προωθήθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου όπου δόθηκε η πρώτη μεγάλη νικηφόρα μάχη. Έτσι, ξεκίνησε από τον Τύρναβο η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας.
Πολιτισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραδοσιακές τέχνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περίοδος του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται ακόμη από μια ανάπτυξη σε πολλούς τομείς, ένας από τους οποίους είναι η βιοτεχνία και συγκεκριμένα η υφαντική τέχνη. Τα προϊόντα της ντόπιας υφαντικής φημιζόταν σε όλο τον ελλαδικό χώρο και εκτός αυτού. Ο Τύρναβος ήταν ονομαστός από την εποχή του Ιουστινιανού για τα τυπωτά μεταξωτά, τα «σταμπωτά» του.
Υφαντουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κάτοικοι επεξεργαζόταν το μετάξι και το ύφαιναν. Μαζί με τα μεταξωτά υφάσματα εμπορευόταν και τα γνωστά «μπουχάσια», βαμβακερά υφάσματα βαμμένα με ριζάρι και τα γαλάζια βαμμένα με λουλάκι. Απαιτούνταν χρόνος, επιμονή και επιμονή εργασία για τις στάμπες-καλούπια, που το καθένα ήταν μοναδικό έργο τέχνης. Συνήθως οι σταμπωτές, που ήταν αυτοδίδακτοι, σκάλιζαν τις στάμπες, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από μαλακό ξύλο (φλαμούρι) ή σκληρό (αγριογκορτσιά). Η στάμπα με βασικό μαύρο περίγραμμα ονομαζόταν «μάνα» ή «μήτρα» και παρουσίαζε το πιο λεπτό σκάλισμα. Θέματα αντλούσαν από το ζωικό βασίλειο, από νεοκλασικά, αρχαιοελληνικά και νεότερα μοτίβα. Ξακουστοί σκαλιστές στον Τύρναβο ήταν ο Λεων. Σαΐνης (τέλος 19ου αιώνα) και ο Θεμ. Ιωαννίδης, που φοίτησε σε Σχολείο Τέχνης και τα έργα του βραβεύτηκαν δυο φορές στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (1931,1935). Στην εποχή της ακμής τα εργαστήρια απασχολούσαν πάρα πολλούς τεχνίτες. Από το 19ο αιώνα ως το 1950 περίπου ακμάζει και η δαντελοπλεκτική, που στόλιζε την τοπική ενδυμασία (πουκάμισα, μπόλιες, πετσέτες κ.α.). Είδος δαντέλας με βελόνα ήταν η μπιμπίλα, που κατασκευαζόταν από άσπρη ή χρωματιστή ή χρυσή κλωστή. Η πιο χαρακτηριστική πολύχρωμη μπιμπίλα ήταν τα «κουκάκια», που τα φορούσαν οι γυναίκες στη σκέπη τους (κεφαλομάντηλο). Προμήθεια κουκακίων γινόταν όχι μόνο από χωριά του Νομού Λάρισας αλλά και εκτός αυτού. Η μεταξουργία του Τυρνάβου άρχισε να δοκιμάζεται με την ανακάλυψη των συνθετικών υφαντικών υλών, ενώ η αμπελουργία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με τη φυλλοξήρα, που ενέσκηψε πριν 60 περίπου χρόνια.
Η εκτεταμένη αμπελοκαλλιέργεια θεωρείται ο κύριος συντελεστής της οικονομικής ανάπτυξης του Τυρνάβου, στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν η βαμβακοκαλλιέργεια και η πρόοδος της γεωργίας γενικότερα. Υπήρξε εποχή κατά την οποία οι Τυρναβίτες καλλιεργούσαν σε μεγάλη έκταση μουριές για τη μεταξουργία, από την οποία παράγονταν κάθε χρόνο κουκούλια σε μεγάλη ποσότητα, τα οποία και προωθούνταν στην Ευρώπη. Η αμπελουργία εκτός από τα περίφημα επιτραπέζια σταφύλια, παρήγαγε και εκλεκτά κρασιά, που είχαν κατακτήσει ολόκληρη την ελληνική αγορά. Κατά την εποχή της δουλείας δεν ξέφυγαν από το χαράτσι και οι Τυρναβίτες αμπελουργοί. Πλήρωναν κι αυτό το φόρο κρασιού, το λεγόμενο κρασομοίρι. Πρόκειται για το μερίδιο του κρασιού (μούστου) που έπαιρνε η τούρκικη διοίκηση από τους αμπελοκαλλιεργητές. Είναι η δεκάτη στα αμπέλια. Η πληρωμή του κρασομοιρίου γίνονταν σε χρήμα πριν από τον τρύγο, δηλαδή πριν ακόμη οι αμπελοκαλλιεργητές συνάξουν τη σοδειά.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ιστορικοί, στον Τύρναβο αλλά και στη Λάρισα δούλευαν τα κόκκινα νήματα και ότι οι Αμπελακιώτες που απασχολούνταν σ’ αυτά τα βαφεία όταν διαπίστωσαν ότι τα κέρδη από τη δουλειά αυτή ήταν σημαντικά, έσπευσαν να δημιουργήσουν σχετικά εργαστήρια στην πατρίδα τους. Αναφέρεται μάλιστα και η πληροφορία πως την τέχνη της επεξεργασίας του βαμβακιού και της βαφής των νημάτων την έφεραν στον Τύρναβο από τη Μικρά Ασία Τυρναβίτες τεχνίτες και από εκεί διαδόθηκε στα Αμπελάκια και στη Ραψάνη. Την εποχή εκείνη ο Τύρναβος ήταν μεγάλο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, ενώ το εμπόριο και οι τυρναβίτικες βιοτεχνικές επιχειρήσεις πήγαιναν πολύ καλά. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι το 1810 η φιλοτεχνία ήταν λαμπρή και από τα χειροτεχνεία του Τυρνάβου, όπου κατασκευάζονταν μάλλινα και μεταξωτά υφάσματα, εξάγονταν βαμβακερό νήμα, πανιά και μαντήλια, καθώς και χρωματιστά υφάσματα.
Ο Γάλλος πρόξενος στην Άρτα έγραψε ότι, ο Τύρναβος έστελνε στη Γαλλία νήματα, πολύ πριν τα Αμπελάκια αρχίσουν να φτιάχνουν νήματα και αποκτήσουν βαφεία. Επίσης, ανέφερε ότι ο Γάλλος έμπορος αγόρασε στον Τύρναβο σημαντική ποσότητα νημάτων σε χρώμα κόκκινο που δεν ξεθώριαζε. Την ίδια τύχη με τον αμπελακιώτικο συνεταιρισμό, που χρεοκόπησε, είχαν και οι χειροτεχνίες του Τυρνάβου, όπου μάλιστα το 1813 εξολοθρεύθηκαν από την πανώλη περίπου 15.000 κάτοικοι της πόλης.
Τα σταμπωτά του Τυρνάβου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την απελευθέρωση του 1881 έχουμε γραπτές μαρτυρίες για τα σταμπωτά του Τυρνάβου. Όμως η προφορική παράδοση ανάγει τη δραστηριότητα αυτή σε πολύ παλιότερα χρόνια, τουλάχιστον στην αρχή του 19ου αιώνα. Κι είναι μάλλον βέβαιο, ότι η έλλειψη γραπτών μαρτυριών για την εποχή αυτή οφείλεται στην ποιότητα του είδους –τα σταμπωτά είναι πανικά καθημερινής χρήσης- και στην τοπική κατανάλωση της παραγωγής-δεν εξάγονται ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην Ανατολή.
Κάνοντας μια αναφορά στην πορεία και εξέλιξη της στάμπας στον γύρω από την Ελλάδα χώρο, καταλήγουμε ότι οι ρίζες της σταμπωτικής τέχνης φτάνουν μέχρι την αρχαιότητα και λαούς των Ινδιών, της Κίνας, της Αιγύπτου. Αναφέρεται μάλιστα σε βιβλίο της και στις ανασκαφές που έγιναν στον μικρασιατικό χώρο κι έφεραν στο φως μια σειρά πήλινων σταμπών του 7.000 π.Χ. τις οποίες θεωρεί πιθανές προδρόμους των σημερινών ξύλινων. Από το υποθετικό παρελθόν φτάνουμε στον 16ο αιώνα μ.Χ. εποχή που η λαϊκή τεχνική εξελίσσεται σε τέχνη. Ονομαστά στην περιοχή της Μικράς Ασίας είναι τα εργαστήρια της Πόλης και των ακτών του Βοσπόρου.
Ως προς τα σχέδια, τη σύνθεση, τη χρωματική ποικιλία υπάρχει αισθητή διαφορά, ανάμεσα στα εργαστήρια της Πόλης και του Βοσπόρου. Και στις δυο περιοχές ο τεχνίτης επηρεάζεται από τον φυτικό κόσμο φτιάχνει ξυλότυπα με σχέδια λουλουδιών, φύλλων που επαναλαμβάνονται πάνω στο ύφασμα. Στην Πόλη τα υφάσματα είναι πλουσιότερα κι από τον 17ο αιώνα ο τεχνίτης κινείται πάνω στο ύφασμα με ελευθερία κι έτσι καθιερώνεται ο ρυθμός του «τουρκομπαρόκ». Τον 18ο αιώνα στην πολιτική μαντήλα κάνει την εμφάνιση της η ανθρώπινη φιγούρα. Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι η ισλαμική θρησκεία απαγορεύει τη χρήση μαντηλιών με ανθρώπινες φιγούρες καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση τους περιοριζόταν μόνο στους χριστιανούς. Γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα κι αρχές του 19ου αιώνα η σταμπωτική τέχνη διαμέσου των νησιών, περνά στα χέρια των τεχνιτών της κυρίως Ελλάδας. Από το 1858 στην ελεύθερη Ελλάδα ο βασιλιάς Όθωνας είχε καθιερώσει τα Ολύμπια, γενικούς διαγωνισμούς ανά τετραετία που στόχο τους είχαν να ωθήσουν σε βιομηχανία τα μέχρι τότε οικοτεχνήματα. Στα Ολύμπια του 1858 αμέσως μετά την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα λαβαίνουν μέρος και Τυρναβίτες σταμπωτές και βραβεύονται.
Οι στάμπες, τα καλούπια, όπως τις ονόμαζαν οι μάστοροι ήταν η καθεμιά ένα μοναδικό έργο τέχνης και χρειαζόταν χρόνο, επιμονή και επίμονη εργασία για να γίνει. Οι σκαλιστές ήταν συνήθως οι ίδιοι οι σταμπωτές, άλλοτε όμως κι ειδικοί τεχνίτες, που παρέμειναν ανώνυμοι, σκάλιζαν τα θέματα τους ελαφρά ή βαθιά πάνω σε ξύλινο κομμάτι. Από πληροφορίες ξέρουμε ότι στα εργαστήρια της Μικράς Ασίας σκάλιζαν τα μοτίβα σε μαλακά ξύλα, ενώ στον Τύρναβο και σε μαλακό ξύλο (φλαμούρι) και σε σκληρό (αγριογκορτσιά) για να μην καταστρέφονται τα καλούπια γρήγορα από τη χρήση. Για να σκαλίσει ο σκαλιστής μια στάμπα ακολουθούσε ολόκληρη διαδικασία. Μετά από μια απλή επεξεργασία της επιφάνειας του ξύλου, σχεδίαζε πάνω σ’ αυτή τμήμα της επιθυμητής μπορντούρας ή του θέματος και στη συνέχεια το σκάλιζε με κοπίδι. Κάθε τμήμα του σχεδίου έπρεπε να σκαλιστεί σε δυο, τρία διαφορετικά καλούπια ανάλογα με τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσαν.
Στις Ελλαδίτικες στάμπες τα θέματα εξακολουθούσαν να ’ναι φυτικά, λουλούδια σε μπουκέτα ή σε ελεύθερη σύνθεση. Σ’ αυτές όμως η θεματολογία περιλαμβάνει και γεωμετρικά σχήματα απλά ή σύνθετα, ζώα, νεοκλασικά μοτίβα ή και θέματα από την Αρχαία Ιστορία. Η ανθρώπινη μορφή δεσπόζει στις πάντες του Τυρνάβου. Ο Κίτσος κι η Σταρούλα, ο Τάσος κι η Γκόλφω, ο Μέγας Αλέξανδρος, τα αρραβωνιάσματα διακοσμούν το κέντρο της πάντας. Οι παραστάσεις αυτές έχουν σαν πρότυπο λιθογραφίες της εποχής που διακοσμούσαν λαϊκές φυλλάδες και κυκλοφορούσαν σ’ όλο το ελληνικό χώρο. Οι σκαλιστές ήταν άνθρωποι αυτοδίδακτοι και με μεράκι. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν στα σταμπωτά ήταν κατά το πλείστον φυτικά και κάθε εργαστήριο είχε τις δικές του μυστικές συνταγές για να επιτευχθούν οι επιθυμητές αποχρώσεις και η χρωματική λαμπρότητα. Το τύπωμα γίνεται σε πολλές φάσεις. Το ύφασμα αρχικά πλενόταν και σιδερωνόταν (κάτω από πέτρες) με προσοχή. Στη συνέχεια τυπωνόταν το περίγραμμα του σχεδίου με μαύρο καλούπι. Ακολουθούσε το τύπωμα των άλλων χρωμάτων με το δεύτερο και το τρίτο καλούπι. Η χρήση του πινέλου ήταν απαραίτητη. Μετά το κάθε τύπωμα το σταμπωτό στέγνωνε και ξαναδουλευόταν. Στη συνέχεια πλενόταν, σιδερωνόταν κι ήταν έτοιμο. Η διαδικασία αυτή των φάσεων τυπώματος γινόταν πάνω σε πάγκους με το ύφασμα καλά και τεντωμένο όπου ο μάστορας με γρήγορες κοφτές κινήσεις χτυπούσε πάνω στο ύφασμα την ποτισμένη με χρώμα στάμπα. Αυτός ο τρόπος αποτύπωσης σχεδίου πάνω στο ύφασμα ταιριάζει απόλυτα μ’ αυτόν που ίσχυε και στα εργαστήρια της Μικράς Ασίας.
Στον Τύρναβο ιδιαίτερα γνωστά σταμπωτά είδη ήταν τα καναπελίκια, οι μπερνέδες, οι μαξιλάρες, τα παπλώματα, τα τραπεζομάντηλα, οι πάντες, οι μαντήλες αλλά και ολόκληρα τοπία τσίτι για φορέματα. Τα εργαστήρια στην εποχή της ακμής τους, δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ως και τη δεκαετία του 1930, απασχολούσαν πάρα πολλούς τεχνίτες, κυρίως γυναίκες που η καθεμιά ειδικεύονταν για ορισμένη φάση της εργασίας. Τα σταμπωτά τα εμπορεύονταν οι ίδιοι οι σταμπωτάδες ή τα διέθεταν σε γυρολόγους και μικροπωλητάδες. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 τα σταμπωτά είχαν λειτουργική χρήση. Κάθε σπίτι είχε οπωσδήποτε κάποιο σταμπωτό κομμάτι.
Στα ’22, μαζί με τους άλλους Έλληνες που έφυγαν από την Κων/πολη, ήταν και η οικογένεια του Γιώργου Ιωαννίδη. Στη βιασύνη της εγκαταλείποντας τόσο τραγικά την Πόλη, δεν πρόφτασε να πάρει άλλο τίποτα, εκτός από τις οικονομίες της σε χρήμα και την τέχνη της: Κατασκεύαζε σταμπωτά. Μη έχοντας που αλλού να καταφύγει, η οικογένεια τράβηξε στον Τύρναβο, όπου ήξερε πως υπήρχε κάποιο εργαστήρι για σταμπωτά. Εκεί αγόρασε, κοντά στο κέντρο ένα σπίτι, με αυλή μεγάλη, εγκατέστησε πρόχειρα ένα εργαστήρι και άρχισε την παραγωγή.
Μοναδικό δείγμα οικοτεχνίας με μακρόχρονη παράδοση, τα σταμπωτά Τυρνάβου της οικογένειας Ιωαννίδη, σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στην παράλληλη έκθεση με τις φωτογραφίες του Βασίλη Αγγλόπουλου, στο Στρασβούργο. Οι ζωηροί, γεμάτοι ένταση χρωματισμοί τους έδωσαν χαρούμενη νότα στις τραγικές αρχαιοελληνικές φιγούρες που απεικονίζονταν στις φωτογραφίες. Η ιστορία του εργαστηρίου σταμπωτών του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη, αρχίζει από το 1822, όταν η οικογένεια του πατέρα του Γιώργου Ιωαννίδη, κυνηγημένη από τους Τούρκους μαζί με τόσους Έλληνες, εγκατέλειψε την Προύσα της Μ.Ασίας για να εγκατασταθεί στον Τύρναβο. Ανάμεσα στα λιγοστά υπάρχοντα που η οικογένεια μπόρεσε να φέρει μαζί της στην Ελλάδα, ήταν και μερικές ξυλόγλυπτες σφραγίδες από το εργαστήρι που η οικογένεια Ιωαννίδη διατηρούσε στην Προύσα. Ο Θεμιστοκλής Ιωαννίδης, γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μυήθηκε στην τέχνη της ξυλογλυπτικής, και έμελλε να γίνει ο γνωστός δημιουργός των σταμπωτών, τυπώνοντας σχέδια με ξυλόγλυπτες σφραγίδες πάνω σε βαμβακερό κυρίως ύφασμα. Τα τραπεζομάντηλα, οι κουρτίνες, τα μαξιλαράκια, τα τσεμπέρια, οι ποδιές, πραγματικά αριστουργήματα σχεδίων και ανεξίτηλων χρωμάτων, έχουν βραβευτεί πολλές φορές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η διαδικασία της δημιουργίας, απαιτεί έμπνευση, μεράκι και καλλιτεχνικό αισθητήριο. Το κάθε κομμάτι ανάλογα με το σχέδιο του απαιτεί τη χρήση διαφορετικού αριθμού από ξυλόγλυπτες σφραγίδες: η πάντα του Μ. Αλεξάνδρου, αποτελείται π.χ. από 48 ξυλόγλυπτες σφραγίδες. Η εξειδικευμένη εργάτρια έπρεπε να τοποθετήσει τις σφραγίδες πάνω στο βαμβακερό ύφασμα, με προσοχή και σταθερότητα, έτσι ώστε το τελικό σχέδιο, το περίγραμμα δηλαδή τυπωνόταν σε μαύρο χρώμα και τα υπόλοιπα όπως π.χ. το κόκκινο, το γαλάζιο, το κίτρινο ή το πράσινο έμπαιναν με πινέλο. Για να στεγνώνει το κάθε χρώμα, το βαμβακερό τυπωμένο ύφασμα έβγαινε στον ήλιο τόσες φορές, όσες ο αριθμός των χρωμάτων του. Ακολουθούσε το πλύσιμο που επαναλαμβανόταν δυο με τρεις φορές, σε μεγάλες στέρνες ή δεξαμενές, όπου διέλυαν διάφορα υγρά για να σταθεροποιηθούν τα χρώματα. Αφού στέγνωναν στον ήλιο, τα υφάσματα σιδερωνόταν και ήταν έτοιμα να διατεθούν στην αγορά όπου αγοραζόταν κυρίως από ανθρώπους με αγάπη και μεράκι και λαϊκή τέχνη. Αν και κάποτε το εργαστήρι του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη απασχολούσε πάνω από 40 εξειδικευμένες εργάτριες, η παραγωγή δεν ήταν ποτέ μεγάλη, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν χειροποίητη. Το εργαστήρι σταμπωτών του Θ. Ιωαννίδη, με 2000 σήμερα ξυλόγλυπτες σφραγίδες σε ξύλο φλαμουριάς, είναι το μοναδικό που σώζεται ως τις μέρες μας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία.
Στη Μουσούλ της Γαλίας, υπάρχει ένα εργοστάσιο εκτύπωσης σχεδίων με χρώματα πάνω σε βαμβακερό ύφασμα. Υπάρχουν τρεις ξυλόγλυπτες σφραγίδες μόνο, πέντε, έξι σε ομοιώματα κατασκευασμένα από πλαστικό, όπου έχουν περάσει ένα χρώμα καφέ για να δοθεί η αίσθηση του ξύλου, ενώ οι σφραγίδες και ο ρυθμός εκτύπωσης φτάνει τα 60 με 70 μέτρα το λεπτό σε όλα τα χρώματα. Σε μια προσπάθεια που έκαναν οι Γάλλοι να εξαγάγουν αυτές τις μεταλλικές σφραγίδες για να τυπώνονται τα υφάσματα στις Ινδίες όπου το κόστος των εργατικών είναι χαμηλό, η γαλλική κυβέρνηση πρόβαλε βέτο, δηλώνοντας ότι αυτή η μορφή τέχνης θεωρείται εθνική κληρονομιά και απαγορεύτηκε η εξαγωγή. Στο Μουσείο Εκτύπωσης σε Ύφασμα, που βρίσκεται στη Μουσούλ και στεγάζεται σ’ ένα μεγάλο κτίριο, εκτίθενται εκτός από τις τρεις ξυλόγλυπτες σφραγίδες που αναφέραμε προηγουμένως, μεταλλικές σφραγίδες, τελάρα, μηχανές εκτύπωσης καθώς και μεταλλικοί κύλινδροι όπου παλαιότερα για να χαραχτεί το σχέδιο πάνω στον κύλινδρο από τον ειδικό καλλιτέχνη, χρειαζόταν πολλές φορές και ένας ολόκληρος χρόνος δουλειάς, ενώ σήμερα με τη μοντέρνα τέχνη της φωτοσύνθεσης (off set), χρειάζονται για την αποτύπωση του σχεδίου πάνω στον κύλινδρο, κλάσματα δευτερολέπτου.
Όλα τα παραπάνω είναι μια επιπλέον απόδειξη της μοναδικότητας τους εργαστηρίου σταμπωτών του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη. Οι 2.000 ξυλόγλυπτες σφραγίδες ή καλούπια είναι έργα ανεπανάληπτης τέχνης, με σχέδια εμπνευσμένα από τη βυζαντινή και λαϊκή μας παράδοση. Δικαιολογημένα λοιπόν, έγιναν και είναι περιζήτητα όχι μόνο από τους Έλληνες αλλά και από τους Άγγλους, Γάλους, Γερμανούς, Ελβετούς, αυστριακούς και Αμερικανούς που επισκέφτηκαν το εργοστάσιο σταμπωτών κατ’ επανάληψη για να προμηθευτούν σε λογικές τιμές μερικά από τα ομορφότερα κομμάτια της λαϊκής μας τέχνης. Στην Ευρώπη έχουν γίνει δυο εκθέσεις σταμπωτών, η μια στη Γενεύη της Ελβετίας το 1990 και μια στο Στρασβούργο της Γαλλίας τον Μάρτιο του 1992 όπου παρευρέθηκαν η δήμαρχος Στρασβούργου κ.Κατερίνα Τραουτμαν, η Άννα Ιωαννίδη, η κόρη του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη, ο γενικός γραμματέας του Απόδημου Ελληνισμού κ.Αντρέας Ζαΐμης και η αντιπρόεδρος της ελληνικής κοινότητας του Στρασβούργου κ. Ρίτσα Μανδηλά - Σκριβενέρ. Ήδη σταμπωτά από το εργαστήρι του Θ. Ιωαννίδη, εκτίθενται στο Λαογραφικό Μουσείο Λάρισας, το Μορφωτικό Σύλλογο Τυρνάβου, το Λαογραφικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Λαογραφικό Μουσείο Ναυπλίου, σε ιδιωτικές συλλογές στην Κύμη της Εύβοιας, στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα και στο Λαογραφικό Μουσείο της Βασιλείας στην Ελβετία.
Όμως, στην προσπάθεια αυτής της οικογένειας, είναι καιρός να προστεθεί και το ενδιαφέρον των αρμοδίων. Είναι απαραίτητη κάποια στοργή και ενίσχυση, για να χτιστεί ένα εργαστήρι της προκοπής, με φως, ήλιο και θέρμανση –ακόμη χρησιμοποιείται εκείνο που έγινε «προσωρινά» το 1923 και μοιάζει περισσότερο με αποθήκη. Η οικογένεια του Ιωαννίδη θα συνεχίσει με πίστη την παράδοση της χειροτεχνίας των σταμπωτών. Καλό, όμως, είναι να βρει όλη εκείνη τη συμπαράσταση που είναι απαραίτητη σε τέτοια θέματα, που δεν είναι μόνο θέματα οικογενειακά αλλά και εθνικά. Σήμερα η λειτουργική τους χρήση περιορίστηκε. Ωστόσο επειδή είναι μια τέχνη που χάνεται μέρα με τη μέρα, πολλοί είναι οι πνευματικοί άνθρωποι που προσπαθούν να συλλέξουν και να προφυλάξουν και τα καλούπια και τα σταμπωτά υφάσματα σαν έργα τέχνης. Με τη συλλογή αυτών των κομματιών θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε την πορεία κι εξέλιξη της τεχνικής αυτής από το παρελθόν στο σήμερα και στην εξέλιξη της τεχνικής αυτής από το παρελθόν στο σήμερα και την εξέλιξη της μέσα στα πλαίσια του μεσογειακού χώρου.
Το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας διασώζει το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού και των προϊόντων των δύο εργαστηρίων. Τα εργαλεία, οι ξυλότυποι και τα σταμπωτά διαφυλάσσονται και αναδεικνύονται στη μόνιμη έκθεση του Μουσείου. Παράλληλα, η τέχνη της τυποβαφικής ζωντανεύει μέσα από το Μουσείο με ποικίλες επιστημονικές και εκπαιδευτικές δράσεις.
Δαντελοπλεκτική-κουκάκια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος δαντέλα χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο είδος διακοσμητικής τέχνης, τις συνθέσεις της κλωστής, ανεξάρτητα από την τεχνική της κατασκευής: βελόνα ραψίματος, σαΐτα, κοπανέλλι, βελονάκι. Το είδος αυτό της τέχνης είχε αναπτυχθεί πολλούς αιώνες νωρίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την αρχαία και τη Βυζαντινή. Στο Θεσσαλικό χώρο δεν έχουν σωθεί δαντέλες παλιότερες του 19ου αιώνα και η δαντελοπλεκτική τέχνη εμφανίζεται από τον 18ο αιώνα ακμάζει τον 19ο αιώνα και συνεχίζει ως το 1950 περίπου και είναι γνωστή σ’ όλα τα αστικά κέντρα. Ένα σπουδαίο αστικό κέντρο είναι και ο Τύρναβος που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη –οικονομική και πνευματική-ήδη από την πρώιμη Τουρκοκρατία. Στην παραδοσιακή κοινωνία του Τυρνάβου, τη γεμάτη αρχοντιά, η δαντελοπλεκτική τέχνη ακμάζει από το 19ο αιώνα ως το 1950 περίπου. Οι κοπέλες μαθαίνουν μέσα στην οικογένεια από τις μάνες τους, να πλέκουν απλές και πολύπλοκες δαντέλες, που τις χρησιμοποιούν για τις ανάγκες του σπιτιού και για την προίκα τους. Η Τυρναβίτικη παραδοσιακή δαντέλα στόλισε την ενδυμασία –λεπτά γυναικεία και ανδρικά πουκάμισα-, μπόλιες και κρεβατόγυρους, πετσέτες, σεντουκοπάνια. Για την πλέξη της χρησιμοποιούν λεπτή άσπρη λινή, μεταξωτή ή μπαμπακερή κλωστή και σπανιότερα χρωματιστή.
Από την άποψη της τεχνικής, συναντούμε ποικιλία. Και πρώτα-πρώτα εκείνες τις συνθέσεις που ονομάζουμε συνθέσεις κλωστής με κόμπους. Τεχνική η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την πλέξη της δαντέλας με το βελόνι. Ξεκινώντας από μια θηλιά που έφτιαχναν πάνω από τον αντίχειρα του αριστερού χεριού κι αυξάνοντας διαδοχικά τον αριθμό, έπλεκαν ένα δίχτυ με τετράγωνες θηλιές ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται με τη σαΐτα.
Ένας άλλος τρόπος, που επίσης ονομάζουν δίχτυ, είναι το πλέξιμο που κάνουν ξεκινώντας από μια γερή κλωστή –συνήθως βάζουν διπλή την κλωστή που κρατούν για να πλέξουν-και πάνω της στηρίζουν-δένουν σε ίσες αποστάσεις τους κόμπους με τη βελόνα. Στην επόμενη σειρά κάθε κόμπος πιάνει στην ελεύθερη σειρά, ανάμεσα στους προηγούμενους κόμπους. Με το συνεχή πήγαινε-έλα δημιουργούν το ρομβοειδές δίχτυ, που είναι το συνηθέστερο.
Το πανωκέντημα στους κόμπους με τη βελόνα δημιουργεί ποικίλους συνδυασμούς σχεδίων, γεωμετρικών και φυτικών. Ενώ φαίνεται πως στην περιοχή του Τυρνάβου έχει την αρχή του το πανωκέντημα εκείνο που σχηματίζει σταυρό με ρόμβους ανάμεσα σε κάθε κεραία του. Οι Τυρναβίτισσες με ξεχωριστή καλαισθησία πλέκουν και με το βελονάκι, συνθέσεις που αποτελούν αυτοτελείς δαντέλες. Με το βελονάκι επίσης έχουμε δαντέλες που προσαρμόζονται σε ύφασμα και δημιουργούν διαφορετικές ως προς τη χρήση και λειτουργία, συνθέσεις μοτίφ σε σχήμα τετράγωνο ή κυκλικό ενώνονται μεταξύ τους και σε ύφασμα βαμβακερό, λινό ή μεταξωτό και δημιουργούν σεντουκοπάνια, πετσετάκια, πετσέτες. Τέλος, δαντέλες τελειώματος που το πλάτος τους είναι συνήθως μικρό, αλλά το μήκος τους ποικίλει ανάλογα με τη χρήση τους, στολίζουν μαξιλαροθήκες, τραπεζομάντηλα, κουρτίνες.
Οι Τυρναβίτισσες δημιουργούν κλώστινες συνθέσεις και με το κοπανέλλι, το οποίο τους έδινε τη δυνατότητα να έχουν ελεύθερα και τα δυο τους χέρια κι επομένως να δουλεύουν με περισσότερη άνεση και σταθερότητα. Συνθέσεις με το κοπανέλλι έχουμε σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όμως από τα πρώτα κιόλας χρόνια του αιώνα μας οι συνθέσεις αυτές γίνονται όλο και σπανιότερες, ώσπου σταματούν, είτε γιατί ήδη από τα χρόνια της ακμής του το κοπανέλλι λίγες Τυρναβίτισσες γνώριζαν να το δουλεύουν κι επομένως δεν ήταν τόσο διαδομένο όσο άλλες τεχνικές γιατί ο παράγοντας της μόδας ευνόησε τις τεχνικές αυτές.
Ένα άλλο είδος είναι η μπιμπίλα. Την έπλεκαν σε όλη την Ελλάδα, γι’ αυτό θεωρείται η «γνησιότερη ελληνική δαντέλα». Οι μπιμπίλες πλέκονταν με τη βελόνα, με άσπρη ή χρωματιστή κλωστή, αλλά και με χρυσή. Η πιο χαρακτηριστική όμως πολύχρωμη δαντέλα κυρίως στη Θεσσαλία είναι τα κουκάκια.
Οι γυναίκες, στην περιοχή της Λάρισας, στα Αμπελάκια, στο Τύρναβο, στη Τσαριτσάνη, στα Φάρσαλα και στην Αγιά, τα φόρεσαν στη σκέπη τους (κεφαλομάντηλο), τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Τα κουκάκια γνώρισαν αξιόλογη ανάπτυξη στην περιοχή του Τυρνάβου. Τα κουκάκια τα οποία ήταν ο ανώτατος βαθμός εξέλιξης της μπιμπίλας, γινόταν με το βελόνι και με μεταξωτή κλωστή, το μπρισίμι. Τα κουκάκια ήταν ενσωματωμένα πάντα σε μαύρη μαντήλα, ακόμη και τα νυφιάτικα. Τα νυφιάτικα, τα φορούσαν οι νύφες τη μέρα του γάμου τους, ενώ τα άλλα τα φορούσαν άλλες τις μέρες του χρόνου, όχι όμως καθημερινά. Έτσι βλέπαμε να φορούν «σκέπες» με κουκάκια τις γιορτές, τις Κυριακές κ.λ.π.
Τα κουκάκια, όπως αναφέραμε και παραπάνω άρχισαν να τα κατασκευάζουν και να τα φορούν στον Τύρναβο τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μέχρι το α’ μισό περίπου του 20ου αιώνα. Η παρακμή του κουκακιού ολοκληρώνεται μετά τον πόλεμο του ’40. Σπάνια πλέον βλέπουμε Τυρναβίτισα να φορά και πολύ περισσότερο να φτιάχνει κουκάκια. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Τύρναβος προμήθευε κοκάκια σε πολλά χωριά όχι μόνο του νομού Λάρισας, αλλά και έξω απ’ αυτόν.
Δαντέλες εξακολουθούν και σήμερα να φτιάχνουν σε περιορισμένη κλίμακα φυσικά και κυρίως οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες.
Κινηματογράφοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1928 υπήρχαν 71 αίθουσες κινηματογράφου σε ολόκληρη την Ελλάδα. Από αυτές 13 βρίσκονταν στην Αθήνα, 6 στον Πειραιά, 7 στη Θεσσαλονίκη, 5 στην Καβάλα, 4 στον Βόλο, 3 στα Χανιά, 2 στο Ηράκλειο, 2 στην Κόρινθο, 2 στην Καλαμάτα, 2 στη Λαμία, 2 στη Μυτιλήνη, 2 στην Ξάνθη, 2 στην Πάτρα κι από μια στο Αγρίνιο, στο Αργοστόλι, στην Αμαλιάδα, στο Άργος, στο Αίγιο, στην Αλεξανδρούπολη, στους Γαργαλιάνους, στη Δράμα, στην Έδεσσα, στα Ιωάννινα, στη Σάμο, στα Τρίκαλα, στον Τύρναβο και στη Χίο.
Η κινηματογραφική αίθουσα στον Τύρναβο ήταν μια μεγάλη αλάνα, φραγμένη με καλάμια και έφερνε το όνομα «Μάντρα». Η Μάντρα βρισκόταν στην τωρινή θέση του Πρατηρίου Υγρών Καυσίμων Αφων Σάμπρη –απέναντι από την Τούμπα. Το οικόπεδο που είχε νοικιαστεί ανήκε από τότε στην οικογένεια Σάμπρη. Οι ιδιοκτήτες που πέρασαν από αυτό το χώρο και τον εκμεταλλεύτηκαν ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν: ένας βλάχος ονόματι Λυγούρας, ο Σταύρος Γκούμας και κάποιος από την Αγιά, αλλά το όνομά του δεν το θυμόταν κανείς. Οι προβολές γίνονταν από τις γνωστές ογκώδεις μηχανές της εποχής και αντί για πανί χρησιμοποιούσαν τον λευκό τοίχο του απέναντι σπιτιού. Όσο για τις προβολές των ταινιών, οι συντριπτικές πλειοψηφίες των προγραμμάτων στις παραπάνω αίθουσες ήταν ξένες ταινίες.
Απ’ τις ελληνικές που άφησαν εποχή εκείνη την περίοδο ήταν το «Έρως και κύματα», δραματικό ειδυλλιον σε 8 μέρη των Αφών Γιαζιάδη, «Το λιμάνι των δακρύων» και η περίφημη «Αστέρω».
Πάντως αποδείχτηκε πως πιο εύκολα οι παλιοί θυμόντουσαν τους τίτλους των ταινιών, παρά τους ιδιοκτήτες. Μετά τον πόλεμο παρουσιάσθηκαν και άλλες αίθουσες κινηματογράφου στον Τύρναβο (Μαξίμ – Rex – Άνεσις κ.λ.π.).
Προσωπικότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός άγγιξε και του Τυρναβίτες διανοούμενους, οι οποίοι δέχονταν επιρροές από το Γαλλικό Διαφωτισμό (Βολταίρος) και από τους Έλληνες της ίδιας πνευματικής κίνησης (Μοισιόδακας, Καταρτζής κ.α.). Εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην περιοχή ήταν οι Δημ. Αλεξανδρίτης (γιατρός στη Βιέννη, μετάφραση από τα αγγλικά της ιστορίας της Ελλάδας-σύγγραμμα του Γκόλντσμιθ και τη Γεωγραφία του Άραβα Αμπουλφέδα), Γ. Ζαχαριάδης, Λαζ. Πάσχος, Στεφ. Δούγκας (μαθηματικός, φιλόσοφος, πρώτος διδάσκαλος της φιλοσοφίας του Σέλινγκ), Κων/νος Κουσκουρούλης κ.α.
Επίσης, οι Τυρναβίτες συνέδραμαν οικονομικά για την έκδοση επιστημονικών συγγραμμάτων, κυρίως μεταφράσεων Ευρωπαίων στοχαστών και επιστημόνων. Μεγάλη παράλειψη θα ήταν αν δεν αναφέραμε τα ονόματα των Τυρναβιτών αγωνιστών στα δύσκολα χρόνια του ξεσηκωμού όπως: Αναστασίου Γ., Πάγκαλος Κυρ. (υπαξιωματικός Β’ τάξης), Τουρναβίτης Δημ. (επικεφαλής στρατιωτών, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγός, μοίραρχος ιππικού).
Το χρονικό διάστημα 17ο-18ο αιώνα επίσης έζησαν στον Τύρναβο και εργάστηκαν γιατροί, οι οποίοι μελέτησαν τα παραδοσιακά ιατρικά συγγράμματα (Μάρκος Πορφυρόπουλος, Διονύσης και Ματθαίος –ιερομόναχοι της Ολουμπιώτισσας). Από τον Τύρναβο ξεκίνησαν και οι Δάσκαλοι του Γένους Αλέξανδρος Τυρναβίτης και Ιωάννης Δημητριάδης-Πέζαρος.
Γνωστοί Τυρναβίτες είναι επίσης ο ζωγράφος Δανιήλ Δανιήλ, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών της Πανόρμου Τήνου, ο συγγραφέας, εκπαιδευτικός και διδάκτωρ της φιλολογίας Αχιλλέας Τζάρτζανος και ο γλύπτης και καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Γεώργιος Καλακαλλάς.
Τέλος, ευεργέτης της πόλης είναι και η Ευθυμία Γουνιτσιώτη. Γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1847. Με δαπάνες της ανεγέρθηκαν τα κτίρια του τρίτου και πέμπτου δημοτικού σχολείου, καθώς και οι νάρθηκες των εκκλησιών Αγίου Δημητρίου και Αγίου Ιωάννου. Επίσης ενίσχυσε, με μεγάλα χρηματικά ποσά, φτωχές οικογένειες του Τυρνάβου. Πέθανε το 1979. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο της πόλης. Μία οδός στην πόλη του Τυρνάβου ονομάστηκε προς τιμήν της "Οδός Ευθυμίας Γουνιτσιώτη".
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Η αρχική έκδοση του άρθρου χρησιμοποιεί υλικό από την ιστοσελίδα http://www.tirnavos.gr
- Οινοποιητικός συνεταιρισμός Τυρνάβου http://www.tirnavoswinery.gr/
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ [1] Τύρναβος - Απόκριες
- ↑ Μαρτύριον τοῦ Ἀγίου ἐνδόξου καὶ μεγάλου μάρτυρος Νικολάου τοῦ Νέου, 96-105, μέσα 10ου αιώνος, στο βιβλίο Σοφιανός Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα, Ιστορικαί ειδήσεις περί της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, Ι’ αιών, Διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 1972, σελ. 141.
- ↑ Σοφιανός Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα, Ιστορικαί ειδήσεις περί της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, Ι’ αιών, Διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 1972, σελ. 88.
- ↑ Κωνσταντίνος Κούμας, Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων, τόμ. Ζ', Βιέννη 1831, σελ. 391.
- ↑ Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Βόλος 1894, σελ. 163.
- ↑ Σοφιανός Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα, Ιστορικαί ειδήσεις περί της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, Ι’ αιών, Διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 1972, σελ. 90-91.