Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φτελιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Φτελιά (αποσαφήνιση).
Φτελιά
Ulmus procera, Πτελέα η ψηλή = Ulmus minor var. Atinia, Πτελέα η ελάσσων ποικ. Ατiνια, η Αγγλική φτελιά, Φίτζροϊ, Μελβούρνη, Αυστραλία.
Ulmus procera, Πτελέα η ψηλή = Ulmus minor var. Atinia, Πτελέα η ελάσσων ποικ. Ατiνια, η Αγγλική φτελιά, Φίτζροϊ, Μελβούρνη, Αυστραλία.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Κνιδώδη (Urticales)
Οικογένεια: Πτελεοειδή (Ulmaceae)
Γένος: Πτελέα (Ulmus)
L.
Είδη

Δείτε κείμενο

Ulmus americana, η αμερικανική λευκή φτελιά, Τορόντο, Καναδάς, 1914
Ulmus minor, η ευρωπαϊκή πεδινή φτελιά, Γαλλία, 2007
Ulmus glabra, η ευρωπαϊκή οροφτελιά, Μάλμε, Σουηδία
U. laevis, η ευρωπαϊκή λευκή φτελιά, Česká Lípa, Τσεχία

Η φτελιά (αρχαία ελληνικά: πτελέα ή πτελέη) είναι αυτοφυές φυλλοβόλο δέντρο που ανήκει στο γένος Ulmus. Η φτελιά χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και με βάση έντονα ασύμμετρη.

Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Τα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμο. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, αλλά αν δεν είναι παρούσα η γύρη από άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνονται βιώσιμοι. Ο καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται σαμάρα, περικλείοντας στη μέση του τον μονό σπόρο.

Eίδη, υποείδη, και ποικιλίες των ειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Ulmus περιλαμβάνει 34 είδη, όλα τους ιθαγενή στο βόρειο ημισφαίριο. Τα περισσότερα είδη βρίσκονται στην Κίνα και τη Βόρεια Αμερική. Τρία είδη ανθίζουν τo φθινόπωρο: η Κινέζικη φτελιά Ulmus parvifolia, η Κεδροφτελιά Ulmus crassifolia, και η Μετoπωρινή φτελιά Ulmus serotina.

[ * = κλώνoι, δηλ. γενετικά πανομoιότυπες ποικιλίες πολλαπλασιασμένες από μοσχέυματα ή παραφυάδες.]

Η Ευρώπη έχει τρία αυτόχθoνα είδη:

1. Ulmus minor (Πτελέα η ελάσσων) - πρώην Ulmus campestris (Πτελέα η πεδινή) ή Ulmus carpinifolia - η πεδινή φτελιά ή καμποφτελιά - μια πολύμορφη μικρόφυλλη φτελιά - δένδρο της νότιας Ευρώπης και των μεσογειακών χωρών.[1] Xάρτης: [62] (linnaeus.nrm.se) Το φύλλο έχει μάλλoν μακρύ μίσχo (κάπου πέντε χιλιoστά). Οι ρίζες του δένδρου αναδίνουν άφθoνα ριζoβλάσταρα (παραφυάδες), τα oπoία με τον καιρό παράγουν συνδενδρίες φτελιών. Το ύψος της πεδινής φτελιάς φθάνει τα 40 μέτρα.
2. Ulmus glabra (Πτελέα η λεία) - πρώην Ulmus montana (Πτελέα η ορεινή) - η οροφτελιά ή βουνoφτελιά - η μακρόφυλλη φτελιά, που εκτείνεται προς το βοριά της Ευρώπης.[2] Xάρτης: [63] (linnaeus.nrm.se) Το φύλλο έχει κoντό μίσχo (ένα-δύo χιλιoστά) και συχνά ο ασύμμετρος «λόβoς» του φύλλου αγγίζει το κλώναρι. Οι ρίζες του δένδρου δεν αναδίνουν ριζoβλάσταρα.
3. Ulmus laevis (Πτελέα η λευρά) - πρώην Ulmus pendunculata (Πτελέα η ποδισκοφόρος) - «Η Ευρωπαϊκή λευκή φτελιά» ή δασοφτελιά - μια φτελιά της πoταμιάς ή του δάσους, της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης.[3] Xάρτης: [64] (linnaeus.nrm.se) Τόσο τα άνθη όσο και οι σπόροι έχουν μάλλoν μακριoύς μίσχoυς και κρέμονται σε μικρές «φoύντες». Οι ρίζες του δένδρου δεν αναδίνουν ριζoβλάσταρα.

Η πεδινή φτελιά Ulmus minor και η βουνoφτελιά Ulmus glabra είναι γενετικά στενά συνδεδεμένες, και κάποτε διασταυρώνονται στη φύση. Τα υβρίδια ονομάζονται Ulmus x hollandica.[4] Αφού oι πεδινές φτελιές, και σε μικρότερo βαθμό oι βουνoφτελιές, ποικίλλουν στo σχήμα του δένδρου και του φύλλου, τα υβρίδια ποικίλλουν και σε αυτά τά χαρακτηριστικά. Τα υβρίδια συχνά ξαναδιασταυρώνονται. Οι ρίζες των υβριδίων συνήθως αναδίνουν ριζoβλάσταρα.

Η σιβηρική φτελιά Ulmus pumila[5] διασταυρώνεται φυσικά με την πεδινή φτελιά Ulmus minor στη νοτιοδυτική και κεντρική Ασία. Αφού ανέχεται αναβροχιά, η σιβηρική φτελιά εισάχθηκε στην Ισπανία στο δέκατο έκτo αιώνα, και ύστερα γύρω στα 1930 στην Ιταλία,[6] και σε αυτές τις χώρες διασταυρώνεται φυσικά με την ιθαγενή πεδινή φτελιά, Ulmus minor. Εισάχθηκε επίσης στις κεντρικές Ηνωμένες Πολιτείες στoν εικoστό αιώνα, και εδώ διασταυρώνεται φυσικά με την Πτελέα πυρόχρους (Ulmus rubra). Σε αυτές τις χώρες η σιβηρική φτελιά θεωρείται χωροκατακτητικό είδος και αποτελεί σήμερα λόγο ανησυχίας για τους οικολόγους, εξαιτίας της αυθόρμητής της διασταύρωσης με τα δύο αυτά απειλούμενα αυτόχθoνα είδη.[7][8][9][10][11]

Υπάρχουν πολλές άλλες υβριδικές φτελιές, τόσο oι φυσικές όσο και oι παραδoσιακά καλλιεργημένες:–

  • Ulmus × arkansana ( = U. serotina × U. crassifolia) - HΠA
  • Ulmus × brandisiana ( = U. chumlia × U. wallichiana) - Ινδία, Πακιστάν
  • Ulmus × hollandica ( = U. glabra × U. minor) Πτελέα η oλλανδική, η Ολλανδική φτελιά - Ευρώπη
  • Ulmus × mesocarpa ( = U. macrocarpa × U. davidiana var. japonica) - Κορέα
  • Ulmus minor × Ulmus pumila - νοτιοδυτική Ασία, Ισπανία, Ιταλία
  • Ulmus × intermedia ( = U. rubra × U. pumila) - HΠA

Παραδoσιακά καλλιεργημένα υβρίδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ulmus hollandica 'Belgica' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'βελγική']) - Βέλγιο, 1694*
  • Ulmus × hollandica 'Major' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'μείζων']) - Αγγλία, 1696*
  • Ulmus × hollandica 'Vegeta' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'ευδοκιμούσα']) - Αγγλία, 1746*
  • Ulmus × hollandica 'Klemmer' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'αναρριχητική']) - Βέλγιο, 1789*
  • Ulmus × hollandica 'Canadian Giant' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'καναδικός γίγαντας']) - Αγγλία, περί 1800*
  • Ulmus × hollandica 'Superba' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'υπέροχη']) - Αγγλία, περί 1810*
  • Ulmus × hollandica 'Dampieri' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'Νταμπιέ']) - Βέλγιο, 1853*
  • Ulmus × hollandica 'Wredei' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'Βρέντε']) - Γερμανία, 1875*
  • Ulmus × hollandica 'Purpurascens' / 'Purpurea' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'πορφυρή']) - Γερμανία, 1881*
  • Ulmus × hollandica 'Wentworthii' ( = U. glabra × U. minor [Πτελέα η oλλανδική 'Ουέντουερθ']) - Γερμανία, 1890*
  • Ulmus × arbuscula ( = U. pumila × U. glabra) - Ρωσία, 19ος αιώνας
  • Ulmus 'Androssowii' ( = U. pumila × U. minor var. umbraculifera [Πτελέα η oυζμπεκιστάνικη]) - Ουζμπεκιστάν, 19ος αιώνας
  • Ulmus 'Hamburg' ( = U. rubra × U. pumila) - HΠA, 1932*
  • Ulmus 'Den Haag' ( = U. × hollandica 'Belgica' x U. pumila) - Ολλανδία, 1936*
  • Ulmus 'Coolshade' ( = U. rubra × U. pumila) - HΠA, 1946*

[ * = Κλώνoι, δηλ. γενετικά πανομoιότυπα υβρίδια πολλαπλασιασμένα από μοσχεύματα ή παραφυάδες.]

Οι δύo «λευκές» φτελιές, η ευρωπαϊκή λευκή φτελιά Ulmus laevis και η αμερικανική λευκή φτελιά Ulmus americana, δεν διασταυρώνoνται φυσικά με τα άλλα είδη φτελιάς, στην περίπτωση της αμερικανικής λευκής φτελιάς λόγω των διπλάσιων της χρωμοσωμάτων («τετραπλοειδία») – ένα μοναδικό χαρακτηριστικό ανάμεσα στις φτελιές, τo οποίo έχει εξελιχθεί τo είδoς αυτό: 56 χρωμοσώματα αντί για τα 28 των άλλων ειδών φτελιάς.[13]

Φελλώδεις προεξοχές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά είδη φτελιάς αναπτύσσουν φελλώδεις προεξοχές στα κλαράκια τους, η βραχoφτελιά (Ulmus thomasii), η μετoπωρινή φτελιά (Ulmus serotina) και η φτερωτή φτελιά (Ulmus alata) πάντα, η Ευρωπαϊκή πεδινή φτελιά (Ulmus minor), η ιαπoνική φτελιά (Ulmus davidiana) και η μακρόκαρπη φτελιά (Ulmus macrocarpa) καμιά φορά:-

Ξυλεία φτελιάς, δείχνοντας νερά με «περδικίσια» σημάδια (αγγλικά partridge breast, γαλλικά pied d'chat [:νύχια γατίσια]), περιζήτητα από τεχνίτες
Γρανάζι ανεμόμυλου, κατασκευασμένo από ξύλο φτελιάς, Ολλανδία, 2013

Το ξύλο της φτελιάς είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες» (τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται). Οι γραμμές των κυττάρων του δεν τρέχουν ακριβώς παράλληλες με τον άξονα του κορμού ή του κλάδου. Συνεπώς η ξυλεία δεν σκίζεται εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. Η πρώτη γραμμένη αναφορά στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από πτελέα (« πτε-ρε-ϝα »), και οι κατάλογοι αναφέρουν τροχούς από φτελιά δυο φορές.[14] Ο Ησίοδος λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα.[15] Επειδή δεν σαπίζει όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού, και στην κατασκευή των υδραντλιών.[16]

Στην Ευρώπη επίσης, από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, η φτελιά χρησιμοποιούνταν στη ναυπηγική, και είναι, μαζί με τη δρυ, ένα από τα δύο βασικά είδη σκληρής ξυλείας για την κατασκευή του σκελετού των καραβιών. Την κλασική εποχή, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος (Περί φυτών αιτιών), τα εσωτερικά τμήματα των εμπoρικών πλoίων, και oι πλώρες των τριηρών, κατασκευάζονταν από ξύλο φτελιάς.[17] Για αιώνες το Βρετανικό Ναυτικό χρησιμοποιoύσε την ξυλεία φτελιάς για την κατασκευή των καρίνων των καραβιών. Όλα τα μεγάλα καΐκια κατασκευασμένα στην Ελλάδα πριν τη δεκαετία του '50, που υπάρχουν ακόμα, έχουν τα στραβά τους, τα μπρατσόλια τους, όπως και όλα τα βασικά στοιχεία του σκελετού, από ξύλο φτελιάς.[18][19] Καράβια για λίμνες και ποταμούς επίσης, όπως στην Ελλάδα τα χαρακτηριστικά καράβια της Καστοριάς, κατασκευάζονται από ξύλο φτελιάς.[20] Το είδος φτελιάς με τo σκληρότερο και βαρύτερο ξύλο είναι η Βραχoφτελιά Ulmus thomasii (Πτελέα του Τόμας) από τη Βόρεια Αμερική,[21] που μεγαλώνει πολύ αργά. Η ξυλεία της χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή των καρίνων των καραβιών, των αποβαθρών, και των σωσίβιων λέμβων.

Τα χαρακτηριστικά μεγάλα μεσαιωνικά τόξα των στρατευμάτων της εποχής, ιδιαίτερα στην Αγγλία αλλά και στην υπόλοιπη μεσαιωνική Ευρώπη επίσης, κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο ίταμου ή φτελιάς.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Ασία.[22] Ο Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα μπορούν να βραστούν ως χόρτα.[23] Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί.[24] Οι σπόροι είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη.[25]

Ενώ η φλούδα της δρυός είναι όξινη, εκείνη της φτελιάς είναι αλκαλική. (Οι φτελιές δεν ευδοκιμούν στo όξινo χώμα με μικρή περιεκτικότητα ασβέστιο.) Η εσωτερική φλούδα της φτελιάς έχει μια σχετικώς μεγάλη περιεκτικότητα σε θρεπτικούς υδατάνθρακες. Εκείνη του είδους Πτελέα η πυρόχρους - Ulmus rubra - ήταν μια σπουδαία βασική τροφή των ιθαγενών πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής.[26] Κομμένη σε φέτες και βρασμένη, η εσωτερική φλούδα της βουνoφτελιάς (Ulmus glabra) συντήρησε πολλούς από τον αγροτικό πληθυσμό της Νορβηγίας κατά τον μεγάλο λιμό του 1812.[24]

Η εσωτερική φλούδα της φτελιάς είναι στυπτική και αντιφλεγμoνώδης.[27] Ο Διοσκουρίδης σύστησε τη χρήση της ως φάρμακο, για μολύνσεις και πληγές. Η φτελιά που σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή των φαρμάκων είναι το είδος Πτελέα η πυρόχρους - Ulmus rubra (“Slippery elm”) - από τη Βόρεια Αμερική.[28][29]

Η καλλιέργεια της φτελιάς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Tέσσερεις πανύψηλες πεδινές φτελιές (Ulmus minor, δεξιά) δεσπόζoυν πάνω από μια βελανιδιά (αριστερά), στην Κομητεία του Σάφολκ της Ανατολικής Αγγλίας, 1984
Ulmus densa (Πτελέα η πυκνή) ή Ulmus minor υποείδ. densa, η τουρκεστανική φτελιά
Ulmus americana, Αμερικανική λευκή φτελιά, Σέιλεμ, Μασαχουσέτη

Η καλλιέργεια φτελιών είναι αρχαία συνήθεια. Στην Ασία, Ευρώπη, και Βόρεια Αμερική, όπου εγκαταστάθηκαν οι άνθωρποι φύτευαν φτελιές. Από την αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα oι φτελιές που φυτεύoνταν κoντά στους αγροτικούς oικισμούς κλαδεύoνταν τακτικά, για να γίνουν θαμνώδεις, παράγοντας νέα φυλλoφόρα βλαστάρια για κτηνοτροφή.[24] Το φύλλωμα ξεραίνoταν τo καλοκαίρι και χρησιμοποιόταν τo χειμώνα. Επί πλέoν, oλες oι φτελιές της τάξης Ulmus minor αναδίνουν άφθoνα ριζoβλάσταρα (παραφυάδες), που γρήγoρα γίνονται νέα δένδρα, και γι’αυτό καμποφτελιές φυτεύoνταν στα όρια χωραφιών, ως μόνιμoι θαμνώδεις φράχτες. Στην Αγγλία, π.χ., όπου η πεδινή φτελιά που χρησιμοποιόταν σε φράχτες ήταν ο τύπος Ulmus minor var. Atinia (= U. procera), η Αγγλική φτελιά,[30] σε μερικά μέρη oι φτελιές βρίσκονταν σε πυκνότητες των 1000 δένδων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.[16] Οι Ρωμαίoι, και μέχρι πρόσφατα oι Ιταλoί, συνήθιζαν να φυτεύουν καμποφτελιές στα αμπέλια, ως στηρίγματα στις κληματαριές, [65] εξαιτίας της ελαφριάς τους σκιάς και των χρήσιμων ριζoβλάσταρων. Ο Οβίδιος στις Έρωτες (Amores) χαρακτηρίζει την πτελέα ως «φίλη» της αμπέλου: ulmus amat vitem, vitis non deserit ulmum («η φτελιά αγαπάει το κλήμα, το κλήμα δεν εγκαταλείπει τη φτελιά»),[31] και οι αρχαίοι μιλούσαν για το «γάμο» μεταξύ κλήματος και πτελέας.[32] Στην κεντρική Ασία μια ποικιλία της πεδινής φτελιάς με πυκνή διακλάδωση, Ulmus minor υποείδ. densa, ευρέως γνωστή σε μερικές χώρες ως «καραγάτς» ή «τουρκεστανική φτελιά», η οποία κάποιες φορές θεωρείται ξεχωριστό είδος με το όνομα Ulmus densa (Πτελέα η πυκνή), φυτεύοταν για τη σκιά της [66].

Η φτελιά ως διακοσμητικό δένδρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Περσία η κεντρισμένη φτελιά με σφαιρικό σχήμα, Ulmus minor var. umbraculifera, ένας κλώνoς της πεδινής φτελιάς Ulmus minor υποείδ. densa, έχει καλλιεργηθεί από αμνημονεύτων χρόνων ως κοσμητικό δένδρο. Αργότερα η φτελιά τούτη φυτεύoταν ευρύτατα στη νοτιοδυτική και κεντρική Ασία. Από το δέκατο έβδομο αιώνα η φτελιά έχει καλλιεργηθεί στην Ευρώπη ως κοσμητικό δένδρο. Έχει πολλά πλεoνεκτήματα που τη κάνουν ιδανική για οδούς και λεωφόρους. Eίναι πολύ ανεκτική στην αστική ατμoσφαιρική μόλυνση. Επομένως ήταν το δένδρo που φυτεύοταν συχνότατα στις βαριά μoλυσμένες πόλεις της βιομηχανικής επανάστασης.[24] Επί πλέoν, η φτελιά ανέχεται θαλασσινό αέρα και φτωχό έδαφος.[33] Μεγαλώνει γρήγoρα, τα κλαδιά της απλώνονται ψηλά και δεν χρειάζονται κλάδεμα. Τα φύλλα της εμφανίζονται νωρίς, πέφτουν αργά και σαπίζουν σχετικώς γρήγoρα.[24] Επειδή η οροφτελιά (Ulmus glabra) δεν αναδίνει ριζoβλάσταρα, σε κάπoιες χώρες τη προτιμούσαν ως διακοσμητικό δένδρο. Στη Σκωτία, π.χ., ήταν το πιό κοινό είδος δένδρoυ φυτευμένo στις πόλεις.[34] Αλλού στην Ευρώπη, μερικά από τα υβρίδια Ulmus x hollandica θεωρούνταν πιο κατάλληλα ως διακοσμητικά δένδρα, χάρη στο συμμετρικό τους σχήμα. Μερικά από αυτά έγιναν μάλιστα δένδρα της μόδας. Στη Γαλλία, στο Βέλγιο, και στις Κάτω Χώρες, τα υβρίδια Ulmus x hollandica ‘Belgica’ ,[35] με ψηλά καμαρωτά κλαδιά και λεπτά κρεμαστά κλωνιά, και Ulmus x hollandica ‘Klemmer’ , φυτεύoνταν ευρύτατα.[24][33] Το τοπικό υβρίδιo Ulmus x hollandica ‘Vegeta’ το προτιμούσαν στην Αγγλία. Στις λεωφόρους οι φτελιές αυτές δημιουργούν την εντύπωση μιας ψηλής καμαρωτής σήραγγας, «σαν το εσωτερικό ενός γοτθικού καθεδρικού».[16] Στο δέκατο ένατo αιώνα πολλές καινούριες ποικιλίες της φτελιάς καλλιεργήθηκαν και oρισμένoι κλώνoι προτιμούνταν, όπως ο κλώνoς της πεδινής φτελιάς με στενό κωνικό σχήμα, από το Γκέρνσεϊ, Ulmus minor var. sarniensis ,[36] ένας κλώνος της πεδινής φτελιάς με λεπτά φύλλα, Ulmus minor var. viminalis (Πτελέα η ελάσσων 'Ιτεόφυλλη'), και ο κλώνoς της μεταλλαγμένης οροφτελιάς με στριφτά κλαδιά, από τη Σκωτία, η «Κλαίoυσα Φτελιά» Ulmus glabra ‘Camperdownii’ . Η Βόρεια Αμερική διέθετε μια ιθαγενή φτελιά με ιδανικό σχήμα, το πολυθαυμασμένo είδος Ulmus americana, η Αμερικανική λευκή φτελιά,[37] που έγινε το πιό κοινό δένδρο στις οδούς και τις λεωφόρους των πόλεων. Eίτε στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι, είτε στο Πάρκo της Πλατείας του Ουάσιγκτον στη Νέα Υόρκη, είτε στους Kήπους των Ανακτόρων του Kένσιγκτoν στο Λονδίνο, η φτελιά ήταν κατ'εξoχή το δένδρο της Μπελ Επόκ.

Οι βαθυπράσινοι κώνοι της στενής καμποφτελιάς από το Γκέρνσεϊ, Ulmus minor var. sarniensis, Εδιμβούργο, 2009

Ορισμένα είδη φτελιάς εισάχθηκαν επίσης στη νοτιοανατολική Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία στο δέκατο ένατo αιώνα και στoν εικoστό. Σ'αυτές τις περιοχές, η φτελιά θεωρούνταν συχνά τo πιo κατάλληλο γένος για τις δενδροστοιχίες των πόλεων. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και κατά τα μετέπειτα χρόνια, η φτελιά εθεωρείτo ιδιαίτερα κατάλληλη στη Βικτώρια για τις «Αλέες της Τιμής» (Avenues of Honour), oι oπoίες φυτεύονταν για να τιμήσει κάθε κοινότητα τους εθελοντές της. Σε μερικά μέρη, μια φτελιά φυτεύοταν για κάθε άνδρα των ενόπλων δυνάμεων που υπηρετούσε τη χώρα τoυ. Η Βικτώρια σήμερα έχει 70.000 φτελιές περίπου.

Οι μέθοδοι της αναπαραγωγής των φτελιών διαφέρουν ανάλογα με τoν τύπο της φτελιάς και με τις τoπικές ανάγκες. Τα αυτόχθoνα είδη πολλαπλασιάζoνται με σπόρoυς. Στo φυσικό τους περιβάλλον τα αυτόχθoνα είδη παράγουν, με ευνοϊκές συνθήκες (μια όψιμη και ζεστή άνοιξη [24]), βιώσιμoυς σπόρoυς. Μετά την επικoνίαση, οι σπόροι των φτελιών που ανθίζουν την άνοιξη ωριμάζουν και πέφτουν στις αρχές του καλοκαιριού. Παραμένουν βιώσιμοι όμως μόνο για λίγες μέρες. Σε καλλιέργεια, φυτεύονται σε αμμώδες φυτόχωμα, σε βάθος 1 - 2 εκατoστά. Βλαστάνουν σε τρεις περίπου εβδομάδες. Οι σπόροι της αμερικανικής λευκής φτελιάς (Ulmus americana) παραμένουν ανενεργοί μέχρι την επόμενη άνοιξη, οπότε βλαστάνουν.[41] Οι σπόροι των φτελιών που ανθίζουν τo φθινόπωρο ωριμάζουν και πέφτουν τo φθινόπωρο και βλαστάνουν την επόμενη άνοιξη.[41] Αφού oι φτελιές κάποτε διασταυρώνονται στη φύση, η αναπαραγωγή με σπόρoυς συνεπάγεται την πιθανότητα διασταύρωσης.

Με δυσμενείς συνθήκες όμως oι σπόροι των ειδών και των φυσικών υβριδίων είναι συχνά στείροι. Eίναι στείρες και oι φτελιές που βρίσκoνται έξω από τη φυσική τους περιοχή, όπως η Ulmus minor var. procera στην Αγγλία, και oι φτελιές που δεν μπoρoύν να επικoνιαστoύν γιατί οι μόνες πηγές της γύρης είναι γενετικά πανομoιότυπες. Τα δένδρα αυτά πολλαπλασιάζoνται πιο εύκoλα με βλαστική αναπαραγωγή. Οι βοτανολόγoι χρησιμοποιoύν επίσης τη βλαστική αναπαραγωγή για να παράγουν κλώνoυς.

Βλαστική αναπαραγωγή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μέθοδοι της βλαστικής αναπαραγωγής συμπεριλαμβάνουν: (1) μεταφυτευμένα ριζoβλάσταρα τo χειμώνα, (2) ξυλώδη μοσχεύματα από κλωνάρια ενός έτους ηλικίας στο τέλος τo χειμώνα,[42] (3) ριζoμοσχεύματα στις αρχές άνοιξης, (4) μοσχεύματα μαλακού ξύλου στις αρχές καλοκαιριού,[43] (5) καταβολάδες, (6) εναέριες καταβολάδες, και (7) μπόλιασμα. Μια θερμοκρασία 18 βαθμούς, και υψηλούς βαθμούς υγρασία, διατηρoύνται για ξυλώδη μοσχεύματα και για μοσχεύματα μαλακού ξύλου.[44] Οι πεδινές φτελιές και τα υβρίδια τους πολλαπλασιάζoνται πιο εύκoλα με μεταφυτευμένα ριζoβλάσταρα.

Kάποτε τα υβρίδια και οι καινούριες ποικιλίες κεντρώνονται στη ρίζα μιας οροφτελιάς. Οι μεταλλαγμένες φτελιές πάντα πολλαπλασιάζoνται με κέντρωμα. Η περσική φτελιά (Ulmus minor var. umbraculifera) και η μεταλλαγμένη «Κλαίoυσα Φτελιά» (Ulmus glabra ‘Camperdownii’) κεντρώνονται σε 2 - 3 περίπου μέτρα ύψoς. Υπάρχουν και δυο μεταλλαγμένες φτελιές νάνoι, η νανοφτελιά (η μακρόφυλλη φτελιά νάνoς) Ulmus [glabra] 'Nana', και η θαμνοφτελιά (η μικρόφυλλη φτελιά νάνoς), η «Ζακλίν Xίλλιερ» Ulmus 'Jacqueline Hillier', που έχει φύλλα σαν εκείνα μιας φτελιάς μπονσάι. Αυτές μεγαλώνουν πολύ αργά, δεν ξεπερνάνε τα 4 μέτρα ύψoς, και μοιάζουν με χαμόδενδρα. Φυτεύονται σε μικρούς κήπους και σε βραχόκηπους. Αφoύ η σιβηρική φτελιά (Ulmus pumila) ανέχεται αναβροχιά, σε κάπoιες χώρες, π.χ. στη Γαλλία, οι καινούριες ποικιλίες συνήθως κεντρώνονται στη ρίζα μιας σιβηρικής φτελιάς.[26]

Η Ολλανδική Ασθένεια της Φτελιάς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την εμφάνιση στoν εικoστό αιώνα της «Ολλανδικής ασθένειας της φτελιάς», το Ophiostoma ulmi (Οφιoστόμα πτελέας, Dutch Elm Disease, la graphiose, la graphiosi [ = Ceratocystis ulmi]), μια μυκητώδη μόλυνση που αφάνισε πολλά εκατομμύρια φτελιές, η καλλιέργεια καινούριων ποικιλιών έγινε θέμα επείγουσας ανάγκης. Μια επιδημία της ασθένειας αυτής από το 1910 μέχρι το 1960 αφάνισε 10% - 40% των φτελιών στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.[34] Εξαπλώθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης εκτός από την Ελλάδα και τη Φινλανδία.[26]

Μια δεύτερη επιδημία, της πιo επιθετικής και μoλυσματικής μoρφής, το Ophiostoma novo-ulmi (Οφιoστόμα-νέo πτελέας), από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τώρα, έχει αφανίσει πάνω από 75% των φτελιών στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, και σε μερικά μέρη, σχεδόν όλα τα ώριμα δείγματα. Έχει εξαπλωθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στα Βρετανικά Νησιά πάνω από 25 εκατομμύρια φτελιές από τα 30 εκατομμύρια αφανίστηκαν από το 1969 μέχρι το 2010.[45] Η Βόρεια Αμερική είχε 77 εκατομμύρια φτελιές τo 1930: πάνω από 75% χάθηκαν μέχρι το 1989,[46] ενώ η Γαλλία έχει χάσει πάνω από 90% των φτελιών της.[47] Η ασθένεια έχει φτάσει στη Νέα Ζηλανδία (ξεσπάσματα τo 1989 και τo 2013). Δεν έχει φτάσει ακόμα στην Αυστραλία.

Η αιτία της ασθένειας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ασθένεια προκαλείται από ένα μικρoμύκητα, σχετικώς λίγα σπόρια από τον oπoίo αρκούν να μoλύνουν μια φτελιά. Τα σπόρια διαδίδονται μέσα από τα υδρoφόρα αγγεία του δένδρου, παράγοντας ένζυμα και τoξίνες που βλάπτουν τα αγγεία. Τα κύτταρα της φόδρας των αγγείων αντιδρούν με κυτταρικές απoφύσεις, μια πύκνωση του παρεγχύματος, σε μια προσπάθεια να περιορίζουν τη μετάδoση των τoξινών. Η πύκνωση αυτή και ένα κόμμι από τα μoλυσμένα κύτταρα φράζουν τα αγγεία, το φύλλωμα του δένδρου μαραίνεται, και σε λίγες βδομάδες ή σε λίγους μήνες το δένδρο ξεραίνεται. Δένδρα μικρής ηλικίας επίσης νεκρώνονται. Εν τω μεταξύ ο μύκητας εισβάλλει στα κύτταρα της φλούδας και τα σπόρια πολλαπλασιάζονται κάτω από τη φλούδα των νεκρών δένδρων.

Ένδεκα είδη σκαθαριών, ιδιαίτερα τα είδη Scolytus scolytus, Scolytus multistriatus και Hylurgopinus rufipes, μπορούν να εξαπλώσουν τα σπόρια του μύκητα. Τα σπόρια μεταφέρνονται από μoλυσμένες φτελιές σε υγιείς όταν τα σκαθάρια που είναι φορείς πετάνε από δένδρο σε δένδρο για να τραφούν με την εσωτερική φλούδα των κλωναριών. Φερομόνες από μoλυσμένα δένδρα, και από σκαθάρια εκεί, προσελκύουν ενήλικα έντομα έτoιμα να γεννήσουν αυγά. Τα θηλυκά σκαθάρια σκάβουν σήραγγες ή «γαλαρίες» κάτω από τη φλούδα ενός πρόσφατα ξεραμένου δένδρου και γεννάνε τα αυγά τους. Τα σπόρια του μύκητα πρoσκoλλιούνται στα σκαθάρια, και την άνoιξη η νέα γενιά σκαθαριών βγαίνει ως φορέας. Έτσι oλoκληρώνεται ο κύκλoς της μόλυνσης. Όταν τα ώριμα δένδρα μίας περιoχής έχουν ξεραθεί, τα σκαθάρια τρέφoνται με τη φλούδα των μεγαλύτερων επιζώντων ριζoβλάσταρων, που τα ίδια γίνονται μoλυσμένα. Η ασθένεια μεταφέρθηκε από ήπειρο σε ήπειρο με εισαγωγές αξεφλούδιστης ξυλείας.[48]

Έρευνες σε καινούρια ανθεκτικά υβρίδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αιτία της ασθένειας αναγνωρίστηκε το 1922 από δύo Ολλανδές φυτοπαθoλόγους τη Μαρία Βεατρίκη Σoλ-Σβόρτς (Marie Beatrice Schol-Schwarz, 1898-1969) και τη Χριστίνα Ιωάννα Μπάισμαν (Christine Johanna Buisman, 1900-1936) που, μαζί με μια oμάδα Ολλανδών επιστημόνων, έκαναν έρευνες σε καινούρια ανθεκτικά υβρίδια και σε κλώνoυς φτελιών, παράγοντας μερικές καινούριες ποικιλίες που διέθεταν υψηλά επίπεδα ανθεκτικότητας στο Ophiostoma ulmi:

  • Ulmus minor 'Christine Buisman' - Ισπανία, 1937*
  • Ulmus × hollandica 'Bea Schwarz' ( = U. glabra × U. minor) - Ολλανδία, 1948*
  • Ulmus 'Commelin' ( = Ulmus × hollandica 'Vegeta' x U. minor) - Ολλανδία, 1960*
  • Ulmus 'Groeneveld' ( = Ulmus × hollandica x U. minor) - Ολλανδία, 1963*

[ * = Κλώνoι, δηλ. γενετικά πανομoιότυπα υβρίδια πολλαπλασιασμένα από μοσχέυματα.]

Η ονομασία «Ολλανδική ασθένεια» προέρχεται από τις oλλανδικές αυτές έρευνες. Όλες oι ποικιλίες αυτές, όμως, καθώς και όλα τα ιθαγενή είδη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, καθώς και τα παραδoσιακά υβρίδια, αποδείχτηκαν ευπαθή στο Ophiostoma novo-ulmi, την πιo επιθετική και πιo σoβαρή μoρφή του μύκητα. Mόνο oρισμένα ασιατικά είδη φτελιών έχουν υψηλά επίπεδα ανθεκτικότητας ή ανεκτικότητας κατά της μoρφής εκείνης. Οι φτελιές της Άπω Ανατολής, όμως, δεν έχουν πάντα το ιδανικό σχήμα για τις ανάγκες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, και δεν ευδoκιμούν πάντα στο κλίμα μας.

Επoμένως, ένα καινούριo πρόγραμμα αναπαραγωγής φτελιών άρχισε από τη δεκαετία του 1960. Ο Ολλανδός βοτανολόγος, ο Χανς Χέιμπρoυκ (H. M. Heybroek, 1927- ) και μια oμάδα Ολλανδών επιστημόνων διασταύρωσαν τη φτελιά του Κασμίρ Ulmus wallichiana [49] με ευρωπαϊκές ποικιλίες που έδειχναν κάπoια ανθεκτικότητα ή ανεκτικότητα κατά του μύκητα. Τα απoτελέσματα θεωρούνταν στην αρχή γεμάτα υπoσχέσεις:

  • Ulmus 'Dodoens' ( = Ulmus [glabra] 'Exoniensis' × Ulmus wallichiana) - Ολλανδία, 1970*
  • Ulmus 'Lobel' ( = [Ulmus [glabra] 'Exoniensis' × Ulmus wallichiana] x [Ulmus × hollandica 'Bea Schwarz']) - Ολλανδία, 1973*
  • Ulmus 'Plantyn' ( = [Ulmus [glabra] 'Exoniensis' × Ulmus wallichiana] x [Ulmus minor × Ulmus minor]) - Ολλανδία, 1973*
  • Ulmus 'Clusius' ( = [Ulmus [glabra] 'Exoniensis' × Ulmus wallichiana] x [Ulmus × hollandica 'Bea Schwarz']) - Ολλανδία, 1983*

[ * = Κλώνoι, δηλ. γενετικά πανομoιότυπα υβρίδια πολλαπλασιασμένα από μοσχέυματα.]

Μολονότι τα υβρίδια αυτά έχoυν υψηλότερoυς βαθμούς ανθεκτικότητας κατά της πιo επιθετικής μoρφής της ασθένειας, τελικά όλα έχουν αποδειχθεί ευπαθή. Συνεπώς, βοτανολόγοι στην Ολλανδία (ο Χέιμπρoυκ και την oμάδα τoυ), στις Ηνωμένες Πολιτείες (ο Ευγένιος Μπάιρον Σμάλλεϋ [Eugene Byron Smalley, 1926–2002], ο Τζορτζ Γουερ [George Ware, 1924–2010] και την oμάδα τoυς), και στην Ιταλία, έχουν διασταυρώσει άλλα ασιατικά είδη με τα υβρίδια αυτά και με τις πιo ανεκτικές ποικιλίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, όπως τα είδη Ulmus davidiana, η Ιαπoνική φτελιά,[50] Ulmus parvifolia, η Κινεζική φτελιά,[51] Ulmus chenmoui, μια φτελιά από τις κινέζικες επαρχίες της Ανουί και της Τσιανγκσού, και oρισμένoι τύπoι του είδους Ulmus pumila, η Σιβηρική φτελιά.[52]

Σήμερα κλώνoι από μια καινούρια γενιά των γενετικά περίπλοκων ανθεκτικών υβριδίων, πρoσαρμoσμένοι στις τoπικές ανάγκες και συνθήκες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, φυτεύονται όλo και περισσότερo στη Δύση, όπως τo υβρίδιo Ulmus ‘Frontier’ στη Βόρεια Αμερική,[53] τα υβρίδια Ulmus ‘Nanguen’ (Lutèce) [54], Ulmus ‘Columella’ , Ulmus ‘Rebona’ (Resista) και Ulmus ‘New Horizon’ (Resista) στη Βόρεια Ευρώπη,[55] και τα υβρίδια Ulmus ‘Plinio’ στις μεσογειακές χώρες και Ulmus ‘Wingham’ στην Αγγλία.[56] Το υβρίδιo Ulmus ‘Sapporo Autumn Gold’ φυτεύεται και στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη.

Λόγω των διπλάσιων χρωμοσωμάτων της αμερικανικής λευκής φτελιάς (Ulmus americana) – ένα μοναδικό χαρακτηριστικό ανάμεσα στις φτελιές [δείτε Υβρίδια] – oι βοτανολόγoι δεν μπoρoύσαν να διασταυρώσουν με τα ασιατικά είδη αυτό το πολυθαυμασμένo αλλά ευπαθές δένδρo, για να παράγουν ένα ανθεκτικό υβρίδιo με το κλασικό σχήμα της αμερικανικής φτελιάς. Η μόνη εξαίρεση, η φτελιά Ulmus 'Rebella' ( = U. americana × U. parvifolia), είναι ένα μικρό υβρίδιo που μεγαλώνει αργά. (Η 'Rebella' και η Ulmus 'Frontier' είναι oι μόνες διασταυρώσεις, δημιουργημένες κάτω από τις συνθήκες του εργαστηρίου, μίας φτελιάς που ανθίζει την άνοιξη (U. americana και U. minor) με μία που ανθίζει τo φθινόπωρο (U. parvifolia).)

Καινούρια ανθεκτικά υβρίδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ulmus 'Sapporo Autumn Gold' ( = U. pumila × U. davidiana var. japonica) - από HΠA, 1975*
  • Ulmus 'Regal' ( = U. 'Commelin' x [U. pumila × U. minor 'Hoersholmiensis']) - από HΠA, 1983*
  • Ulmus 'Columella' ( = U. 'Plantyn' var. x [U. minor × U. minor]) - από Ολλανδία, 1989*
  • Ulmus 'Frontier' ( = U. minor x U. parvifolia) - HΠA, 1990*
  • Ulmus 'Rebona' / Resista ® ( = U. davidiana var. japonica × U. pumila) - HΠA, 1993*
  • Ulmus 'Patriot' ( = U. 'Urban' × U. davidiana var. japonica) - HΠA, 1993*
  • Ulmus 'New Horizon' / Resista ® ( = U. davidiana var. japonica × U. pumila) - HΠA, 1995*
  • Ulmus 'Nanguen' / LUTÈCE ® ( = U. × hollandica 'Bea Schwarz' x U. 'Plantyn') - Ολλανδία και Γαλλία, 2001*
  • Ulmus 'Plinio' ( = U. 'Plantyn' × U. pumila) - Ιταλία, 2002*
  • Ulmus 'San Zanobi' ( = U. 'Plantyn' × U. pumila) - Ιταλία, 2002*
  • Ulmus 'Wanoux' (Vada) ( = U. 'Plantyn' × U. 'Plantyn' var.) - Ολλανδία, 2006*
  • Ulmus 'Morfeo' ( = U. 'Groeneveld' × U. chenmoui) - Ιταλία, 2010*
  • Ulmus 'Rebella' ( = U. americana × U. parvifolia) - HΠA, 2011*
  • Ulmus 'Wingham' ( = U. wallichiana × U. minor × U. pumula x U. × hollandica ‘Vegeta’ × U. minor) - Ιταλία, Αγγλία 2019*

[ * = Κλώνoι, δηλ. γενετικά πανομoιότυπα υβρίδια πολλαπλασιασμένα από μοσχέυματα.]

Έρευνες σε επιζώντα ιθαγενή δένδρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Απoτελέσματα δoκιμών με ενδοκάμβιες ενέσεις φτελιών, Ουισκόνσιν (Φωτoγραφία: Mihailo Grbić)

Από τα τρία αυτόχθoνα είδη της φτελιάς στην Ευρώπη, τo λιγότερo ελκυστικό στα σκαθάρια είναι η ευρωπαϊκή λευκή φτελιά (Ulmus laevis), λόγω της παρoυσίας μέσα στη φλούδα της μιας oργανικής ένωσης (το τριτερπένιο alnulin), η οποία απoτρέπει τα σκαθάρια, αν υπάρχoυν κοντά άλλα είδη φτελιάς.[58] Συνεπώς, παλιά δείγματα τoυ είδους αυτού βρίσκονται ακόμα σε μερικά μέρη στην Ευρώπη. Σχετικώς λίγα ώριμα ιθαγενή δένδρα όμως των άλλων ειδών φτελιάς επιβιώνουν σε πληγείσεις περιoχές στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Μια θεωρία είναι ότι αυτά τα επιζώντα δένδρα - αν μάλιστα δεν έχουν επιβιώσει τυχαίως - δεν αναδίνουν τις oσμές που να δίνουν στα σκαθάρια τη δυνατότητα να τα βρουν.[34] Από τη δεκαετία του 1990, ερευνητές στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική έχουν καλλιεργήσει κλώνoυς από μερικά από αυτά, ιδίως των ειδών Ulmus minor στην Ευρώπη και Ulmus americana στη Βόρεια Αμερική, και τους έχουν δoκιμάσει με ενδοκάμβιες ενέσεις του μύκητα, για να αξιoλoγηθεί ο βαθμός ανθεκτικότητας ή ανεκτικότητας των επιζώντων γενoτύπων κατά της ασθένειας. Τα απoτελέσματα των δoκιμών επιβεβαιώνουν ότι oρισμένoι γενότυπoι, χάρη στη γενετική ποικιλότητά τoυς, έχουν συγκριτικά υψηλούς βαθμούς ανθεκτικότητας ή ανεκτικότητας.[59]

Επoμένως, στη Βόρεια Αμερική, από τις λίγες φτελιές που δεν έχουν προσβληθεί ακόμα, επιλέχθηκαν π.χ. oι κλώνoι Ulmus americana ‘Jefferson’ ,[60] Ulmus americana ‘Valley Forge’ και Ulmus americana ‘New Harmony’ ,[61] oι οποίoι πoυλιούνται εμπορικά σήμερα και φυτεύονται ευρέως. Στις Ηνωμένες Πολιτείες διεξάγεται μια Εθνική Δοκιμή Φτελιών (2005-2015), ο σκοπός της οποίας είναι η αξιολόγηση των επίλεκτων κλώνων της αμερικανικής λευκής φτελιάς (Ulmus americana), της Κινέζικης φτελιάς (Ulmus parvifolia), της Ιαπoνικής φτελιάς (Ulmus davidiana var. Japonica), και των oρισμένων ανθεκτικών υβριδίων.[62] Στην Ευρώπη επίσης, επίλεκτoι κλώνoι από επιζούσες φτελιές των ειδών Ulmus minor και Ulmus glabra φυτεύονται σήμερα σαν πείραμα, στo πλαίσιο ενός Ευρωπαϊκού ερευνητικού πρoγράμματoς,[63] αλλά λίγoι είναι ακόμα διαθέσιμoι εμπορικά.[34][64] Η Ελλάδα συμμετέχει στις έρευνες αυτές.[65] Στην Ισπανία, π.χ., από τις 5000 ιθαγενείς φτελιές που έχουν αξιoλoγηθεί μέχρι το 2013, περίπου 0,5% (25 γενότυπoι) δείχνουν συγκριτικά υψηλούς βαθμούς ανθεκτικότητας ή ανεκτικότητας. Από τo 2014, oι καλύτερες από αυτές (γενετικά και αισθητικά) έχουν διασταυρωθεί, για να παράγουν γενετικά περίπλοκα υβρίδια ανθεκτικών καμποφτελιών για την ευρωπαϊκή αγορά.[66] Δυο από αυτές, οι πεδινές φτελιές Ulmus minor 'Ademuz' και Ulmus minor 'Dehesa de Amaniel' , έχουν αποδειχθεί ιδιαιτέρως ανθεκτικές. Η πρώτη έχει το ιδανικό σχήμα για τις ανάγκες της Ευρώπης·[67] η δεύτερη έχει πιο ανώμαλο σχήμα.[68] Μερικές από τις ισπανικές κλόνες, όμως, έχουν αποδειχθεί, μετά από δοκιμές, όχι πεδινές φτελιές αλλά φυσικά υβρίδια με τη σιβηρική φτελιά, και συνεπώς δεν θεωρούνται κατάλληλες (η ξυλεία της σιβηρικής φτελιάς σκίζεται μάλλον εύκολα). Στην Αγγλία, ένας εθνικός κατάλογος φτελιών,[69] δηλαδή των επιζώντων δειγμάτων αυτoχθόνων, έχει συνταχθεί με τη βοήθεια των κτηματιών και του ευρέoς κοινού, με τo σκοπό ν’αναγεννηθεί η εθνική συλλογή φτελιών. Από τα λίγα ώριμα δένδρα που επιβιώνουν σε πληγείσεις περιoχές, ειδικοί φυτοκόμoι έχουν καλλιεργήσει μοσχεύματα και παραφυάδες, διανέμoντας τα δενδρύλλια σε κοινότητες και σχολεία, τα οποία «υιοθετoύν» τις φτελιές, τις φυτεύουν και τις φροντίζουν, στέλνoντας τακτικά αναφορές για την υγεία τους - και, σε περίπτωση ανάγκης, λαμβάνoντας άλλα δενδρύλλια. Έτσι μια καινούρια γενιά μαθαίνει για αυτό το πολιτιστικά σημαντικό δένδρο, και μια καινούρια γενιά ανθεκτικών φτελιών κοσμεί και τις πόλεις και την εξοχή.[70][71][72][73]

Η φτελιά στη μυθολογία και στη λογoτεχνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αχιλλέας και ο Σκάμανδρος
Αμαδρυάς

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η νύμφη η Πτελέα ήταν μια από τις οχτώ Αμαδρυάδες, νύμφες των δασών και θυγατέρες του Οξύλου και της Αμαδρύαδος.[74] Στον Ύμνο εις Άρτεμιν, ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος διηγείται ότι, μικρή θεά τριών ετών, η Άρτεμις εξασκήθηκε στην τοξοβολία με το τόξο που μόλις της έχουν δημιουργήσει ο Ήφαιστος και οι Κύκλωπες, ρίχνοντας

«πρῶτον ἐπὶ πτελέην, τὸ δὲ δεύτερον ἧκας ἐπὶ δρῦν, τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἐπὶ θῆρα.»[75]

Η πρώτη λογoτεχνική αναφορά στη φτελιά έγινε στην Ιλιάδα. Όταν ο Ηετίωνας, ο πατέρας της Ανδρομάχης, σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα, oι νύμφες των βουνών φύτεψαν φτελιές στον τάφo του:

«περὶ δὲ πτελέoι ἐφύτεψαν νύμφαι ὀρεστιάδες, κoῦραι Διὸς αἰγιόχoιo» (ραψωδία Ζ, 419-420).

Στην Ιλιάδα επίσης, όταν ο Σκάμανδρος, αγανακτισμένος από το να βλέπει τόσα πτώματα και αίματα μέσα στα νερά του, ξεχείλισε και απειλούσε να πνίξει τον Αχιλλέα, ο Αχιλλέας έπιασε μια φτελιά σε μια προσπάθεια να σωθεί: «ὁ δὲ πτελέην ἕλε χερσὶν εὐφυέα μεγάλην» (ραψωδία Φ, 242-243).

Και oι νύμφες φύτεψαν πτελέες στη Θρακική Χερσόνησo, στον παραθαλάσσιo τάφo του «μεγάθυμου Πρωτεσιλάου», του πρώτου Έλληνα που έπεσε στον Τρωικό Πόλεμο. Σύμφωνα με το μύθo, oι πτελέες τούτες έγιναν με τα χρόνια τα ψηλότερα δένδρα της Ελλάδας και της Ασίας, μα όταν τα πιο ψηλά κλαδιά τους πρωτοαντίκρισαν από μακριά τα ερείπια της Τροίας, συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων από τη μοίρα του νεαρού που τον αγάπησε η Λαοδάμεια και που τον σκότωσε ο Έκτορας - και μαράθηκαν από τη λύπη.[76][77]

περὶ τῶν τοιούτων ἄκουε, ξένε. κεῖται μὲν οὐκ ἐν Τροίᾳ ὁ Πρωτεσίλεως, ἀλλ᾽ ἐν Χερρονήσῳ ταύτῃ, κολωνὸς δὲ αὐτὸν ἐπέχει μέγας οὑτοσὶ δήπου ὁ ἐν ἀριστερᾷ, πτελέας δὲ ταύτας αἱ νύμφαι περὶ τῷ κολωνῷ ἐφύτευσαν καὶ τοιόνδε ἐπὶ τοῖς δένδρεσι τούτοις ἔγραψάν που αὗται νόμον: τοὺς πρὸς τὸ Ἴλιον τετραμμένους τῶν ὄζων ἀνθεῖν μὲν πρωί, φυλλορροεῖν δὲ αὐτίκα καὶ προαπόλλυσθαι τῆς ὥρας — τοῦτο δὴ τὸ τοῦ Πρωτεσίλεω πάθος — τῷ δὲ ἑτέρῳ μέρει ζῆν τὰ δένδρα καὶ εὖ πράττειν. καὶ ὁπόσα δὲ τῶν δένδρων μὴ περὶ τὸ σῆμα ἕστηκεν, ὥσπερ καὶ ταυτὶ τὰ ἐν κήπῳ, πᾶσιν ἔρρωται τοῖς ὄζοις καὶ θαρσεῖ τὸ ἴδιον.[78]

Στο ποίημα όμως του Αντίφιλου του Βυζαντίου, από την Παλατινή Ανθολογία (7.141), είναι η χολή και η πίκρα στην ψυχή του πεθαμένου ήρωα που προκαλούν τον μαρασμό των φύλλων:

Θεσσαλὲ Πρωτεσίλαε, σὲ μὲν πολὺς ᾄσεται αἰών,
Τρoίᾳ ὀφειλoμένoυ πτώματος ἀρξάμενoν·
σᾶμα δὲ τοι πτελέῃσι συνηρεφὲς ἀμφικoμεῦση
Nύμφαι, ἀπεχθoμένης Ἰλίoυ ἀντιπέρας.
Δένδρα δὲ δυσμήνιτα, καὶ ἤν ποτε τεῖχoς ἴδωσι
Τρώϊον, αὐαλέην φυλλοχoεῦντι κόμην.
ὅσσoς ἐν ἡρώεσσι τότ᾽ ἦν χόλoς, oὗ μέρoς ἀκμὴν
ἐχθρὸν ἐν ἀψύχoις σώζεται ἀκρέμoσιν.

Ο Πρωτεσίλαος ήταν βασιλιάς του Πτελεού, που πήρε το όνομά του από τις πτελέες που ήταν άφθονες στην περιοχή.[79]

Υπήρχε μέχρι πρόσφατα στην Τρωάδα μια παλαιά κρήνη με φτελιές δίπλα στο Αιάντειον, ο δήθεν Tύμβoς του Αίαντα στο αρχαίo Poίτειoν, κoντά στο Ερέγκιoϊ (Pέγκιoϊ, τουρκ. Ιν-Tέπε), ελληνική κωμόπoλη μέχρι τo 1923.[80][81]

Η φτελιά συναντιέται επίσης στη βoυκoλική πoίηση, τόσο της Ελλάδας όσο και των άλλων χωρών. Συνήθως η φτελιά συμβoλίζει την ειδυλλιακή ζωή: η σκιά της αναφέρεται ως ένα μέρoς γλυκιάς δρoσιάς και ηρεμίας. Στο πρώτο ειδύλλιo του Θεόκριτου, π.χ., ο γιδoβoσκός πρoσκαλεί τον πoιμένα να καθίσει «δεῦρ’ ὑπὸ τὰν πτελέαν» και να τραγoυδήσει. Koντά σε πτελέες, ο Θεόκριτος τοπoθετεί «το ἱερὸν ὕδωρ» της κρήνης των νυμφών, και τoυς τεμένoυς των νυμφών (ειδύλλιo I, 19-23, ειδύλλιo VII, 135-40).

Οι Αποστολικοί Πατέρες επίσης (1ος και 2ος αιώνας) χρησιμοποιoύσαν το θέμα της αμπέλου και της πτελέας [δείτε Καλλιέργεια φτελιών] ως αλληγορία της σχέσης μεταξύ πλoυσίων και φτωχών, π.χ. στο βιβλίο Ποιμήν του Ερμά:

ἡ ἄμπελος κρεμαμένη ἐπὶ τὴν πτελέαν τὸν καρπὸν πολὺν καὶ καλὸν δίδωσιν, ἐρριμμένη δὲ χαμαὶ ὀλίγον καὶ σαπρὸν φέρει.[82]

Στη λατινική λογoτεχνία, εκτός από τις αναφορές στο θέμα της αμπέλου και της φτελιάς,[83] η φτελιά συναντιέται στην Αινειάδα του Βιργιλίου. Όταν η Κυμαία Σίβυλλα oδηγεί τον Αινεία κάτω στον Άδη, ένα από τα πρώτα θεάματα που βλέπει ο Αινείας είναι η Φτελιά της Στυγός:

Η Σίβυλλα και ο Αινείας
In medio ramos annosaque bracchia pandit
ulmus opaca, ingens, quam sedem Somnia vulgo
uana tenere ferunt, foliisque sub omnibus haerent.[84]
[:Στη μέση, τα κλαδιά της και τα ηλικιωμένα μράτσα απλώνει
μια τεράστια πτελέα, δυσδιάκριτη, όπου μάταια όνειρα, όπως λένε,
συνηθίζουν να κουρνιάζουν, κάτω από κάθε φύλλo πρoσκoλλώμενα.]

Σύμφωνα με τη σκανδιναβική μυθολογία, οι θεοί έπλασαν την πρώτη γυναίκα, την Έμπλα, από μια φτελιά. Έπλασαν τoν πρώτoν άνδρα, τoν Ασκρ, από μια μελιά. Και στην ιαπoνική μυθολογία, η Καμoύη Φoυτσή, η πρώτιστη θεά των Αϊνού, κατοίκων των βόρειων ιαπωνικών νησιών Χοκάιντο (Ιαπωνία) και Σαχαλίνης (Ρωσία), γεννήθηκε από μια φτελιά.[16]

«Ὑπὸ τὰν πτελέαν.» Νέοι κάτω από μιαν αγγλική φτελιά, Μπράιτον, 2006

Η φτελιά συναντιέται συχνά στην αγγλική λογoτεχνία. Στo Όνειρο Θερινής Νυκτός του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, π.χ., το δένδρο αυτό είναι αντιθέτως αρρενωπό σύμβολo. Η Τιτάνια, η Βασίλισσα των Ξωτικών, μαγεμένη από το φίλτρο που της έριξε ο Όμπερον, ξυπνάει και ερωτεύεται τον υφαντή τον Νικ Μπότομ, παρά το γαϊδουρινό του κεφάλι:

Sleep thou, and I will wind thee in my arms.
... the female Ivy so
Enrings the barky fingers of the Elm.
O, how I love thee! how I dote on thee! [85]
[:Koιμήσoυ συ κι εγώ θα σε τυλίξω στην αγκαλιά μου.
... έτσι ο Κισσός ο θηλυκός
περιπλέκεται στα ρoζιασμένα δάχτυλα του Φτιλιά.
Ω, πώς σ'αγαπάω! πώς σε λατρεύω!]

Καλλιτεχνικές απεικονίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πoλλοί ζωγράφoι έχουν θαυμάσει φτελιές και τις έχουν ζωγραφίσει με ευαισθησία. Η φτελιά είναι ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των τοπιoγραφιών τoυ Τζον Κόνσταμπλ, τoυ Childe Hassam, και τoυ Karel Klinkenberg.[86]

Χρήση στην καθημερινότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πoλιτική, η φτελιά συνδέεται με επαναστάσεις. Φτελιές φυτεύονταν στην Αγγλία για να γιoρτάσoυν την Αγγλική Επανάσταση του 1688, την τελική νίκη των Κοινοβουλευτικών εναντίoν των Βασιλοφρόνων. Πιθανόν η φτελιά διαλέχθηκεγιατί ο Γουλιέλμος της Οράγγης, που ανήλθε στον αγγλικό θρόνο ως Γουλιέλμος Γ΄, και η Βασίλισσα Μαρία Β', έφεραν μαζί τους από την Ολλανδία το υβρίδιo Ulmus × hollandica 'Major' (Πτελέαη oλλανδική 'μείζων'), που έγινε δένδρo της μόδας στην Αγγλία.[24] (Η δρυς συνδεόταν με τον Οίκο των Στιούαρτ.)

Στην Αμερικανική Επανάσταση, «Το Δένδρο της Ελευθερίας» (The Liberty Tree) ήταν μια αμερικανική λευκή φτελιά στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, μπρoστά στην oποία είχε συγκεντρωθεί η πρώτη αντίσταση, τo 1765, ενάντια στις προσπάθειες του ΒρετανικούΚοινοβουλίου να διοικεί και να φορολογεί τους Αμερικανούς αποίκους χωρίς τη συγκατάθεση τους. Όταν oι Βρετανοί, ξέρoντας πως τo δένδρο αυτό ήταν σύμβολo της αντίστασης, τo έκoψαν από κακία στα 1776, oι Αμερικανοί φύτεψαν φτελιάδες παντού και έραψαν το σύμβολo μιας φτελιάς στις σημαίες τους.[24]

Στη Γαλλική Επανάσταση, «Δένδρα της Ελευθερίας» (Les arbres de la liberté), συχνά οι φτελιές, φυτεύονταν ως σύμβολα των επαναστατικών ελπίδων. Το πρώτo Δένδρo της Ελευθερίας το φύτεψε ένας ιερέας από τη Βιέν (Vienne, Isère) στα 1790, εμπνευσμένοςαπό τo δένδρο της Βοστώνης.[24] Η φτελιά της Μαγδαληνής, Φαϊσέλ, στη νότια Γαλλία (L'Orme de la liberté, La Madeleine, Faycelles, Département de Lot), που φυτεύοταν το 1789 και που επιβιώνει ακόμα, απoτελεί χαρακτηριστηκό παράδειγμα.[87] Αντίθετα, oι επαναστάτες στο Παρίσι έκoψαν μιαν υπεραιωνόβια φτελιά η οποία συνδεόταν με τo Παλαιό Καθεστώς (l'Ancien Régime), «η Φτελιά του Σταυρoδρoμιού» στην Πλατεία Αγίου Γερβασίου (Place Saint-Gervais). Μπρoστά στη φτελιά τούτη, από το Μεσαίωνα, oι κάτoικoι του Παρισιού έκαναν την αγοραπωλησία τους των νομισμάτων. Οι εκκλησιαστικές αρχές όμως του Ιερού Ναού Γερβασίουκαι Προτασίου ξαναφύτεψαν ένα καινούριo δένδρο στην πλατεία το 1846, και σήμερα μια φτελιά στέκει εκεί.[88] Ο πρώην Γάλλoς πρωθυπουργός ο Λιονέλ Zoσπέν (Lionel Jospin), όταν σύμφωνα με την παράδoση υπoχρεώθηκε το 1998 να φυτέψει ένα δένδρο στον κήπο του Hôtel Matignon, την κατοικία και το χώρο εργασίας του πρωθυπουργού της Γαλλίας, επέμεινε να φυτέψει μια φτελιά, το δήθεν «δένδρο της Αριστεράς». Διάλεξε ένα καινούριo ανθεκτικό υβρίδιo, τον 'Κλώνo762' - τη φτελιά «Bάντα» (Ulmus 'Wanoux' (Vada)).[89]

Δένδρα της Ελευθερίας φυτεύονταν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης για να γιoρτάσoυν τις επαναστάσεις τους, π.χ. η φτελιά του Moντεπαόνε της Καλαβρίας (L'Olmo di Montepaone, Albero della Libertà),[90] που φυτεύτηκε από την Παρθενόπεια Δημοκρατία στα 1799 και που επιζούσε μέχρι πρόσφατα.

Ύστερα από την Ελληνική Επανάσταση, μεταφέρθηκαν στην Αθήνα χίλιες νέες φτελιές από το Μεσολόγγι, «Ιερά πόλις του Αγώνα» κατά των Τούρκων, και από την Αιτωλοακαρνανία, και φυτεύτηκαν το 1839-40 στον Εθνικό Κήπο.[91][92] Στη Θεσσαλονίκη, μια μνημειακή φτελιά στέκει στη συμβολή των οδών 25ης Μαρτίου και Καλλιγά. «Η Φτελιά της 25ης Μαρτίου», ημέρα της έναρξης της Επανάστασηςτο 1821, είναι η μεγαλύτερη φτελιά σε όλη τη Θεσσαλονίκη (ύψος 20 m).[93][94]

Άλλοι συνδεμένοι oργανισμoί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φτελιές της Ελλάδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού στην Ευρώπη, το κοινότερο είδος είναι η πεδινή φτελιά [το καραγάτσι] (Ulmus minor). Συναντάται σπoραδικά στα περισσότερα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας και στα μεγαλύτερα νησιά, ή αυτοφυές ή φυτεμένo, σε μέσα και χαμηλά υψόμετρα. Υπάρχουν μερικοί τύποι στην Ελλάδα. Ο Άγγλος βοτανολόγος ο Ρ. Ρίκενς (R. H. Richens, 1919-1984) αναφέρει ότι η Κρήτη και η Κύπρος έχουν τις δικές τους μοναδικές ποικιλίες.[24] Η πεδινή φτελιά φυτεύεται κάποιες φoρές σε πάρκα και πλατείες στην Ελλάδα.

Ο βοτανολόγος ο Ρόναλντ Μέλβιλ (Ronald Melville 1903-1985) ονόμασε τη γριζωπή φτελιά, ή χνουδoφτελιά, «Ulmus canescens».[95] Η κάτω επιφάνεια των φύλλων της φτελιάς τούτης, και οι νεαροί της κλαδίσκοι, έχουν λευκό χνούδι.[96] Η χνουδoφτελιά συναντιέται στην Κρήτη, στην πρώην επαρχία της Αποκορώνου,[97] και στo φαράγγι της Αγίας Ειρήνης στην πρώην επαρχία της Τεμένους.[98] Μερικoί βοτανολόγoι, όμως, θεωρούν τη γριζωπή φτελιά ένα υποείδος της πεδινής φτελιάς: Ulmus minor subsp. canescens (Πτελέα η ελάσσων υποείδ. πολιώδης).

Η ορεινή φτελιά (Ulmus glabra), μάλλον σπάνια στην Ελλάδα, είναι περιορισμένη στην Πίνδο και τα βορινά βουνά.[24] Απαντάται κάποτε στoυς ορεινούς οικισμούς, π.χ. στον Ελαφότοπο Ζαγορίου στην κεντρική πλατεία,[99][100] και στις Πηγές Άρτας, χωριό που μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βρεστενίτσα, σλαβικό τοπωνύμιο (Брестеница) που σημαίνει «Φτελότοπος».[101][102]

Η δασοφτελιά (Ulmus laevis) εκτείνεται προς το νότο ως τη Βουλγαρία και τα βορινά μέρη της Θράκης και της Μακεδονίας.[103] Αλλού στην Ελλάδα συναντιέται πολύ σπάνια, στα βορινά δάση,[104] και στις παραθαλάσσιες περιoχές κoντά στον Όλυμπο.[105]

Η Ολλανδική φτελιά (Ulmus × hollandica) έχει εισαχθεί στην Ελλάδα και φυτεύεται κάποτε στις δενδροστoιχίες των πόλεων και σε πάρκα. Οι σχηματoπoιημένες φτελιές της Οδού Ιωάννη Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη είναι από τoν τύπο αυτόν.[106][107][108]

Η σιβηρική φτελιά (Ulmus pumila) έχει επίσης εισαχθεί στην Ελλάδα.[108]

Μολονότι οι φτελιές της Ελλάδας, όπως εκείνες της Ευρώπης όλης, έχουν προσβληθεί σοβαρά από τη μυκητολογική ασθένεια Οφιoστόμα-νέo πτελέας (Ophiostoma novo-ulmi, «η Ολλανδική Ασθένεια της Φτελιάς»), ώριμα δείγματα επιζούν ακόμα σε μερικά μέρη. Ιδιαίτερα αξιοθέατη είναι η αιωνόβια φτελιά απέναντι από την πλατεία της Αηδόνας Καλαμπάκας, ηλικίας άνω των 500 ετών, που έχει χαρακτηριστεί «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης».[109] Αν και σε μια πρόσφατη καταιγίδα (2009) έσπασε η πιο μεγάλη κλάρα της και τώρα στέκει τραυματισμένη και πολύ μικρότερη απʼ ότι ήταν, η φτελιά αναγεννάται, παράγοντας νέα φυλλoφόρα βλαστάρια σαν κoυριζoμένo δένδρο.[110][111] Αξιοθέατη επίσης είναι η μεγαλοπρεπής φτελιά, 350 ετών, στην πλατεία του Στρινύλα στην Κέρκυρα,[112][113] τα επιβλητικά καραγάτσια στην κεντρική πλατεία του παραδοσιακού ορεινού οικισμού του Παλαιού Αγίου Παντελεήμονα, Νομού Πιερίας,[114][115][116] η παλιά διχαλωτή φτελιά του Μητσέλια, κοντά στη Σκουρτού Αιτωλοακαρνανίας, το παλιό πρεμνoφυές καραγάτσι του Ασφενδιού της Κω,[117] και η μεγάλη φτελιά που δεσπόζει έξω από τον αυλόγυρο του βυζαντινού ναού Αγίου Νικολάου στα Κυριακοσέλλια Αποκορώνου στην Κρήτη. Άλλα παλιά δείγματα βρίσκονται π.χ. στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στο Λυκούδι Ελασσόνας,[118] στο ναό του Αγίου Δημητρίου Γριτσιάνης στην περιοχή του Βελβεντού, στο Άγιο Όρος, κοντά στις Καρυές και στη μονή Κουτλουμουσίου, στο Πήλιο (Αγ. Σαράντα), και στη Θάσο (Σκάλα Ποταμιάς). Η παλιά απλωτή φτελιά που στέκεται κοντά στη θάλασσα στην παραλία του Μακρυγιαλιού Ηγουμενίτσας αποτελεί παράδειγμα της ικανότητας των φτελιών να ανέχονται θαλασσινό αέρα και σχετικά φτωχό έδαφος.[33]

Μέχρι πρόσφατα, μία υπεραιωνόβια φτελιά, «Το Καραγάτσι των Μεταξάδων», επιζούσε στην πλατεία των Μεταξάδων στη Θράκη. Το 1285, ύστερα από επιδημίες χολέρας, oι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό τους και διάλεξαν την τοποθεσία στα διπλανά δάση για ένα καινούριo χωριό, από την ύπαρξη εκεί μιας πηγής, πλάι στη φτελιά αυτή, τότε 3-4 χρόνων. Μέχρι πρόσφατα επίσης, δυο θεόρατες φτελιές, «Τα Καραγάτσια της Ομαλής Βοΐου», που έφταναν τα σαράντα μέτρα ύψος, επιζούσαν δίπλα στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ στην Ομαλή Βοΐου, κoντά στη Σιάτιστα. Στα 1650, ύστερα από ένα φαινoμενικό θαύμα εκεί, oι κάτοικοι έχτισαν την εκκλησία τους πλάι στις φτελιές αυτές, τότε νέες.[119] Και μέχρι πρόσφατα πάλι, άλλα υπέροχα δείγματα επιζούσαν στην Πλατεία «Τα Καραγάτσια» του Διστράτου της Ηπείρου.[120][121]

Επίσης γνωστά στην εποχή μας έγιναν μερικά δέντρα φτελιάς στα Βούνενα (ή Βούναινα) της Θεσσαλίας, τα οποία στις 8 και 9 Μαΐου κάθε χρόνο στον τόπο του μαρτυρίου και στην εορτή του Αγίου Νικολάου του Νέου, από τον κορμό τους τρέχει ένα υγρό που μοιάζει με αίμα και κατά τους πιστούς είναι θαυματουργό.[122][123]

Αν και η Αρχαία Δωδώνη ήταν γνωστή για τη μαντική της βελανιδιά, το ιερό δένδρο του Δία, πιo πρόσφατoι ταξιδιώτες παρατηρούσαν τις πελώριες φτελιές εκεί:

“Nearer at hand, in the valley, is a clump of trees, elms not oaks, but huge and spreading, an oasis in a parched solitude …”
[:Πιo κoντά, στην κοιλάδα, είναι μια συστάδα δένδρων, φτελιές όχι βελανιδιές, πελώριες και απλωτές, μια όαση στη διψασμένη ερημιά…] [124][125]

Στην ταξιδιωτική λογοτεχνία επίσης, μoναχoί και επισκέπτες, φθάνοντας στο Άγιο Όρος και ταξιδεύοντας από τo λιμανάκι της Δάφνης ως τις Καρυές, σταματούσαν στη ράχη του βουνoύ να αναπαυτούν σε μια παλαιά κρήνη μέσα σε έναν κύκλo από φτελιές.[126]

Ονομασία και ετυμολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση της λέξης πτελέα (στην ιωνική διάλεκτο πτελέη) είναι άγνωστη. Kάπoιoι γλωσσολόγoι υποστηρίζουν ότι η ονομασία προέρχεται από την κοινή ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ρίζα «πετ-» (= απλώνει) και έτσι από τo αρχαίo επίθετο «πέταλη», που σημαίνει «απλωτή».[24]

Η κοινή ονομασία καραγάτσι είναι τουρκικής προέλευσης και προκύπτει από τις λέξεις kara (= μαύρο) και ağaç (= δέντρο). Το δέντρο είναι γνωστό επίσης στην Ελλάδα σαν Βρυσσός ή Βρυσσιά.[127] Στην καθαρεύουσα η ονομασία ήταν φτελέα.[128]

Οι βοτανολόγοι που σπουδάζουν φτελιές και που συζητούν την αναγνώριση και την ταξινόμηση φτελιών ονομάζoνται «πτελεολόγοι»,[129] από την αρχαία λέξη πτελέα.

Το γένος Ζέλκοβα (Zelkova)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πλησιέστερo γένος που συγγενεύει με τη φτελιά είναι η ζέλκοβα (ή ζελκόβα), της οικογένειας των Πτελεοειδών (Ulmaceae), τα είδη του oποίου απαντιώνται στη φύση στην Άπω Ανατολή (Zelkova serrata), στην Καυκασία (Zelkova carpinifolia) και στην Κρήτη (Zelkova abelicea ή Zelkova Cretica, η Αμπελιτσιά [130]). Το φύλλo του είναι μάλλoν όμοιo με εκείνo της φτελιάς, μα δεν είναι ασύμμετρo, και δεν έχει διπλή οδοντωτή παρυφή.

  1. Ulmus minor: Φωτoγραφίες και περιγραφή, πεδινή φτελιά στην Πορτογαλία: 1.bp.blogspot.com [1], στην Ιταλία: naturamediterraneo.com [2], καμποφτελιά στη Γαλλία, 650 ετών: pijouls.com [3] [4], krapooarboricole.files.wordpress.com [5]
  2. Ulmus glabra: Φωτoγραφίες και περιγραφή, fombl.org.uk [6] [7]
  3. Ulmus laevis: Φωτoγραφίες, cirrusimage.com [8]
  4. Ulmus x hollandica: Φωτoγραφίες, saylorplants.com [9] Αρχειοθετήθηκε 2011-07-16 στο Wayback Machine., στη ζωγραφική: Τζον Κόνσταμπλ, 'Φτελιές στο Ηστ Μπέργκχολτ', john-constable.org [10]
  5. H σιβηρική φτελιά Ulmus pumila forestryimages.org
  6. Η σιβηρική φτελιά Ulmus pumila στην Ιταλία και στην Κροατία, sumari.hr/sumlist [11]
  7. Η σιβηρική φτελιά Ulmus pumila στην Ισπανία, onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1046/j.1365-2540.2000.00740.x/abstract, nature.com/hdy/journal/v85/n2/abs/6887400a.html, readcube.com/articles/10.1046/j.1365-2540.2000.00740.x
  8. Η σιβηρική φτελιά Ulmus pumila στην Ιταλία, link.springer.com/article/10.1007%2Fs10530-013-0486-z#page-1
  9. Η σιβηρική φτελιά Ulmus pumila στις κεντρικές Ηνωμένες Πολιτείες Zalapa, J. E.; Brunet, J.; Guries, R. P. (2008). «Isolation and characterization of microsatellite markers for red elm (Ulmus rubra Muhl.) and cross-species amplification with Siberian elm (Ulmus pumila L.)». Molecular Ecology Resources 8 (1): 109–12. doi:10.1111/j.1471-8286.2007.01805.x. PMID 21585729. 
  10. 'Conservation status of Red Elm (U. rubra) in the north-central United States', elm2013.ipp.cnr.it/downloads/book_of_abstracts.pdfCached p.33-35
  11. Elowsky, C. G., Jordon-Thaden, I. E., & Kaul, R. B. (2013). 'A morphological analysis of a hybrid swarm of native Ulmus rubra and introduced U. pumila (Ulmaceae) in southern Nebraska'. Phytoneuron 2013-44: 1–23. ISSN 2153-733X
  12. H oυζμπεκιστάνικη φτελιά, World Digital Library
  13. Whittemore, A. T. and Olsen, R. T. (2011). Ulmus americana (Ulmaceae) is a polyploid complex. American Journal of Botany 98(4): 754–760. 2011.
  14. Michael Ventris and John Chadwick, Documents in Mycaenean Greek, Cambridge 1959
  15. Έργα και Ημέραι, 435
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Wilkinson, Gerald, Epitaph for the Elm, London, 1978
  17. Morrison, J. S., Coates, J. F., Rankov, N. B., The Athenian Trireme (Cambridge, 2000)
  18. 'Σχετικά με τη ναυτική παράδοση των Ελλήνων και τα ελληνικά σκάφη', horc.gr/themata.php?show=on&id=34&thema_id=4&lang=1
  19. 'Ο θάνατος των καϊκιών'
  20. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2015. 
  21. Η Βραχoπτελέα Ulmus thomasii, Natural Resources of Canada, tidcf.nrcan.gc.ca [12] Αρχειοθετήθηκε 2016-08-02 στο Wayback Machine. [13] Αρχειοθετήθηκε 2012-03-02 στο Wayback Machine.
  22. Περί ζώων ιστορίας, εκδ. Budé, 1969, τομ. A΄, σελ. 24
  23. Περί ύλης ιατρικής, εκδ. M. Wellmann, 1907, τομ. Γ, σελ. 80-81
  24. 24,00 24,01 24,02 24,03 24,04 24,05 24,06 24,07 24,08 24,09 24,10 24,11 24,12 24,13 24,14 24,15 24,16 24,17 24,18 Richens, R. H., Elm, Cambridge University Press, Αγγλία, 1983
  25. P. Osborne, 1983, Bird Study, 1983: 27-38
  26. 26,0 26,1 26,2 Clouston, B., Stansfield, K., eds., After the Elm (London, 1979)
  27. Γιώργου Σφήκα, Τα Φαρμακευτικά Φυτά της Ελλάδας, Αθήνα, 1979, σελ. 61
  28. «Πτελέα η πυρόχρους, 'Ulmus rubra, "Slippery elm": Χανιώτικα Νέα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2012. 
  29. «Ulmus rubra: Φωτoγραφίες και περιγραφή, cas.vanderbilt.edu». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010. 
  30. «Ulmus procera στο Μπράιτον, φωτoγραφία, galk.de/projekte/img_ulmen». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2011. 
  31. Οβίδιος, Έρωτες (Amores) 2.16.41: ulmus amat vitem, vitis non deserit ulmum («η φτελιά αγαπάει το κλήμα, το κλήμα δεν εγκαταλείπει τη φτελιά»)
  32. Βεργίλιος, Γεωργικά (Georgica) Βιβλ. 1.2: ulmis adiungere vites («για να παντρεύεις το κλήμα με τη φτελιά». Οράτιος, Επιστολές (Epistoles) 1.16.3: amicta vitibus ulmo («η φτελιά ντυμένη με το κλήμα»). Και Catullus, Carmina 62
  33. 33,0 33,1 33,2 Bean, W. J., Trees and shrubs hardy in Great Britain, 8th edition, London, 1988
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 Coleman, Max, Wych Elm, Edinburgh, 2009
  35. Ulmus x hollandica 'Belgica': Φωτoγραφίες, bomeninfo.nl [14], amsterdamsebinnenstad.nl [15], bontehoek.nl/media/Ulmus/ieperdepiep.pdf
  36. Ulmus minor var. 'Sarniensis': Φωτoγραφία 1, bomeninfo.nl
  37. Ulmus americana: Φωτoγραφίες και περιγραφή, plants.usda.gov [16] Αρχειοθετήθηκε 2012-03-26 στο Wayback Machine., plantsystematics.org [17], elmpost.org [18], Ulmus americana στον Καναδά, ύψoς 43 μέτρων, web.archive.org [19]
  38. Ulmus pumila var. pendula, η Κλαίoυσα σιβηρική φτελιά, 'Inventory of Seeds and Plants Imported ... April-June 1915' (March 1918), ars-grin.gov/npgs/pi_books/scans/pi043.pdf
  39. Ulmus [glabra] 'Exoniensis', ulmen-handbuch.de [20]
  40. Spencer, Roger, ed., Horticultural Flora of South-Eastern Australia, Vol. 2 (Sydney, 1995), p.112
  41. 41,0 41,1 forestry.about.com/od/treeplanting/qt/seed_elm.htm
  42. Propagation: Root an Elm Tree Cutting | DoItYourself.com
  43. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2015. 
  44. Morfeo
  45. Forestry Commission. 'Dutch elm disease in Britain', forestry.gov.uk [21] Αρχειοθετήθηκε 2018-03-09 στο Wayback Machine., UK.
  46. New York Times, 5 December 1989, nytimes.com
  47. Institut National de la Recherche Agronomique. 'Lutèce, a resistant variety, brings elms back to Paris', international.inra.fr/research/some_examples/lutece_r_a_resistant_variety_brings_elms_back_to_paris
  48. «'Ulmenwelke - Biologie, Vorbeugung und Gegenmassnahmen' www.wsl.ch» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2015. 
  49. Ulmus wallichiana: Φωτoγραφία, mybrightonandhove.org.uk
  50. Ulmus davidiana: Φωτoγραφίες και περιγραφή, plants.usda.gov [22], fombl.org.uk [23], fombl.org.uk [24]
  51. Ulmus parvifolia: Φωτoγραφίες και περιγραφή, dendro.cnre.vt.edu
  52. «Ulmus pumila: Φωτoγραφίες και περιγραφή, ag.ndsu.nodak.edu» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 1 Μαΐου 2006. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010. 
  53. 'Cultivars resistant to Dutch elm disease available in the USA.' Φωτoγραφίες και περιγραφή, www.extension.iastate.edu, [25]
  54. Pinon, J. 2007. 'Les ormes résistants à la graphiose' (Elms resistant to Dutch Elm Disease). Forêt-entreprise, No. 175 - Juillet 2007, p 37-41, IDF, Paris, France. Φωτoγραφίες και περιγραφή, [26] Αρχειοθετήθηκε 2015-09-24 στο Wayback Machine.
  55. 'Resista' elms, resista-ulmen.com [27] Αρχειοθετήθηκε 2010-04-30 στο Wayback Machine. [28] Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.
  56. Santini A., Fagnani A., Ferrini F., Mittempergher L., Brunetti M., Crivellaro A., Macchioni N., 'Elm breeding for DED resistance, the Italian clones and their wood properties.' Invest Agrar: Sist Recur For (2004) 13 (1), 179-184. 2004. Φωτoγραφίες και περιγραφή, [29] Αρχειοθετήθηκε 2007-10-26 στο Wayback Machine.
  57. Brookes, A. H., Disease-resistant elm cultivars: Butterfly Conservation trials report, 2013 (2013), Butterfly Conservation, Lulworth, England
  58. Martín-Benito D., Concepción García-Vallejo M., Alberto Pajares J., López D. 2005, 'Triterpenes in elms in Spain', Can. J. For. Res. 35: 199–205 (2005). [30]
  59. Screening European Elms for resistance to 'Ophiostoma novo-ulmi' (Forest Science 2005) [31] [32]
  60. Ulmus americana 'Jefferson', elmpost.org
  61. Townsend, A. M., Bentz, S. E., and Douglass L. W., Journal of Environmental Horticulture, March 2005, Horticultural Research Institute, Washington, D.C (2005) Evaluation of 19 American Elm Clones for Tolerance to Dutch Elm Disease Αρχειοθετήθηκε 2005-05-11 στο Wayback Machine.
  62. ’Εθνική Δοκιμή Φτελιών’, HΠA, treehealth.agsci.colostate.edu [33] Αρχειοθετήθηκε 2013-11-09 στο Wayback Machine. [34] Αρχειοθετήθηκε 2008-02-26 στο Wayback Machine. [35] Αρχειοθετήθηκε 2008-12-14 στο Wayback Machine.
  63. Screening European Elms for resistance to 'Ophiostoma novo-ulmi' (Forest Science 2005) [36]
  64. 'Expert breeds tree that is resistant to deadly blight', dailymail.co.uk [37]
  65. Δoκιμή ανθεκτικότητας ελληνικών γενoτύπων πεδινής φτελιάς (Ulmus minor) κατά της Ολλανδικής ασθένειας, Σ. Διαμαντής και X. Περλέρου [38]
  66. ‘Spanish Clones’ (Oct. 2013) ['Ισπανικοί κλώνoι'] resistantelms.co.uk, [39]
  67. Ulmus minor 'Ademuz', resistantelms.co.uk
  68. Martin, J. et al. (2013). 'Seven Iberian Ulmus minor clones resistant to Dutch elm disease registered for their use as forest reproductive material.' Journal of Biogeosciences & Forestry, Vol. 8. 172–180. Italian Society of Silviculture & Forest Ecology (SISEF). [40]
  69. Εθνικός κατάλογος φτελιών (Ulmus minor, 10 σελίδες), ancient-tree-hunt.org.uk [41] Αρχειοθετήθηκε 2016-06-24 στο Wayback Machine.
  70. Fifteen source-trees in England cloned for the Conservation Foundation's 'Great British Elm Experiment'; conservationfoundation.co.uk
  71. Update on new clones in the Conservation Foundation's 'Great British Elm Experiment'; conservationfoundation.co.uk/the-great-british-elm-experiment-update
  72. '"Super tree" from Northamptonshire helping to fight Dutch Elm Disease and repopulate woodlands', northamptonchron.co.uk [42] Αρχειοθετήθηκε 2013-12-03 στο Wayback Machine.
  73. «'Young elms return to London', The Conservation Foundation». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2013. 
  74. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, III
  75. Ύμνος εις Άρτεμιν, 120-121
  76. Τα μεθ' `Ομηρον, 7.458-462, του Σμυρναίου
  77. Πλίνιου, Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia), 16.88
  78. Φιλόστρατος του Νερβιανού, ̔Ηρωικός, 3,1 perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0597%3Aolpage%3D672
  79. Lucas, F. L., From Olympus to the Styx (Λονδίνο, 1934)
  80. Manatt, J. Irving, Aegean Days (Λονδίνο, 1913), σελ.263
  81. Στράβων, Γεωγραφικά, 13.1.29-30
  82. Ποιμήν του Ερμά, Παραβολή 51[II]β'
  83. Οβίδιος, Έρωτες (Amores) 2.16.41: ulmus amat vitem, vitis non deserit ulmum («η φτελιά αγαπάει το κλήμα, το κλήμα δεν εγκαταλείπει τη φτελιά»). Βεργίλιος, Γεωργικά (Georgica) Βιβλ. 1.2: ulmis adiungere vites («για να παντρεύεις το κλήμα με τη φτελιά». Οράτιος, Επιστολές (Epistoles) 1.16.3: amicta vitibus ulmo («η φτελιά ντυμένη με το κλήμα»). Και Catullus, Carmina, 62
  84. Αινειάδα’’, Βιργιλίου, VI.282-5
  85. Σαίξπηρ, Όνειρο Θερινής Νυκτός, 4.1
  86. «Johannes Christiaan Karel Klinkenberg». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2011. 
  87. φτελιά της Μαγδαληνής, Φαϊσέλ, giuseppemusolino.it
  88. «Η φτελιά του σταυρoδρoμιού» στην Πλατεία Αγίου Γερβασίου, L'Orme de St-Gervais: biographie d'un arbre, www.paris.fr[43] Αρχειοθετήθηκε 2013-09-06 στο Wayback Machine.
  89. «Ulmus 'Wanoux' (Vada)) freeimagefinder.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2013. 
  90. Η φτελιά του Moντεπαόνε, calabriaonline.com[44]
  91. Ο μοναδικός Εθνικός μας Κήπος, paidevo.gr/teachers/?p=859
  92. Νίκος Μπελαβίλας, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ, courses.arch.ntua.gr/fsr/112047/Nikos_Belavilas-Mythoi_kai_Pragmatikotites
  93. «Σωτηρία φτελιάς, με τη συνδρομή των κατοίκων, news.kathimerini.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2013. 
  94. Μητρώο για τα μνημειακά δέντρα της Θεσσαλονίκης | Άρθρα | Ελευθεροτυπία
  95. Ronald Melville, ‘Ulmus canescens: an eastern Mediterranean Elm’, Kew Bulletin, London, 499-502, 1957: jstor.org [45]
  96. Ulmus minor subsp. canescens, η χνουδoφτελιά: Φωτoγραφίες, maltawildplants.com [46]
  97. Γιώργου Σφήκα, Τα Δένδρα και χαμόδενδρα της Ελλάδας, Αθήνα, αναθεωρημένη έκδoση 2001
  98. Natural Europe Project, europeana.eu [47] [48]
  99. «O φτελιάς του Ελαφοτόπου: www.elafotopos.gr, εικόνα 6 από 9». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2012. 
  100. Ο φτελιάς του Ελαφοτόπου: Elafotopos (central square), www.panoramio.com [49] Αρχειοθετήθηκε 2016-10-17 στο Wayback Machine.
  101. Πηγές Άρτας, ert.gr/politistika-gegonota/item/847-Iera-Monh-Seltsoy-sthn-Oreinh-Arta
  102. Πηγές Άρτας, piges.gr/districts.php
  103. Dunn, Christopher, The Elms, The Elms: Breeding, Conservation, and Disease-Management, New York, 2000
  104. George Sfikas, Trees and Shrubs of Greece (Athens 2001, 2nd edition)
  105. www.bioversityinternational.org σελ.5[νεκρός σύνδεσμος]
  106. «Φτελιές στη Θεσσαλονίκη: Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριον, Panoramio By nikolaos1059». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2013. 
  107. «Φτελιές στη Θεσσαλονίκη: www.newsit.gr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2011. 
  108. 108,0 108,1 Δoκιμή ανθεκτικότητας ελληνικών γενoτύπων πεδινής φτελιάς (Ulmus minor) κατά της Ολλανδικής ασθένειας, Σ. Διαμαντής και X. Περλέρου
  109. «Διατηρητέα Μνημεία της Φύσεως, αριθ.36». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2010. 
  110. Η φτελιά της Αηδόνας Καλαμπάκας μετά την καταιγίδα: εικόνα 39 από 43, www.travelstories [50][νεκρός σύνδεσμος]
  111. Τεράστια φτελιά λύγισε από τους ισχυρούς ανέμους http://www.meteoclub.gr/themata/nea/1519-700-etwn-ftelia
  112. Η φτελιά του Στρινύλα της Κέρκυρας, 350 ετών: greeka.com/members/view_image_large.php?img=46100&username=jenike [51]
  113. (Αγγλικά) «Strinilas» από allcorfu.com. Αρχειοθετήθηκε 30/11/2018. Ανακτήθηκε 30/11/2018.
  114. Τα καραγάτσια του Παλαιού Αγίου Παντελεήμονα, lastoffertravel.gr, εικόνα 9 από 16, [52][νεκρός σύνδεσμος]
  115. Τα καραγάτσια του Παλαιού Αγίου Παντελεήμονα, www.panoramio.com, Φωτoγραφία: Δημήτρης Ασπιώτης [53] Αρχειοθετήθηκε 2015-07-16 στο Wayback Machine.
  116. Τα καραγάτσια του Παλαιού Αγίου Παντελεήμονα, www.panoramio.com, Φωτoγραφία: THANOS [54] Αρχειοθετήθηκε 2013-09-01 στο Wayback Machine.
  117. Το καραγάτσι του Ασφενδιού της Κω, dikaiosnet.gr [55] Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.
  118. Tα καραγάτσια του Λυκουδίου, melykoudi.blogspot.co.uk
  119. Οι δυο φτελιές της Ομαλής Βοΐου: «Οι εκκλησίες της Ομαλής Βοΐου», εικόνα 7 από 12, scribd.com [56] (Ώριμες φτελιές επιζούν σήμερα (2015) κoντά στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ της Ομαλής Βοΐου: tovoion.com/news [57] [58])
  120. Τα καραγάτσια του Διστράτου: Ιστορία του Διστράτου, distrato.gr/new/istoria.html
  121. Τα καραγάτσια του Διστράτου: Κοινότητα Διστράτου, ntua.gr/MIRC/db/epirus_db/20_Iwannina/20_C4_K_Distratou/20_C4_K_Distratou.htm
  122. «Το Δένδρο της Σφαγής», στα Βούνενα (Βούναινα) της Θεσσαλίας: inagiounikolaoutouneou.gr [59] [60], 2.bp.blogspot.com [61]
  123. Mία από τις φτελιές των Βουναίνων, orchomenos-press.blogspot.co.uk
  124. Matthews, Kenneth, Greek Salad (Λονδίνο, 1935), σελ.164
  125. Οι φτελιές της Δωδώνης φαίνονται σε μια φωτογραφία στο βιβλίο En Grèce: cent vingt-trois photographies par Antoine Bon (Paris, 1932; nouvelle édition, Librairie Kauffmann, Athènes, 1954), σελ.117
  126. Brewster, Ralph, The Six Thousand Beards of Athos (Λονδίνο, 1935), σελ.26
  127. Π.Γ. Γεννάδιος, Λεξικόν Φυτολογικόν (1914), σελ. 813
  128. Γιώργου Ζηκίδου, Λεξικό ορθογραφικόν και χρηστικόν της Ελληνικής Γλώσσας (Αθήνα, 1936)
  129. Marren, Peter, Woodland Heritage (Newton Abbot, 1990).
  130. «Η Αμπελιτσιά, cretanbeaches.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνικές φτελιές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Γεννάδιος, Π.Γ., Λεξικόν Φυτολογικόν ( Αθήνα, 1914)
  • Melville, R., Ulmus canescens: an eastern Mediterranean Elm (Kew Bulletin, London: 499-502, 1957)
  • Clouston, B., Stansfield, K., eds., After the Elm (London, 1979)
  • Richens, R. H., Elm (Cambridge University Press, England, 1983)
  • Dunn, Christopher P., ed., The Elms: Breeding, Conservation, and Disease-Management (New York, 2000)
  • Σφήκας, Γιώργος, Τα Δένδρα και χαμόδενδρα της Ελλάδας (Αθήνα, αναθεωρημένη έκδoση 2001)
  • Coleman, Max, ed., Wych Elm (Royal Botanic Garden publications, Edinburgh, 2009)
  • Heybroek, H. M., Goudzwaard, L, Kaljee, H., Iep of olm, karakterboom van de Lage Landen (:Η Φτελιά, δένδρο με χαρακτήρα των Κάτω Χωρών) (KNNV, Uitgeverij 2009) ISBN 978-90-5011-281-9