Φάρα Μπούα
Οι Μπούα ήταν οικογένεια (φάρα) Αρβανιτών[1] ή Αρμάνων (Βλάχων)[2], προερχόμενη, κατά τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και ιστορικό Ιωάννη Καντακουζηνό, από τα ορεινά της Θεσσαλίας ή της Ηπείρου.
Δράση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Καντακουζηνό, το 1333 η φάρα των «Μπουοιοίων», μαζί με αυτές των Μαλακασαίων και Μεσαριταίων, κατέβηκαν από τα ορεινά της Θεσσαλίας στην πεδιάδα, μαζί με 12.000 άλλους «Αλβανούς», με την υπόσχεση να ζήσουν ειρηνικά.[3] Αυτό το χωρίο του Καντακουζηνού[4] έχει γίνει αντικείμενο συζητήσεων όσον αφορά την εθνικότητα αυτών των τριών φύλων. Κατά τους Φ. Πουκεβίλ (1825), Π. Αραβαντινό (1857)[5], A.J.B. Wace & M.S. Thompson (1914), C.Jireček (1912), N. Iorga (1919)[6] ,Th. Capidan (1920-1921), και Τ.J. Winnifrith (1993)[7], εσφαλμένα ονομάζονται «Αλβανοί» ενώ πρόκειται για Βλάχους που ζούσαν νομαδικά στα ορεινά της Θεσσαλίας τότε όπως και σήμερα. Λείψανα των ονομάτων αυτών σώζονται μέχρι σήμερα (20ος αι.) μεταξύ των Βλάχων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.[8] Βλάχοι θεωρούνται και από τον ιστορικό N.G.L. Hammond.[9] Αντίθετα, ο ιστορικός Χρ. Σούλης θεωρεί αυτά τα φύλα αλβανικά και ότι οι Βλάχοι της περιοχής Μαλακάσι της Πίνδου προέρχονται από εκβλαχισμό. Σημειώνει ότι το φαινόμενο της επιμιξίας Αλβανών και Βλάχων είναι γνωστό από τον 14ο αιώνα.[10]
Στην Πελοπόννησο είχαν ήδη καταφτάσει, από τα μέσα του 14ου έως τις αρχές του 15ου αι., ομάδες αλβανόφωνων εποίκων, καλεσμένες από τους τότε Δεσπότες του Μυστρά. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Δημήτριος και Θωμάς, αδέλφια του τελευταίου αυτοκράτορα Παλαιολόγου και δεσπότες του Μυστρά, παρέδωσαν την Πελοπόννησο στους Τούρκους. Τότε βρίσκουμε τον Πέτρο Μπούα Σκλέπα (κουτσό) στην Αρκαδία να ξεσηκώνεται για να εμποδίσει αυτή την ενέργεια.[11] Αυτόν προσεταιρίστηκε ο Μανουήλ Καντακουζηνός Γκιν, στην προσπάθειά του να πάρει το Δεσποτάτο από τα χέρια των Παλαιολόγων, ενώ οι τελευταίοι κάλεσαν σε βοήθειά τους τους Τούρκους οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση.[12]
Κατά την Τουρκοκρατία, σημαντικές ομάδες αλβανόφωνων συμμαχούν με τους Ενετούς ή μεταναστεύουν στα Επτάνησα και την ιταλική χερσόνησο για να προσφέρουν εκεί τις μισθοφορικές υπηρεσίες τους ως stratioti. Το 1502, πρωτοκατέβηκαν Αρβανίτες στην Κεφαλλονιά, με άδεια της βενετικής διοίκησης και με αρχηγό, μεταξύ άλλων, τον Σγούρο Καγκάδη Μπούα και την ίδια χρονιά αναφέρεται εποικισμός της έρημης Ιθάκης όπου συμμετέχει ο αρματολός της Βόνιτσας Θεόδωρος Μπούα Γρίβας.[13] Σε έγγραφο τις Ενετικής Γερουσίας με ημερομηνία 30 Απριλίου 1541, αποφασίστηκε, η εγκατάσταση τεσσάρων σωμάτων ένοπλων Αρβανιτών στις βενετικές κτήσεις της Κρήτης, Ζακύνθου, Κεφαλλονιάς και Κέρκυρας. Ένα από αυτά τα σώματα είχε αρχηγό τον Παύλο Μπούα Ρεπούση.[14].
Ένας από τους πιο φημισμένους stratioti της εποχής ήταν ο Μερκούριος Μπούα. Για τα πολεμικά του κατορθώματα στη Δύση, ένας τροβαδούρος του αφιέρωσε ποίημα όπου τον ονομάζει «απόγονο του Πύρρου» και τον παρομοιάζει με τον Αχιλλέα και τον Μ. Αλέξανδρο. Ο Μερκούριος έγραψε στον Βενετό αρχιστράτηγο, ζητώντας του να επέμβει στην Ελλάδα όπου θα έχει τη συμπαράσταση των Αρβανιτών. Πέθανε το 1560 στο Τρεβίζο της Ιταλίας όπου του φιλοτέχνησαν μνημείο.[15].
Αργότερα το όνομα Μπούας χάνεται από την ιστορία των Αρβανιτών. Κατά τον Κώστα Μπίρη (στο βιβλίο του Αρβανίτες - Οι Δωριείς του Ελληνισμού), η φάρα των Μπουαίων εξαφανίστηκε οριστικά.[16]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Καθημερινή, 7 Ημέρες
- ↑ Madgearu & Gordon 2008, p. 83: "The despots Gjin Buia Spata and Peter Liosha were recognized by Symeon Uroš in 1359–1360 as rulers in Epirus and Aetolia. Albanian historians consider Gjin (or Ghinu) Buia and Peter Liosha Albanian, but it is sure that at least the Buia family was of Aromanian origin..."
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 129
- ↑ «...οι τα ορεινά της Θεσσαλίας νεμόμενοι Αλβανοί αβασίλευτοι Μαλακάσιοι, Μπούοιοι και Μεσαρίται από των φυλάρχων προσαγορευόμενοι, περί δισχιλίους και μυρίους όντες προσεκύνησαν ελθόντες και υπέσχεντο δουλεύσειν». Καντακουζηνός, έκδοση Βόννης, Ι, 474.
- ↑ Αραβαντινός Παναγιώτης, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθήνα 1856, τομ. Α, σελ. 112, υποσημείωση.
- ↑ Iorga Nicolae, Histoire des Roumains de la Peninsule des Balcans, Βουκουρέστι, 1919, p. 22 κλπ.
- ↑ Winnifrith, T.J. (1993). The Vlachs of the Balkans: A rural minority which never achieved ethnic identity. Στο D. Howell (επιμ.), Roots of rural ethnic mobilization, σσ. 120-1.
- ↑ Σούλης Χρ. Γεώργιος, Περί των μεσαιωνικών αλβανικών φύλων των Μαλακασίων, Μπουΐων και Μεσαριτών. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΚΓ' (1953), σ. 213.
- ↑ Lemprière Hammond Nicholas Geoffrey, Migrations and invasions in Greece and adjacent areas, Noyes Press, 1976, p. 39.
- ↑ Σούλης Γ. (1953) σ. 216
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 184
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 187
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 205-206
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 204
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 208-209
- ↑ Κόλλιας (1990), σ. 16, όπου και η αναφορά στην άποψη του Κ. Μπίρη
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Α. Κόλλιας, Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων, Αθήνα, 1990 (6η έκδοση)
- Κ. Μπίρης, Αρβανίτες - Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού